† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 278, 1-6-2010
«Τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα» (δ) - 2
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
...Ἐνδιαφέρει νά δοῦμε πῶς λειτούργησε τό «ἔκκλητο» στή μακρά διαδρομή τῶν ὀγδονταδυό χρόνων, πού κύλησαν ἀπό τό 1928 -ἡμερομηνία θέσπισής του- ἴσαμε τό 2010, πού προβάλλεται καί διαφημίζεται, ὡς ὑπεροχικό προνόμιο τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου καί ὡς μανδύας ἐπικάλυψης τῶν ἀθλιοτήτων τοῦ μοναχοῦ Μπεζενίτη.
Στό μακρότατο αὐτό χρονικό διάστημα, δυό μόνο Μητροπολίτες ὑπέβαλαν αἴτηση προσφυγῆς στό Πατριαρχεῖο, γιά ἀναψηλάφηση τῆς καταδίκης, πού τούς ἐπέβαλε τό Συνοδικό Δικαστήριο.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ ἄλλοτε Μητροπολίτης Δράμας Φίλιππος, ὁ ὁποῖος δικάστηκε ἀπό τό Συνοδικό γιά τούς Ἀρχιερεῖς Δικαστήριο, γιά σοβαρά παραπτώματα, κατά τό ἔτος 1964 καί κηρύχτηκε ἔκπτωτος ἀπό τόν Μητροπολιτικό του θρόνο.
Ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πολυδιαφημισμένος καί πολυσχολιασμένος, ἄλλοτε Μητροπολίτης καί νῦν μοναχός, Παντελεήμων Μπεζενίτης, πού μέ τίς συμπεριφορές του ἐξελίχτηκε σέ σύμβολο τῆς διαφθορᾶς καί σέ πρόσωπο, πού καταπρόδωσε τήν ἱερή ἀποστολή του καί καταλέρωσε τό ἁγιότατο Θυσιαστήριο.
Ἀνάμεσα στά δυό αὐτά πρόσωπα, ὑπάρχει ἕνας ἰδιότυπος δεσμός. Εἶναι πνευματικά ἀναστήματα τοῦ ἄλλοτε Μητροπολίτη Χίου Παντελεήμονα Φωστίνη καί μέλη τοῦ τάγματος, πού ὁ Φωστίνης ἵδρυσε καί πού ἔμεινε γνωστό γιά τίς ἰδιαιτερότητές του καί γιά τά δύσοσμα ἴχνη, πού ἄφησε πίσω του.
Ὅταν δικάστηκε καί κηρύχτηκε ἔκπτωτος ὁ πρώην Δράμας Φίλιππος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἦταν ὁ, ἀπό Καβάλας, γηραιός Χρυσόστομος. Διωγμένος ὁ ἴδιος ἀπό τή Μικρά Ἀσία, εἶχε εἰσπνεύσει τήν ἀτμόσφαιρα τῆς πατριαρχικῆς αὐλῆς. Καί γνώριζε, πολύ καλά, τή δεοντολογία, πού ἐπιβάλλουν οἱ Ἱεροί Κανόνες καί τά ἀποστασιοποιημένα ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο ὁράματα ἐπικυριαρχίας, πού ἐκτρέφονταν στήν αὐλή τοῦ Φαναρίου.
Ὁ καταδικασμένος σέ ἔκπτωση Μητροπολίτης Δράμας Φίλιππος, κατέθεσε στήν Ἱερά Σύνοδο τήν ἔκκλησή του καί ζήτησε -τηρώντας τήν κατεστημένη ἐκκλησιαστική τάξη- νά τή διαβιβάσει ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στόν Πατριάρχη καί στήν, περί αὐτόν, Ἱερά Πατριαρχική Σύνοδο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὅμως, δέν ἔσπευσε νά στείλει τήν αἴτηση στό Πατριαρχεῖο. Τή διεβίβασε στήν ἁρμόδια Συνοδική Ἐπιτροπή, μέ τό ἐρώτημα, ἄν πρέπει νά σταλεῖ. Καί ἡ Ἐπιτροπή ἀπάντησε ἀρνητικά. Ἔκρινε, ὅτι δέν πρέπει νά σταλεῖ, ἐπειδή ὁ σχετικός Νόμος τοῦ 1928, πού ρύθμιζε τό καθεστώς τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, δέ θέσπιζε τή διαδικασία τοῦ ἐκκλήτου.
Στό Πρακτικό τῆς Συνεδρίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 23-2-1965, διαβάζουμε:
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀποδεχθεῖσα τήν εἰσήγησιν τῆς ὡς ἄνω Ἐπιτροπῆς ἔχουσαν οὕτω "...Ἡ Ἐπιτροπή λαβοῦσα ὑπ᾿ ὄψιν τάς οἰκείας ἐπί τοῦ ζητήματος διατάξεις ἀπεφάνθη ὁμοφώνως ὅτι τοιαύτη ἔκκλησις δέν χωρεῖ διότι, οὔτε ὀ Νόμος 3615/28 "Περί Ἐκκλησιατικῆς διοικήσεως τῶν ἐν ταῖς νέαις χώραις τῆς Ἑλλάδος Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου", οὔτε ἡ διά τόν νόμον τοῦτον εἰσηγητική ἔκθεσις ὁρίζει τοῦτο. Τοὐναντίον τά ὑπ᾿ ἀριθ. 1 καί 2 ἄρθρα σαφῶς ὁρίζουσιν ὅτι, οἱ Μητροπολῖται τῶν Νέων Χωρῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπεκτεινομένου γενικῶς καί ἐπ᾿ αὐτῶν τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, αἱ δέ ἀνωτέρω Ἱεραί Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀναγνωρίζουσιν ὡς διοικητικήν αὐτῶν ἀρχήν τήν ἐν Ἀθήναις Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πλήν τούτου ἐν ἰδίᾳ παραγράφῳ τοῦ ἄρθρου 2 ὁρίζεται ρητῶς ὅτι οἱ Μητροπολῖται τῶν χωρῶν τούτων δικάζονται καθ᾿ ὅν τρόπον καί οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν δέ τῇ εἰσηγητικῇ ἐκθέσει διασαφηνίζεται ὅτι τά ἐν τῷ Νόμῳ ἀναφερόμενα κανονικά δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπί τῶν Μητροπολιτῶν τῶν νέων χωρῶν εἶναι μόνον τό Μνημόσυνον Αὐτοῦ ὑπό τῶν Ἀρχιερέων τῶν Νέων χωρῶν καί ἡ λῆψις τῆς ἐπευλογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ὑπό τῶν ἑκάστοτε καθισταμένων Ἀρχιερέων τῶν Νέων Χωρῶν. Ἡ Ἐπιτροπή τέλος ἔλαβεν ὑπ᾿ ὄψιν καί ὅτι οὐδείς λόγος ἐκκλήτου γίνεται καί ἐν τῷ περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων Νόμῳ 5383/32, τοῦ ὁποίου τά ἄρθρα 151 καί 152 "περί διαδικασίας τῶν κατηγορουμένων Ἀρχιερέων ἔχουσιν ὡς ἑξῆς: Ἄρθρον 151: "Αἱ καταδικαστικαί ἀποφάσεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καθίστανται ἐκτελεσταί ἅμα καταστῶσι τελεσίδικοι, τοιαῦται δέ εἶναι ἐκεῖναι καθ᾿ ὧν δέν χωρεῖ ἀνακοπή ἤ ἔφεσις" καί ἄρθρον 152: "Ἡ ἐκτέλεσις καταδικαστικῆς κατά Ἀρχιερέως ἀποφάσεως ἐνεργεῖται διά Β. Δ/τος προτάσει τοῦ Ὑπουργοῦ τῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἐκδιδομένου"... ἀπεφάσισεν ὅπως ἡ ἔφεσις τοῦ Σεβ. πρώην Δράμας πρός τήν Α. Θ. Παναγιότητα τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ἀποσταλεῖσα τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ ἵνα διαβιβασθῇ ὑπ᾿ Αὐτῆς, κατατεθῇ εἰς τό Ἀρχεῖον».
***
Ἡ αἴτηση τοῦ πρώην Δράμας προωθήθηκε στό ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Δέ στάλθηκε στή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου. Δέ λειτούργησε ὡς ταπεινή συμμόρφωση στή διάταξη τῆς Πατριαρχικῆς Πράξης τοῦ 1928, πού ὑποχρεώνει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά καταξιώνει(!!!) τήν ὑπεροχή καί τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Πατριαρχείου, στέλλοντας, γιά τελική κρίση, τούς δικαστικούς φακέλλους τῶν ἐπίορκων καί τῶν ἠθικά ἀλλοτριωμένων φορέων τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Ὁ χειρισμός αὐτός ἀποτελοῦσε μείωση τοῦ Πατριαρχικοῦ γοήτρου; Ἦταν καταπάτηση τῶν «συμπεφωνημένων»; Ἤ ἦταν θαρρετή πρωτοβουλία σωφροσύνης, πού δέν ἄφηνε τό σκάνδαλο νά κυλάει ἀσταμάτητα στά αὐλάκια τῆς δημοσιογραφίας, νά τρέφει τή λαϊκή πικρία καί νά διογκώνει τήν καταφορά ἐνάντια στούς διαστροφεῖς τῆς ἀποστολικῆς μας Παράδοσης καί τοῦ καταξιωμένου ἐπισκοπικοῦ ἤθους;
Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά καταθέσω μιά ἐπισήμανση, πού αὐτή καί μόνη, ἀναδεικνύει τό μεγαλεῖο καί τήν ὑπεροχική συμπεριφορά τοῦ τιμημένου πρώτου θρόνου τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τίς κρίσιμες ἐκεῖνες φάσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας.
Πατριάρχης, τότε, ἦταν ὁ Ἀθηναγόρας. Ὁ ἡγέτης μέ τό φόρτο τῆς σοφίας, μέ τό μειλίχιο ὕφος καί μέ τήν ὀξύτατη διορατικότητα. Ὁ λειτουργός τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐνότητας, πού δέ σπαταλοῦσε τό κύρος του καί τό δυναμισμό του στό ἄχαρο ἔργο τῆς ἀνάξεσης παλιῶν πληγῶν, ἀλλά ἅπλωνε τό Πατριαρχικό του χέρι, γιά νά περιπτυχθεῖ τούς ἀδελφούς καί συλλειτουργούς καί νά καλέσει σέ συμπορεία πρός τό Γολγοθά τῆς Θυσίας καί πρός τό «ἀνώγαιο» τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Αρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν νά διαβιβάσει τό δικαστικό φάκελλο τοῦ πρώην Δράμας στή Σύνοδο του Φαναρίου, δέν ἐνόχλησε καί δέν προβλημάτισε τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ἄφησε τήν ὑπόθεση νά κυλήσει στή σιωπή καί συνέχισε νά ἀξιοποιεῖ τό δυναμισμό του στήν καλλιέργεια καί στήν ἀνάδειξη τῆς Πανορθόδοξης Ἑνότητας.
Περιττό νά ὑπογραμμίσω, ὅτι τό κύρος τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα δέν τρώθηκε καί δέ μειώθηκε μέ τή συμπεριφορά του αὐτή. Ἀντίθετα, πρόβαλε, περισσότερο γνήσιο καί γνησιότερα Πατερικό.
***
Τό σκοτείνιασμα τοῦ ὁρίζοντα ἄρχισε, ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας πέρασε στήν αἰωνιότητα καί τό ἔργο του -σοβαρό καί ἐπιβλητικό- ἀποτυπώθηκε στή βίβλο τῆς ἰστορίας.
Οἱ συγκυρίες τῆς περιόδου ἐκείνης ἔφεραν στό θρόνο τῆς ἄλλοτε βασιλεύουσας τόν Πατριάρχη Δημήτριο, ἄνδρα χαμηλῶν τόνων καί μέτριων ὁραματισμῶν. Καί στό θρόνο τῶν Ἀθηνῶν προώθησαν τόν ἐκλεκτό τοῦ δικτάτορα Ἰωαννίδη, τόν ἄγευστο Θεολογικῆς καί Ἱεροκανονικῆς παιδείας καί ἀκράτητο στούς βίαιους σχεδιασμούς τοῦ, ἀπό Ἰωαννίνων, Σεραφείμ.
Ὅλοι γνωρίζουν, ὅτι γιά νά ἐπιβληθεῖ ὁ Σεραφείμ ὡς προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί γιά νά ἱκανοποιήσει τά ἐμπαθῆ αἰτήματα τῶν φίλων του, πού μέ τήν ψῆφο τους τόν προώθησαν στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, κινήθηκε «ὡς ταῦρος ἐν ὑαλοπωλείῳ» καί καταδίκασε σέ ἔκπτωση ἀπό τούς Μητροπολιτικούς τους θρόνους, δώδεκα Ἱεράρχες, δίχως νά διατυπώσει κατηγορητήριο ἐναντίον τους, δίχως νά τούς ἐπιτρέψει νά ἀπολογηθοῦν, δίχως νά τούς καλέσει σέ δίκη, δίχως νά ἀναφερθεῖ σέ Ἱερούς Κανόνες, τούς ὁποίους ὑποτίθεται, ὅτι περιφρόνησαν ἤ καταπάτησαν οἱ δώδεκα Μητροπολῖτες.
Ἡ θύελλα, πού ἀκολούθησε, ἔχει πολλές καί τραγικές φάσεις. Ἐπιφυλάσσομαι, νά τήν ἱστορήσω σέ αὐτοτελές κείμενο. Ἐδῶ, ἱστορώντας τήν ἐξέλιξη τῆς ὑπόθεσης τοῦ πρώην Δράμας Φιλίππου, πληροφορῶ τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες μου, ὅτι γιά νά ἀποκτήσει ὁ Σεραφείμ τήν εὔνοια, τή συμπαράσταση καί τό «σύμψηφο» τοῦ Πατριαρχείου στά ἀνατρεπτικά του τολμήματα, ἔκανε «τράμπα» μέ τούς τότε προύχοντες τοῦ Φαναρίου. Ἐκεῖνοι ὑποσχέθηκαν ὅτι θά τόν καλύψουν στούς τραμπουκισμούς του. Καί ἐκεῖνος δέχτηκε νά συμπεριλάβει στό Νέο Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού βρισκόταν στό στάδιο τῆς μελέτης καί τῆς ὁριστικῆς διατύπωσης, διάταξη, πού νά ἐπικυρώνει τήν Πατριαρχική Πράξη του 1928 καί νά ἐπεκτείνει τό δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου, πού τό εἶχαν -ἴσαμε τότε- μόνο οἱ Μητροπολῖτες τῶν Νέων Χωρῶν καί στούς Μητροπολῖτες τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδας.
***
Ἔκανα αὐτή τήν παρέκβαση, γιά νά ἐξηγήσω, πῶς ἡ ὑπόθεση τοῦ πρώην Δράμας Φιλίππου ξαναγύρισε στήν ἐπικαιρότητα.
Μετά τήν ψήφιση τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτη (26 Μαΐου 1977), ὁ ἔκπτωτος Μητροπολίτης Φίλιππος, στενός φίλος τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ὑπέβαλε, γιά δεύτερη φορά, στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό αἴτημά του, νά ἀνασυρθεῖ ἀπό τό Συνοδικό ἀρχεῖο ἡ ἔκκλητη προσφυγή του καί νά διαβιβασθῇ στήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης, σέ ἐφαρμογή τῆς σχετικῆς διάταξης τῆς παραγράφου 2, τοῦ ἄρθρου 44, τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτη.
Ὁ Σεραφείμ, ἄν καί γνώριζε τά σοβαρά παραπτώματα τοῦ φίλου του Φιλίππου, δέ θέλησε ἤ δέν τόλμησε νά στήσει ἀνάχωμα ἄρνησης στό αἴτημά του. Ἔστειλε τό φάκελλο στό Φανάρι. Καί ἡ Σύνοδος τοῦ Φαναρίου, μέ πρόεδρο τόν «καθοδηγούμενο» καί «συρόμενο» Δημήτριο, ἔσπευσε νά ἀξιοποιήσει τήν εὐκαιρία, γιά νά ἀναβαθμίσει τό ρόλο της. Νά λειτουργήσει, ὡς ἀνώτατο, ἀναθεωρητικό Δικαστήριο, ὄ-χι -φυσικά- στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά στά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου, πού τόν συγκινεῖ καί τόν συνεγείρει ἡ παλιά δόξα τῆς Βασιλεύουσας.
Μέ ἀπαντητικό ἔγγραφο στόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ὁ Πατριάρχης Δημήτριος ζήτησε τήν ἀναψηλάφηση τῆς δίκης τοῦ πρώην Δράμας Φιλίππου:
«...Ἐπί τῶν ὑπό τῆς Συνοδικῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς εἰσηγητικῶς ὑποβληθέντων Συνοδικῶς ἐγκύψαντες καί διασκεψάμενοι, ἐκρίναμεν ἀναγκαίαν καί ἐπιβαλλομένην τήν ἀναψηλάφησιν τῆς δίκης ἥν καί ἀνατίθεμεν τῇ αὐτόθι Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ.
Τά οὕτω ὑφ᾿ ἡμῶν Συνοδικῶς δόξαντα καί κριθέντα γνωρίζοντες διά τοῦ παρόντος τῇ ὑμετέρᾳ σεβασμιοποθήτῳ ἡμῖν Μακαριότητι, περιπτυσσόμεθα Αὐτήν καί αὖθις ἐν φιλήματι ἁγίῳ καί διατελοῦμεν μετ᾿ ἀγάπης ἀδελφικῆς καί ἐξιδιασμένης τιμῆς».
Στή σύσταση αὐτή τοῦ Φαναρίου δέν ἀνταποκρίθηκε ὁ Σεραφείμ. Ἔκανε μιά πρώτη ὑποχώρηση στό αἴτημα τοῦ φίλου τοῦ Φιλίππου καί ἔστειλε τό φάκελλο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἴσως γιατί περίμενε, πώς τό Πατριαρχεῖο θά εὐθυγραμμιζόταν μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Ἀθηνῶν καί θά ἔβαζε τελεία καί παῦλα στή σκανδαλοποιό συμπεριφορά τοῦ πρώην Δράμας. Ἀλλά τό νά ξαναφέρει τήν ὑπόθεση σέ νέα δικαστική διερεύνηση, σήμαινε, ἄνοιγμα τῶν ἀσκῶν τοῦ Αἰόλου καί παρακίνηση τοῦ δημοσιογραφικοῦ δαιμονίου σέ νέες ἐξορμήσεις ψόγου ἐναντίον τῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας...
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων