† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 226, 1 Ἀπριλίου 2008
Ἡ ἀδόκιμη δοκιμή
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἐκδιπλώσαμε καί σχολιάσαμε, μέ τό προηγούμενο σημείωμά μας, κάτι πού τό θεωροῦμε αὐτονόητο, ἀλλά πού φαίνεται νά μή λειτουργεῖ, ὅταν τροχιοδρομοῦμε τίς ἀνησυχίες μας καί τήν ἔρευνά μας σέ ὑπαρξιακούς προβληματισμούς καί, κυρίως, στό ἐρώτημα ποιό εἶναι ἤ ποιό μπορεῖ νά εἶναι τό νόημα τοῦ βίου. Ἐπισημάναμε, ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή στήν ἐπιστήμη, στήν τεχνολογία ἤ καί στήν κοινωνική διαστρωμάτωση, γιά νά ἐκτιμηθεῖ ὡς πρόοδος, πρέπει νά εἶναι ἀποτέλεσμα καί ἐκτύπωμα λιπαρῆς μελέτης καί μακρᾶς, προσεκτικῆς καί ἀνεπηρέαστης ἀπό σκοπιμότητες δοκιμῆς. Ἄν τά κίνητρα δέν εἶναι “κεκαθαρμένα” καί ἄν ὁ μόχθος δέ συμπληρώσει τόν ἀπαραίτητο κύκλο του, τό σκαλοπάτι τῆς γνώσης ἤ τῆς τεχνικῆς δεξιότητας δέ δικαιοῦται νά ἐγγραφεῖ ὡς πρόοδος “ὑπαρκτική” τοῦ ἐρευνητῆ ἀνθρώπου καί τῆς γενιᾶς του. Καταντάει ἀπροσδιόριστο ἐξόγκωμα στό γήπεδο τῆς ἱστορίας, ἐπικίνδυνο γιά κεῖνον, πού ἀνοίγεται, μέ ἐλπίδες, στήν κούρσα τοῦ βίου.
Πίστη μας βαθειά καί ἀταλάντευτη εἶναι, πώς τό ἴδιο ἀξίωμα, φορτισμένο μέ περισσή ἐπίγνωση εὐθύνης καί μέ διάθεση ἀναφορᾶς σέ ἀνοιχτούς ὑπαρξιακούς ὁρίζοντες, πρέπει νά πρυτανεύει καί κατά τήν ἀξιολόγηση τῶν προτάσεων βίου, πού ἐμφανίζονται στήν ἀγορά τῆς καθημερινότητας μέ τήν ἐτικέτα τῆς προοδευτικῆς ἀναπροσαρμογῆς καί τῆς ἀνύψωσης τοῦ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου. Δέν εἶναι νοητό, δέν εἶναι ἐξυπηρετικό τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τό ὁποιοδήποτε life style, πού διαφημίζεται ὡς καινούργιο, ὡς προοδευτικό καί χαρισματικό, νά μήν ἔχει περάσει ἀπό τή βάσανο τοῦ προσεκτικοῦ, ἐπίμονου ἐλέγχου καί νά μή συνοδεύεται μέ τίς ἀπαραίτητες ἐγγυήσεις τῆς ἀναβαθμισμένης ποιότητάς του.
Βλέπω μπροστά μου κάποιους ἀπό τούς σύγχρονους ἐραστές τῶν βιαστικῶν ἀλλαγῶν καί ἀπολογητές τοῦ ἀβασάνιστου ἐνστερνισμοῦ τοῦ ἐκμοντερνιστικοῦ παραληρήματος, πρόθυμους καί ἕτοιμους νά μέ ἀντιμετωπίσουν, ὄχι μέ ἐπιχειρήματα τοῦ χώρου τους, ἀλλά μέ προσφυγή σέ μιά φράση τοῦ Παύλου, τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῆς πατρίδας μας καί ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης. Μέ ἀναφορά στήν προτροπή, πού κάνει ὁ φωτισμένος Ἀπόστολος στούς Θεσσαλονικεῖς: “Πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε” (Α’ Θεσσ. ε’ 21). Ἡ ἑρμηνεία τους εὔκολη καί -κατ᾿ αὐτούς- πειστική. “Ὁ Παῦλος εἰσηγεῖται καί παρακινεῖ, τό κάθε τι νά τό γεύονται οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καί, κατά προέκταση, ὅλοι οἱ νοσταλγοί τῆς εὐτυχίας. Νά τό ἀπολαμβάνουν. Καί, μέ κριτήρια τά ἀποτελέσματα τῆς προσωπικῆς τους γεύσης, νά προχωροῦν στήν υἱοθέτηση ἤ στήν ἀπόρριψη τῆς διδαχῆς ἤ τοῦ σχήματος ζωῆς. Ἄν δέν ἱκανοποιεῖ ἤ, ἄν ἡ ἑπόμενη διαφήμιση σπρώχνει σέ κάτι πιό φρέσκο, πιό ἐντυπωσιακό, ἄς τό προσπερνοῦν, γιά νά προχωρήσουν στήν ἑπόμενη -καί ἴσως ἑλκυστικότερη- γεύση.
Τό ἑρμηνευτικό αὐτό σχῆμα, ἀποδεκτό ἀπό μεγάλη μερίδα τοῦ σύγχρονου κόσμου, δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τό ἀποστολικό μήνυμα. Δέν ἔχει τή σφραγίδα τῆς ἐννοιολογικῆς ἀκρίβειας, πού χαρακτηρίζει καί ἰδιοποιεῖ τήν ἑλληνική μας γλώσσα. Καί -πολύ περισσότερο- δέν ἀνταποκρίνεται στήν Καινοδιαθηκική, ἀνθρωπολογική διαλεκτική. Στό σύγχρονο γλωσσάριό μας -τό ἐκπεσμένο καί ἀλλοτριωμένο- ἡ λέξη “δοκιμάζω”, μετατοπίστηκε ἀπ᾿ τήν ἀρχική της ἔννοια τῆς ἐπίμονης δοκιμασίας, τῆς ἐπισταμένης διερεύνησης τῆς ἀλήθειας καί τῆς γνησιότητας, πρίν κανείς ἀποδεχτεῖ τήν ὁποιαδήποτε πρόταση. Καί ἐκτροχιάστηκε στήν ἔννοια τῆς ἄμεσης ἀποδοχῆς, τῆς γεύσης, τῆς ἀπόλαυσης. Μέ, δυνητικό δικαίωμα, τήν ἐκ τῶν ὑστέρων διατύπωση τῆς θετικῆς ἤ τῆς ἀρνητικῆς κρίσης.
Αὐτή ἡ ἑρμηνεία, φαντάζει ἑλκυστική καί ἐκσυγχρονιστική, γιά κεῖνον, πού αὐτοπαραδίνεται ἄκριτα στήν ἀγοραία διαφήμιση, μέ τή φρούδη ἐλπίδα, ὅτι διαφεύγει τή στασιμότητα καί μπαίνει στό κλάμπ τῶν προνομιακά φωτισμένων καί ἐκσυγχρονισμένων. Ἀλλά, τό ἀποτέλεσμα εἶναι, πέρα γιά πέρα, ἀρνητικό καί καταλυτικό. Ὁ ἄνθρωπος, ἡ πολύτιμη καί ἀναντικατάστατη ὕπαρξη, ἡ προικισμένη μέ τό ἀτίμητο δῶρο τοῦ λογικοῦ, μπαίνει στήν κούρσα τῆς ἄλογης καί ἀνέμελης δοκιμῆς. Τῆς γεύσης τοῦ ἀδοκίμαστου, ἀλλά μοντέρνου. Τοῦ εὐτελοῦς καί συχνά ἐπικίνδυνου, ἀλλά διαφημισμένου ἀπό τά ἀνοιχτά τηλεοπτικά παράθυρα. Καί, χωρίς νά τό συνειδητοποιεῖ ἤ χωρίς νά μπορεῖ νά ἀνακόψει τήν ἔκβαση, μέρα μέ τή μέρα, κατηφορίζει στήν ἀσυδοσία. Στήν ὁμηρία τοῦ “προσώπου” του. Στήν ἀπεμπόληση τῆς νοητικῆς καί τῆς βουλητικῆς ἐλευθερίας του. Σέ σχήματα, σέ καταστάσεις καί σέ ἐμπειρίες ὑποταγῆς στούς σχεδιασμούς τῆς ὀργανωμένης ὀλιγαρχίας.
Τό ἀποστολικό μήνυμα δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν κλασσική ἔννοια τοῦ ρήματος “δοκιμάζω”. Καί, ταυτόχρονα, ἀνοίγει ἄλλους ὁρίζοντες στήν ὑπαρξιακή προβληματική. Κατακυρώνει στόν ἄνθρωπο τό προνόμιο τῆς προσωπικῆς του ἐλεύθερης κρίσης. Τοῦ ἐξασφαλίζει τό δικαίωμα τῆς προσεγμένης ἐπιλογῆς. Καί τόν προσανατολίζει στή διαύγεια τῆς ἀλήθειας. Στήν υἱοθέτηση τῆς γνησιότητας. Στόν ἐνσυνείδητο νοηματισμό τῶν σχεδιασμῶν του καί τῆς πορείας του. Στήν πληρότητα καί στή χαρά “ἥν οὐδείς αἴρει” (Ἰωάν. ιστ’ 22) ἀπό τό χαρισματικό ἄνθρωπο.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων