† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 277, 16-5-2010
«Τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα» (γ) - 2
"Τὸν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον
ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον,
διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ρώμην."
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
...Στό προηγούμενο φύλλο τῆς «Ἐλεύθερης πληροφόρησης» παρουσίασα σειρά ἑρμηνευτικῶν σχολίων τῶν διακεκριμένων Κανονολόγων τοῦ δωδέκατου αἰώνα. Τῆς χρονικῆς περιόδου, πού τό σχίσμα Ἀνατολῆς καί Δύσης εἶχε πιά παγιωθεῖ καί ἡ γενικευμένη ἀντίδραση τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Ἐπισκόπων καί τοῦ Ὀρθοδόξου Πληρώματος τῆς Ἀνατολῆς στίς παράλογες Παπικές ἀξιώσεις ἀνάγκαζε τούς μελετητές τῆς ἱστορίας καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων νά ἐγκύψουν στά Καινοδιαθηκικά κείμενα, στίς διδαχές τῶν Πατέρων, στόν Ἱεροκανονικό πλοῦτο καί σ᾿ ὁλόκληρη τήν πλοκή τῆς «περί τό Πρωτεῖο» διαμάχης, γιά νά διαφυλάξουν τήν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί γιά νά προσανατολίσουν, μέ ὑπευθυνότητα, τό λαό.
Σέ τοῦτο τό φύλλο, συμπληρωματικά, θά φιλοξενήσω τίς ἑρμηνεῖες καί τίς κρίσεις ἑνός σοφοῦ Κανονολόγου τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη. Οἱ ἑρμηνεῖες του ἔχουν ἰδιαίτερη βαρύτητα, γιατί ἀντανακλοῦν καί τίς βίαιες συμπεριφορές τῶν «ἐκκοσμικευμένων» παραγόντων τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ πρός τούς ὑποδουλωμένους καί πονεμένους ἀδελφούς τῆς Ἀνατολῆς.
Μεταφέρω μερικά, χαρακτηριστικά, ἀποσπάσματα ἀπό τό εὐρύτατο σχόλιο, πού συνοδεύει τήν ἑρμηνεία τοῦ Θ΄ Ἱεροῦ Κανόνα τῆς Τέταρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ Κανόνα, πού ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί ὁ πρωτοπρεσβύτερός του Γεώργιος Τσέτσης, ἐπικαλοῦνται, γιά νά στηρίξουν τό προνομιακό δικαίωμα τῆς ἐκδίκασης σέ ἀνώτατο καί τελευταῖο βαθμό τῶν Μητροπολιτῶν καί τῶν Ἐπισκόπων ὁλόκληρης τῆς Οἰκουμένης.
«Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ (ἥτις ἐστίν ἀγωγή ἀπό οἱουδήποτε δικαστηρίου ἐφ᾿ ἕτερον μεῖζον δικαστήριον, κατά τό θ΄ βιβλ. τῶν Βασιλικ. τίτλ. α΄) δῆλόν ἐστι α΄ διατί ἐν τῇ δ΄ πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ΄ κεφ. α΄), β΄ ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ᾿ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς».
«...Ὅτι δέν ἔχει ἄδειάν τινας, οὔτε Μητροπολίτης, οὔτε Πατριάρχης νά ἐνεργῇ τι εἰς τάς ὑπορορίους ἐκκλησίας, εἰμή μόνον εἰς τάς ὑποκειμένας αὐτῷ, κατά τούς Κανόνας τῶν Ἀποστόλων λδ΄, λε΄, τῆς α΄, στ΄, ζ΄, τῆς β΄, γ΄, η΄, τῆς στ΄, κ΄ λστ΄, λθ΄ τῆς Σαρδικῆς, γ΄, ια΄, ιβ΄, καί τῆς Ἀντιοχείας θ΄ καί ἄλλους. Καί πῶς λοιπόν ὁ παρών Κανών, καί οἱ ἄλλοι ἤθελαν διατάξει τό ἐναντίον τούτων ἁπάντων; ε΄ ὅτι ἄν ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἤθελε λάβει τό τοιοῦτον προνόμιον, πῶς οἱ πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, διαφερόμενοι πολλάκις μετά τῶν παπῶν, δέν εἶπαν ὅτι ἔχουσι τοιοῦτον, ἀλλά μόνον ὅτι τά ἴσα πρεσβεῖα; ἤ πῶς ἄλλος οὐδείς Χριστιανός ἐν ταῖς τοιαύταις αὐτῶν διαφοραῖς εἶπέ ποτε τόν Κωνσταντινουπόλεως μείζονα τοῦ Ρώμης; Ζῇ λοιπόν Κύριος, ζῇ! ἡ ἀληθής ἐξήγησις τοῦ Κανόνος εἶναι ἐτούτη, Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως, κατά Βαλσαμώνα, δέν εἶναι ὁ τῆς ἐπαρχίας Μητροπολίτης (ἐπειδή ἡ Διοίκησις περιέχει πολλάς ἐπαρχίας καί Μητροπόλεις), ἀλλ᾿ ὁ τῆς Διοικήσεως Μητροπολίτης...».
Συνεχίζοντας τή μελέτη τοῦ σχολίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στόν 9ον Ἱερό Κανόνα τῆς Τέταρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διαβάζουμε:
«Λέγει λοιπόν ὁ Κανών, ὅτι ἀνίσως Ἐπίσκοπος, ἤ Κληρικός διαφέρεται (φιλονικεῖ) μέ τόν Μητροπολίτην τῆς ἐπαρχίας, ἄς καταλαμβάνῃ ἤ τόν Ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ὅπερ ταὐτόν ἐστιν, ὅτι οἱ ὑποκείμενοι Κληρικοί καί Μητροπολῖται τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως, ἄς κριθοῦν, ἤ εἰς τόν Ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκονται, ἤ εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως, ὡς εἰς ἴδιον Πατριάρχην. Δέν εἶπεν ὅτι ὅποιος Κληρικός διαφέρεται πρός ἀλλοτρίας διοικήσεως Μητροπολίτην, ἤ Μητροπολίτης πρός Μητροπολίτην τῆς ὁποιασδήποτε διοικήσεως καί ἐνορίας, ἄς κρίνωνται πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως...».
«Διό καί ὁ Ζωναρᾶς οὐ πάντων, λέγει, τῶν Μητροπολιτῶν, πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ (ἑρμηνεία τοῦ ιζ΄ τῆς παρούσης δ΄). Καί ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ ε΄ τῆς Σαρδικῆς ὁ αὐτός λέγει "μόνον τῶν ὑποκειμένων τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ὁ Κωνσταντινουπόλεως τάς ἐκκλήτους, ὥσπερ καί μόνον τῶν ὑποκειμένων τῷ Ρώμης, ἔχει ὁ Ρώμης τάς έκκλήτους". Ἤδη δέ ἐπειδή ἡ Σύνοδος καί ὁ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως δέν ἐνεργεῖ, ὁ Κωνσταντινουπόλεώς ἐστι Κριτής πρῶτος καί μόνος καί ἔσχατος τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μητροπολιτῶν, οὐ μήν δέ καί τῶν ὑποκειμένων τοῖς λοιποῖς Πατριάρχαις. (Ἀλλ᾿ ὄχι καί τῶν Μητροπολιτῶν, πού ἀνήκουν σέ ἄλλους Πατριάρχες). Μόνη γάρ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν, ὡς εἴπομεν, καί ἄλλος οὐδείς».
***
Εἶναι σαφές, σαφέστατο καί μή ἐπιδεχόμενο καμμιά ἀμφισβήτηση, ὅτι ὁ Πατριάρχης τῆς «ποτέ» βασιλεύουσας, δέν εἶναι τιμημένος μέ πρωτεῖο ἐξουσίας. Δέν ἔχει τήν ἐντολή καί τήν ἐξουσιοδότηση ἐκ μέρους τῶν Ἱερῶν Κανόνων, νά ἀσκήσει τό λειτούργημα ὑπέρτατου κριτή καί νά στήσει στήν ἕδρα τῆς ποιμαντικῆς δικαιοδοσίας του ἀνώτατο Δικαστήριο, γιά νά δικάσει καί νά κρίνει, σέ τελευταῖο βαθμό, τίς ὑποθέσεις καί τίς παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού προκύπτουν σέ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς Οἰκουμένης καί στά πλαίσια ὁποιασδήποτε ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καθιερώθηκε ἀπό Συνοδικές ἀποφάσεις νά τιμᾶται ὡς ποιμένας τῆς πόλης, πού λειτουργοῦσε σάν δεύτερη, μετά τή Ρώμη, τήν καθέδρα τοῦ αὐτοκράτορα, ὅλων τῶν διοικητικῶν μηχανισμῶν καί ὅλων τῶν διακεκριμένων προσώπων, πού πλαισίωναν τό παλάτι καί ὅλες τίς ἐξουσίες τῆς ἀπέραντης αὐτοκρατορίας.
Ὁ τρίτος Ἱ. Κανόνας τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁρίζει:
«Τόν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην».
Καί ὁ εἰκοστός ὄγδοος Ἱερός Κανόνας τῆς Τέταρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνῆλθε στή Χαλκηδόνα, ἐπικύρωσε τά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, πού εἶχε θεσπίσει ἡ Δεύτερη Οἰκουμενική Σύνοδος, μέ τό ἴδιο σκεπτικό:
«Τά αὐτά καί ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καί ψηφιζόμεθα, περί τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, καί γάρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τά πρεσβεῖα. Καί τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ἑκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καί τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν».
Αὐτά τά πρεσβεῖα τιμῆς ἐπισήμως θεσπίστηκαν καί ἐπιβλήθηκαν, χωρίς νά θεσπίζεται, ταυτόχρονα καί τό ὑπεροχικό δικαίωμα τῆς ἀνώτατης, τελικῆς δικαστικῆς κρίσης.
Τό μόνο προνόμιο, πού προσφέρθηκε στόν Ἐπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης, εἶναι ἡ χειροτονία τῶν Μητροπολιτῶν τῶν τριῶν διοικήσεων, Ποντικῆς, Ἀσιανῆς καί Θρακικῆς καί τῶν Ἐπισκόπων τῶν ἀκριτικῶν περιοχῶν τῶν διοικήσεων αὐτῶν, πού εἶχαν καταληφθεῖ ἀπό βαρβαρικά φύλα.
«Τούς τῆς Ποντικῆς, καί τῆς Ἀσιανῆς καί τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δέ καί τούς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπό τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατά Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας...»...
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων