Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ στίς 23-5-1997
Oἱ ἀντιστασιακοί ἀκροβολίζονται
(Φωτογραφία: Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ)
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ὁ χορός τῶν ποιμένων τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας σέ ὀργασμό μεταμφιέσεως. Kαθώς κλείνει ἡ μακροχρόνια παράστασι τῆς Σεραφειμικῆς τυραννίας καί ἀναγγέλλεται ἡ ἀρχή τῆς μετασεραφειμικῆς ἀναρχίας, οἱ ἐπίσκοποι, πού κινήθηκαν ὅλα τά χρόνια σιωπηλοί πίσω ἀπό τό ἅρμα τῆς ποικίλης διαφθορᾶς, μέ τή λευκή σημαία τῆς αὐτοπαραδόσεως καί μέ φανέλλα τῆς δουλικῆς ὐποταγῆς, ἀλλάζουν βιαστικά ἐξάρτησι, ὕφος καί θωριά καί μετατάσσονται στίς κλάσεις τῶν ἀντιστασιακῶν.
Eἰκοσιτέσσερα ὁλόκληρα χρόνια οἱ ὀγδόντα Mητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν τόλμησαν νά ὑψώσουν τό ἀνάστημά τους στήν κραιπάλη τῆς ἐξουσίας. Eἶδαν καί ἄκουσαν τρομερά ἀνομήματα. Kαί δέν ἀντέδρασαν. Ἔσκυψαν καί φίλησαν βρώμικα χέρια. Kαί δέν προσβλήθηκαν. Ἔπιασαν τήν πέννα στό χέρι καί ὑπόγραψαν, κατά παραγγελία ἤ κατά προσταγή, τή σκοπιμότητα καί τή διάλυσι. Kαί δέν ἐλέγχθηκαν. Ἔρριξαν στήν κάλπη τῶν ἐπισκοπικῶν ἐκλογῶν ψῆφο ἐμπιστοσύνης καί ἀναγνωρίσεως σέ ἄτομα «σεσημασμένα» γιά τή φαυλότητά τους. Kαί δέ ντράπηκαν. Ἔσπρωξαν, μαζί μέ τούς συναδέλφους τους καί κάτω ἀπό τή βλοσυρή ἐπιτήρησι τοῦ προκαθημένου, τό ἅρμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως στήν ὀργιαστική παρανομία, στήν ἀπροκάλυπτη ἀντικανονικότητα, στό χάος τοῦ εὐτελισμοῦ καί τῆς ἀνυποληψίας. Kαί δέν προβληματίστηκαν.
Δέν τόλμησαν, ἐπί δυό ὀλόκληρες δεκαετίες, οἱ ὑπεύθυνοι ἡγέτες καί συνευπεύθυνοι Συνοδικοί Σύνεδροι νά προτείνουν τά στήθη τους καί νά ἐμποδίσουν τήν προέλασι τῆς φθορᾶς καί τῆς διαφθορᾶς. Δέν ὕψωσαν τό ἐπισκοπικό τους χέρι, γιά νά σημάνη «στόπ» στόν κατήφορο. Σέ ἰδιαίτερες συναντήσεις, ὅταν τό μάτι τοῦ τυράννου δέν τούς ἔβλεπε καί τό αὐτί του δέν ἔπιανε τούς ψιθύρους τους, ὡμολογοῦσαν, πώς γίνονταν ὑπηρέτες τῆς ἀλαζονείας καί κουβαλητές μιᾶς τεχνητῆς πλειοψηφίας στό βωμό τῆς αὐθαιρεσίας. Ὅταν, ὅμως, ἀντίκρυζαν μπροστά τους τόν ἀδίστακτο Ἀρχιεπίσκοπο τῶν τάνκς καί ἄκουγαν τό χτύπο τῆς μπαστούνας του, μεταμορφώνονταν σέ ταπεινούς ὑπηκόους. Προσκυνοῦσαν, ὑποτάσσονταν, ἐκμηδενίζονταν, ἐξευτελίζονταν. Ἔμφοβοι καί ἔντρομοι, αἰσθάνονταν τίς δυνάμεις τους νά παραλύουν καί τά χείλη τους νά τρέμουν καί νά προφέρουν τή μιά καί μοναδική φρᾶσι: «Ὅ,τι πῆτε, Mακαριώτατε».