† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Δίψα ψυχῆς
Ὁ ὀρθός λόγος, ἡ νηφάλια καί ἀπροκατάληπτη διαλεκτική χειραγωγεῖ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξή μου στά κράσπεδα τῆς θείας μεγαλοσύνης. Μέ ἀπόκτημα καί θησαύρισμα τήν ἔκπληξη καί τό δέος. Μέ λαχτάρα τήν προσέγγιση στό θρόνο τοῦ “᾿Απρόσιτου”. Μέ δίψα νά γνωρίσω τόν “᾿Ακατάληπτο”. Καθώς περπατῶ διακριτικά καί στοχαστικά μέσα στήν ἀπέραντη καί ὑπερτέλεια Δημιουργία τοῦ Θεοῦ, στό χῶρο, πού ἀντανακλᾶται ἡ ἄπειρη Σοφία, ὁ στοχασμός μου προωθεῖται πίσω ἀπό “τά ὁρώμενα” καί ἡ ψυχή μου ἀναζητάει τόν ῞Ενα καί Μοναδικό. Τόν Τεχνίτη τῆς ὀμορφιᾶς. Τόν θεσμοθέτη τῆς ἁρμονίας. Τόν μεταδότη τῆς ἄπειρης ᾿Αγάπης. ᾿Εκεῖνον, πού “ἐποίησε τά πάντα καλά λίαν” (Γενέσ. α΄ 31). Μέ πόθο νά ἀνοίξω διάλογο μέ τόν «ὑπέρ λόγον καί αἴσθησιν».
Ἀπό κεῖ καί πέρα βηματίζει μόνη, ἀδέσμευτη ἡ ψυχή μου. ῾Ο μέσα μου λόγος. ῾Η μυστική ἀναζήτηση. Πού διψάει τήν ἀλήθεια καί ποθεῖ, μέ πόθο ἀσίγαστο, νά ἑνωθεῖ μέ “τόν ὄντως ῎Οντα Θεόν”. “῞Ον τρόπον ἐπιποθεῖ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ,ὀ Θεός” (Ψαλμ. μα΄ 2). Σάν τό ἐλάφι, πού τρέχει ἀλαφιασμένο νά βρεῖ τίς κρυστάλλινες πηγές, γιά νά ρουφήξει νερό καί νά κορέσει τή δίψα του, ἀναζητάει καί ἡ δική μου ψυχή τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, πού εἶσαι Σύ, Κύριε. Σέ ζητάω, γιατί εἶσαι ὁ Μόνος δυνατός, ὁ μόνος ὁ Μόνος ἀπεριόριστα στοργικός, ὁ Μόνος “ἐλεήμων” καί “εὔσπλαγχνος”. “᾿Εδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ζῶντα, πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;” (στ. 3).
Ἡ συνάντηση τῆς ψυχῆς μου μέ τό Θεό εἶναι ἕνα μυστήριο. ῎Ανοιγμα κοινωνίας καί διαλόγου, πέρα καί πάνω ἀπό τά σχήματα, στά ὁποῖα δουλεύει ἡ καθημερινότητα. Γέφυρα οἰκειότητας. ᾿Απόθεση τῆς ὔπαρξης στήν ἀγκαλιά τῆς ἄπειρης ᾿Αγάπης. Συνομιλία ἁπλή καί ἐγκάρδια. ᾿Απόθεση τῶν ἐρωτηματικῶν καί τῆς ἀγωνίας, τῆς περιπέτειας καί τῶν δακρύων στή φροντίδα τοῦ οὐράνιου Πατέρα. ᾿Ανάπαυση. Γαλήνη. Χαρά. “Γεύσασθε καί ἴδετε, ὅτι χρηστός ὁ Κύριος, μακάριος ἀνήρ ὅς ἐλπίζει ἐπ᾿ αὐτόν” (Ψαλμ. λγ΄ 9).
Ξέρω, πώς κάποιοι ὁριοθετοῦν τίς ἀναζητήσεις τους καί τούς πόθους τους ὡς ἐκεῖ, πού ἐξικνεῖται ἡ δύναμη τοῦ λογικοῦ τους. Τήν κοινωνία τους μέ Τόν “ὑπέρ λόγον” ἤ τήν φοβοῦνται ἤ τή θεωροῦν ἀναποτελεσματική. Σπατάλη χρόνου καί προδοσία τοῦ “ὀρθοῦ λόγου”. Σέβομαι τό δισταγμό. Γιατί καί αὐτός ἀποτελεῖ κίνηση καί προβληματισμό τῆς ψυχῆς. ᾿Αλλά δέν ἀποδέχομαι τό φρενάρισμα. Τόν ἐγκλωβισμό τῆς ἀνησυχίας στό “ἐδῶ” καί στό “τώρα”, ὅταν τά ἐρωτηματικά γιά τήν ἄλλη ὄχθη τῆς ἐγκόσμιας ὁδοιπορίας μας καί γιά τό νόημα τῆς ἐδῶ βιοτῆς μας εἶναι τόσο πολλά, πού δέν ἀφήνουν τήν ὕπαρξη νά ἰσορροπήσει μέσα στό θολό κλίμα τῆς ὑλοφροσύνης καί νά ὁριοθετήσει τήν πληρότητα τῆς ἀπόλαυσης στήν ὀλιγοχρόνια εὐμάρεια.
Ὁ ἄνθρωπος, πού σκέφτεται, πού δουλεύει μέσα του τίς γνώσεις καί τίς ἐμπειρίες, πού ἐλέγχει τίς ἀπαντήσεις τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἱστορίας καί μεταποιεῖ τίς ἀποκρίσεις σέ νέα ἐρωτηματικά, σέ ξεκίνημα ἔρευνας καί σέ προσεκτική ἀνασυναρμολόγηση τοῦ πίνακα τῆς Δημιουργίας, εἶναι ἀδύνατο νά μή φτάσει στά κράσπεδα τῆς θείας Σοφίας καί τῆς ἄπειρης θείας ᾿Αγάπης. Εἶναι ἀδύνατο νά μή λαχταρήσει τή συνάντηση καί τήν κοινωνία μέ τόν Ποιητή τοῦ σύμπαντος καί πλαστουργό τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας.
Ἀπό τή στιγμή, πού ὅλα μιλοῦν γιά τό Θεό, εἶναι ἀδύνατο ἕνας ἀνήσυχος ἀνθρώπινος νοῦς νά νυχτώσει μακριά ἀπό τό ἀνέσπερο φῶς, ἔξω ἀπό τήν Πύλη τῆς θείας γνώσης καί τῆς γλυκειᾶς κοινωνίας μέ τόν “῎Οντα” καί τόν “ἀεί ᾿Ερχόμενον”.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων