† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Λατρεία καί Βίβλος», β΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 41-47
ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΟΣ
8. Ἡ πρώτη ἀκτίνα
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων στά ὑπέροχα κείμενα τῶν κατηχήσεών του γράφει: «Τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν εἶναι πιό παλιά ἀπό τά μυστήρια τῶν Ἰουδαίων… Πρόσεξε. Ἀπό πότε ἄρχισαν νά ὑπάρχουν οἱ Ἰουδαῖοι; Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰούδα, τοῦ ἐγγονοῦ τοῦ Ἀβραάμ… Ἡ προεικόνιση ὅμως τῶν μυστηρίων, τά ὁποῖα ἀπολαμβάνεις στή θεία Λειτουργία, εἶναι πολύ πιό παλιά καί δόθηκε στήν ἐποχή τοῦ Ἀβραάμ».
Ποιά εἶναι αὐτή ἡ προεικόνιση;
Τή βρίσκουμε διαβάζοντας τό 14ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως. Ἐκεῖ, ὁ ἱερός συγγραφεύς μᾶς διηγεῖται μιά περιπέτεια τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ ἀνεψιός του Λώτ αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τό βασιλέα Χοδολλογομόρ. Τότε ὁ Ἀβραάμ μάζεψε τούς 318 συγγενεῖς καί ὑπηρέτες του καί πῆγε νά ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο.
Στήν ἐπιστροφή, συνέβηκε ἕνα παράξενο γεγονός. Καθώς ὁ πατριάρχης προχωροῦσε χαρούμενος μαζῆ μ’ ὅλους «τούς οἰκογενεῖς» του, παρουσιάστηκε μπροστά του ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Ὁ Μωϋσῆς μᾶς δίνει γιά τόν ἄνθρωπο αὐτό τρεῖς ἁπλές πληροφορίες. Μᾶς λέει πώς ὠνομαζόταν «Μελχισεδέκ», πώς ἦταν «βασιλεύς τῆς Σαλήμ» (πού σημαίνει στά ἑλληνικά βασιλεύς εἰρήνης) καί πώς ἦταν «ἱερεύς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Γενέσ. ιδ 18). Δέν μᾶς λέει οὔτε ποιοί ἦταν οἱ προγονοί του οὔτε ποιά ἦταν ἡ ἱστορία του οὔτε ἀπό πού πῆρε τό χάρισμα τῆς ἰερωσύνης, σ’ ἐκείνη μάλιστα τήν ἐποχή, πού δέν εἶχε δοθεῖ ἀκόμα ἀπό τό Θεό τό ἱερατικό χάρισμα. Τόν ἀφίνει ἔτσι ἀγενεαλόγητο, νά προβάλλει στήν ἱστορία, χωρίς νά φαίνεται ἡ ἀρχή του καί τό τέλος του.
Ὁ μυστηριώδης αὐτός βασιλεύς καί ἱερεύς, ὁ Μελχισεδέκ, «ἐξήνεγκεν ἄρτους καί οἶνον… καί ηὐλόγησε τόν Ἀβραάμ» (Γέν. ιδ 18,19). Προσέφερε ὄχι τή συνηθισμένη θυσία τῶν ζώων, ἀλλά μιά θυσία διαφορετική, «ἄρτον καί οἶνον» καί προσφέροντας τή θυσία αὐτή εὐλόγησε τόν Ἀβραάμ σάν ἄτομο καί σάν πατριάρχη τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γένους.
Ὁλόκληρο τό περιστατικό αὐτό εἶναι μιά προφητεία καί μιά προεικόνιση.
Ἡ θαυμαστή παρουσία τοῦ Μελχισεδέκ καθώς κι ἡ θυσία του, ἀποτελοῦν μιά λάμψη ἀπό τό φῶς τοῦ Γολγοθᾶ στήν πρώϊμη ζωή τῆς ἀνθρωπότητος.
Τό πρόσωπο τοῦ βασιλέως Μελχισεδέκ εἶναι μιά μακρινή προτύπωση τῆς παρουσίας τοῦ «ἄρχοντος τῆς εἰρήνης», τοῦ βασιλέως καί ἀρχιερέως Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄναρχος καί αἰώνιος.
Ὁ πρῶτος πού, γεμάτος ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα, βλέπει στό πρόσωπο τοῦ Μελχισεδέκ τόν τύπο καί τήν εἰκόνα τοῦ Λυτρωτοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ψαλμωδός Δαβίδ. Αἰῶνες πρίν νά ρθεῖ ὁ Κύριός μας στή γῆ, βλέπει προφητικά μπροστά του τόν Μεσσία καί τοῦ λέει: «Σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμ. ρθ’ 4). Σύ θά εἶσαι ἱερεύς χωρίς τέλος, ὅπως χωρίς τέλος μένει στή διήγηση τῆς Γενέσεως ὁ Μελχισεδέκ.
Καί στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή γυρίζει πάλι στό πρόσωπο τοῦ Μελχισεδέκ, γιατί βλέπει στήν ἱστορία του τά θαυμαστά χαρακτηριστικά τῆς ὑπέροχης φυσιογνωμίας τοῦ Θεανθρώπου μας (κεφ. ζ).
Ὅμως καί τή θυσία τοῦ Μελχισεδέκ οἱ μελετηταί τῆς Βίβλου δέν τήν θεώρησαν ἐπουσιώδη λεπτομέρεια. Στόν ἄρτο καί τόν οἶνο εἶδαν τό προμήνυμα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τῆς θυσίας τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τῆς ἀναιμάκτου δηλαδή θυσίας, τήν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι σῶμα Χριστοῦ, προσφέρει ἀδιάκοπα στόν οὐράνιο πατέρα.
Σημειώσαμε ἤδη τήν παρατήρηση τοῦ Ἀμβροσίου, πού βλέπει στή θυσία τοῦ Μελχισεδέκ τήν πρώτη ἀναγγελία τῆς λειτουργικῆς προσφορᾶς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου.
Παρόμοια ἐκφράζεται κι' ἕνας ἄλλος ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς. Ὁ Μελχισεδέκ, γράφει ὁ Κλήμης, ἔδωσε στόν Ἀβραάμ «τήν ἡγιασμένην τροφήν», «τόν ἄρτον καί τόν οἶνον» «εἰς τύπον τῆς εὐχαριστίας».
Στό ὑπέροχο αὐτό προανάκρουσμα τῆς λειτουργικῆς μας θυσίας διακρίνουμε ὀλοκάθαρα δυό οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς Λειτουργίας μας.
Τό πρῶτο: Ἡ οἰκουμενικότης. Ἡ Λειτουργία δέν εἶναι λατρεία καί θυσία, πού μπορεῖ νά προσφερθεῖ προνομιακά ἀπό ἕνα καί μόνο λαό. Οὔτε οἱ ἱερεῖς, πού θά προσκομίσουν τά δῶρα, πρέπει ν’ ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ μιά καί μόνο φυλή. Ὅλες οἱ φυλές τοῦ κόσμου μποροῦν νά λατρεύσουν τό Θεό μέ τόν ἐξαιρετικό αὐτό τρόπο λατρείας καί νά προσφέρουν στό θυσιαστήριο τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου.
Ὁ ἐκκλησιαστικός μας ἱστορικός Εὐσέβιος κάνει μιά εὔστοχη παρατήρηση: Ὁ Μελχισεδέκ δέν ἀνῆκε στήν παράταξη τοῦ περιουσίου λαοῦ. Οὔτε εἶχε τήν ἰερωσύνη, πού δόθηκε ἀργότερα στή φυλή τοῦ Ἰούδα. Σ’ ἐποχή μεταγενέστερη ὠργανώθηκε ἡ λατρεία, χρίστηκαν οἱ ἱερεῖς, χτίστηκε ὁ ναός, γιά νά προσφέρονται σ’ αὐτόν -καί μόνο σ’ αὐτόν- οἱ θυσίες. Ὅλα ὅμως αὐτά ἀποτελοῦσαν προορισμούς. Ἔκαναν τή λατρεία νά εἶναι λατρεία ἑνός μόνο λαοῦ καί τήν ἰερωσύνη, ἰερωσύνη μιᾶς μόνο φυλῆς.
Ἡ θυσία τοῦ Μελχισεδέκ εἶναι ἐλεύθερη ἀπ’ αὐτές τίς δεσμεύσεις. Καί καθώς ἀποτελεῖ τύπο καί προμήνυμα τῆς Λειτουργίας μας, ὑποδηλώνει ὅτι ἡ προσφορά τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου θά εἶναι προνόμιο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, σ’ ὁποιαδήποτε φυλή κι’ ἂν ἀνήκουν καί πώς μπορεῖ νά προσφερθεῖ σ’ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ πλανήτου.
Τό δεύτερο χαρακτηριστικό: Ἡ θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀσυγκρίτως εὐγενέστερη καί ἀνώτερη ἀπό τίς θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σέ μιά ἐποχή, πού οἱ ἄνθρωποι πρόσφεραν στίς θυσίες τους ζῶα, ὁ Μελχισεδέκ, ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, καινοτομεῖ καί προσφέρει «ἄρτον καί οἶνον». Μιά θυσία χωρίς αἷμα. Μιά θυσία, πού δέν συνοδεύεται ἀπό τίς κραυγές τῶν ζώων καί τήν ἀγριότητα τῆς σφαγῆς, ἀλλά διακρίνεται μέ τή λεπτότητά της καί τήν πνευματικότητά της.
Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος γράφει: Ἐκεῖνοι, οἱ παλαιοί ἄνθρωποι, μέσα στά ποτάμια τοῦ αἵματος τῶν ζωοθυσιῶν του, δέν ἀξιώθηκαν νά ζήσουν παρά μόνο τό σύμβολο καί τήν εἰκόνα τῆς ὑπέροχης καί πνευματικῆς λατρείας μας, στό πρόσωπο τοῦ Μελχισεδέκ καί τῆς προσφορᾶς του. Ἐμεῖς ζοῦμε «τά ἀληθῆ καί τῶν εἰκόνων τά ἀρχέτυπα διά τῆς μυστηριώδους οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ», «τοῦ τε σώματος αὐτοῦ καί τοῦ αἵματος τήν ὑπόμνησιν ὁσημέραι ἐπιτελοῦντες, καί τῆς κρείττονος ἢ κατά τούς παλαιούς θυσίας τε καί ἱερουργίας ἠξιωμένοι». Ζοῦμε ὄχι τή σκιά, ἀλλά τήν πραγματικότητα, προσφέροντας τή θυσία τῆς Εὐχαριστίας, πού εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπό τίς θυσίες τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς.
Οἱ παλαιοί ἄνθρωποι θυσίαζαν ζῶα, κι ὅμως αἰσθάνονταν, ὅτι «ἀδύνατον αἷμα ταύρων καί τράγων ἀφαιρεῖν ἁμαρτίας» (Ἑβρ. ι’ 4). Ἐμεῖς προσφέρουμε τήν ἀσύγκριτη, τήν εὐγενέστερη, τήν ἱερώτερη, τήν ἁγιώτερη θυσία στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί σάν συνέχεια τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Καί παίρνουμε μέσα μας τή λυτρωτική χάρη, τήν «ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν», τόν ἴδιο τόν Λυτρωτή μας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων