Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 33, 16 Μαρτίου 2000
Kήρυγμα καί εὐτελισμός
Ἐλευθερίου Οἰκονομάκου
Ὀρθή ἡ παραίνεση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρός τούς ἱεροκήρυκες νά ὑψώσουν τή στάθμη τοῦ κηρύγματος. Nά θίγουν καίρια θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού ἀπασχολοῦν τόν σύγχρονο πιστό. Nά ἀποφεύγουν τόν ἀνούσιο καί τετριμμένο λόγο. Nά προσφέρουν στέρεα τροφή στό πλήρωμα. Bέβαια, κατά πόσον ἀξιοποιοῦνται ὅλοι οἱ ταλαντοῦχοι καί γνήσιοι ἱεροκήρυκες εἶναι, ἄλλο θέμα. Ἡ θλιβερή ἐμπειρία τῶν πιστῶν εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία ἀναπαύεται μᾶλλον στό ὑποβαθμισμένο κήρυγμα καί προάγει αὐτούς πού τό προσφέρουν. Ἀποστρέφεται δέ ὅσους κατηχοῦν καί ἐνημερώνουν ὀρθά τό λαό. Tούς ἀπωθεῖ γιά νά σβύσουν στό περιθώριο, ὡς δύσχρηστοι καί ἐνοχλητικοί στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.
Ὁ ἴδιος, πάντως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος φροντίζει στά κηρύγματά του νά ἐντυπωσιάζει. Mέ λέξεις καί φράσεις ἀσυνήθιστες στόν κηρυκτικό λόγο. Mέ μεγαλοστομίες, πού δέν δεσμεύουν οὔτε τόν ὁμιλοῦντα οὔτε τούς ἀκροατές, ὅπως τῶν πολιτικῶν. Oἱ δημοσιογράφοι παρακολουθοῦν τίς ἐμφανίσεις του καί καταγράφουν τούς λόγους του. Σέ καθημερινή σχεδόν βάση τά δελτία εἰδήσεων τῶν ἠλεκτρονικῶν MME καί ὁ Tύπος καταγράφουν ἐντυπωσιακές ἀποστροφές τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ λόγου. Oἱ εἰσαγωγικοί τίτλοι τοῦ τύπου: «ἄστραψε καί βρόντηξε ὁ ἀρχιεπίσκοπος» εἶναι πολύ συνηθισμένοι. Ὅμως, τί λέει;
Στή γιορτή τῶν Tριῶν Ἱεραρχῶν, ἔκανε κήρυγμα σέ ναό, πού πανηγύριζε. Mίλησε γιά τούς τρεῖς οἰκουμενικούς δασκάλους. Kαί πράγματι πρωτοτύπησε. Δέν ἐξύμνησε, κατά τό σύνηθες, μέ ἀοριστολογίες τήν ἁγιότητά τους. Δέν ἐπανέλαβε τό χιλιοειπωμένο ὅτι ἀξιοποίησαν τά «ἑλληνικά γράμματα καί τήν ἑλληνική σκέψη» γιά νά ἐκφράσουν μέ ἀκρίβεια τή νέα πίστη. Θέλησε νά δείξει ὅτι ἀσχολήθηκαν καί μέ τόν καθημερινό ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας καί τά προβλήματά του.
Bέβαια, δέν εἶπε ὅτι μπῆκαν μέσα στόν κλῆρο πλούσιοι, (τότε μόνο εὐκατάστατες οἰκογένειες μποροῦσαν νά δώσουν στά παιδιά τους τή μόρφωση πού εἶχαν οἱ Tρεῖς Ἱεράρχες) καί ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή διωγμένοι ἀπό τούς συνεπισκόπους τους, πάμπτωχοι, φορώντας μόνο ἕνα τρίχινο ράσο. Δέν εἶπε ὅτι μιά ἀπό τίς αἰτίες, πού ἐξόργισαν τούς διῶκτες τους, ἦταν ἡ πολεμική τους κατά τοῦ τρυφηλοῦ βίου, τοῦ ἐπιδεικτικοῦ πλούτου καί τῆς διαφθορᾶς στούς χώρους τῆς κοσμικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Ὅτι ἀντιτάχθηκαν μέ σθένος στήν ὀλέθρια συνήθεια τῶν «συνεισάκτων», τῶν «ἀφιερωμένων» γυναικῶν, δηλαδή, πού συγκατοικοῦσαν μέ ἄγαμους ὑψηλόβαθμους κληρικούς, ἰδίως ἐπισκόπους, ἤ μοναχούς καί τούς ἐξυπηρετοῦσαν ὡς οἰκονόμοι ἤ νοσοκόμες. Δέν ἐξιστόρησε πῶς καί γιατί ὁ Ἱερός Xρυσόστομος ἔγραφε ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του ὅτι κανένα δέν φοβήθηκε τόσο ὅσο τούς Ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγες ἐξαιρέσεις. Oὔτε γιατί, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κλήθηκε νά συμμετάσχει σέ σύνοδο Ἐπισκόπων δέν ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκληση, λέγοντας ὅτι δέν εἶδε τίποτα καλό νά βγαίνει ἀπό τέτοιες συνόδους.