† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἀναδημοσιεύουμε τό ἄρθρο αὐτό γιατί διασαφηνίζει μέ τρόπο συστηματικό κάποιες ἀλήθειες γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους ὅπως λειτουργοῦν στήν πατρίδα μας ἀπό τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Τούρκους καί μετά. Στέκεται πιό συγκεκριμένα στίς σημερινές σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας ὅπως προβλέπονται ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους. Τονίζει λοιπόν πειστικά τά παρακάτω:
-Γνωρίζουν οἱ μητροπολίτες καί ἀποδέχονται τόν τρόπο πού διοικεῖται ἡ Ἐκκλησία μέ βάση τό Σύνταγμα, τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας καί τόν Νόμο περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων
-Τό Σύνταγμα τονίζει τήν τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὁ Νομοθέτης δεσμεύεται νά μήν νομοθετεῖ ἀντίθετα σ’ αὐτούς
-Στά διάφορα νομοθετήματα γιά τήν Ἐκκλησία μετεῖχε στίς νομοπαρασκευαστικές ἐπιτροπές ὁμάδα μητροπολιτῶν πού τήν εἶχε ὁρίσει ἡ Σύνοδος καί ἡ ὁποία συμφώνησε μέ τούς κρατικούς παράγοντες στή διατύπωση τῶν Νόμων
-Οἱ μητροπολίτες δίνουν διπλό ὅρκο. Καί κατά τή διάρκεια τῆς χειροτονίας τους ὁρκίζονται ἐνώπιον Θεοῦ καί Ἐκκλησίας ὅτι θά τηροῦν τούς Ἱερούς Κανόνες. Καί κατά τή διάρκεια τῆς διαβεβαίωσής τους ἐνώπιον τοῦ Ἀνωτάτου Ἄρχοντος ὁρκίζονται νά τηροῦν τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους
-Ἀπό κεῖ καί πέρα οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μεταπίπτουν στίς ἀπόψεις τους μεταξύ δύο ἄκρων: Οἱ πιό πολλοί θεωροῦν ἀδιανόητη ὁποιαδήποτε ἀλλαγή στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας γιατί δέν θά σέβεται τήν ὀρθόδοξη ἰδιοπροσωποία τοῦ λαοῦ μας. Ἀπό τήν ἄλλη γιά ἐξυπηρέτηση ἰδιοτελῶν σκοπῶν αὐτῶν πού διοικοῦν τήν Ἐκκλησία πολλές φορές σηκώνουν τό φλάμπουρο τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἰσχυρίζονται πώς αὐτοί προκρίνουν τούς Ἱερούς Κανόνες (;) καί ὄχι τούς Νόμους τοῦ Κράτους.
-Ἀναφέρει μάλιστα ἕνα τραγικό παράδειγμα γιά τά παρά πάνω, τόν χειρισμό τοῦ σκανδάλου Παντελεήμονος Μπεζενίτη ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 261, 16-9-2009
῎Ελλειμμα κρίσης
ἤ ἔλλειμμα συνέπειας;
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Καταθέτω στό τραπέζι τῶν συζητήσεων καί ἐμπιστεύομαι στίς εὐαίσθητες -ὅσο καί ἀνήσυχες- συνειδήσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος τό καυτό ἐρώτημα: Οἱ σημερινοί Ποιμένες, μέλη τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, παραμένουν πιστοί στό σχῆμα τῆς “Νόμῳ κρατούσης Πολιτείας”, στό σύστημα, πού θεσπίστηκε μετά τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα τοῦ 1821 καί ἰσχύει ἴσαμε σήμερα; ῎Η ψηφίζουν τήν ἀπεξάρτηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς Διοίκησης ἀπό τόν κρατικό ἔλεγχο καί τή στήριξή της, ἀποκλειστικά καί μόνο, στούς ῾Ιερούς Κανόνες καί στήν ἐξαγιασμένη, μακρότατη Παράδοση, πού φέρνει τή σφραγίδα τῆς σοφίας καί τοῦ μόχθου τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων καί τῶν μεγάλων Πατέρων μας;
Μέ τοῦτο τό κείμενο, δέ θά προσπαθήσω νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν μου στόν ἀνοιχτό διάλογο, τοῦ χωρισμοῦ ἤ τοῦ μή χωρισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τό κράτος, πού ἄλλοτε ἤπιος καί ἄλλοτε ὀξύς περνάει στούς πομπούς τῆς δημοσιότητας. Θά συστείλω τήν προσωπική μου ἐρευνητική ἀνησυχία στήν ἐκκλησιολογική ἐπεξεργασία τοῦ προβλήματος καί στήν πρακτική διαχείρισή του ἐκ μέρους τῶν σημερινῶν ὑπεύθυνων ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Ποιά εἶναι ἡ παγιωμένη καί κυρίαρχη θεωρητική τους ἄποψη, γιά τήν ἀπαγκίστρωση τοῦ Διοικητικοῦ μηχανισμοῦ τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μας ἀπό τό σχῆμα “τῆς Νόμῳ κρατούσης Πολιτείας”; Καί πῶς ὑλοποιοῦν τίς ἀποκαθαρμένες καί στέρεες πεποιθήσεις τους κατά τίς στιγμές, πού καίρια καί καυτά ἐρωτήματα ἐγγράφονται στήν ἡμερήσια διάταξη τῶν Συνεδριάσεών τους;
***
῎Αν ξεφυλλίσει κανείς, μέ ἐνδιαφέρον καί μέ προσοχή, τίς ποικίλες καταχωρίσεις ἀπόψεων στά ἐπίσημα δημοσιογραφικά ὄργανα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ἄν ρίξει κάποιες ματιές στά σχόλια καί στίς ἀντιδράσεις, πού ἀποτυπώνονται, πολύ συχνά, στά ἐπαρχιακά ἐκκλησιαστικά ἔντυπα καί ἄν παρακολουθήσει μέ προσοχή τίς τηλεοπτικές διακηρύξεις τῶν Μητροπολιτῶν, φίλων ἤ ἐραστῶν τῆς Τι-Βι, θά καταλήξει στό συμπέρασμα, ὅτι οἱ σημερινοί Συνοδικοί ῾Ιεράρχες ἐπαναπαύονται στήν κάλυψη καί στήν προστασία τῆς ἡγετικῆς προσωπικότητάς τους καί τοῦ Συνοδικοῦ ρόλου τους ἀπό τούς Νόμους τοῦ κράτους καί θεωροῦν, ὅτι τό σχῆμα, πού διαμορφώθηκε πρίν ἀπό 180 χρόνια καί -μέ ποικίλες τροποποιήσεις- διατηρεῖται “ἐν ἰσχύϊ” ἴσαμε σήμερα, εἶναι τό μόνο κατάλληλο νά ἐκφράσει τό πνεῦμα τῆς ἑλληνικῆς ᾿Ορθοδοξίας. Τό μόνο πρόσφορο, γιά τήν ἀνάπτυξη ὁμογνωμοσύνης ἀνάμεσα στήν κοσμική καί στήν πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου. Τό μόνο ἱκανό νά προφυλάξει τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα ἀπό τή διείσδυση καί τή σπορά “διδαχῶν ποικίλων καί ξένων” (῾Εβρ. ιγ΄ 9) καί ἀπό τίς παρεμβάσεις σκοτεινῶν παραγόντων, πού στοχεύουν στή διάσπαση τῆς πνευματικῆς ἑνότητας τοῦ λαοῦ μας.
Τήν ἄλλη ἄποψη, πού ὑποστηρίζει τήν ἀνάγκη τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς ἀποστασιοποίησης τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τό κράτος, τή διατυπώνουν καί τή δημοσιοποιοῦν, πρός τό παρόν, μέ πεῖσμα καί πάθος ἀσίγαστο, ὅσοι διαπνέονται καί διακινοῦνται ἀπό τό ὅραμα τῆς περιθωριοποίησης τοῦ ἁγιώτατου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί τῆς ἐξασφάλισης ἑνός λαϊκοῦ-ἀθεϊστικοῦ κράτους, μέ ὁρίζοντα ὁραμάτων καί στόχων “ἐμπορευσόμεθα καί κερδήσομεν” (᾿Ιακ. δ΄ 13), “φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν” (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 32).
῾Η πλειονότητα τῶν ῾Ιεραρχῶν, ἐνῶ δέν ἀποστασιοποιεῖται -ὡς ὀφείλει- ἀπό τήν κοσμική “εὐμάρεια”, ἀπορρίπτει τό χωρισμό ᾿Εκκλησίας καί Πολιτείας, γιατί τόν βλέπει ὡς σπάσιμο τῆς παραδοσιακῆς ἑνότητας καί ὡς ἄνοιγμα τῶν θυρῶν στίς ξένες, φθοροποιές προπαγάνδες. Κάποιοι, ὡστόσο, ἀπό τούς ᾿Αρχιερεῖς, πού διερευνοῦν μέ ἀνήσυχο μάτι τήν τρέχουσα πραγματικότητα καί σταθμίζουν μέ προσοχή τίς καθημερινές ἐξελίξεις, ἔχουν ἀποκολληθεῖ -ἤ προσπαθοῦν νά ἀποκολληθοῦν- ἀπό τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ ἀσπίδα τοῦ κράτους εἶναι θεσμική ρύθμιση χρήσιμη -ἄν μή ἀπαραίτητη- καί ὑπογράφουν, μέ θάρρος, τό αἴτημα τῆς ἀποδέσμευσης τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τό σχῆμα τῆς ἐξάρτησης.
***
῾Η διαφορά ἀπόψεων δέ σοκάρει. Εἶναι καί φυσιολογική καί προσδοκώμενη σέ μιά ἐποχή, πού τήν προσδιορίζουν οἱ μεγάλες συγκρούσεις καί οἱ βίαιες ἀνατροπές. ᾿Εκεῖνο, πού σοκάρει, εἶναι ἡ ἀδικαίωτη παλιμβουλία κάποιων μελῶν τῆς σημερινῆς ῾Ιεραρχίας, πού τούς μετατοπίζει πότε στή μιά καί πότε στήν ἄλλη πτέρυγα μάχης. ῞Οταν τούς ἐρεθίζει τό δημοσιογραφικό δαιμόνιο, πού προπαγανδίζει χωρισμό Κράτους καί ᾿Εκκλησίας, χτυποῦν μέ μανία τή ράβδο τους καί δηλώνουν, ὅτι δέ θά συμφωνήσουν καί δέ θά συνεργήσουν ποτέ στό χωρισμό καί στήν ἀπομόνωση. ῞Οταν οἱ πρωτοβουλίες τοῦ κρατικοῦ status, ἀναγκαῖες ἤ ὕποπτες, σφίγγουν τά λουριά τῆς δεσποτικῆς τους αὐθαιρεσίας καί προκαλοῦν ἀποτελέσματα ἀναιρετικά τῶν ὁραμάτων τους καί τῶν σχεδιασμῶν τους, κηρύττουν ἐπανάσταση καί διακηρύττουν, ὅτι ἐμπνευστής καί ρυθμιστής καί κριτής τοῦ ἐπισκοπικοῦ τους λειτουργήματος εἶναι μόνο οἱ ῾Ιεροί Κανόνες καί οἱ καταξιωμένες Παραδόσεις τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
Γιά νά ψαύσουν, ἀπό κοντά, οἱ ἀναγνῶστες μου τήν ἐπισκοπική παλιμβουλία, τό “εἶπα”, ξεῖπα”, τήν ἀποδοχή τοῦ Νόμου καί τήν ἀθέτηση τοῦ Νόμου, τή συνεργασία μέ τό κράτος καί τό γύρισμα τῆς πλάτης στό κράτος, θά ἐπιχειρήσω μιά εὐρύτερη ἀνάλυση τῶν δυό σχημάτων. Τοῦ σχήματος τῆς “Νόμῳ κρατούσης Πολιτείας”, πού κρατάει ἴσαμε σήμερα. Καί τοῦ σχήματος τῆς ἀποδέσμευσης ἀπό τήν ἄμεση κρατική ἐπιτήρηση καί τῆς ὑποταγῆς μόνο στούς ἐκκλησιαστικούς Κανόνες, πού ἀποτελεῖ τό σχεδιασμό καί τήν πρόταση γιά τήν αὐριανή μέρα.
***
Αὐτή τη στιγμή ὑπάρχουν τρία βασικά νομοθετήματα, πού προσδιορίζουν τή θέση τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας στήν περιοχή τῆς ἑλληνικῆς ᾿Επικράτειας καί ρυθμίζουν τά προνόμιά Της καί τόν τρόπο διοίκησής Της.
Τό πρῶτο Νομοθέτημα εἶναι τό Σύνταγμα τῆς χώρας.
Τό ἄρθρο 3 ὁρίζει:
“1. ᾿Επικρατοῦσα θρησκεία ἐν ῾Ελλάδι εἶναι ἡ τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Ορθοδόξου τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, κεφαλήν γνωρίζουσα τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετά τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καί πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, τηροῦσα ἀπαρασαλεύτως, ὡς ἐκεῖναι, τούς ῾Ιερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνας καί τάς ἱεράς παραδόσεις. Εἶναι αὐτοκέφαλος καί διοικεῖται ὑπό τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῶν ἐν ἐνεργείᾳ ᾿Αρχιερέων καί τῆς ἐκ ταύτης προερχομένης Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου, συγκροτουμένης ὡς ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς ᾿Εκκλησίας ὁρίζει...”.
Τό δεύτερο Νομοθέτημα εἶναι ὁ “Καταστατικός Χάρτης τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος”. Αὐτός, στά πλαίσια, πού ὁριοθετεῖ τό Σύνταγμα, ρυθμίζει, ἴσαμε τήν τελευταία της λεπτομέρεια, τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας. Τή συγκρότητη τῶν Συνοδικῶν ᾿Οργάνων. Τίς ἁρμοδιότητές τους. Τήν ἐκλογή καί τήν κατάσταση τῶν Μητροπολιτῶν. Τή διαχείριση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πόρων. Τήν ὀργάνωση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Τήν ἄσκηση τοῦ κεντρικοῦ ἐλέγχου καί τῆς δικαστικῆς ἀντιμετώπισης τῶν ἐκτροπῶν. Καί ὅλα, ὅσα ἀπορρέουν ἀπό τήν ἐξουσιοδότηση, πού παρέχει τό Σύνταγμα.
Τό τρίτο Νομοθέτημα εἶναι ὁ εἰδικός Νόμος “Περί τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας”. Αὐτός ρυθμίζει ποιά εἶναι τά ᾿Επισκοπικά καί τά Συνοδικά Δικαστήρια, πού δικάζουν καί ἐπιβάλλουν κυρώσεις στούς ἱερεῖς. Ποιά εἶναι τά Συνοδικά Δικαστήρια, τά ἁρμόδια νά ἐρευνήσουν καί νά κρίνουν τίς παραβάσεις τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καί τῶν θεσμίων τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ἀποτολμοῦν οἱ ᾿Επίσκοποι. Καί ὁρίζει, μέ λεπτομέρεια, τίς ποινές, πού ἀντίστοιχα ἐπιβάλλονται.
***
Εἶναι ἀναγκαῖο νά προσφερθοῦν στούς ἀναγνῶστες μου μερικές διευκρινίσεις.
1. Τό σύνολο τῶν Νομοθετημάτων, πού ἀναφέρονται στήν ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, δέν ἔχουν διατυπωθεῖ καί δέν ἔχουν ψηφιστεῖ, ἐρήμην τῶν ὑπεύθυνων Συνοδικῶν ᾿Αρχιερέων. Στίς νομοπαρασκευαστικές ᾿Επιτροπές, πού ἀσχολήθηκαν μέ τή μελέτη καί τήν ὁριστική διατύπωσή τους, μετεῖχε πάντοτε ὁμάδα Μητροπολιτῶν, πού τήν εἶχε ὁρίσει ἡ ῾Ιερά Σύνοδος. Αὐτοί εἶχαν τό δικαίωμα νά διατυπώσουν τήν ὁποιαδήποτε ἀντίρρησή τους, ἀκόμα καί νά προβάλουν βέτο. Καί μόνο, ὅταν ἡ ἐπεξεργασία τῶν νομοσχεδίων κατέληγε σέ consensus κρατικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων, μόνο τότε, ἔπαιρναν τήν τελική τους μορφή καί στέλνονταν στή Βουλή τῶν ῾Ελλήνων.
2. Στά Νομοθετήματα, πού ἰσχύουν αὐτή τή στιγμή, δέν ὑπάρχει ἄρθρο, οὔτε κἄν παράγραφος, πού νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τούς ῾Ιερούς Κανόνες. Κατ᾿ ἀρχήν, τό Σύνταγμα δεσμεύει καί τή Βουλή, πού ψηφίζει τούς Νόμους καί τούς παράγοντες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί τούς ποιμένες τῆς ᾿Εκκλησίας νά ἐφαρμόζουν, κατ᾿ ἀκρίβεια, τούς ῾Ιερούς Κανόνες. ᾿Αλλά καί τά δευτερογενῆ ὄργανα, πού συντάσσουν καί προωθοῦν στή Βουλή τήν ὁποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση, καθώς δεσμεύονται ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, δέν μποροῦν νά παραστρατήσουν καί νά πλήξουν τούς ῾Ιερούς Κανόνες.
3. ῾Η Συνταγματική καθιέρωση καί καταξίωση τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων τῆς ᾿Εκκλησίας δεσμεύει καί ὅλους τούς Μητροπολῖτες, πού μετέχουν στά Συνοδικά σχήματα καί πού ἀσκοῦν ὑπεύθυνη διοίκηση στίς Μητροπόλεις τους, νά μήν ἀποτολμοῦν παρερμηνεῖες ἤ σκόπιμες παραβιάσεις τῶν ῾Ιερῶν διατάξεων καί μεθοδεύσεις, πού τίς ὑπάγορεύουν φιλικές διασυνδέσεις καί ὕποπτες σκοπιμότητες.
῎Αν ἡ κοσμική ἐξουσία ὑποχρεώνεται σέ σεβασμό τοῦ ῾Ιεροκανονικοῦ πολιτεύματος τῆς ᾿Εκκλησίας, πόσο μᾶλλον, ἡ Συνοδική ὁμήγυρη. Αὐτή δεσμεύεται, κατά τρόπο ἀπόλυτο, νά βηματίζει σταθερά καί πιστά στό φωτισμένο μονοπάτι, πού χάραξαν οἱ Οἰκουμενικές Συνάξεις τῶν Πατέρων μας καί πού τό ἀκολουθοῦν, μέ σεβασμό καί ἀκρίβεια, ὅλες οἱ ἀδελφές ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες τῆς σημερινῆς Οἰκουμένης.
***
Γιά ἐμφαντικότερη ὑπογράμμιση αὐτῆς τῆς κυρίαρχης παρουσίας τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων στό κείμενο τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη, πού ψηφίστηκε τό 1977 καί ἰσχύει σήμερα, θά μεταφέρω μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τόν πρόλογο, πού τόν συνοδεύει, κατά τήν ἐπίσημη ἐκτύπωσή του ἀπό τήν ῾Ιερά Σύνοδο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος καί πού ὑπογράφεται ἀπό τόν τότε ᾿Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ:
“῾Η δημοσίευσις τοῦ ὑπ᾿ ἀριθμ. 590/ 1977 Νόμου “περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος”, σημειοῖ σταθμόν εἰς τήν ζωήν τῆς ἁγιωτάτης ᾿Εκκλησίας ἡμῶν. ῾Ο νέος Καταστατικός Χάρτης ἀποτελεῖ ὁρόσημον μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν τῆς Αὐτοκεφάλου ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλαδος καί τέμνει νέας ὁδούς διά τήν ἀντιμετώπισιν τῶν ποικίλων ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων.
Βασικόν γνώρισμα τοῦ νέου Καταστατικοῦ κειμένου εἶναι ὅτι θέτει ἐπί νέας βάσεως τάς σχέσεις ᾿Εκκλησίας καί Πολιτείας. Καί εἰς πρώτην μέν φάσιν ἐπετύχομεν τήν διά τοῦ Συντάγματος τῆς ῾Ελλάδος τοῦ 1975 κατοχύρωσιν τῶν ἱερῶν ἀποστολικῶν καί συνοδικῶν Κανόνων καί τῶν ἱερῶν παραδόσεων καί τήν ἐπί τῇ βάσει τούτων διακυβέρνησιν καί διοίκησιν τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος... Οὕτω εἰς τήν καθ᾿ ἡμᾶς ᾿Εκκλησίαν ἀνεγνωρίσθη πλέον ἐπισήμως τό δικαίωμα νά διοικῇ τά τοῦ οἴκου Αὐτῆς ἐπί τῇ βάσει τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καί τῶν ῾Ιερῶν παραδόσεων γεγονός τό ὁποῖον ἄγει τόν Πολιτειακόν Νομοθέτην εἰς τήν παραδοχήν, ὅτι “Καταστατικός Χάρτης τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι οἱ διά τῶν ἄρθρων 3 καί 13 τοῦ ἐν ἰσχύϊ Συντάγματος κατοχυρούμενοι ῾Ιεροί Κανόνες”...
***
῎Εκανα ὅλες αὐτές τίς ἐπισημάνσεις, γιά νά κάνω φανερό καί γιά νά ὑπογραμμίσω, μέ ὅση δύναμη διαθέτω, ὅτι- ”ἄχρι τοῦ νῦν” -δέν ἔχει ἐπιχειρηθεῖ βίαιη κρατική ἐπέμβαση, γιά ἐξοβελισμό τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων ἀπό τό ἐκκλησιαστικό νομοθετικό πλαίσιο. Τό τρέχον σχῆμα διοικητικῆς δέσμευσης τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος στόν πολιτειακό Νόμο, πού υἱοθετεῖται ἀπό τό μέγιστο μέρος τῆς ῾Ιεραρχίας, ἀναγνωρίζει ὡς μοναδικό, ὑπέρτατο ρυθμιστή τῆς Συνοδικῆς διοίκησης τούς ῾Ιερούς Κανόνες καί τίς καταξιωμένες ἐκκλησιαστικές Παραδόσεις.
Εἰδικά γιά τούς Μητροπολῖτες, τούς φορεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καί διαχειριστές τῶν προβλημάτων τῆς καθημερινότητας, ὁ ἀπόλυτος σεβασμός τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καί ἡ ἐξάρτηση ἀπό αὐτούς ἰσχυροποιεῖται καί κλειδώνει μέ τήν κατάθεση τῶν δυό ἐπίσημων ὅρκων τους. Κατά τήν ἱερότατη στιγμή τῆς χειροτονίας τους, μπροστά στήν Πύλη τοῦ ῾Ιεροῦ Θυσιαστηρίου καί κατενώπιον τοῦ πληρώματος, καταθέτουν τήν ὑπόσχεσή τους, ὅτι θά τηροῦν ἀπαρασάλευτα τούς ῾Ιερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τά καθιερωμένα θέσμια τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Παράδοσης. ᾿Αργότερα δέ, κατά τήν ἐπίσημη διαβεβαίωσή τους μπροστά στόν ἀνώτατο Πολιτειακό ἄρχοντα, ὁρκίζονται, ὅτι θά σέβονται καί θά τηροῦν τούς Νόμους τοῦ Κράτους. Μέ δεδομένο, ὅπως ὑπογραμμίζει τό προλογικό σημείωμα τοῦ μακαριστοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τό γεγονός, ὅτι ὁ θεμελιακός κρατικός Νόμος, ὁ “Καταστατικός Χάρτης τῆς᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος”, εἶναι εὐθυγραμμισμένος μέ τούς ῾Ιερούς Κανόνες, καί ἡ δεύτερη αὐτή κατάθεση ὅρκου, αὐτόματα προεκτείνει τήν ἰσχύ της καί στήν τήρηση τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καί κατατίθεται ὡς εὐλαβική καί ἀδιαπραγμάτευτη ὑπόσχεση ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
***
Μετά ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἀναλύσεις, θά ἐπικεντρώσω τή δική μου προσοχή καί τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν μου στά γεγονότα τῶν τελευταίων μηνῶν.
Γνωστή στό πανελλήνιο ἡ βιοτή τοῦ ἄλλοτε Μητροπολίτη καί- τώρα πιά- μοναχοῦ, πού ἔσυρε στήν καταχνιά τῆς χλεύης καί τῆς περιφρόνησης ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς ῾Ιεραρχίας καί προκάλεσε σοβαρή κρίση στίς σχέσεις τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. ῾Η Σύνοδος, γιά μακρό διάστημα -πέραν τῆς πενταετίας- ἔπαιζε ἕνα ὕποπτο παιχνίδι ἀδιαφορίας ἤ ἀναστολῶν ἤ στημένων ἀνακρίσεων, πού στόχο τους εἶχαν τή διαφυγή τοῦ ἐνόχου ἀπό τίς ἐπιτιμήσεις, πού ἐπιβάλλουν οἱ ῾Ιεροί Κανόνες καί ἀπό τήν ἁρπάγη τοῦ ποινικοῦ Νόμου.
῾Η ἔκβαση αὐτῆς τῆς διελκυστίνδας εἶναι γνωστή. ῎Εφερε τίς ἀπανωτές καταγελίες καί τό δράστη στίς αἴθουσες τῆς ποινικῆς Δικαιοσύνης. Καί αὐτή “προέδραμε” τῆς ἐκκλησιαστικῆς στήν κούρσα τοῦ καθήκοντος. Σχημάτισε ὀγκωδέστατο φάκελλο. Καί ἐπέβαλε πολυετῆ φυλάκιση στόν περιφρονητή τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καί τῶν Νόμων τοῦ Κράτους. Στή συνέχεια, κοινοποίησε τήν ἀπόφασή της στήν ῾Ιερά Σύνοδο, ὑπενθυμίζοντάς της, ὅτι σέ ἐφαρμογή τῆς σχετικῆς διάταξης τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Νόμου “περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων”, εἶναι ὑποχρεωμένη, χωρίς καμμιά ἄλλη διαδικασία, νά προβεῖ στήν καθαίρεση τοῦ ἐπίορκου συλλειτουργοῦ της.
῾Η ἑπόμενη φάση ἦταν ὁ θερμός πόλεμος ἀνακοινώσεων τῶν ἐξοργισμένων Συνοδικῶν παραγόντων. Πολλοί ἀπό τούς ῾Ιεράρχες, φίλοι τοῦ ἔγκλειστου στά σίδερα τῆς φυλακῆς ἤ ὁμόρρυθμοι στίς συμπεριφορές τοῦ βίου, ξεσήκωσαν θύελλα. ῎Αν καί ἀνήκουν στήν πτέρυγα του Συνοδικοῦ περιβόλου, πού μάχεται, συστηματικά καί ἐπίμονα, γιά τή διατήρηση τῆς στενῆς, καταστατικῆς διασύνδεσης καί συνεργασίας ᾿Εκκλησίας καί Πολιτείας, δέ δίστασαν νά προδώσουν τίς πεποιθήσεις τους καί νά σηκώσουν λάβαρο διαμαρτυρίας καί ἐπανάστασης. Δήλωσαν καί διατυμπάνισαν, πώς δέν εἶναι διατεθειμένοι νά δεχτοῦν τίς ἀποφάσεις τῶν κοσμικῶν δικαστηρίων. Πώς αὐτοί μένουν πιστοί στούς ῾Ιερούς Κανόνες. Καί μόνο τίς ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Σωμάτων, πού εὐθυγραμμίζονται στίς ῾Ιεροκανονικές διατάξεις, ὑπολογίζουν καί τηροῦν.
Τό ἐπαναστατικό πανηγύρι, μέ τίς κραυγές καί μέ τήν ἐπίδειξη πλαστοῦ, τηλεοπτικοῦ θάρρους, κράτησε γιά κάμποσο καιρό. ᾿Αλλά, ἀπότομα, διακόπηκε. Οἱ φωνές σίγησαν. Οἱ “φανατικοί ὑπερασπιστές”(!!!) τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων ἀναδιπλώθηκαν. Καί ἡ σαφήνεια τοῦ Νόμου ἐπιβλήθηκε. Τό ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο συνῆλθε στή θεσπισμένη ἕδρα του καί μέ “διαπιστωτική πράξη” δέχτηκε τήν ἀμετάκλητη, καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ ᾿Αρείου Πάγου καί προχώρησε στήν καθαίρεση τοῦ λειτουργοῦ, πού ἐνέχεται γιά βαρύτατα παραπτώματα.
***
᾿Εδῶ ἀναγκάζομαι νά διακόψω τήν ἱστόρηση τῶν καταρρακτωδῶν ἐξελίξεων, τήν περιγραφή τῶν γεγονότων, πού συνεχίζουν νά ἐκτυλίγονται σέ σκοτεινές διαβάσεις καί νά φορτίζουν ἀκόμη περισσότερο τή μολυσμένη ἀτμόσφαιρα. Θά ἐπικεντρωθῶ στήν τελευταία σελίδα τοῦ χρονικοῦ, πού ἀποτυπώνει, περιοριστικά, τίς διαπλοκές καί τίς ζυμώσεις τοῦ παρελθόντος θέρους. Θά θέσω, πρῶτα στόν ἑαυτό μου καί στούς συνιεράρχες μου, μέλη τῆς Συνόδου τῆς ῾Ιεραρχίας καί, στή συνέχεια, θά ἐμπιστευτῶ στό ἀνήσυχο ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τά ἐρωτηματικά, πού ἔμειναν, ὡς κατάλοιπα τῶν τραγικῶν ἐξελίξεων καί περιμένουν, ὁπωσδήποτε, ὑπεύθυνη καί ἔντιμη ἀπάντηση.
1. ᾿Ερώτηση πρώτη: Γιατί ἡ ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη, ἐπί μιά πενταετία, ἔμεινε ἄπραγη καί καταλήφθηκε, τό Μάη τοῦ 2009, ἀδρανοῦσα καί κοιμώμενη;
Οἱ Μητροπολῖτες, πού ἀντέδρασαν ἔντονα καί δημόσια, ὅταν ἔγινε γνωστή ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφαση, πού ὑποχρέωνε τήν ῾Ιερά Σύνοδο νά προχωρήσει, μέσα στό στενό διάστημα τῶν δεκαπέντε ἡμερῶν, στήν καθαίρεση τοῦ τότε Μητροπολίτη, μοναδικό καί ἰσχυρό μοτίβο διαμαρτυρίας καί μοναδική σημαία ἀγώνα εἶχαν τό “σεβασμό” τους καί τήν “ὑποταγή” τους στούς ῾Ιερούς Κανόνες, πού τούς διαχειρίζονται, κατ᾿ ἀποκλειστικότητα καί τούς ἐφαρμόζουν, κατά περίπτωση, οἱ Συνοδικοί ῾Ιεράρχες. Τήν κοινοποίηση τοῦ ᾿Αρείου Πάγου τήν ἔκριναν καί τήν ἀντιμετώπισαν ὡς δυναστική ἐπέμβαση στή δική τους διακριτική δικαιοδοσία. Καί ὡς ὑπερεκτίμηση καί ὑπερίσχυση τῶν Νόμων τῆς πολιτείας καί περιφρόνηση καί ἐξουθένωση τοῦ θησαυρίσματος τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Οργισμένοι, διακήρυτταν, πώς δέν εἶναι διατεθειμένοι νά ἀνεχτοῦν τήν προσβολή τοῦ προσώπου τους, τήν ὑποτίμηση τοῦ δικαστικοῦ λειτουργήματός τους καί τό “σφετερισμό” τῆς ἁρμοδιότητάς τους, νά δικάζουν μόνοι αὐτοί καί νά ἀποφαίνονται, ἄν πρέπει νά ἐπιβληθεῖ ἡ ποινή τῆς καθαίρεσης σέ ἐκκλησιαστικό ἀξιωματοῦχο.
῾Ωστόσο, ἀφοῦ μέσα τους ἔπαλλε μιά τέτοια εὐαισθησία, πού ἔφτανε νά τούς συνεγείρει σέ δημόσιες ἀντιδράσεις, γιατί δέν κάθησαν ἔγκαιρα στίς καθέδρες τῶν δικαστῶν, νά ἐρευνήσουν τά παραπτώματα τοῦ συνιεράρχη τους, νά τά κρίνουν μέ ἀκρίβεια, μέ ἀμεροληψία καί μέ ὁδηγό τό “Πηδάλιο” τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καί νά βγοῦν, μετά, στά παράθυρα τῆς τηλοψίας, νά δηλώσουν στό σκανδαλισμένο πλήρωμα, ὅτι τήρησαν τούς ὅρκους τους καί ξεπλήρωσαν, μέχρι κεραίας, τό καθῆκον τους;
Χρόνια ὁλάκερα σέρνονταν οἱ σκανδαλιστικές κασέτες, οἱ χυδαῖοι διάλογοι καί οἱ ἴντριγκες, στά μέσα τῆς ἐνημέρωσης. Καί οἱ φορεῖς τῆς Συνοδικῆς εὐθύνης σιωποῦσαν. Σά νά μή λειτουργοῦσαν οἱ δυό αἰσθήσεις τους, ἡ ἀκοή καί ἡ ὅραση. Σά νά μήν ἤξεραν ἀπολύτως τίποτα γιά τίς πομπές, πού εὐτέλιζαν τήν ἀρχιερωσύνη τους καί καταπλήγωναν τό ἱερό Σῶμα τοῦ ᾿Εσταυρωμένου Κυρίου μας. Καί, τό σοβαρότερο, σά νά μή γνώριζαν τό καθῆκον τους, πού τό διαγράφουν, καθαρά καί ἐπιτακτικά, οἱ ῾Ιεροί Κανόνες καί ἡ δηλωμένη καί κωδικοποιημένη εὐαισθησία τῶν Πατέρων μας. Αὐτοί οἱ Κανόνες, πού τούς θυμήθηκαν, μόλις, τόν περασμένο Μάη καί κόπτονται, γιά τήν ἐφαρμογή τους.
Μόνο ὅταν κινήθηκε ἡ Ποινική Δικαιοσύνη, μόνο ἀφοῦ ὁ ἔνοχος στήθηκε στό δικό της ἐδώλιο καί ὁ φάκελλος τῶν παραπτωμάτων του ἀνοίχτηκε καί ζυγίστηκε, μόνο τότε τό “πάθος”(!!!) γιά τήν τήρηση τῶν ῾Ιερῶν Κανονικῶν διατάξεων συνεπῆρε κάποιους ῾Ιεράρχες καί τούς ἀνύψωσε στίς ἐπάλξεις τῆς κραυγῆς καί τῆς μάχης.
Γιατί οἱ Συνοδικοί ῾Ιεράρχες ἀποκρύβηκαν καί σιώπησαν καθ᾿ ὅλο αὐτό τό μακρότατο διάστημα; Στήν ἀπορία αὐτή ποιά ἀπόκριση δίνουν; Ποιές ἑρμηνεῖες, πού θά μπορέσουν νά καλύψουν τή δική τους ἐνοχή καί νά ἁπαλύνουν τήν πικρία τοῦ λαοῦ;
2. ᾿Ερώτηση δεύτερη: ᾿Αφοῦ οἱ ὑπεύθυνοι ἐκκλησιαστικοί δικαστές ἐπέλεξαν τή φυγή ἀπό τό ἱερό τους καθῆκον καί παραδόθηκαν στή σιωπή, ποῦ καί πῶς βρῆκαν τό θάρρος νά ἐμφανιστοῦν, ἐκ τῶν ὑστέρων, στή δημοσιότητα καί νά αὐτοδιαφημιστοῦν, ὡς τιμητές τῆς πολιτικῆς Διαιοσύνης;
᾿Από τήν ἐποχή, πού ἄρχισαν νά κυκλοφοροῦν τά συγκεκριμένα δεσποτικά σκάνδαλα καί νά μολύνουν ἀκοές καί καρδιές, ἴσαμε τήν ἄνοιξη τοῦ 2009, ἡ ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη διατηρήθηκε στήν κατάψυξη τῆς ἀπραξίας. ᾿Ενῶ ἡ πολιτική Δικαιοσύνη δραστηριοποιήθηκε ἔντονα καί ὑπεύθυνα. ῎Εκανε ἀνακρίσεις. Συμπλήρωσε ἕνα ὀγκωδέστατο δικαστικό φάκελλο. Τόν παράπεμψε στό Πρωτοβάθμιο Τριμελές Ποινικό ᾿Εφετεῖο, γιά νά δικαστεῖ. Μετά τήν ἔκδοση καταδικαστικῆς ἀπόφασης καί ἐπειδή κατατέθηκε ἔφεση, ὁρίστηκε ἐπανεξέταση τοῦ θέματος στό δευτεροβάθμιο, πενταμελές, ᾿Εφετεῖο. Καί ἐπειδή, μετά τήν ἐπίσης καταδικαστική δευτεροβάθμια ἀπόφαση, ὑποβλήθηκε αἴτηση ἀναίρεσής της στόν ῎Αρειο Πάγο, συνῆλθε τό ἀνώτατο Δικαστήριο καί ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα. ῾Η εἰσήγηση, πού ἀνακοινώθηκε καί συζητήθηκε, κατά τό μήνα ᾿Ιανουάριο του 2009, ἦταν σαφῶς ἀπορριπτική. Καί τό Δικαστήριο ἐπιφυλάχτηκε νά ἐκδόσει καί νά δημοσιεύσει τήν ἀπόφασή του.
Σ᾿ ὅλο αὐτό τό διάστημα, πού σημειώθηκαν τόσες ἐξελίξεις, δισταυρώθηκαν τόσες ἀντεγκλήσεις καί ὁ ὑπόλογος ἐκκλησιαστικός λειτουργός βρισκόταν μόνιμα ἐγκατεστημένος στίς φυλακές τοῦ Κορυδαλλοῦ, δέν ἔφτασε στά αὐτιά τοῦ λαοῦ ἡ πληροφορία, ὅτι ξύπνησε ἡ κοιμισμένη ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη. Μόνο, στό τελευταῖο μεσοδιάστημα, ἀπό τή συζήτηση τῆς αἴτησης ἀναίρεσης στόν ῎Αρειο Πάγο, ἴσαμε τή δημοσίευση τῆς ἀπόφασής του, ἄναψαν τά καλώδια τῆς δεσποτικῆς εὐαισθησίας καί ἀποφάσισαν οἱ Συνοδικοί, νά δικάσουν αὐτοί, μέ τά δικά τους κριτήρια καί μέ δῆθεν ὁδηγό τούς ῾Ιερούς Κανόνες(;;;), τά παραπτώματα τοῦ συναδέλφου τους. Καί, σέ μιά συνεδρίαση ἀστραπή, μέ πλειοψηφία ὁριακή, ἀπάλλαξαν ἀπό κάθε κατηγορία(!!!) τόν ὑπόλογο φίλο τους, πού τόν ἔκριναν ἔνοχο τά τρία πολιτικά Δικαστήρια.
Στή δεύτερη αὐτή ἐρώτηση, πού ζητάει τό λόγο τῆς μακρότατης ὀλιγωρίας καί τῆς ξαφνικῆς ἀφύπνισης καί δραστηριοποίησης, ὑπάρχει ἀπάντηση; ῎Ισαμε τώρα δέν ἔχει ἀκουστεῖ.
3. ᾿Ερώτηση τρίτη: Οἱ Μητροπολῖτες, πού κατά τήν περίοδο αὐτή σκίζονταν γιά τούς ῾Ιερούς Κανόνες καί οἱ Μητροπολῖτες, πού δίκασαν καί ἀθώωσαν τόν ὑπόδικο “ἀδελφό” τους, ἀνήκουν ὅλοι στήν πτέρυγα, πού δέ θέλει νά ἀλλάξει τό σύστημα διοίκησης τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν ἐννοοῦν, νά διακοπεῖ ἡ διασύνδεση μέ τήν κρατική ἐξουσία καί νά πάψει ἡ Βουλή τῶν ῾Ελλήνων νά ἐκδίδει Νόμους, προστατευτικούς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος καί καθοριστικούς τῶν λεπτομερειῶν τῆς διοίκησής Της. Πῶς καί γιατί, λοιπόν, ἄλλαξαν ρότα; Γιατί, μέ τήν ἀπρόσμενη καταφορά ἐνάντια στίς διαδικασίες τῆς ποινικῆς Δικαιοσύνης καί μέ τήν προβολή πλαστῆς ἀφοσίωσης, ἀποκλειστικά καί μόνο, στούς ῾Ιερούς Κανόνες, μεταπήδησαν, δίχως ἴσως νά τό ἐπιθυμοῦν ἤ δίχως νά τό συνειδητοποιοῦν, στήν παράταξη, πού ζητάει τήν αὐτονόμηση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τό Κράτος;
῎Αν μέσα τους ἔχει ὡριμάσει μιά τέτοια ἐξέλιξη, ἄς τό διακηρύξουν ἀντρίκια καί δημόσια. Καί ἄς ἀρχίσουν συντονισμένες προσπάθειες, γιά νά τήν ἐπιταχύνουν. ῎Αν ὄχι, ἄς μή ψεύδονται. Καί ἄς μή παραπλανοῦν τούς ἀποδέκτες τῶν φωνασκιῶν τους.
4. ᾿Ερώτηση τέταρτη: Τά παραπτώματα τοῦ “πρώην” λειτουργοῦ, πού διερεύνησαν καί δίκασαν τά ποινικά Δικαστήρια τῆς πατρίδας μας, μέ κανένα λόγο δέν ἀμνηστεύονται ἀπό τούς ῾Ιερούς Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Αν οἱ Συνοδικοί δικαστές ἀνταποκρίνονταν στούς ὅρκους τους καί στίς εὐθῦνες τους καί κάθονταν νά δικάσουν μέ εὐσυνειδησία καί μέ σεβαστική ἀναφορά στούς ῾Ιερούς Κανόνες, θά ἔφταναν στήν ἴδια ἀπόφαση.
Ποιό δαιμόνιο τούς ἔσυρε μακριά ἀπό τό καθῆκον τους; Ποιά σκοπιμότητα ἤ ποιά ἀμάθεια, τούς ἔπεισε νά περιπλανηθοῦν, γιά χρόνια ὁλόκληρα, στά σκοτεινά μονοπάτια τῆς ἀπόκρυψης καί, μετά, ποιός οἶστρος τους ἔβγαλε στή δημοσιά τῆς διαμαρτυρίας καί τῆς φωνασκίας;
Χρέος τους νά διαδηλώσουν αἰσθήματα ἀναγνώρισης καί εὐγνωμοσύνης στούς δικαστές τῆς πατρίδας μας, πού μέ τήν τίμια καί εὐσυνείδητη δικαστική ἀπόφανσή τους πραγματοποίησαν τό ἔργο τοῦ καθαρμοῦ -πού αὐτοί δέν τόλμησαν νά τό ἀγγίξουν- σέ ἕνα ἀπό τά πιό βρωμισμένα κομμάτια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβόλου.
***
῞Ολα αὐτά τά ἐρωτήματα, πού βασανίζουν, ἀσταμάτητα, τή λαϊκή συνείδηση, δέ φαίνεται νά διεγείρουν τήν ἐπισκοπική ἀφύπνιση. Οἱ ποιμένες, δέ δείχνουν νά ἀνησυχοῦν γιά τήν πικρία τοῦ ποιμνίου τους. Οἱ πατέρες δέν ἐμφανίζονται στή δημοσιότητα μέ ἐμφανῆ τά ψυχικά ἀντανακλαστικά, πού πείθουν, ὅτι καρδιοχτυποῦν γιά τή διογκωμένη ἀντιδραστικότητα τῶν τέκνων τους. Οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων καί διαχειριστές τοῦ Πατερικοῦ θησαυρίσματος, δέ δίνουν τό στίγμα τῆς γνήσιας διαχείρισης τοῦ πλούτου καί δέν ἀναπαύουν τίς ὑπάρξεις, μέ τό λόγο καί μέ τό παράδειγμα, ἀντανακλώντας τό κάλλος καί τήν εὐπρέπεια τοῦ ἐπισκοπικοῦ ὑπουργήματος.
Γιατί αὐτό τό χάσμα; Γιατί;
Εἶναι ἔλλειμμα κρίσης ἤ ἔλλειμμα συνέπειας;
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων