† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 206, 1 Ἰουνίου 2007
Ἡ πλασματική παγγνωσία μας
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Στό τραχύ ὕφος καί στήν ἀπολυτότητα τῆς διαλεκτικῆς τοῦ ἄθεου συνομιλητή μου βλέπω νά φωτογραφίζεται, αὐτόματα, ἡ ὑπέρμετρη καύχηση γιά τήν ἐξειδικευμένη γνώση μας καί γιά τήν προηγμένη τεχνολογία μας. Ἡ πεποίθηση, πώς βρισκόμαστε στήν τελική φάση τῆς “ἀπομύθευσης” τῶν μυστικῶν καί τοῦ μυστηρίου τῆς ἀπέραντης καί ἀπροσπέλαστης Δημιουργίας. Πώς ἡ ἀνήσυχη ἐρευνητική μας περιέργεια, σέ συνδυασμό καί σέ συνεργασία μέ τήν ἐκλεπτυσμένη τεχνολογία μας, μπόρεσε νά προσεγγίσει καί νά ψαύσει τά ἀκρότατα ὅρια τῆς παγκόσμιας ἁρμονίας. Κατόρθωσε νά ἐντοπίσει, νά “ἀποϊεροποιήσει” καί νά περιγράψει ὅσα οἱ μακρινοί πρόγονοί μας, μέσα στό κλίμα τῆς θαυμαστικῆς ἀγνωσίας τους, εὐλαβοῦντο ὡς ἀπρόσιτο μυστήριο. Νά ἀμφισβητήσει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀποκλειστικότητα τῆς “παγγνωσίας” Του. Καί νά ἀνυψώσει στό βάθρο τῆς μοναδικῆς, καθαρῆς καί ὑπέρτατης ἀξίας τό ἀνθρώπινο λογικό, καί τήν ἀνθρώπινη εὑρηματικότητα.
Ἡ θεωρία τους, κοφτή καί ἀποφθεγματική: Γιά τόν ἄνθρωπο, τῶν προϊστορικῶν καί τῶν πρώτων ἱστορικῶν περιόδων, ἡ ἐπαφή μέ τό ἄγνωστο περιβάλλον του, τό συναπάντημα μέ τό ἀπροσδόκητο καί τό ἐκφοβιστικό καί τό θανατηφόρο, προκαλοῦσε τό φόβο καί τήν ἐξάρτηση ἀπό τήν ὑπερβατική δύναμη, πού ἐξουσιάζει τή φύση καί εὐνοεῖ ἤ καταστρέφει τή μικρή, τήν ἀσήμαντη καί ἀνάξια ἀνθρώπινη ὀντότητα. Σήμερα, πού ἡ γνώση ἁπλώθηκε, πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει προελάσει στά βαθύτερα, μυστικά φιόρδ τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας, δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη γιά προσφυγή σέ ὑπέρλογη δύναμη. Ἡ πλατειά καί βαθειά γνώση εἶναι δικό μας ἀπόκτημα. Καί ὁ σεβασμός, πού προσφερόταν ἀπό τούς παλιούς στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀνήκει, ἀποκλειστικά καί ὁλοκληρωτικά, στό λογικό ἄνθρωπο.
Δέν ἔχω τήν πρόθεση νά ὑποτιμήσω καί, πολύ περισσότερο, νά ἀπορρίψω τό θησαύρισμα τῆς ἐμπλουτισμένης ἀνθρώπινης γνώσης μας καί τό ἀπόκτημα τῆς ἐξελιγμένης τεχνολογίας μας. Ὅ,τι μάζεψαν, μέ κόπο πολύ, οἱ πατέρες μας. Καί ὅ,τι συνάγουν, σήμερα, μέ ἀνύσταχτο μόχθο καί μέ εὐσυνείδητη ἐπιστημονική διορατικότητα, οἱ ἁπανταχοῦ γῆς ἐξειδικευμένοι, ἀδελφοί μας, ἐρευνητές. Ὅλο αὐτό τό ἀπόκτημά μας εὐρύνει τούς ὁρίζοντες τῶν συλλογισμῶν μας, ἀποσαφηνίζει κάποια ἀπό τά ἐρωτηματικά μας καί προσφέρεται ὡς βοήθημα στήν ὀργάνωση τῆς καθημερινότητάς μας. Αὐτό τό δέχομαι καί τό προσυπογράφω. Καί πιστεύω, πώς στήν ἀποδοχή αὐτή ἔχω σύμψηφο καί τόν ὁποιοδήποτε ἄθεο συνοδοιπόρο στίς τροχιές τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα.
Ἡ διαφοροποίησή μου καί ἡ διαφωνία μου ξεκινάει ἀπό κεῖ καί πέρα. Στά πρόσωπα τῶν σύγχρονων ἐρευνητῶν καί τῶν χειριστῶν τῆς προχωρημένης τεχνολογίας διακρίνω τήν ἱκανοποίηση, ἀλλ᾿ ὄχι τήν καύχηση. Ὅλοι αὐτοί χαίρονται τό βηματισμό τους στόν ἄγνωστο χῶρο “τοῦ σύμπαντος κόσμου” καί τήν κοπιαστική ἀνάβασή τους στό νοητό Ἔβερεστ τῆς γνώσης. Ἄλλά δέ διακινδυνεύουν τό παράτολμο: Νά ἰσχυριστοῦν, ὅτι ἔφτασαν στίς ἀπρόσιτες καί ἀνέγγιχτες κορυφές. Ὅτι ἑρμήνευσαν, μέ λογικά σχήματα καί μαθηματικά θεωρήματα τά μυστήρια, πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη λογική καί παραμένουν ἀπροσπέλαστα. Στή σκιά καί στή σιωπή τοῦ “ἐπέκεινα”.
Ἡ χτεσινή ἐπιστήμη, ἤ, σωστότερα, οἱ χτεσινοί ἐπιστήμονες εἶχαν μεθύσει, μέ τό κρασί τῶν ἐπιτυχιῶν τους. Καί, μέσα στήν εὐφορία τους, ἔβλεπαν ὅλες τίς πόρτες ἀνοιχτές καί ὅλα τά μυστικά τῆς Δημιουργίας παραδομένα στά χέρια τους. Οἱ σημερινοί, καθώς βυθίζονται, προσεκτικά καί διακριτικά σέ ἀπροσπέλαστα βάθη, διατηροῦν τήν ταπεινότητα τοῦ ἐρευνητή-μαθητή. Καί ἀποφεύγουν νά ἐκφέρουν ἄποψη, σέ θέματα, πού βρίσκονται πολύ μακρυά ἀπό τό χῶρο τῆς ἔρευνάς τους. Μᾶς ἐμπιστεύονται τό ἀπόσταγμα τῶν μελετῶν τους. Καί ἐπιφυλάσσονται, μέ τήν τίμια δήλωση: Δέν ξέρω, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς εἰδικότητάς μου καί τῆς προσπάθειάς μου, ἡ προσέγγιση στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ στήριξη τῆς λογικῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ ἀθεϊστικοῦ συνασπισμοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα, μέ τήν πολυδιάσπασή της καί τήν πολυκλαδικότητά της, ἔχει μοιράσει τήν ἀπέραντη Δημιουργία, ἀκόμα καί τόν πεπερασμένο ἄνθρωπο σέ μικρά ὑποσύνολα. Καί ἔχει ἀπομονώσει τούς ἐρευνητές στό δικό τους στενό ἐργαστήριο καί στό ἐπιμερισμένο ἀντικείμενο. Μέ τή μέθοδο αὐτή, οἱ ἐπιστήμονες προχωροῦν σέ βάθος γνώσης. Ἀλλά, ὅπως θά τό περίμενε κανείς, εἶναι ἐφεκτικοί στήν ἐκφορά σφαιρικῆς ἄποψης, “μεταφυσικῆς βεβαιότητας” Καί, πολύ περισσότερο, στήν υἱοθέτηση καί στήν ὑποστήριξη τῆς ἀκάλυπτης διαλεκτικῆς τοῦ ἀθεϊσμοῦ.
Μέ δεδομένη αὐτή τήν ἐξέλιξη, ἡ σκληρότητα καί ἡ μαχητικότητα τοῦ ἀθεϊστικοῦ κινήματος χάνει τό ἔρεισμα τῆς παγγνωσίας καί τῆς προοδευτικότητας. Μένει, σάν ἕνα ἀπολίθωμα τῶν αἰώνων τῆς ματεριαλιστικῆς ὑπεραισιοδοξίας. Σάν ἕνα χειροποίητο ἐκρηκτικό, ἐφεύρημα σκληρυμένου μυαλοῦ καί ὅπλο σέ σκληρυμένα δάχτυλα, πού ἐπιμένουν νά ἀποφαίνονται, μέ βεβαιότητα, γιά θέματα, πού δέν τά μελέτησαν καί γιά πραγματικότητες, πού δέν τίς ἄγγιξαν.
Ἀπό τήν πλευρά μου, νοιώθω νά καταλύεται τό τεῖχος, πού χώριζε καί ἀπομόνωνε τούς ἀνθρώπους τῆς ἐπιστήμης ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς πίστης. Μιά κοινή λεωφόρος ἀνοίγεται μπροστά μας. Εἶναι ἡ λεωφόρος τοῦ “θάμβους”. Περπατᾶμε, γυρίζουμε ὁλόγυρα τά βλέμματά μας, καμαρώνουμε καί ἀξιοποιοῦμε τά εὑρήματα τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἐργαστηρίου καί νοιώθουμε τήν ψυχή μας νά γεμίζει μέ θάμβος καί μέ δοξολογία. “Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα” (Ψαλμ. ιη’ 2).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων