† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 207, 16 Ἰουνίου 2007
Ἀπό τήν ἀγνωσία στή γνώση
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἐντυπωσιακή, στήν πρώτη της, καθαρά προπαγανδιστική, ἐμφάνιση, ἡ διαλεκτική τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ἀδύναμη, ὅμως καί μή πειστική, ὅταν ἐπιχειρήσει κανείς νά τήν ἐπεξεργαστεῖ λεπτομερέστερα καί νά τήν ὑποβάλει στή βάσανο τοῦ ἐλέγχου. Τό μοναδικό καί χτυπητό ἐπιχείρημά της, εἶναι πώς ἡ ἐπιστήμη, μέ τή μεγάλη τήν ἰλιγγιώδη ἀνάπτυξή της, ἀπέδειξε(;;;) τήν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ. Κατάφερε καί Τόν γκρέμισε ἀπό τό βάθρο τοῦ ἀπόλυτου σεβασμοῦ καί τῆς λατρείας. Καί ἀνέβασε, στό ὕψος τῆς τιμῆς καί τῆς ἀναγνώρισης, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί τόν ὀρθό λόγο του. Τή σκεπτόμενη ὕπαρξη, πού ἔχει τή σοφία καί τήν εὐστροφία νά μεθοδεύει τήν ἐπιστημονική του ἔρευνα, νά ξεκλειδώνει τά μυστικά τοῦ μακρόκοσμου καί τοῦ μικρόκοσμου καί νά ἀναδεικνύεται ὁ ρυθμιστής τῆς ἱστορίας του καί τοῦ πολιτισμοῦ του.
Τή διαλεκτική αὐτή τή βρίσκω ἀνεδαφική καί τή χαρακτηρίζω ἐπικίνδυνα πρόχειρη. Τήν ἐπιστήμη τή χαίρομαι καί, ὅσο μοῦ εἶναι δυνατό, τήν παρακολουθῶ. Ἁπλώνω τήν ἀντένα τοῦ λογισμοῦ μου καί τῆς καρδιᾶς μου σέ πρόσκτηση καί σέ θαυμασμό τῆς τολμηρῆς, ἐρευνητικῆς περιπέτειας. Δέ συμμερίζομαι, ὅμως, τή διακήρυξη, πώς ἡ σημερινή, πληθωρική, ἐπιστημονική γνώση κάλυψε τά ἀκρότατα ὅρια τῶν ὑπαρξιακῶν προβληματισμῶν καί ἀπομόνωσε “στά μή ὄντα” τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ἐπιτρέπω στόν ἑαυτό μου τό παράτολμο ἅλμα, νά ὑπερπηδήσει τό φραγμό τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς μετριοπάθειας, νά ἀπολυτοποιήσει τό θησαύρισμα τῆς ἀνθρώπινης γνώσης μας καί νά αὐτοκηρυχτεῖ παντογνώστης.
Μέσα μου διακρατῶ, μέ εὐαισθησία πιστοῦ κληρονόμου, τήν ταυτότητα τοῦ Ἕλληνα. Τήν ἰσόρροπη αὐτοσυνειδησία τῶν ἀνήσυχων προγόνων μου. Τήν ἀκόρεστη δίψα τους γιά γνώση, πού τούς ἐρέθιζε σέ σκέψη καί σέ ἔρευνα. Καί τήν, ταυτόχρονη, ἀνίκητη ἐπίγνωση τῆς ἀγνωσίας τους, πού τούς διαφύλαγε στό μέτρο τῆς σεμνότητας καί τῆς ἐπιφυλακτικότητας. ῾Η ἔντιμη, πηγαία Σωκρατική διακήρυξη: “ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα”, ἦταν καί θά εἶναι, γιά πάντα, ἡ ἀρχή τῆς γνώσης. Τό ἐφαλτήριο γιά ἔρευνα, γιά στοχασμό, γιά συναγωγή συμπερασμάτων. Γιά ἐπεξεργασία τοῦ γνωστοῦ. Καί γιά ἐπέκταση στό ἄγνωστο. ῞Οσο καί ἄν οἱ καιροί προχωροῦν, ὅσο καί ἄν τά ἐπιστημονικά ἐργαστήρια πληθαίνουν, ὅσο καί ἄν ἡ γνώση σωρεύεται, τό ἀνεξερεύνητο καί τό ἀπροσπέλαστο καί τό ἄγνωστο, εἶναι τόσο εὐρύ καί βαθύ, πού μᾶς δεσμεύει καί μᾶς ὑποχρεώνει σέ αὐτοσυγκράτηση καί σέ ὁμολογία τῆς προσωπικῆς μας ἀνεπάρκειας. Ἡ ἀπέραντη γνώση δέ χωράει στό πεπερασμένο μυαλό μας. Ἄν φτάσουμε νά πιστέψουμε, πώς τή χωρέσαμε, ἤ πώς θά καταφέρουμε νά τή χωρέσουμε, θά καταντήσουμε ἀστεῖοι. Γιά νά ἐπαναλάβω τήν ἐξομολογητική διατύπωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, θά ἐξομοιωθοῦμε μέ τά μικρά παιδιά, πού ἀνοίγουν λάκκους στήν ἀμμουδιά, γιά νά ἀδειάσουν ἐκεῖ τόν ἄμετρο ὄγκο τοῦ νεροῦ τῆς ἀνοιχτῆς θάλασσας.
Ἐκτός ἀπό τό Σωκρατικό “οὐδέν οἶδα”, κρατάω μέσα μου, καί τήν κληροδοσία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων μας, πού καταθέτουν, μέ σεβασμό καί μέ θάμβος, τήν ἀνθρώπινη “ἀγνωσία” τους, μπροστά στήν Πύλη τοῦ Μυστηρίου τῆς Θεότητας. Ὁ Θεός δέν εἶναι προσιτός στήν ἀνθρώπινη περιέργειά μας. Καί δέν ἀνακαλύπτεται μέ τίς ἐργαστηριακές διερευνήσεις μας. Εἶναι ἄπειρος καί ἀπρόσιτος. “Ἄπειρον τό Θεῖον καί ἀκατάληπτον” (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). “Ἡ τῆς κτίσεως συνοχή καί συντήρησις καί κυβέρνησις διδάσκει ἡμᾶς ὅτι ἐστί Θεός”. Ἡ ἁρμονία καί ἡ διατήρηση τοῦ σύμπαντος μᾶς δίνει τό στίγμα τῆς ὕπαρξής Του. Τῆς δύναμής Του, τῆς σοφίας Του καί τῆς ἀγαπητικῆς Του φροντίδας. Μᾶς διδάσκει ὅτι ὑπάρχει Θεός Δημιουργός καί Κυβερνήτης. Ἀλλά -εἶναι αὐτονόητο- ὁ Θεός βρίσκεται πέρα καί πάνω ἀπό τόν κύκλο τῶν ἐρευνῶν μας καί τῶν ἐμπειριῶν μας. Εἶναι, “ἐπέκεινα” τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας. Ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν. Δέν προσεγγίζεται μέ τούς διαδοχικούς βηματισμούς τοῦ λογικοῦ μας. Καί δέν ψαύεται μέ τίς πεπερασμένες, ἀνθρώπινες αἰσθήσεις μας.
Θά ἐπικαλεστῶ μιά, παράλληλη, Πατερική μαρτυρία. Τόν ποιητικό στίχο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού εἶναι στάλαγμα ἐξαγιασμένου βιώματος: “Θεέ μου, Σύ εἶσαι πάντων ἐπέκεινα. Πῶς νά Σέ ὑμνήσει ὁ λόγος μου; Κανένας λόγος δέν μπορεῖ νά Σέ φτάσει. Πῶς νά Σέ συλλάβει ἡ σκέψη μου; Σύ εἶσαι ἀσύλληπτος γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ μας. Μόνος Σύ ὑπάρχεις ἀνέκφραστος. Γιατί Σύ γέννησες ὅλα ὅσα περιγράφει ὁ λόγος μας. Μόνος Σύ μένεις ἄγνωστος. Γιατί Σύ γέννησες, ὅλα ἐκεῖνα, πού ἐγγίζει ἡ σκέψη μας”. Ὁ ὑλικός, ὁρατός κόσμος, μ᾿ ὅλη του τήν ἀπεραντοσύνη, σταδιακά καί μεθοδικά, μᾶς γίνεται προσιτός καί γνωστός. Ὁ Δημιουργός, πού τόν ἔπλασε καί μᾶς τόν χάρισε, παραμένει ἔξω ἀπό τόν ἀγρό τῆς ἐπιστημονικῆς μας ἔρευνας, ἀπρόσιτος καί ἀπερινόητος.
Φίλοι, ἄθεοι, χαρεῖτε τά ἐπιτεύγματα τοῦ ἐπιστημονικοῦ μόχθου. Μή τεντώνετε, ὅμως, τό ἀνάστημά σας, γιά νά ὑποτάξετε τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ δρόμος, πού ὁδηγεῖ στό Θεό, περνάει ἀπό ἄλλα μονοπάτια. Ἄν τά περπατήσετε, θά γνωρίσετε τή Δύναμή Του καί τήν Ἀγάπη Του. Ἄν μείνετε στήν ἐπίμονη ἄρνηση, στηριγμένοι στή γνώση τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης μας καί στούς μηχανισμούς τῆς ἐκλεπτυσμένης τεχνολογίας μας, θά στερηθεῖτε τόν ἀτίμητο πλοῦτο. Θά βρίσκεστε, διά βίου, σκυμμένοι στήν ὕλη. Καί δέ θά νοιώσετε τό ἄγγιγμα τῆς Χάρης τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων