Ἱκετήριον
(Ἔπη ἱστορικά: ΚΒ’, Migne XXXVII, 1281)
Μετάφραση Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ὁ καιρός περνάει. Φτάνουμε στό 382 μέ 383. Ὁ πόνος του ὅμως ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὀξύς. Τόν ξανακυττάει κατάματα, τόν συνειδητοποιεῖ καί καταφεύγει μέ πολλή ἐμπιστοσύνη στό Θεό, πού εἶναι ὁ πύρινος στύλος τῆς ζωῆς του, γιά νά ζητήσῃ ἤ νά τοῦ δώσῃ βοήθεια καί σωτηρία ἤ νά τοῦ ἀφανίσῃ τή μνήμη τῶν παθημάτων.
Χριστέ, τό φῶς τῶν ἀνθρώπων,
πύρινε στύλε τῆς ψυχῆς τοῦ Γρηγορίου,
πού πλανιέται
στήν πικρή ἐρημιά τοῦ βίου,
κράτησέ με ἀπ’ τόν πανοῦργο Φαραώ
κι’ ἀπ’ τούς ἀναίσχυντους ἐργοδιῶκτες·
καί λῦσε με ἀπ’ τά δεσμά τῆς πλιθιᾶς
κι’ ἀπ’ τήν πιεστική Αἴγυπτο
λύτρωσέ με,
ἀφοῦ μέ ὑπερβολικές πληγές δαμάσῃς
τούς δύστροπους, καί δρόμο ὁμαλό δῶσε μου.