† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 210/211, 1/16 Αὐγούστου 2007
Ἀσυμμάζευτη ἔπαρση
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Μόλις συγκατανεύσεις σέ διάλογο μέ τόν ἄθεο συνοδίτη σου, θά ἀντιμετωπίσεις, σκληρή καί ἀδιαπραγμάτευτη, τούτη τή μονόχνωτη διακήρυξη: ῾Η πίστη στό Θεό εἶναι ὑποπροϊόν τῆς ἀμάθειας. Στίς μέρες μας, τήν καθέδρα, πού -σέ περιόδους σκοταδισμοῦ- τή “σφετεριζόταν”(!!!) καί τήν κάλυπτε ὁ Θεός, τήν κατάκτησε, μέ τήν προοδευτική γνώση του καί μέ τούς τίμιους, ἀπελευθερωτικούς του ἀγῶνες, ὁ ἀνυποχώρητος μαχητής τῆς ἱστορίας, ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, γιά τόν αἰώνα μας καί -ὁπωσδήποτε- γιά τούς αἰῶνες πού ἔρχονται, διαφημίζεται ὡς ἡ πρώτη καί ὑπέρτατη ἀξία. Ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῶν χαρισμάτων του καί τῆς τύχης του. Ὁ μοναχικός δρομέας τῆς ἱστορίας, πού δέν ἔχει ἀνάγκη νά σκύψει τό κεφάλι στήν ὑπερούσια καί ὑπέρλογη παρουσία τοῦ Θεοῦ καί νά λειτουργήσει ὡς ἐκτελεστής τῶν θεϊκῶν Του προσταγμάτων.
Τήν ἐξτρεμιστική καί ἀνατρεπτική αὐτή φόρμουλα, τή συναντᾶς “ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ”. Προβάλλεται ὡς αἰτιολογία ἤ καί ὡς ἀπολογία, γιά τή φυγή ἀπό τήν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας. Διασαλπίζεται, ὡς εὕρημα καί ἀπόκτημα τῆς νεότερης, φωτισμένης καί αὐτονομημένης ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Προπαγανδίζεται καί διαφημίζεται, ὡς τό καίριο, ὀντολογικό ὑπόστρωμα τῶν ἐλευθερωτικῶν ἀγώνων, πού στοχεύουν στήν ἀκύρωση τῶν ταμπού τοῦ παρελθόντος καί στήν καταξίωση τοῦ προσώπου, μέ τίς ἰδιαιτερότητές του καί τίς ἐπιλογές του, ὡς τοῦ μόνου, ἀδιαμφισβήτητου καί ἀνυπότακτου, χαράκτη τοῦ ὁρίζοντα τῶν νέων ὁραμάτων καί συντάκτη τῶν ἄγραφων κεφαλαίων τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ νεωτερική αὐτή τάση, σέ πολλούς δημιουργεῖ εὐφορία. Γίνεται κίνητρο γιά ὁριοθέτηση τῆς ζωῆς στήν ἐγκόσμια -καί μόνο- κλίμακα. Στήν πλοκή ὀνείρων καί στήν ἐπιλογή προγραμμάτων, πού στοχεύουν στήν ἐπίτευξη καί στή γεύση τῆς τρυφῆς καί στόν ἀποκλεισμό, ἀπό τήν κατάσταση τῶν ὁραμάτων καί τῶν προσωπικῶν ἀθλημάτων, κάθε στοιχείου, πού θυσιάζει τήν εὐμάρεια καί τήν εὐτυχία σέ βωμό “ἀλλότριας θέλησης”. Αὐτός ὁ προσανατολισμός τούς ξετρελαίνει καί τούς γεμίζει. Ὡστόσο, σέ ἄλλους ἀνθρώπους, σέ κείνους, πού δέ μετροῦν τήν ἀξία τῆς ὕπαρξης μέ τόν πήχη τῆς ἐγωστρέφειας καί τῆς στιγμιαίας ἡδονῆς, ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ “ἐγώ” καί ἡ καθήλωση τοῦ ἐνδιαφέροντος στή γεύση τῆς εὐμάρειας, γεννοῦν ἀμφισβήτηση καί ἀντίδραση. Ἡ ἀναρρίχηση τοῦ “πεπερασμένου” ἀνθρώπου στό θρόνο τῆς θείας πανσοφίας καί τῆς θείας παντοδυναμίας, ἡ ὑπερύψωσή του “ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεόν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός”(Β’ Θεσσ. β’ 4), εἰσάγει σειρά τρομακτικῶν ἐρωτημάτων, πού δέ βρίσκουν τήν ἀπάντησή τους καί τή θεραπεία τους στήν ἐπιπόλαιη καί φτηνή ἀθεϊστική ἐπιχειρηματολογία.
Ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου -σύνδρομο ἀρρωστημένης ὑπερεκτίμησης τῶν ἐπιτευγμάτων τῶν νεωτερικῶν χρόνων- εἶναι ἕνα τάνυσμα, πού προκαλεῖ μέθη καί ἀπώλεια τῆς νηφάλιας νόησης. Βγάζει τήν ὕπαρξη ἀπό τά μέτρα της. Καί τή σπρώχνει στήν ἀσυμμάζευτη καί ἀκυβέρνητη ἔπαρση. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ μικρός καί “πεπερασμένος”, ὁ θνητός καί πρόσκαιρος, ὑψώνει τό ἀνάστημά του καί νοσφίζεται δύναμη καί ἐξουσία, πού δέν τοῦ ἀνήκει. Ἀπό κεῖ καί πέρα, τά ἀνοίγματά του, τά ὁράματά του καί ἡ πρακτική του κινοῦνται στή διάσταση τῆς ἀνέλεγκτης ἀσυδοσίας. Δέν ὑπολογίζει τό Θεό. Ἀλλά δέν ὑπολογίζει καί τόν ἄλλο ἄνθρωπο. Ὁ Θεός, μέ μιά βίαιη κίνηση, ἀπωθεῖται στή λησμοσύνη. Καί ὁ ἄνθρωπος, αὐτός, πού μοχθεῖ πλάϊ, βυθισμένος στήν ψευδαίσθηση, ὅτι βιώνει, αὐτοτελῶς, τήν ὑπεροχική δύναμη καί τή θεϊκή μεγαλοπρέπεια, βαφτίζεται σέ ἀντίπαλο, σέ σφετεριστή ἐξουσίας καί μεγαλείου, πού ἀνήκει σέ ἄλλο ὑποκείμενο.
Ἡ ἀντιμαχία τῶν “ἀπελευθερωμένων”(;;;) καί, πλασματικά, “θεοποιημένων” συντελεστῶν τῆς σύγχρονης πραγματικότητας, εἶναι γνωστή. Ἔχει σφραγίσει μέ πράξεις βίας τήν ἱστορική δέλτο καί ἔχει ποτίσει μέ αἵματα ὁλόκληρο τόν πλανήτη μας. Οἱ ἡγεμονίσκοι καί οἱ τυραννίσκοι, πού κρέμασαν στό στῆθος τους τά ἐμβλήματα τῆς ἀπεριόριστης ἐξουσίας, πού δέ φοβήθηκαν τό Θεό καί δέ ντράπηκαν τό συνάνθρωπο (Λουκ. ιη’ 2), κίνησαν τούς κρατικούς μηχανισμούς καί τά φονικά ὄργανα τῆς ἐξελιγμένης πολεμικῆς τέχνης, γιά νά πνίξουν τή λαχτάρα τῆς ἐλευθερίας, νά καθυποτάξουν τούς λαούς καί νά αὐτοανακηρυχθοῦν ἥρωες καί θεότητες τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἀσυδοσία, ἡ καταπάτηση τῆς χάρτας τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, ἡ γκετοποίηση τῶν προσώπων, ἡ καταδίκη στή φτώχεια καί στή βασανιστική στέρηση, ἡ γενικευμένη τρομοκρατία, εἶναι τά σκοτεινά καί τραγικά φαινόμενα, πού τά ἔζησαν οἱ παρωχημένες ἐποχές, καί πού τά ζεῖ, σέ πολλαπλάσια φόρτιση ὁ “δῆθεν” προοδευτικός αἰώνας μας.
Κάποιοι -καί δέν εἶναι λίγοι- στρατεύονται στόν ἀγώνα, νά πολεμήσουν τά δικτατορικά καθεστῶτα, νά ἐξαλείψουν τή μάστιγα τῆς ἐκμετάλλευσης, νά σφουγγίσουν τά δάκρυα, νά ἀναστηλώσουν τήν ἀξιοπρέπεια, νά ἀποκαταστήσουν τήν ἰσοτιμία καί τήν ἰσότητα, νά μεταποιήσουν τίς ὀρδές τῶν ἐξαγριωμένων -ἐγγονῶν τῶν πιθήκων ἤ θεοποιημένων εἰδώλων τῆς ζούγκλας- σέ κοινωνίες καλλιεργημένων καί ἐκπολιτισμένων ἀνθρώπων. Ἀλλά ἡ λαχτάρα τους δέν εὐδοκιμεῖ καί ὁ ἀγώνας τους δέ φέρει ἀποτέλεσμα, ὅσο τό βασικό τους “πίστευμα” εἶναι ἡ θεοποίηση τοῦ πλάσματος, ἀντί τοῦ Πλάστη καί ἡ ταύτιση τῆς ἀνέλεγκτης ἀσυδοσίας μέ τό πολύτιμο δῶρο τῆς ἔλλογης ἐλευθερίας, πού χάρισε ὁ Θεός στό Δημιούργημα τῆς ἀγάπης Του, στόν ἄνθρωπο.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων