† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ὅραμα τῆς σύνθεσης
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Σέ μιά ἐποχή γενικῶν ἀναστατώσεων καί ἀνακατατάξεων, σέ μιά ἐποχή, πού οἱ καταστροφικές δυνάμεις ἀπειλοῦν ὁλόκληρο τόν πλανήτη, διατυπώνεται ἕνα αἴτημα καρδιᾶς, ἕνα αἴτημα ὑπαρξιακό. ῞Ενα αἴτημα, πού ἐκφράζει, ταυτόχρονα, στεναγμό καί ἐλπίδα. ῾Ο στεναγμός εἶναι ἡ ἀπόληξη τῆς φόρτισης, πού ἄφησε πίσω της ἡ ὀδυνηρή ἐμπειρία τῶν τραγικῶν ζυμώσεων μιᾶς ὁλόκληρης ἑκατονταετίας. Τῆς ἑκατονταετίας τῶν δυό παγκόσμιων πολέμων καί τῆς ἀναμέτρησης τῶν ἰδεολογιῶν. Καί ἡ ἐλπίδα εἶναι τό παράγωγο τῆς κοινωνίας μέ τόν κόσμο τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν κόσμο τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τούς ἁγίους καί μέ τά δυναμικά βιώματά τους.
Ρωτᾶμε τόν ἑαυτό μας, ρωτᾶμε ὅλους ἐκείνους, πού ζοῦν μέσα στόν περίβολο τῆς ᾿Εκκλησίας καί ρωτᾶμε καί ὅλους ἐκείνους, πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία: Ποιά εἶναι ἡ προσδοκία τους ἀπό τήν ᾿Εκκλησία σέ τούτη τή θολή καμπή τῆς παγκόσμιας ἱστορίας; Ποιά θέση δίνουν ὅλοι στήν ᾿Εκκλησία, μέσα στήν καρδιά τους καί στούς ὁραματισμούς τους; Καί ποιό μήνυμα περιμένουν νά δώσει ἡ ᾿Εκκλησία στήν καρδιά τους;
Νοιώθω, ὅμως, τήν ἀνάγκη νά κάνω δυό ἐπισημάνσεις, κρίνοντας τήν ἐπικαιρότητα. Τά ἀντικειμενικά δεδομένα καί τίς προσωπικές μας ἐμπειρίες, πού συλλέγουμε, καθώς κινούμαστε μέσα στήν ἱερή παρεμβολή τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί, ἀντίστοιχα, τίς πιέσεις, πού δεχόμαστε ὅλοι μας, καθώς ἐκδιπλώνουμε τήν προσωπικότητά μας στό συγκεκριμένο ἱστορικό περίγυρο, κατά τό ξεκίνημα τῆς κούρσας τῆς τρίτης χιλιετίας.
Ἀναγκαία μιά πρώτη, βασική διευκρίνιση. ῞Οταν ἀφηνόμαστε νά ἐκφράσουμε τούς ὁραματισμούς μας ἤ ὅταν βάζουμε αὐτί νά ἀκούσουμε τί οἱ διπλανοί μας ζητοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, δέν ἀποτολμοῦμε καί δέ διακινδυνεύουμε μιά ἀντιδιαστολή καί ἀντιπαράθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης μέ τό πλήρωμα. ῾Η ἄποψη πώς ᾿Εκκλησία εἶναι οἱ φορεῖς τοῦ ἀρχιερατικοῦ καί τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος καί ὁ λαός εἶναι ὁ παθητικός ἀποδέκτης τῆς προσφορᾶς πού ἐκβλύζει ἀπό τήν ἱερατική διακονία εἶναι ἐντελῶς ξένη πρός τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησιολογία. ᾿Εκκλησία εἶναι τό συναγμένο Σῶμα στό ὄνομα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Η κοινότητα πού βιώνει τήν «ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (᾿Εφεσ. δ΄ 3). Καί προσφέρει τά δῶρα της «τά σά ἐκ τῶν σῶν» γιά νά ἐκφράσει τήν Εὐχαριστία της καί νά ζήσει στή συγκεκριμένη στιγμή, στήν ἐπικαιρότητα, τή μεγάλη, τήν ἀτίμητη Θυσία τοῦ Σταυροῦ. Τή Θεία Εὐχαριστία δέν τή ζεῖ μόνος ὁ ἱερέας ἤ μόνος ὁ πιστός. Τή ζεῖ ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί τό σῶμα, ὁλόκληρο, μεταμορφώνεται καί μεταποιεῖται σέ «καινή κτίση».
* * *
῾Υπάρχουν περίοδοι στήν ἀνέλιξη τῆς ἱστορίας πού ἕνα σχῆμα διαφοροποίησης καί ἀποστασιοποίησης ἐνέταξε κλῆρο καί λαό σέ διαφορετικά, ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Οἱ λειτουργοί ἔχασαν τήν αἴσθηση καί τήν πνευματική ἐμπειρία τοῦ λειτουργήματος. Δανείστηκαν ἀπό τίς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τό ροῦχο καί τή λαμπρότητα τῆς ἡγεμονίας. Καί ἐγκαταστάθηκαν σέ θρόνους κοσμικῆς λάμψης καί κοσμικῆς ἐπιβολῆς. Λησμόνησαν, πώς θρόνος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ πρώτου καί μεγάλου ᾿Αρχιερέα, εἶναι ὁ Σταυρός. Καί ἀναπαύτηκαν στή λαμπρότητα καί στήν αἴγλη τῶν αὐτοκρατορικῶν θρόνων, πού, μαζί μέ τή λάμψη τῆς χλιδῆς, ἐκπέμπουν τήν ἔπαρση καί τήν τραχύτητα. Καί, ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁ λαός, τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, ἐλαχιστοποίησε τά κομβικά σημεῖα τῆς κοινωνίας του μέ τόν κλῆρο καί ἔμεινε νά καρποῦται παθητικά τίς εὐλογίες καί τή Χάρη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Οἱ ᾿Επίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς αὐτονόμησαν τίς ἁρμοδιότητες, πού τίς χαρακτήρισαν καί τίς ὀνόμασαν ῾῾διοικητικές᾿᾿ καί τίς κράτησαν γιά τόν ἑαυτό τους. Καί οἱ λαϊκοί συμβιβάστηκαν στό κλίμα αὐτῆς τῆς ἀπομόνωσης, γιατί ἴσως τή βρῆκαν βολική καί πέρασαν ἔξω ἀπό τόν κύκλο τοῦ μόχθου καί τῆς εὐθύνης καί τῆς ὀδύνης.
᾿Εκεῖνο τό «ὁμοθυμαδόν» πού ἐπαναλαμβάνεται συχνά στά πρῶτα κεφάλαια τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων στίς ἀφηγήσεις γιά τίς συμπεριφορές καί τούς προβληματισμούς τῆς ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων καί πού ἐκφράζει τήν ὁμοψυχία καί τήν ὁλόκαρδη ἀδελφοποίηση στήν ὀδύνη τῶν διωγμῶν καί στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἱστορικῶν προκλήσεων, φαίνεται νά μή λειτουργεῖ σήμερα. ῞Ενα κλειστό βουλευτήριο ἐπιλέγει τά θέματα μελέτης καί ἐκδίδει ἀποφάσεις πού προσπαθεῖ νά τίς ἐπιβάλει στήν πλατειά μάζα μέ τό σύστημα πού ἡ κοσμική ἐξουσία ἐπιβάλλει τά νομοθετήματα.
Αὐτή ἡ ἀποστασιοποίηση δέν ἀποτελεῖ παρά στρέβλωση τῆς ὀντολογίας τῆς ᾿Εκκλησίας. Ἅμα ἡ ᾿Εκκλησία κομματιαστεῖ καί τά κομμάτια της διαφοροποιηθοῦν, δέν εἶναι ᾿Εκκλησία. Μπορεῖ νά λειτουργεῖ ὡς ὀργανισμός, ὡς θεσμός ὅμοιος μέ ὅλους τούς θεσμούς τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, ἀλλά δέ λειτουργεῖ ὡς Εὐχαριστιακή κοινότητα, ἑνωμένη στήν πίστη καί στή λατρευτική ἐνατένιση πρός τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί στήν ἀναφορά της πρός τήν οἰκουμένη.
Μιά τέτοια περίοδος, διάσπασης καί ἀντιπαράθεσης κλήρου καί λαοῦ, εἶναι καί ἡ δική μας. Περιπέτειες αἰώνων καί μικρές, εὐκαιριακές ἀποκλίσεις, πού στερεώνονταν καί ἄνοιγαν τό δρόμο σέ ἄλλες ἐκτροπές, ἀπομόνωσαν τό λαό ἀπό τήν ἐπισκοπική ἡγεσία. Οἱ δυό κλάδοι τοῦ δέντρου λειτούργησαν ξεχωριστά καί, συχνά, ἀνταγωνιστικά. Οἱ ᾿Επίσκοποι συγκέντρωσαν ὅλη τήν ἐξουσία. Καί ὁ λαός κλήθηκε νά ἀκολουθεῖ σιωπηλά καί ὑποτακτικά τά κελεύσματα τῶν ᾿Επισκόπων. ῎Ετσι, δημιουργήθηκε μιά ἐκκλησιαστική ζωή ἐντελῶς ἀντιφατική. ῾Η διοίκηση ἔκλεισε τίς πόρτες καί ἀσκεῖ τήν ὑπεύθυνη λειτουργία της σέ πλήρη ἀπομόνωση. Καί ὁ λαός ἀπόσυρε τήν ἐμπιστοσύνη του ἀπό τήν ἡγεσία καί πορεύεται ἐρήμην τῶν ποιμένων του.
Αὐτή ἡ ἐξέλιξη κομμάτιασε τήν ᾿Εκκλησία. Τή θρυμμάτισε. Τήν ἐξουθένωσε.
* * *
᾿Εκκλησία εἶναι ἡ Σύναξη. Τό Σῶμα. Πού διατηρεῖ τήν ὁλοκληρία του καί μετά τήν κατανομή τῶν λειτουργημάτων του. Δέ διασπᾶται, ἀλλά καί δέ συγχέεται. «῞Ινα μή ᾖ σχίσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλά τό αὐτό ὑπέρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τά μέλη» (Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 25).
῾Η ἀποκατάσταση τῆς ὁλοκληρίας καί ἡ βίωση τῆς ὁλοκληρίας εἶναι τό πρῶτο καί βασικό μας αἴτημα καί τό πρῶτο καί θεμελιακό μέλημα. Νά λειτουργήσει τό Σῶμα. Νά ἀναπνεύσει, νά ζήσει χαρισματικά καί νά ἀναπτυχτεῖ. Σέ ἄμεση κοινωνία μέ τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Καί σέ ἰσόρροπη σχέση καί συνεργασία τῶν μελῶν Του.
Τό ἐρώτημα πού πλανᾶται: Μετά ἀπό αὐτή τή δραματική διαφοροποίηση, πού παγιώθηκε στή ροή τῶν αἰώνων καί στή σκληρή ἀντιπαράθεση τῶν ἀνθρώπινων μικροτήτων, ποιός θά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί ποιός θά ἀναπλάσει τήν ὁλοκληρία; Οἱ ἐπηρμένοι θρόνοι ἤ ἡ ταπεινωμένη μάζα; Οἱ ᾿Επίσκοποι ἤ ὁ λαός; ῾Η εὐθύνη πέφτει σ᾿ ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί στούς ᾿Επισκόπους καί στό λαό. Στήν ἀδιάσπαστη Εὐχαριστιακή κοινότητα.
Οἱ ᾿Επίσκοποι πρέπει νά ξεπεράσουν τή νοοτροπία τῆς κοσμικοποιημένης ἐνάσκησης ἐξουσίας. Τόν ἡγεμονισμό, πού ἔχει τραφεῖ μέσα στίς συνθῆκες τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, κατά τή μεσοβυζαντινή περίοδο καί στή νοοτροπία τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, πού σφράγισε τήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας ἴσαμε τήν ἐποχή μας.
῾Ο ἐπισκοπικός ἡγεμονισμός ὑψώνει τείχη ἀπομόνωσης. Καί καταστρέφει τό ζωτικό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επείγουσα ἀνάγκη εἶναι νά ἀποβληθεῖ, ὡς δάνειο κοσμικῆς προέλευσης, πού ἀλλοιώνει καί τή λειτουργικότητα τῆς ἀρχιερωσύνης καί τή θωριά τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί νά ξαναχυθεῖ τό ἐπισκοπικό λειτούργημα στά ἀποστολικά καλούπια τῆς διακονίας, πού ἔμβλημά της ἔχει τό «λέντιο» καί ὁδηγητική διδαχή τό «ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας» (᾿Ιωάν. ιγ΄ 14).
᾿Αλλά καί ἀπό τήν πτέρυγα τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου πρέπει νά γίνει κατανοητό, πώς ἡ παθητική μετοχή στά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ἀποτελεῖ ζωή «ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ» καί ἐνεργοποίηση τοῦ σώματος.
῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τό σῶμα μας. Καί ὁ Ναός τό σπίτι μας. Καί μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους τό κάθε τί, πού συμβαίνει στό σῶμα μας καί στό σπίτι μας. ᾿Από τό πιό σημαντικό, ἴσαμε τό πιό λεπτομερειακό. Καί ἡ εὐθύνη τῆς ἐκτροπῆς καί τῆς ἀποτυχίας πέφτει στούς ὤμους ὅλων μας.
Εἶναι κλασική ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κοσμά τοῦ Αἰτωλοῦ: «῞Οποιος φροντίζει μόνο δι᾿ ἐλόγου του, βέβαιο ἔχει νά κολασθεῖ». ῾Η ᾿Εκκλησία δέν καλλιεργεῖ τόν ἀπομονωτισμό. Δέ στέλνει τούς ἀνθρώπους στό κάτεργο τῆς μοναξιᾶς. Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς κοινωνίας καί τῆς συμπορείας, ἡ συνεργασία εἶναι ἀπαραίτητη. ῾Η εἰκόνα, πού χρησιμοποιεῖ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, τοῦ σώματος, εἶναι χαρακτηριστική. «Πολλά μέν μέλη ἕν δέ σῶμα. οὐ δύναται δέ ὀφθαλμός εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω· ἤ πάλιν ἡ κεφαλή τοῖς ποσί χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω» (Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 21).
* * *
῾Η ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας καί ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἀποτελεῖ τό μεγάλο χρέος, ἀλλά καί τό ζωτικό μήνυμα τῆς ᾿Εκκλησίας πρός τό σύγχρονο κόσμο. Στήν ἀπομόνωση τοῦ αἰώνα μας ἔχουμε νά ἀντιτάξουμε τήν πραγματική κοινωνία καί τήν ἀδελφοσύνη. ῾Ο σύγχρονος κόσμος δέν προσδοκάει ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τήν οἰκοδόμηση καί τόν τεχνολογικό ἐξοπλισμό ἐντυπωσιακῶν κτιρίων. ᾿Αλλά τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων. Τήν ἐνσωμάτωσή τους στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Στήν πολυδιάσπαση καί στήν πολυποίκιλη ἐκμετάλλευση πού ἀποτελοῦν τά νοσηρά συμπτώματα τῆς τεχνολογικῆς καί τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης ἡ ᾿Εκκλησία πρέπει νά ἀπαντήσει μέ τήν προώθηση καί τήν προαγωγή τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀδελφοσύνης.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων