† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 237, 16 Σεπτεμβρίου 2008
Μοναχικοί ὁδοιπόροι
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Σύνδρομο ἀπροσδόκητης καί γενικευμένης μοναξιᾶς. Ἡ πικρή καί μελαγχολική ἐμπειρία τῆς γενιᾶς μας. Τό μελανό στίγμα τῆς “προοδευμένης” ἐποχῆς μας. Ὁ κοινός στεναγμός μας, πού ἐμβολίζει τό, ἐμφανισιακά, πλουμιστό ἀνάκτορο τῆς ἀναπτυγμένης καί ἐκσυγχρονισμένης εὐμάρειάς μας καί ἐγγράφεται ἐμφαντικά, ὡς ρέκβιεμ, στό σκληρό δίσκο τῶν βιωμάτων μας.
Περιμένατε μιά τέτοια ἔκβαση τοῦ περιπετειώδους ταξιδιοῦ τῆς ἱστορικῆς ἅμαξας; Θά μπορούσατε νά φανταστεῖτε, κατά τήν περίοδο τῶν νεανικῶν σας ὀνείρων, πώς στόν αἰώνα τῶν πολλῶν ἀγαθῶν καί τῆς ἐκλεπτισμένης τεχνολογίας, τό σκοτεινό σύννεφο τῆς ἀφόρητης ψυχικῆς καταχνιᾶς θά σκέπαζε τούς δρόμους τῆς ὑπαρξιακῆς συμπόρευσής μας, θά ἔπνιγε τή χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς ἐγκάρδιας καί γόνιμης “κοινωνίας” μας καί θά μᾶς ἔσπρωχνε στά μονοπάτια τῆς ἀποξένωσης καί τῆς ψυχικῆς ἀπομόνωσης;
Μή δοκιμάσετε νά δρασκελίσετε, μέ ἐπιπολαιότητα, τό φαινόμενο. Μή τό θεωρήσετε εὐκαιριακό. Καί μή τό ἰχνογραφήσετε σέ περιορισμένο χῶρο καί μέ ἀδύνατες, ἀχνές ἀποχρώσεις. Πρίν κάνετε μιά τέτοια, ἰσχνή ἀποτίμηση, ἁπλῶστε τήν ἀκοή σας νά συλλάβετε τούς στεναγμούς καί ἀνοῖξτε τά ντοκουμέντα, γιά νά κοινωνήσετε στίς ἔρευνες καί στίς ἀποτιμήσεις τῶν εἰδικῶν. Φυλλομετρεῖστε τόν καθημερινό τύπο, γιά νά πληροφορηθεῖτε, πόσοι ἄνθρωποι, στή χώρα μας, στήν ἤπειρό μας, στόν πλανήτη μας ὁλόκληρο, σύρουν μέ βαρυθυμία τό τρακαρισμένο ὄχημα τῆς ὕπαρξής τους καί, κατά τή μακρά, ἐπώδυνη κούρσα τους δέ συναντοῦν καρδιά συμπαράστασης καί χέρι βοήθειας. Πατεῖστε καί τό κουμπί τοῦ τηλεοπτικοῦ σας δέκτη γιά νά μάθετε πόσοι καί ποιοί, ἄσημοι καί ἐπίσημοι, ἔφτασαν στό τέρμα τοῦ ἐπίγειου ἀθλήματός τους, ἀσφυκτικά ἀπομονωμένοι σέ κάποια μεγαλόπρεπη βίλλα ἤ σέ κάποια παράγκα ἑτοιμόρροπη. Ἀνοιχτεῖτε σέ κάποια -ἔστω μικρή, ἔστω πεταχτή- προσωπική ψηλάφηση τῆς γύρω σας πραγματικότητας καί προσεγγῖστε, μέ ἁπλότητα καί ἀγάπη, τά στέκια τῆς νέας γενιᾶς. Τά ἐνδιαιτήματα καί τούς χώρους ἐκτόνωσης τῶν κληρονόμων τοῦ ἐπιστημονικοῦ καί τοῦ τεχνολογικοῦ μας ἀνακτόρου καί καταγράψετε τίς πονεμένες ἐξομολογήσεις τους καί τίς ὀργισμένες καταφορές τους ἐνάντια στή γεννιά πού τούς γέννησε. Ὅλοι θά σᾶς ποῦν, ὅτι τούς λείπει ἡ ἄδολη, ἀγαπητική παρουσία. Καί ὅλοι θά ὁμολογήσουν, ὅτι πασκίζουν νά χτίσουν δεσμούς, φιλικούς ἤ ἐρωτικούς, πού ἐνῶ τούς ὀνειρεύτηκαν συναρπαστικούς καί ἀθάνατους, κατάντησαν φενάκη. Καί βρέθηκαν, ξαφνικά, ριγμένοι στό μαῦρο βράχο τῆς μοναξιᾶς.
Ἡ ἐποχή μας εἶναι φοβερά προβληματική. Γνωρίζει καί ἐπεξεργάζεται, μέ ἐπιστημονική λεπτολογία, τή διαλεκτική τῆς μάζας. Ἀλλά δέ γνωρίζει καί δέν μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν κοινωνία τῶν ὑπάρξεων. Ρίχνει συνθήματα συναρπαγῆς καί καθυπόταξης τοῦ πλήθους. Ἀλλά δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀφουγκραστεῖ τίς πονεμένες καρδιές. Οἱ ἄνθρωποι, ἀποκομμένες μονάδες καί παγωμένες καρδιές, ὁδοιποροῦν μόνοι, ξένοι καί ἀσυνόδευτοι περιηγητές, στήν πνιγηρή ἐρημιά τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς μαζοποίησης. Μέ τίς παρωπίδες τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ στά μάτια. Καί μέ τήν κρυάδα τῆς ἀδιαφορίας ἁπλωμένη στήν ἔκφραση.
Καταθέτουμε ὅλοι μας, στό κοινό ταμεῖο τῶν οἰκονομικῶν καί τῶν πολιτιστικῶν εἰσφορῶν, τόν ὀβολό τοῦ μόχθου μας καί τήν ἀναμμένη λαμπάδα τῶν ἐλπίδων μας. Δαπανοῦμε, ἐξαντλητικά, τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας, μέσα σέ πόλεις μαμούθ, πού εἶναι ποτισμένες μέ τό καυσαέριο τῶν μηχανῶν καί πνιγμένες στό τσουνάμι τῶν προβλημάτων. Γνωστές οἱ λεωφόροι. Ἄγνωστοι οἱ ἄνθρωποι. Κοινά καί τυποποιημένα τά προϊόντα τῆς καθημερινῆς κατανάλωσης. Διάφορη ἡ γεύση, πού ἀπομένει στή γλώσσα ἤ θησαυρίζεται στήν καρδιά, μετά τήν ἐπίμονη δοκιμή τῶν προσφορῶν τῆς ἀκόρεστης εὐμάρειας. Μετά τό μοναχικό περπάτημα, μετά τήν ἐναγώνια περιπλάνηση στήν ἀγορά τῆς χλιδῆς, μετά τό στιγμιαῖο πέρασμα ἀπό τό χῶρο συναγελασμοῦ τοῦ ἐμπορευματοποιημένου ξεφαντώματος, νοιώθουμε νά κατασταλάζει στά βάθη τῆς ὕπαρξής μας ἡ βλοσυρή μοναξιά καί ἡ φοβία τοῦ φυλακισμένου ἀετοῦ, πού δέν καταφέρνει νά ἀνοίξει τά φτερά τοῦ καί νά χαρεῖ τό πέταγμα στόν καταγάλανο ὁρίζοντα.
Ἡ φοβία ἤ ἡ προχωρημένη κατάθλιψη τῆς ἐγκατάλειψης καί τῆς μοναξιᾶς εἶναι ἡ ἐμπειρία, πού ἀποσυνδέει, ὁλοένα καί δραματικότερα, τά ἀγαπητικά βύσματα τῆς κοινωνίας μας. Καθηλώνει τά ὁράματά μας στό “μηδέν” καί στό “τίποτα”. Γκρεμίζει τίς γέφυρες πρός τό συνάνθρωπο, πρός τό συνοδοιπόρο καί συναθλητή τῶν μεγάλων, τῶν εὐγενικῶν ἐπιδόσεων. Καί περιορίζει τούς ὑπαρξιακούς στόχους μας στήν κτήση καί στή δοκιμή τοῦ “ἐφήμερου”. “Φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν” (Α’ Κορινθ. ιε’ 32).
Θά ἀνοίξω, μπροστά σας, μιά παλιά θλιμμένη ἐξομολόγηση τοῦ Ἕλληνα ποιητή Λαπαθιώτη, πού χάνοντας τό νόημα τῆς ὕπαρξής του, δέ βρῆκε ἄλλο ἐπίλογο νά βάλει στό ἔπος τῆς ζωῆς του, παρά τό ἀπονενοημένο τόλμημα τῆς αὐτοκτονίας. Ἔζησε στό “μεσοπόλεμο” καί αὐτοκτόνησε πρίν ἀρχίσει νά πλέκεται ὁ μεταπολεμικός μύθος. Ἡ συμπεριφορά του καί ὁ στίχος του ἔρχονται, ὡς προφητικοί ἀπόηχοι, νά μᾶς συνταράξουν καί νά μᾶς ἀφυπνίσουν. Καί νά ὑπομνηματίσουν τό βαρύ βίωμα τῆς κατάθλιψης καί τή φυγή πρός τήν αὐτοκτονία, πού ἐπιλέγουν ὄχι λίγοι ἀπό τούς συγχρόνους μας:
“Τά χρόνια μου πῆγαν καί κεῖνα χαμένα,
στό δρόμο πού πῆρα δέ βρῆκα κανένα,
πού νἄχει χαρεῖ μερικά”.
Μή μοῦ πεῖτε, πώς ἡ ἐμπειρία τοῦ ποιητή, πού διασώθηκε στόν προφητικό του στίχο, δέν ἀποτελεῖ, σήμερα, καθολικευμένη ποιότητα βίου. Ἄν μοῦ καταθέσετε αὐτή τήν ἔνσταση, θά σᾶς παραπέμψω στίς σελίδες τοῦ ἡμερήσιου τύπου, στίς τηλεοπτικές ἐξομολογήσεις τῶν ἀχθοφόρων τῆς πικρίας καί στίς ἔγκυρες στατιστικές τῶν ἐρευνητικῶν ἐργαστηρίων. Ὅλοι αὐτοί οἱ πομποί πληροφόρησης ἐνημερώνουν τίς πολιτικές ἐξουσίες καί τίς ἀνθρωπιστικές ὀργανώσεις, γιά τή σκοτεινιά τῆς ἀπόγνωσης καί τῆς κατάθλιψης, πού ἁπλώνεται ὁλοένα καί σέ εὐρύτερα στρώματα καί κατακυριεύει καί κατατυραννεῖ τήν πελατεία τῆς ἀκόρεστης εὐμάρειας. Καί, τελικά καί συμπερασματικά, ὑπογράφουν τό πιστοποιητικό ἀποτυχίας τῆς “προοδευτικῆς” ἐξόρμησης αἰχμαλωσίας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στήν ἀνοημάτιστη, μοναχική περιπλάνηση.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων