† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 278, 1-6-2010
«Τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα» (δ) - 3
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
...Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ «ἐκκλήτου» ἀπό τό 1928, πού θεσπίστηκε μόνο γιά τούς Ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, ἴσαμε τό 1977, πού διευρύνθηκε καί περιέλαβε -ὑποτίθεται εὐεργετικά- καί τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδας καί ἴσαμε τό 2010, ὅταν ἐμφανίστηκε στό πάλκο τῆς σκανδαλοποιοῦ προβολῆς ἡ δεύτερη αἴτηση «ἐκκλήτου», πού ὑποβλήθηκε ἀπό τόν τελευταῖο γόνο τοῦ Τάγματος Φωστίνη, τόν Παντελεήμονα Μπεζενίτη.
Τή δεύτερη αὐτή αἴτηση σοφίστηκε νά τήν ἐκμεταλλευτεῖ, στό ἔπακρο, ὁ σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Ὁραματίστηκε νά καθήσει στό θρόνο τῆς ὑπεροχῆς του καί νά ἐπανακρίνει τό μοναχό Μπεζενίτη. Νά τόν δικάσει ex kathedra, τελεσίδικα καί ἀμετάκλητα. Νά ἐπιβάλει τήν κρίση του καί τήν ἀπόφασή του στήν ἑλληνική Ἱεραρχία, πού ἀντιμετώπισε, μέ σκληρότητα, τόν πολυκέφαλο σκανδαλισμό τοῦ Μπεζενίτη καί πού τοῦ στέρησε τό χάρισμα καί τήν ὑπευθυνότητα τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἡ διακίνηση τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου στό ἄθλημα τῆς ὑπερεξουσίας, περνάει ἀπό Ἱεροκανονικές ἀναταράξεις καί ἀπό Ἐκκλησιολογικές ἐπινοήσεις, πού τίς σκοτίζει ἡ σκοπιμότητα.
1) Στήν πρώτη παράγραφό του, τό ἐπίσημο ἀνακοινωθέν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης, δηλώνεται ἐπίσημα:
«Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον δέχεται ἐκκλήτους προσφυγάς καταδικασθέντων ἀρχιερέων βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων, ὡς οἱ 9ος καί 17ος τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ὄχι ἁπλῶς καί μόνον ἐπί τῇ βάσει νόμων οἱουδήποτε κράτους».
2) Ἁπλή ἀναδρομή στίς ἑρμηνεῖες τῶν δυό αὐτῶν Ἱερῶν Κανόνων πιστοποιεῖ, ὅτι οἱ διατάξεις τους δέν ἐξυπηρετοῦν τά ὁράματα καί τούς σχεδιασμούς τῶν σημερινῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ παράγοντες τοῦ Πατριαρχείου, πρίν ἐπικαλεσθοῦν αὐτούς τούς δυό Ἱερούς Κανόνες, ὡς καθοριστικούς τῆς ἀνώτατης δικαστικῆς ἐξουσίας τους, ὄφειλαν νά μελετήσουν τά ἑρμηνευτικά σχόλια τῶν καταξιωμένων Κανονολόγων, καί νά ἀποφύγουν τίς προχειρότητες καί τήν κατάφωρη παρερμηνεία τοῦ νοήματός τους καί τῆς λειτουργικότητάς τους. Ἡ ἐπίκληση τῶν δυό αὐτῶν Ἱερῶν Κανόνων, τούς ἐκθέτει ἤ ὡς ἀγράμματους, ἤ ὡς στρεβλωτές τῶν Κανονικῶν διατάξεων, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν σκοτεινῶν σχεδιασμῶν τους.
3) Μέ τή δήλωσή τους, ὅτι δέν ἀναμιγνύονται στήν ὑπόθεση Μπεζενίτη, «ἁπλῶς καί μόνον ἐπί τῇ βάσει νόμων οἱουδήποτε κράτους», δεσμεύονται στήν ἀποφυγή κάθε ἀναφορᾶς σέ Νομικές Διατάξεις. Ὡστόσο, στήν ἑλληνική μας ἐπικράτεια, οἱ πάντες γνωρίζουν, ὅτι κατά τήν περίοδο, πού τήν ἐκκλησιαστική μας διοίκηση τήν πλημμύριζαν οἱ αὐθαίρετες ἐπινοήσεις καί ἐπεμβάσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, οἱ ἀδελφοί(!!!) τῆς διακριτῆς «ἐπί τιμῇ» Ἐκκλησίας τοῦ Βοσπόρου, δραστηριοποιήθηκαν μέ πάθος καί πεῖσμα, γιά νά πετύχουν τήν κάλυψη τῆς Πατριαρχικῆς Πράξης τοῦ 1928, πού τούς ἐξασφάλιζε τό δικαίωμα ἐκδίκασης ἐκκλήτων προσφυγῶν Ἀρχιερέων τῶν Νέων Χωρῶν, ἀπό τό Σύνταγμα τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας καί ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος. Καί δέν ἀρκέστηκαν σ᾿ αὐτό. Ἡ ἀπαίτησή τους εἶχε καί «κρόσσια». Ζήτησαν «τό δικαίωμα ἐκκλήτου ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, κατά τελεσιδίκων ἀποφάσεων ἐπιβαλλουσῶν ποινήν ἀργίας, ἐκπτώσεως ἀπό τοῦ θρόνου ἤ καθαιρέσεως, τό ὁποῖον παρέχεται διά τοῦ ΣΤ' ὅρου τῆς ἀπό 4.9.1928 Πατριαρχικῆς Πράξεως εἰς τούς Μητροπολίτας τῶν Νέων Χωρῶν, νά τό ἔχουν καί οἱ Μητροπολῖται τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Καί ὁ Σεραφείμ ἔκαμψε τό κεφάλι καί προσκύνησε τή Φαναριώτικη ἔπαρση καί τό πεισματικό αἴτημα.
4) Εἶμαι ἀναγκασμένος νά παρουσιάσω καί νά ὑπογραμμίσω τίς κραυγαλέες ἀσυνέπειες, πού ἀκυρώνουν τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀργανογράμματος.
Ἡ Πατριαρχική πράξη τοῦ 1928, πού θεσπίζει τό ἔκκλητο, γιά τούς Ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, δέν εἶναι ἰσόκυρη μέ τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν μας Συνόδων. Εἶναι ἁπλή σύμβαση μεταξύ τῶν δυό ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, Κωνσταντινουπόλεως καί Ἑλλάδος. Ἄν οἱ Φαναριῶτες ἀποδίδουν στή σύμβαση αὐτή τό δεσμευτικό κύρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐκτρέπονται σέ ἀλλοίωση τῆς Κανονικῆς Τάξης.
Ἡ ἀπαίτησή τους νά ἐπικυρωθεῖ ἡ Πράξη καί ἀπό τό Νόμο τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας καί νά ἐπεκταθεῖ, ὥστε νά καλύψει καί τούς Μητροπολίτες τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος, προδίδει, ὅτι συναισθάνονται τό ἔλλειμμα τοῦ αἰτήματός τους καί τήν ἀνεπάρκεια τῆς κάλυψής του μέ τήν ἐπίκληση τῶν δυό -διαφορετικοῦ νοήματος- Ἱερῶν Κανόνων καί ἐπιζητοῦν τήν ἰσχυροποίηση τῆς Σύμβασης μέ τή διάταξη τοῦ Πολιτικοῦ Νόμου.
5) Στό, ὄχι μακρό, κείμενο τοῦ Πατριαρχικοῦ ἀνακοινωθέντος, συναντᾶμε δυό ἀντιφατικές καί ἀλληλοσυγκρουόμενες διατυπώσεις. Στήν πρώτη παράγραφο δηλώνεται, ὅτι τό Πατριαρχεῖο δέχεται ἐκκλήτους προσφυγάς...«ὄχι ἁπλῶς καί μόνον ἐπί τῇ βάσει νόμων οἱουδήποτε κράτους». Καί στήν ἀμέσως ἑπόμενη παράγραφο γράφεται, ὅτι τό Πατριαρχεῖο «ἤσκησε τό δικαίωμα τοῦτο καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ὡς ἄνω προσφυγῆς, ἡ ὁποία, ἐκτός τῶν μνημονευθέντων ἱερῶν κανόνων, ἐστηρίζετο καί εἰς σχετικόν νόμον τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους».
6) Ἡ περίπτωση τῆς προσφυγῆς Μπεζενίτη δέν καλύπτεται μέ τή σχετική διάταξη τῆς Πράξης τοῦ 1928. Γιατί δέν ἀσκοῦσε Μητροπολιτικά καθήκοντα στίς Νέες Χῶρες. Ἡ προσφυγή του καί ἡ ἀντίστοιχη ἀποδοχή τοῦ αἰτήματός του ἀπό τή Σύνοδο τοῦ Φαναρίου, πραγματοποιήθηκε -ἀποκλειστικά καί μόνο- κατ᾿ ἐφαρμογή τοῦ ἑλληνικοῦ Νόμου. Τό γεγονός αὐτό ἀφήνει ἔκθετο τόν Πατριάρχη, πού δηλώνει, ὅτι κινεῖται, μέ προσοχή καί ἀποκλειστικότητα, στίς προδιαγραφές τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
7) Μέ τά ἀναγραφόμενα στήν παράγραφο 3 τοῦ ἀνακοινωθέντος, ψέγει ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἐκφράζει τήν ἀπογοήτευσή του καί τή λύπη του, γιά τό ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «ἐπικαλουμένη σχετικόν νόμον τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, (προφανῶς ἐννοεῖ τή διάταξη τῆς παραγράφου 160 τοῦ Νόμου «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας», πού στήν περίπτωση ἀμετάκλητης ποινικῆς καταδίκης Ἀρχιερέα ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου κληρικοῦ, ὑποχρεοῦται ἡ Σύνοδος, χωρίς ἄλλη διαδικασία, νά καθαιρέσει τόν ἔνοχο), παρακάμπτει καί ἐν τῇ οὐσίᾳ ἀκυρώνει τήν ὡς ἄνω ἀπόφασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Ἡ ἐπισήμανση αὐτή τοῦ Πατριάρχη, ἐκτός ἀπό τή μομφή, πού προσάπτει στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δεσμεύει καί τό ἴδιο τό Πατριαρχεῖο νά μήν ἐπιδιώξει -ἔστω καί ἐπικουρική- ἐπίκληση διατάξεων Νόμων, γιά τή στερέωση τῶν δικαιωμάτων ἤ τῶν ὑποχρεώσεών του. Ἀλλά -ὅπως εἴδαμε- δέν ἀπέφυγε τήν προσφυγή στό Νόμο τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους, γιά νά δικαιώσει τήν ὑπερόρια ἐπέμβασή του στά τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἀπό ὅ,τι βλέπετε, στό ἴδιο ἐπίσημο Πατριαρχικό Ἀνακοινωθέν, ψέγεται ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιατί ἐφάρμοσε ἑλληνικό Νόμο καί, ταυτόχρονα, στηλώνει τό Πατριαρχεῖο τό ἀδικαίωτο καί ἀστήρικτο ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες δικαίωμα ἀποδοχῆς ἐκκλήτων προσφυγῶν, στή διάταξη τοῦ ἑλληνικοῦ Νόμου.
Ἡ ἐκτίμηση καί ἡ κρίση, δική σας.
***
Τά γεγονότα κραυγάζουν καί ἡ κοινή γνώμη καταθέτει, μέ παρρησία, τήν ἐκτίμησή της, ὅτι καί ἡ πρώτη καί ἡ δεύτερη ἀνάμιξη τοῦ Πατριαρχείου στά ἑλληνικά, δεσποτικά, σκάνδαλα, μείωσε, δραματικά, τό κύρος του καί περιθωριοποίησε τό ρόλο του στήν εὐρύτατη παρεμβολή τῆς Ὀρθόδοξης Οἰκογένειας.
Ὅσοι ἀγαποῦμε τό Πατριαρχεῖο και μᾶς συνέχει ἡ λαχτάρα τοῦ ἐπανεντροχιασμοῦ του στή δυναμική ἀποστολική Παράδοση, ἔχουμε χρέος νά συνεχίσουμε τήν ἀκοίμητη ἱκεσία, νά ἁπλώσει ὁ Κύριος τήν εὔσπλαγχνη Δεξιά Του καί νά χειραγωγήσει τούς ἐνοίκους τοῦ Πατριαρχικοῦ Δώματος εἰς ὁδούς ἀληθείας καί εἰρήνης καί θυσιαστικῆς προσφορᾶς ἀγάπης, εἰς ἀλλήλους καί εἰς πάντας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων