† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 148, 1-1-2005
Διάλογος μέ τήν ὕπαρξή μου
Φορτωμένος τήν προσωπική μου, βαρειά, πολύχρονη καί πολύμορφη, ἐμπειρία καί φορτισμένος μέ τή συγκίνηση, τόν πόνο καί τήν ἀπογοήτευση τῶν ἀνθρώπων τῆς γενιᾶς μου, δοκίμασα νά φέρω στή σκέψη μου καί στά χείλη μου τό στάλαγμα τῆς ἐξομολόγησης μιᾶς μεγάλης καί πολυβασανισμένης ὕπαρξης. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Περπάτησα, νοερά, στό μονοπάτι τοῦ ἐξομολογητικοῦ στοχασμοῦ του. Προσπάθησα νά ἐξοικειωθῶ μέ τό ψυχικό του ἄλγος καί μέ τή διαλεκτική του. Καί ἔνοιωσα νά μεταγγίζεται μέσα μου τό κρυστάλλινο ἀπόσταγμα τῆς καρδιᾶς του. Τοῦ πόνου του καί τῆς ἐλπίδας του. Τῆς ἐγκόσμιας μοναξιᾶς του καί τῆς χαρούμενης κοινωνίας του μέ τό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσέγγισή μου στή θησαυρισμένη ἐμπειρία του ἦταν γιά μένα μιά ἱερουργία. Καί, ταυτόχρονα, μιά ἀποκάλυψη. Στό πρόσωπο καί στήν ψυχή μου. Καταύγασε τόν ὁρίζοντα τῆς ὑπαρξιακῆς μου ἐμπειρίας. Φώτισε, μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια μου, τήν “ἀεί” ταραγμένη ἐπικαιρότητα. Μοῦ ἔδωσε ἀπαντήσεις σέ ἕνα ὁρμαθό ἐρωτημάτων, πού αἰφνιδιάζουν ὅλους ἐμᾶς, τούς ὁδοιπόρους τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα. Στίς ἀγωνίες, πού συνθλίβουν τό νοῦ μας καί καταπιέζουν τήν καρδιά μας.
Ὁ ἅγιος τοῦ τέταρτου αἰώνα ἔγινε φίλος μου, ἀδελφός μου καί δάσκαλός μου. Νοημάτισε, πηγαία καί αὐθεντικά, τή μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἀνθρώπινη περιπέτεια. Καί ἀπόθεσε στίγμα ζωῆς καί δύναμης, στήν πανανθρώπινη ὑπαρξιακή ἀγωνία. ῎Εδωσε περιεχόμενο καί στή χαρά μας καί στή θλίψη μας. Καί στήν ἤρεμη προέλαση μέσα στόν ἀνοιξιάτικο ἀνθόκηπο τοῦ βίου. Καί στήν ἔντρομη περιπλάνηση μέσα στή θύελλα καί τή χειμωνιάτικη σκοτεινιά.
Διάβασα καί ξαναδιάβασα, μέ σπονδή συγκίνησης, τούς αὐτοπροσδιοριστικούς στίχους του. Καί τούς ἔκανα περιουσία μου.
Μέ δίδαξαν νά ὑπερβαίνω τήν πρόσκαιρη νέφωση τῆς ζωῆς καί νά ἀναφέρομαι, γόνιμα, στό Θεό, στόν “πάντων ἐπέκεινα”. Πού κυβερνάει, “Ανθρωπολογία/Τι εστιν άνθρωπος;ἐν ἀπείρῳ σοφίᾳ”, τή Δημιουργία. Καί πού κατακυρώνει, “ἐν ἀπείρῳ ἀγάπῃ”, τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Μεταφέρω, σέ μετάφραση, τό κείμενο, τῆς ἐξομολογητικῆς στιχουργίας τοῦ ἀνήσυχου, ἀλλά καί φωτισμένου ἁγίου, πού ἐρέθισε τήν προβληματική μου καί γονιμοποίησε τό στοχασμό μου:
(Τί λόγο ἔχει τούτη ἡ τυραννία;
῏Ηρθα στή ζωή· καλά.
Γιατί, ὅμως καί στροβιλίζομαι
στίς τρικυμίες τοῦ βίου;
Θά πῶ ἕνα λόγο, πού εἶναι θρασύς,
ἀλλ᾿ ὅμως θά τόν πῶ.
῎Αν δέν ἤμουνα δικός σου,
θά ἤμουνα ἀδικημένος,
Χριστέ μου.
Γεννιώμαστε, διαλυόμαστε,
σκεπαζόμαστε ἀπ᾿ τό χῶμα.
Νυστάζω, κοιμᾶμαι,
Ξυπνάω, πορεύομαι.
᾿Αρρωσταίνουμε, γινόμαστε καλά.
Εὐχαριστήσεις, πόνοι,
μετέχουμε στίς τροπές τοῦ ἥλιου
ὅπως μετέχει κι ἡ γῆ.
Πεθαίνουμε, σαπίζουν οἱ σάρκες μας,
ὅπως συμβαίνει καί μέ τά ζῶα,
τά ὁποῖα ἔχουν κακή φήμη,
ἀλλ᾿ ὅμως εἶναι ἀνεύθυνα.
Τί περισσότερο ἔχω ἐγώ;
Τίποτα, παρά μόνο τό Θεό.
῎Αν δέν ἤμουνα δικός Σου,
θά ἤμουνα ἀδικημένος,
Χριστέ μου) (*).
(*) “Τίς ἡ τυραννίς; ἦλθον εἰς βίον καλῶς,
Τί δέ στροβοῦμαι ταῖς βίου τρικυμίαις;
᾿Ερῶ λόγον, θρασύν μέν, ἀλλ᾿ ὅμως ἐρῶ.
Εἰ μή σός εἴην, ἠδίκημαι, Χριστέ μου.
Γεννώμεθ᾿, ἐκλυόμεθ᾿, ἐκπληρούμεθα.
῾Υπνῶ, καθεύδω, γρηγορῶ, πορεύομαι,
Νοσοῦμεν, εὐεκτοῦμεν, ἠδοναί, πόνοι.
῾Ωρῶν μετασχεῖν ἡλίου, τούτων ἅ γῆς,
Θανεῖν, σαπῆναι σάρκα· ταῦτα καί βοτῶν,
῞Α δύσκλεα μέν, ἀλλ᾿ ὅμως ἀνεύθυνα.
Τί οὖν ἐμοί τό πλεῖον; οὐδέν, ἤ Θεός.
Εἰ μή σός εἴην, ἠδίκημαι, Χριστέ μου”.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων