† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἡ κακή πληγή: Δικαιοδοσιαρχία (4)
Προβλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀμερική
Τό κανονικό πρόβλημα
Ἀπό τόν μακαριστό π. Alexander Schmemann
Μετάφραση: Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης
...Καί πρέπει (ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς), μέ σκοπό τήν ἐκπλήρωσι αὐτῆς τῆς καθολικότητας, νά πετύχη τήν κανονική της ἑνότητα σάν πραγματικά Μία Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτό δυνατό;
Ἡ λύσι: ΤΟ ΕΠΙΣΚΟΠΑΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ
Ἡ ἀπάντησι σέ αὐτό τό ἐρώτημα βρίσκεται στή δογματική καί κανονική παράδοσι, ἀλλά μόνον ἄν ἐμεῖς ψάχνουμε γιά τό βάθος καί τήν ἀλήθεια της, καί ὄχι γιά μηδαμινά καί νομικίστικα «προηγούμενα» μιᾶς καταστάσεως πού δέν ἔχει κανένα προηγούμενο.
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στήν κανονική της δομή, ἐκφράζεται πρώτιστα μέσα καί διά μέσου τῆς ἑνότητας τοῦ ἐπισκοπάτου. «Episcopatus unus est», ἔγραψε ὁ ἅγιος Κυπριανός Καρθαγένης τόν τρίτο αἰῶνα. Αὐτό σημαίνει ὅτι κάθε τοπική ἢ ἰδιαίτερη Ἐκκλησία εἶναι ἐνωμένη μέ ὅλες τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀποκαλύπτει τήν ὀντολογική της ταυτότητα μαζί μ’ αὐτές, στό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου της. Ἀκριβῶς ὅπως κάθε ἐπίσκοπος παίρνει τή μία καί μοναδική ἐπισκοπική χάρι, πού ἐκφράζεται στήν πολλαπλότητα αὐτῶν πού τόν χειροτονοῦν, ἔτσι αὐτή ἡ πληρότητα περικλείει ὡς τήν καθαυτό οὐσία της, τήν ἑνότητά του μέ ὅλο τό Ἐπισκοπάτο. Στίς προηγούμενες σελίδες ἔχουμε μιλήσει ἀρκετά γιά τίς διαστρεβλώσεις πού ἐπισημάνθηκαν στήν κανονική ἐξαρτησιαρχία. Πρέπει ὅμως νά τονιστή μέ μεγάλη ἔμφασι ὅτι αὐτές ἀποτελοῦν διαστρεβλώσεις μιᾶς θεμελιώδους ἀλήθειας: τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπισκόπων ὡς τῆς μορφῆς τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πλάνη τῆς κανονικῆς ἐξαρτησιαρχίας εἶναι ὅτι κατανοεῖ τήν ἑνότητα μόνον μέ τόν ὅρο τῆς ὑποταγῆς (τοῦ ἐπισκόπου στούς «ἀνωτέρους»του ἐπειδή, στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὑποταγή ἢ ἡ ὑπακοή ἐκπηγάζουν ἀπό τήν ἑνότητα τῶν ἐπισκόπων.
Πραγματικά, δέν ὑπάρχει καμμιά ἐξουσία πάνω ἀπό τήν ἐπισκοπική ἐξουσία, ἀλλά αὐτή ἡ ἐξουσία ἀπό μόνη της ἐπιβάλλει τή συμφωνία καί τήν ἑνότητα τοῦ ἐπισκόπου μέ ὅλο τό Ἐπισκοπάτο, ἔτσι ὥστε ἕνας ἐπίσκοπος χωρισμένος ἀπό τήν ἑνότητα τῶν ἐπισκόπων χάνει ipso facto τήν «ἐξουσία» του. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἕνας ἐπίσκοπος ὑπακούει καί ἀκόμα ὑποτάσσεται στήν ἑνότητα καί στή συμφωνία τῶν ἐπισκόπων ἐπειδή ἐκεῖνος ὁ ἴδιος εἶναι ἕνα ζωτικό μέλος ἐκείνης τῆς ἑνότητας. Ἡ ὑποταγή του δέν εἶναι σέ ἕναν «ἀνώτερο», ἀλλά στήν καθαυτό πραγματικότητα τῆς ἑνότητας καί τῆς ὀμοφωνίας τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἡ Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων εἶναι τό ἐκλεκτό ὄργανο. «Οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἔθνους πρέπει νά ἀναγνωρίζουν αὐτόν πού εἶναι πρῶτος μεταξύ τους καί νά τόν θεωροῦν σάν τήν κεφαλή τους, καί τίποτε περιττό νά μή πράττουν χωρίς τήν γνώμη ἐκείνου... ἀλλά οὔτε ἐκεῖνος νά κάνη ὁτιδήποτε χωρίς τή γνώμη ὅλων» (Ἀποστ. Κανόνας 34).
Ἡ θεμελιώδης μορφή καί ἔκφρασι τῆς ἐπισκοπικῆς ἑνότητας εἶναι ἡ Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων καί δέν θά εἶναι δύσκολο νά ἀποδείξουμε ὅτι ὅλες οἱ μεταγενέστερες δομές ἐκκλησιαστικῆς καί κανονικῆς διαρθρώσεως (ἐπαρχίες, μητροπολιτικές περιφέρειες, αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες) βλάστησαν ἀπ’ αὐτόν τόν θεμελιακό τύπο καί ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς κανονικῆς παραδόσεως. Οἱ διάφοροι τρόποι ὀμαδοποιήσεως τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μπορεῖ νά ποικίλουν. Ἔτσι, ἡ παροῦσα διάρθρωσι τῆς Ὀρθοδοξίας σάν μία οἰκογένεια «αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» δέν εἶναι μέ καμμιά ἔννοια ἡ ἀρχική. Ὅμως, αὐτό πού δέν μπορεῖ νά ἀλλάξη εἶναι ἡ «Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων» σάν ἔκφρασι τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολύ σημαντικό ὡστόσο, ὅτι ὀπωτεδήποτε καί ὁπουδήποτε θριαμβεύει τό πνεῦμα τῆς «κανονικῆς ἐξαρτησιαρχίας», ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητας τοῦ Ἐπισκοπάτου καί ἄρα τῆς Συνόδου τῶν ἐπισκόπων καταντάει «κοιμωμένη» (χωρίς φυσικά νά ἐξαφανίζεται πλήρως). Ὅταν γιά παράδειγμα, κάτω ἀπό τόν Πέτρο τόν Μεγάλο δόθηκε στή Ρωσική Ἐκκλησία τό καθεστὼς ἑνός «Ὑπουργείου Ὀρθόδοξης Ὁμολογίας» πού εἶχε, σάν ἀποτέλεσμα, ἕνα γραφειοκρατικό σύστημα διοικήσεως διά μέσου τῆς ὑποταγῆς, τό Ρωσικό Ἐπισκοπάτο δέν εἶχε μιά πλήρη Σύνοδο γιά χρονικό διάστημα πού ξεπέρασε τά διακόσια χρόνια! Καί γενικά, ἀπό τότε πού ἡ «κανονική ἐξαρτησιαρχία» ἔγινε περισσότερο ἢ λιγώτερο τό «ἐν λειτουργία» σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἴδιοι οἱ ἐπίσκοποι δέν νιώθουν τήν ἀνάγκη γιά Συνόδους καί «συνοδικότητα». Ἦταν ἰκανοποιημένοι μέ τίς «Πατριαρχικές» ἢ τίς «Διοικητικές» Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἐνῶ διατηροῦσαν κάτι ἀπό τήν ἀρχική ἐκκλησιολογική ἰδέα, ἦταν στήν πράξι τά προϊόντα τῆς κοσμικῆς ἀρχῆς τῆς «συγκεντρωτικῆς διοικήσεως» μᾶλλον παρά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προτύπου τῆς ἐπισκοπικῆς ἑνότητας. Ἀλλά εἶναι πολύ σημαντικό, ὅτι καταλαβαίνουμε τή διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ μιᾶς «κεντρικῆς διοικήσεως» ἀκόμα καί ἄν ὀνομάζεται «Σύνοδος», καί τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιολογικῆς φύσεως μιᾶς ἐπισκοπικῆς Συνόδου. Μιά κεντρική διοίκησι μπορεῖ νά ἀποτελεῖται ἀπό ἐπισκόπους (ὅπως ἡ Ρωσική Ἱερά Σύνοδος, ἢ ἡ Πατριαρχική Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως), ἀλλά ἡ καθαυτό λειτουργία καί φύσι της εἶναι νά ἐφοδιάζη τήν Ἐκκλησία μέ μία «ὑψηλή δύναμι» πού ὄχι μόνο δέν προέρχεται ἀπό τήν ἑνότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά πού ἐννοεῖται σάν δύναμι πού βρίσκεται πάνω ἀπ’ αὐτούς. Ὄχι μόνον δέν εἶναι ἡ ἔκφρασι τῆς δυνάμεως τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά ἀντίθετα, ἔχει κατανοηθεῖ σάν ἡ πηγή τῆς δυνάμεώς τους. Ἀλλά αὐτή εἶναι μιά βαθειά διαστρέβλωσι τῆς ἀληθινῆς φύσεως τῆς δυνάμεως στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ δύναμη τῶν ἐπισκόπων ἐνωμένων μεταξύ τους καί ἐνωμένων μέ τίς δικές τους Ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες εἶναι ἱερεῖς καί πατέρες καί δάσκαλοι. Στή Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων, ὅταν κατανοηθῆ σωστά, ὅλες οἱ Ἐκκλησίες ἀντιπροσωπεύονται ἀληθινά στό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου τους. Στήν πρώιμη παράδοσι, ἕνας ἐπίσκοπος χωρίς μία Ἐκκλησία, δηλαδή χωρίς τήν πραγματικότητα τῆς ἐπισκοπικῆς λειτουργίας του, δέν εἶναι μέλος τῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ «ἀνώτερη δύναμι» γιατί μιλάει καί ἐνεργεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία καί γιά τήν Ἐκκλησία καί παίρνει τήν ἀλήθεια τῶν ἀποφάσεών της ἀπό τήν πραγματική, ζωντανή Ἐκκλησία.
Στήν κανονική παράδοσι τό τυπικό πλαίσιο τῆς Συνόδου τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ «ἐπαρχία» δηλαδή μιά γεωγραφική, ἐδαφική ὁμάδα Ἐκκλησιῶν πού σχηματίζουν ἕνα αὐτοπρόδηλο «σύνολο». Ἐνῶ ἡ Οἰκουμενική, παγκόσμια Σύνοδος παραμένει ἕνα «ἐξαιρετικό» γεγονός, τό ὁποῖο γίνεται ἀναγκαῖο σέ μία μεγαλύτερη κρίσι, οἱ τοπικές ἐπαρχιακές Σύνοδοι πρέπει νά συγκροτοῦνται σέ κανονικά διαστήματα (Ἀποστολ. Καν. 37, Α΄ Νικαίας Καν. 5, Χαλκηδόνος Καν. 19, Ἀντιοχείας Καν. 20, Δεύτερ. Νικαίας Καν. 6, Καρθαγένης Καν. 27). Καί πάλι, ἄν ὁ ἀκριβής προσδιορισμός μιᾶς «ἐπαρχίας» ἔχει ὑποστή μεγάλες ἀλλαγές κατά τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐξαρτᾶται ἐξ αἰτίας τῆς φύσεώς της, ἀπό μιά μεγάλη ποικιλία παραγόντων, ἡ ἰδέα πού συμπεριλαμβάνεται σ’αυτούς τούς κανόνες, δηλαδή ἡ ἰδέα μιᾶς ὁμάδας Ἐκκλησιῶν, πού συγκροτοῦν μιά τοπική Ἐκκλησία ἐνωμένη κατά τήν ἔκτασι καί κατά τήν κοινή φροντίδα, εἶναι πολύ καθαρή. Εἶναι αὐτό το κομμάτι τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, πού διαθέτει ὅλες τίς ἀπαραίτητες καί ἱκανές συνθῆκες γιά μιά ἀληθινή καθολική ὕπαρξι, μέσα στήν ὁποία ὅλες οἱ Ἐκκλησίες βρίσκονται σέ πραγματική ἀλληλεξάρτησι καί μετέχουν στήν ἴδια ἱστορική «κατάστασι».
Ὅλο αὐτό μᾶς ὀδηγεῖ στήν πρώτη «διάστασι» τῆς Ἀμερικανικῆς κανονικῆς λύσεως: ἡ ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς πρέπει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἐπιτευχθῆ καί νά ἐκφρασθῆ στό ἐπίπεδο τοῦ Ἐπισκοπάτου. Δύσκολα μπορεῖ νά ὑπάρξη ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ἀμερική εἶναι μία «ἐπαρχία» μέ τήν κανονική ἔννοια τοῦ ὄρου, ὅτι ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐδῶ (ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐθνική καταγωγή τους) μετέχουν στήν ἴδια ἐμπειρική, πνευματική καί πολιτισμική κατάστασι, ὅτι ἡ ζωή καί ἡ πρόοδος τῆς κάθε μιᾶς ἀπ’ αὐτές ἐξαρτᾶται ἀπό τή ζωή καί τήν πρόοδο τοῦ ὅλου. Αὐτό ἔχει, ἐν πολλοῖς, ἀναγνωριστῆ ἀπό τούς ἐπισκόπους μας ὅταν ἵδρυσαν τή Μόνιμη Συνέλευσι. Ἀλλά αὐτή ἡ συνέλευσι εἶναι ἕνα καθαρά συμβουλευτικό σῶμα, δέν ἔχει ὁποιαδήποτε κανονική ὑπόστασι, καί μολονότι εἶναι χρήσιμο καί ἀποτελεσματικό, δέν μπορεῖ νά λύση κανένα ἀπό τά πραγματικά προβλήματα ἐπειδή ἀντανακλᾶ τή διαίρεσι τῆς Ὀρθοδοξίας ἐδῶ στό βαθμό πού ἀντανακλᾶ καί τήν ἑνότητα.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων