† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 279, 16-6-2010
«Τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα» (ε)
(Τό ἔκκλητο στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως)
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Στό βαρύ ζόφο τῶν κακῶν χειρισμῶν τῆς ἠθικῆς χωματερῆς Μπεζενίτη ἐκ μέρους τοῦ, «φίλου του», ἑλληνικοῦ Συνοδικοῦ κυκλώματος καί -ἰδιαζόντως- ἐκ μέρους τοῦ «ἰξευτοῦ» (κυνηγοῦ μέ ξόβεργες), ἀθεμελίωτων Ἱεροκανονικά, προνομίων, Πατριάρχη Βαρθολομαίου, γεγονότα, πού εὐτέλισαν τούς ἱερούς θεσμούς καί πλήγωσαν τίς συνειδήσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἀλλά σωριάστηκαν περιφρονητικά στό ἑρμάρι τῆς λήθης, ἐπιστρέφουν στίς μνῆμες τοῦ λαϊκοῦ πληρώματος καί δρομολογοῦν διάδοχες ἀντιδράσεις καί διογκωμένες ἀντιστάσεις.
Στή σειρά τῶν ἄρθρων, πού ξεδιπλώσαμε τήν ἱστορία τοῦ «ἐκκλήτου», προσφύγαμε στίς ἀναλύσεις τῶν μεγάλων Κανονολόγων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Μελετήσαμε τό πλούσιο, παλαιό καί πρόσφατο, ἱστορικό ὑλικό. Καί διαπιστώσαμε, πώς ὅλα, «ἐν συμφωνίᾳ», ἐντοπίζουν καί περιορίζουν τό δικαίωμα τοῦ προκαθήμενου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης, νά δέχεται «ἔκκλητες» ἀναφορές καί νά ἀποφαίνεται ἁμετάκλητα, μόνο στίς περιπτώσεις Ἱεραρχῶν, πού διακονοῦν στά ὅρια τῆς Πατριαρχικῆς δικαιοδοσίας του. Σέ καμμιά ἄλλη περίπτωση δέν παραχωρεῖται στόν Πατριάρχη ἄδεια νά διεισδήσει σέ ξένη δικαιοδοσία καί νά λειτουργήσει ὡς ἀνώτατος δικαστής.
Ἡ ἀποδοχή ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1928, πού ἐξασφαλίζει στόν Πατριάρχη τό δικαίωμα ἀποδοχῆς ἐκκλήτων προσφυγῶν ἐκ μέρους τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Νέων Χωρῶν, ἦταν μιά ἀδελφική, τιμητική, παραχώρηση στή βαθειά τραυματισμένη Ἐκκλησία τοῦ Βοσπόρου καί τίποτα περισσότερο. Ἡ ἀδελφή, ὅμως, Ἐκκλησία τῆς ἄλλοτε βασιλεύουσας, θεώρησε τήν ἰσχνή, κυριολεκτικά συμβατική, αὐτή διασύνδεση, ὡς εὐκαιρία προβολῆς κυριαρχικῶν ἀξιώσεων καί ὡς δικαίωμα ἐπεμβάσεων -ὅποτε οἱ περιστάσεις ἀνοίγουν διαβάσεις- στά ἐσωτερικά τῆς Αὐτοκέφαλης ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας.
Μιά τέτοια ἀφορμή γιά ἐπίδειξη ὑπεροχῆς καί ἄσκηση προνομιακῆς ἐξουσίας -ὅπως εἴδαμε- ἦταν ἡ καταδίκη σέ ἔκπτωση τοῦ ἄλλοτε Μητροπολίτη Δράμας Φιλίππου. Ἀλλά τό ἐγχείρημα δέν τελεσφόρησε. Ἡ ὑπεροψία τοῦ Φαναρίου δέν ταπείνωσε τήν εὐθυκρισία καί τήν ἀκαμψία τοῦ ὑπέργηρου Ἀρχιεπισκόπου τῶν Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου. Αὐτός, γενναῖος καί ἄφοβος καί ἐνισχυμένος ἀπό τή Συνοδική ὁμοφωνία, ἀρνήθηκε νά στείλει τό δικαστικό φάκελλο στήν Κωνσταντινούπολη. Καί, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ τότε δυναμικός καί διορατικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, δέν κρέμασε τό μεγαλεῖο τοῦ Πατριαρχικοῦ του θρόνου ἀπό τόν τράχηλο τοῦ ἔκπτωτου Μητροπολίτη Φιλίππου καί δέ θυσίασε τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης μέ τίς ὁμόδοξες, ἀδελφές Ἐκκλησίες, γιά νά ἀνεβάσει ἕνα πόντο ψηλότερα τό δικό του γόητρο.
***
Ἡ δεύτερη ἀφορμή προκλήθηκε ἀπό τήν Ἀθήνα. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, ἀνέγγιχτος ἀπό τίς Θεολογικές-Πατερικές εὐαισθησίες, ἀντάρτης στούς σχεδιασμούς του καί τραχύς στίς συμπεριφορές του, γιά νά στεργιώσει τήν παραμονή του στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, πού τόν κατέλαβε μέ τή λόγχη τοῦ δικτάτορα Ἰωαννίδη, σοφίστηκε νά κηρύξει ἔκπτωτους δώδεκα Μητροπολίτες, γιά νά ἐγκαταστήσει στούς θρόνους τους δικά του πρόσωπα, ἀπόλυτα ἐξαρτημένα καί ἀνίκανα νά προβάλουν ἀντίσταση στά ἔνοχα τολμήματά του. Καί τούς ἀπομάκρυνε ὅλους αὐτούς τούς Ἱεράρχες, χωρίς νά ἀπαγγείλει σέ βάρος τους κατηγορίες, χωρίς νά διατάξει ἀνακρίσεις, χωρίς νά τούς παραχωρήσει τό δικαίωμα νά ἀπολογηθοῦν, χωρίς νά τούς δικάσει. Μέ μόνη τήν ἐπίκληση τῶν δυό Συντακτικῶν Πράξεων, 3 καί 7, πού τίς ἐξέδωσε, ἡ δικτατορική μαφία, ὕστερα ἀπό δική του παράκληση. Καί σέ χρόνο «μηδέν». Σφάγια νά ἦταν, θά δαπανοῦσε περισσότερο χρόνο, γιά νά τά ἐξοντώσει.
Καί -τό ἀκόμα πιό βάρβαρο- γιά νά ἀποκλείσει τό ἐνδεχόμενο προσφυγῆς τῶν καρατομηθέντων Ἱεραρχῶν στήν πολιτική Δικαιοσύνη, ζήτησε ἀπό τούς δικτάτορες καί ἐνσωμάτωσαν, στίς Συντακτικές Πράξεις, διατάξεις, πού ἀπαγόρευαν την προσφυγή στήν Ἀνώτατη Δικαιοσύνη τῆς πατρίδας μας, στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας.
Τό ἄρθρο 5, τῆς Συντακτικῆς Πράξης 3, ὅριζε: «Πράξεις ἐκδιδόμεναι κατ᾿ ἐφαρμογήν τῶν διατάξεων τῆς παρούσης ἤ τοῦ κατ᾿ ἄρθρον 4 αὐτῆς ἐκδοθησομένου Νομοθετικοῦ Διατάγματος δέν ὑπόκεινται εἰς αἴτησιν ἀκυρώσεως ἤ προσφυγήν ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καί ἐάν προβάλλεται λόγος ἀκυρώσεως ἀναφερόμενος εἰς τούς ὑπό τῆς παρούσης ἤ τοῦ ὡς ἄνω Νομοθετικοῦ Διατάγματος τιθεμένους ὅρους καί προϋποθέσεις».
Καί στό ἄρθρο 2 τῆς 7ης Συντακτικῆς Πράξης ἐπαναλαμβάνεται καί ἐπεκτείνεται ἡ ἀπαγόρευση: «...Ἡ ἀπόφασις ἐκτελεῖται ἅμα τῇ δημοσιεύσει της διά τῆς ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, μή ὑποκειμένη εἰς ἔνδικον μέσον ἤ προσφυγήν ἐνώπιον πάσης ἐκκλησιαστικῆς ἤ πολιτειακῆς ἀρχῆς ἤ δικαστηρίου».
Οἱ διατάξεις αὐτές ἔβαλαν χειροπέδες στήν Ἐκκλησία καί στούς λειτουργούς Της. Καί ἄφησαν ἀνοιχτό τό γήπεδο τῆς παρανομίας καί τῆς ἀσυδοσίας στόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ καί στήν ὁμάδα του, πού μόνο ὅραμα καί μόνη ἐπιδίωξη εἶχε τήν ἐξασφάλιση τῆς ἀσυδοσίας καί τή μονοπώληση τοῦ ἡγετικοῦ, ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργήματος.
***
Τό ἀνουσιούργημα καί ἡ βέβηλη καταπάτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν πολιτειακῶν θεσμῶν ἔγιναν σέ κλάσμα χρόνου. Καί ἡ περί τόν Σεραφείμ ὁμάδα, πού πρωτοστάτησε στήν ἀλλοτρίωση, πανηγύρισε τό ἐπίτευγμα. Ἀλλά δέν πρόλαβε νά κυλήσει ἕνας μήνας καί τό δικτατορικό καθεστώς ἀνατράπηκε. Οἱ διαφωνίες καί οἱ ἀντιμαχίες τῶν πρωτεργατῶν τοῦ Νοεμβριανοῦ κινήματος καί ἡ Τουρκική εἰσβολή στήν Κύπρο, συνετέλεσαν στήν ἀνατροπή τῶν πραξικοπηματιῶν καί στήν ἀποκατάσταση τῆς δημοκρατίας.
Τό κλίμα ἄλλαξε. Πολλές τυραννικές διατάξεις, πού εἶχαν θεσπιστεῖ καί εἶχαν περιορίσει καί ἁλυσοδέσει τήν ἐλευθερία καί τά ἀτομικά δικαιώματα παραγόντων τῆς διοίκησης ἤ ὁμάδων τοῦ λαοῦ, ἄρχισαν νά καταργοῦνται, ἡ μιά μετά τήν ἄλλη. Καί ἡ νομιμότητα νά μπαίνει, ὡς ἀποκλειστικός ρυθμιστής, στό τεραίν τῆς καθημερινότητας.
***
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο καί οἱ ἐκκλησιαστικοί παράγοντες, πού ἔπεσαν θύματα τῆς μανίας τῶν συλλειτουργῶν τους, κινήθηκαν γιά νά ἀποσείσουν τίς ἁλυσίδες τῆς αἰχμαλωσίας καί νά μπορέσουν νά συνεχίσουν τήν ἰερή διακονία τους. Βαδίζοντας, μέ σεβασμό, στό μονοπάτι τῆς νομιμότητας, ἐπιδίωξαν νά ἐνημερώσουν τούς φορεῖς τοῦ δημοκρατικοῦ πνεύματος καί λειτουργούς τῆς νόμιμης, δημοκρατικῆς διοίκησης, ὅτι ἡ διατήρηση τῶν ἀπαγορεύσεων προσφυγῆς στήν ἑλληνική δικαιοσύνη, πού θέσπισαν οἱ Συντακτικές Πράξεις τῶν Ἰωαννίδη-Σεραφείμ, ἀποτελοῦσε καρκίνωμα, πού ἔπρεπε νά ἐκκαθαριστεῖ.
Ἡ πρωτοβουλία, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς δημοκρατικῆς τάξης καί στά ἐνδότερα τῆς Ἐκκλησίας, τάραξε τό κύκλωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς τυραννίας. Καί οἱ πρωταγωνιστές τοῦ Ἰωαννιδείου-Σεραφειμικοῦ ἐγχειρήματος, ἀναστατωμένοι, ἐνεργοποιήθηκαν νά ἀποτρέψουν τήν ἀνατροπή τῶν «τετελεσμένων» τους.
Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν σχημάτων ἄκουγαν καί τούς Μητροπολίτες-θύματα τῶν Συντακτικῶν Πράξεων, ἄκουγαν καί τούς θῦτες, πού μέ θρασύτητα ἀπαιτοῦσαν νά μήν ἀνατραποῦν τά «κατορθώματά» τους. Ἀλλά, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ὅσο ὁ ἀέρας τῆς δημοκρατίας ἔσπρωχνε πρός τήν ἔξοδο τήν καταχνιά τῆς τυραννίας, ἡ διατήρηση τῶν ἁλυσίδων τοῦ Ἰωαννιδείου σχήματος, προδιδόταν ὡς ἀπαράδεκτη. Καί στόν κύκλο τῶν μελῶν τοῦ Κοινοβουλίου ὡρίμαζε ἡ ὑποχρέωση τῆς νομοθετικῆς ἀκύρωσης τῶν Συντακτικῶν Πράξεων, πού ἐξακολουθοῦσαν νά τό στηρίζουν καί τῆς ἀπόδοσης τῶν ἐλευθεριῶν στούς, ἐπί σειρά ἐτῶν, διωκόμενους Ἱεράρχες.
Στή φάση αὐτή τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ἔχασε τήν αὐτοπεποίθηση τῆς ἀσφάλειας καί τή θωριά τοῦ νικητῆ. Μπῆκε στό κλίμα τῆς ἀγωνίας καί τοῦ φόβου. Ἄν ἡ δημοκρατική Κυβέρνηση καταργοῦσε τίς Συντακτικές Πράξεις τῆς Δικτατορίας καί τά ἀπαράδεκτα, πού ἐξασφάλιζαν τόν ἐκκλησιαστικό σφαγιασμό τῶν δώδεκα Ἱεραρχῶν, αὐτοί θά γύριζαν στίς ἐπάλξεις τους καί αὐτός θά ἔπεφτε, αὐθημερόν, ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο.
Καταφοβισμένος, ἀναζητοῦσε διέξοδο. Καί τή βρῆκε. Ἀποφάσισε νά κάνει ἀνάποδη χρήση τοῦ «ἐκκλήτου» καί νά στείλει αὐτός -ὁ δικαστής καί σφαγέας- τό φάκελλο τῶν δώδεκα στήν Κωνσταντινούπολη.
Στίς 16 Μαρτίου τοῦ 1976 ἐξεμαίευσε μιά συνοδική ἀπόφαση, πού ἔλεγε, ὅτι τό θέμα τῶν δώδεκα Μητροπολιτῶν παραπέμπεται στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ παραπομπή ἦταν τέχνασμα. Ἔγινε γιά νά κερδηθεῖ χρόνος. Καί γιά νά ξεφύγει τό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο ἀπό τήν Κυβερνητική πίεση. Ἀπό τήν ἀπαίτηση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων, πού ἐνημερωμένος ἀπό πολλούς παράγοντες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, εἶχε υἱοθετήσει τήν ἄποψη, ὅτι ἔπρεπε νά καταργηθοῦν, σύντομα, τά «ἀπαράδεκτα» τῶν Συντακτικῶν Πράξεων 3 καί 7 καί νά ἀποδοθεῖ στούς δώδεκα Ἱεράρχες τό ἀναφαίρετο δικαίωμα προσφυγῆς στήν ἀνώτατη ἑλληνική Δικαιοσύνη.
Ἡ ἐφημερίδα «Ἐθνικός Κήρυξ», πού ἐκδιδόταν ἐκείνη τήν ἐποχή, μέ ἐκτενές ρεπορτάζ, στιγμάτισε τόν πονηρό ἑλιγμό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Πρός ἐνημέρωση, μεταφέρω ἕνα μικρό ἀπόσπασμα.
«...Ἀπό τῆς παρελθούσης Τρίτης τό ἐκκλησιαστικόν εἰσῆλθεν εἰς νέαν κρίσιν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, χωρίς νά ἔχῃ ἐγγράψει τό θέμα εἰς τήν Ἡμερησίαν Διάταξιν καί μέ πρότασιν ὅλως αἰφνιδιαστικήν, ὑπέκλεψε τήν συγκατάθεσιν τῶν συνοδικῶν διά νά ἀποστείλῃ τήν ὑπόθεσιν τῶν 11 Μητροπολιτῶν (σημ. ὁ δωδέκατος εἶχε ἐκδημήσει) εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον».
Ἀφοῦ ἐπί μίαν ὁλόκληρον διετίαν ἐφρόντισεν αὐτός προσωπικῶς καί διά τῶν ὀργάνων του νά τούς κατασυκοφαντήσῃ ὅτι δέν ἐσεβάσθησαν τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ἀφοῦ προσεπάθησε μέ κάθε τρόπον νά κολακεύσῃ μερικούς ἀπό τούς ἐπισκεφθέντας τήν Ἑλλάδα ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα νά κατέλθῃ ὁ ἴδιος εἰς τό ἀεροδρόμιον κατά τήν πρό ὀλίγων μόλις ἡμερῶν ἀναχώρησιν ἑνός ἐξ αὐτῶν ἐξ Ἑλλάδος, ἐνεπνεύσθη τώρα τήν κομπίναν νά στείλῃ τήν ὑπόθεσιν πρός κρίσιν εἰς τόν πρῶτο θρόνον τῆς Ὀρθοδοξίας...».
Σειρά δημοσιευμάτων στόν ἡμερήσιο Τύπο ἀποκάλυπτε, ὅτι τήν ἀπόφαση τῆς παραπομπῆς τοῦ φακέλλου τῶν καταδικασθέντων χωρίς δίκη Μητροπολιτῶν τήν ὑπαγόρευσαν ταπεινά ἐλατήρια. Ἀλλά καί ἐκκλησιαστικοί παράγοντες, πού παρά τήν πίεση καί τόν ἐκφοβισμό, διέσωζαν τό θάρρος τῆς γνώμης τους καί τήν τόλμη νά ἐκφραστοῦν δημόσια, διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα καί εἶπαν, ὅτι ἡ δόλια αὐτή πράξη ἐκθέτει ἀνεπανόρθωτα τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, ἔκανε τούτη τή δήλωση:
«Ἐκ δημοσιευμάτων τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Τύπου ἐπληροφορήθην, ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε νά παραπέμψῃ τό ἀπό διετίας προκληθέν καί συνταράττον, ἔκτοτε, τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν ζήτημα, συνιστάμενον, ὡς γνωστόν, εἰς τόν ἄνευ δίκης κρημνισμόν ἀπό τόν θρόνον τῶν δώδεκα σεμνῶν, ἀδιαβλήτων, εὐλαβῶν καί κανονικωτάτων (ἀφοῦ εἶχον ἀναγνωρισθῆ ὑπό συμπάσης τῆς παλαιοτέρας Ἱεραρχίας) Ἱεραρχῶν, ἐνώπιον τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, διά τήν ὑπ᾿ αὐτοῦ ρύθμισιν τοῦ ζητήματος.
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς εἶναι γνωστόν, διαθέτει διακεκριμένους καί σοφούς κανονολόγους, οἱ δέ συγκροτοῦντες τήν Πατριαρχικήν Σύνοδον ἀρχιερεῖς ἔχουν νοῦν καί σύνεσιν.
Ἡ προσφυγή τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας πρός τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον διά τήν λύσιν τοῦ προβλήματος (καί μάλιστα ἀναφορικῶς πρός τούς ἐκθρονισθέντας Ἱεράρχας τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος) εἶναι καί ἀντικανονική καί ἀντισυνταγματική καί ἀκατανόητος. Προδίδει δέ ἀμηχανίαν, ἀπελπισίαν καί ἀπόγνωσιν τῶν πρωταιτίων τῆς ἀνωμαλίας, ὡς καί ἀδυναμίαν ἀντιμετωπίσεως καί συγκρατήσεως ὑπ᾿ αὐτῶν τῆς δυσφορίας καί δικαίας ἀγανακτήσεως τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, καταδικάζοντος τήν ἀνήκουστον ἐνέργειαν καί ἀποδοκιμάζοντος τούς αὐτουργούς τῆς ἐγκληματικῆς πράξεως.
Πιστεύομεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον θά σκεφθῇ σωφρόνως καί θ᾿ ἀποφασίσῃ μετά περισκέψεως καί δέν θά ἐμπέσῃ εἰς ἐπικίνδυνον δίνην.
Οὔτω θ᾿ ἀποφύγῃ ν᾿ ἀναμιχθῇ εἰς τά ἐσωτερικά ξένης, δηλαδή Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ὡς ἡ Ἑλλαδική διά νά μή προκαλέσῃ ἀντιπάθειαν καί ἀποστροφήν εἰς τόν θρησκεύοντα Ἑλληνικόν λαόν καί τήν σεβασμίαν Ἱεραρχίαν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ πρός τόν Σεπτόν Οἰκουμενικόν Θρόνον ἀγάπη θά ψυγῇ, ὁ δ᾿ ἔναντι τούτου σεβασμός κλήρου καί λαοῦ θά ἐκλείψῃ!
Πιστεύομεν, ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος δέν θά ἐμπέσῃ εἰς τήν στηθεῖσαν παγίδα, ὅτι δέν θά συμπαρασταθῇ τοῖς ἁμαρτήμασι, δέν θά ἐπευλογήσῃ τό ἔγκλημα, δέν θά συντελέσῃ εἰς τήν διαιώνισιν τῆς ἐκκρεμότητος, τῆς ἐκκλησιαστικῆς δῆλον ὅτι ἀκαταστασίας καί τῆς συγχύσεως, δέν θά καλύψῃ προστατευτικῶς τούς ἐνόχους, δέν θά μηκύνῃ τό μαρτύριον ἀθώων, δέν θά συνευδοκήσῃ τῇ ἀναιρέσει συμπαθῶν ἀδελφῶν, δέν θ᾿ ἀμαυρώσῃ τήν τιμήν του καί δέν θά καταρρακώσῃ τό οἰκουμενικόν του κῦρος.
Πιστεύομεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον θά κρατηθῇ εἰς ὕψη ἀξιοπρεπείας, διά δέ τῶν πατριαρχικῶν νουθεσιῶν καί σοφῶν παραινέσεων θά ἐπαναφέρῃ τούς πρωταιτίους καί δημιουργούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως εἰς τήν ἐξ ἧς ἐκεῖνοι ἐξετράπησαν Κανονικήν πορείαν.
Ἐν οὐδεμιᾶ ἐξ ἄλλου περιπτώσει θέλω νά πιστεύω εἰς τήν μετ᾿ ἐπιτάσεως παρά τῷ ἑλληνικῷ λαῷ κυκλοφοροῦσαν ἀνατριχιαστικήν φήμην, καθ᾿ ἥν δῆθεν ἡ Συνοδική ἀπόφασις ἐλήφθη κατόπιν προσυνεννοήσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ μετά τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν πρότριτα διελθόντος Γέροντος Σεβ. ἁγίου Χαλκηδόνος, τοῦ τελευταίου, ὡς ἄδεται, ὑποσχεθέντος τήν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ρύθμισιν τοῦ ζητήματος, συμφώνως ταῖς ἐνδομύχοις ἐπιθυμίαις τῶν τολμησάντων τό ἀποτρόπαιον Κανονικόν τοῦτο ἔγκλημα».
***
Τά γεγονότα, καθώς ἐξελίχτηκαν, ἀπέδειξαν, ὅτι ἡ συνεννόηση καί ὁ σχεδιασμός τῆς συναλλαγῆς δέν ἦταν ἁπλή φήμη, πού κυκλοφόρησε ἀπό ἀπύλωτα στόματα, ἀλλά σκοτεινή συναλλαγή, πού συμφωνήθηκε καί μεθοδεύτηκε ἀπό τά δυό συγκεκριμένα ἡγετικά στελέχη τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, Κωνσταντινούπολης καί Ἀθηνῶν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ζήτησε νά γίνει ἀποδεκτή ἡ προσφυγή (ὄχι τῶν καταδικασμένων, χωρίς δίκην καί χωρίς ἀπολογία, ἀλλά τῆς ὁμάδας, πού λειτούργησαν ὡς δικαστές ἤ -ἀκριβέστερα- ὡς σφαγιαστές) καί νά ἀπαντηθεῖ κατά τέτοιο τρόπο, πού νά δικαιώνει τή Σεραφειμική ὁμάδα τῶν στυγνῶν καταπατητῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί νά στριμώχνει στή στενωπό τῆς ὑποταγῆς τούς ἀδικημένους Ἱεράρχες. Καί ὁ γνωστός παράγοντας-προύχοντας τοῦ Φαναρίου δήλωσε ὅτι θά ἐξυπηρετήσει τόν Ἀθηνῶν, ἐάν ἐκεῖνος δεχτεῖ νά συμπεριλάβει στό νέο Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού βρισκόταν στό στάδιο τῆς ἐπεξεργασίας, εἰδική διάταξη, ἐπεκτατική τοῦ «ἐκκλήτου», πού κάλυπτε, ἴσαμε κείνη τή στιγμή, τούς Μητροπολίτες τῶν Νέων Χωρῶν καί στίς περιπτώσεις τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδας, γιά νά περιέλθουν ὅλοι ὑπό τόν ἔλεγχο καί τήν ἐξουσία τοῦ Πατριαρχείου.
Ὁ Σεραφείμ, δίχως νά μετρήσει τό βάρος καί τίς συνέπειες τοῦ ἐγχειρήματος, εἶπε τό «Ναί». Ἔδωσε τή συγκατάθεση καί εἰσέπραξε τήν ὑπόσχεση. Και ὁ Φαναριώτης, ἀντί νά ὑποδείξει στόν Σεραφείμ τό χαοτικό ἄνοιγμα τῆς ἐκτροπῆς καί νά τοῦ ὑποδείξει τό χρέος τοῦ ἐπανεντροχιασμοῦ στό ἀπαράβατο ὁροθέσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δέχτηκε νά σύρει ὁλόκληρο τό Πατριαρχεῖο στήν ἀντικανονικότητα καί στή χλεύη, γιά νά κερδίσει πόντους δόξας, μέ τήν πιθανή ἐκδίκαση, ἀφ᾿ ὑψηλοῦ, ἀπό τήν καθέδρα ἑνός ἀνώτατου, Οἰκουμενικοῦ Δικαστηρίου, κάποιο ταλαίπωρο Ἕλληνα Ἱεράρχη, πού θά ἐμφανιζόταν μπροστά του, φορτωμένος μέ βαρειές κατηγορίες καί θά ζητοῦσε τό Πατριαρχικό ἔλεος.
Συναλλαγές ὑπόγειες, σκοτεινές καί βρώμικες. Αὐτές συμφωνήθηκαν καί αὐτές δρομολογήθηκαν τό Μάρτιο τοῦ 1976.
Ὁ Σεραφείμ, ὁ δικαστής, πού καταδίκασε σέ ποινή ἐξόντωσης τούς δώδεκα Μητροπολίτες, ἔστειλε τήν «ἔκκλητη» ἀναφορά του στήν ἀνώτατη(!!!) Πατριαρχική ἀρχή. Καί ἐκεῖνο, ἔμεινε νά περιμένει τήν κατάθεση τῆς ἀμοιβῆς. Τήν ἐπιψήφιση ἀπό τή Βουλή τῶν Ἐλλήνων τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτη, μέ τήν προσθήκη τῆς διάταξης, πού θά ἀναβάθμιζε, ἀντικανονικά καί θά διεύρυνε, πλασματικά, τήν ἐξουσία του.
Ὁ κενός χρόνος τῆς ἐπιφανειακῆς σιωπῆς καί τῆς ὑπόγειας διαπλοκῆς κράτησε δεκαπέντε ὁλόκληρους μῆνες.
Στό διάστημα αὐτό, ἕνας κυβερνητικός ἀνασχηματισμός ἔσπρωξε μακρυά ἀπό τόν ὑπεύθυνο θῶκο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί Θρησκευμάτων, τόν ὑπουργό, πού σχεδίαζε τήν κατάργηση τῶν Συντακτικῶν Πράξεων τῆς Δικτατορίας καί προωθοῦσε τήν παροχή στούς Μητροπολίτες τοῦ δικαιώματος προσφυγῆς στήν Ἀνώτατη Δικαιοσύνη, στό Συμβούλιο τῆςἘπικρατείας. Ὁ ὑπουργός, πού κάθησε στήν κενή θέση τῆς ἐξουσίας, εὐθυγραμμίστηκε στά αἰτήματα τοῦ Σεραφείμ, καλύπτοντας τήν ἀντιδημοκρατική συμπεριφορά του μέ τή δικαιολογία, ὅτι ἄν συνέχιζε τήν τακτική τοῦ προκατόχου του, ὁ Σεραφείμ θά ἀντιδροῦσε ἐπιζήμια, γιατί δέ θά ἔδινε τή συγκατάθεσή του νά παραχωρηθεῖ στο Κράτος ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία.
Στό τέλος, περίπου, τοῦ δεκαπεντάμηνου, στίς 31 Μαΐου τοῦ 1977, δημοσιεύτηκε στήν «Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως» ὁ νέος Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Καί αὐτός, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἐπισημοποιοῦσε καί νομιμοποιοῦσε τήν ὑπόγεια συμφωνία τῆς ἑκατέρωθεν (Ἀθηνῶν καί Κωνσταντινούπολης) διαφθορᾶς. Ἀμέσως μετά, τήν 1η Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους, καθαρογράφτηκε καί στάλθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀπάντηση τοῦ Πατριαρχείου. Ἕνα κείμενο, πού θά μείνει στήν ἱστορία, ὡς ντοκουμέντο παρακμῆς καί ὡς ἐκποίηση τῆς παλιᾶς, ἱστορικῆς δόξας, γιά τήν ἐξαγορά μιᾶς ψήφου ἀναγνώρισης ἀπό καταλεκιασμένα καί κατασπιλωμένα χέρια.
Μεταφέρω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρόλογο, πού μαρτυρεῖ νοσηρή αὐτοδιαφήμιση καί ἐνήδονη ὑπογράμμιση αὐξημένων δικαιωμάτων καί ὑψηλῶν ἁρμοδιοτήτων στό πλαίσιο τῆς συνύπαρξης καί τῆς συνεργασίας τῶν Τοπικῶν, Ἁγιωτάτων, Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν:
«...Ἐλάβομεν ἐν καιρῷ τό ἀπό 9 Ἀπριλίου 1976, ἀριθμ. Πρωτ. 1791, ἀδελφικόν γράμμα, δι᾿ οὗ ἡ Ὑμετέρα λίαν ἀγαπητή καί περισπούδαστος ἡμῖν Μακαριότης, ἀποφάσει τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀνεφέρετο πρός τόν καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν θρόνον, ὡς ἔχοντα ἀπό κανόνων καί σεπτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐκ τῆς μακραίωνος ἐκκλησιαστικῆς πράξεως τό δικαίωμα καί καθῆκον τοῦ μεριμνᾶν καί περί τῆς ἐν πίστει καί ἀγάπῃ ἑνότητος τῶν ἐν ἀνάγκαις ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, μετά τῆς καθ᾿ Ἑλλάδα δέ Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας συνδεόμενον καί δι᾿ ἰδιαιτέρων στενῶν δεσμῶν, ἐπικαλουμένη τήν παρέμβασιν καί συναντίληψιν αὐτοῦ, ὀφειλετικῶς ἄλλωστε κατά τά διαγορευόμενα τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 ἔτους, πρός ἀποκατάστασιν τῆς εἰρήνης καί τῆς ὁμαλῆς ζωῆς ἐν τῇ δοκιμαζομένῃ αὐτόθι Ἱεραρχίᾳ...».
Μεταφέρω καί ἕνα δεύτερο ἀπόσπασμα, πού ἀποκαλύπτει τήν ἐκ τῶν προτέρων εὐθυγράμμιση τῶν παραγόντων τοῦ Πατριαρχείου μέ τήν τακτική τοῦ Σεραφείμ. Δίχως νά γνωστοποιήσουν τό βαρύ κατηγορητήριο στούς ἐμπερίστατους Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δίχως νά τούς ἀκούσουν νά ἀπολογοῦνται, δίχως νά ὑπολογίσουν τήν ἀντικανονικότητα τῆς αὐθαίρετης ἐκδίωξής τους ἀπό τούς Μητροπολιτικούς τους θρόνους, τούς ἀντιμετώπισαν ὡς βαρύτατα ἐνεχόμενους γιά παραπτώματα, πού δέν ὑπῆρχαν, πού δέν τά ἀνέφεραν καί δέν τά περιέγραψαν καί φόρτωσαν σ᾿ αὐτούς ὅλη τήν εὐθύνη τῆς ἀνωμαλίας, πού ἔφερε τήν ἑλληνική Ἐκκλησία στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ.
«...Ὅθεν, ἀπέχοντες πάσης εἰς τά ἐπί μέρους διεισδύσεως καί τήν βαθεῖαν λύπην τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας διά τά αὐτόθι, ἐπί ζημίᾳ τῶν ἱερῶν συμφερόντων καί τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας οὐ μήν δ᾿ ἀλλά καί ἐπί προφανεῖ σκανδαλισμῷ τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μεταξύ τῶν ἀδελφῶν ἀτάκτως ἐπισυμβαίνοντα, ἔκδηλον ποιούμενοι καί ἐκφράζοντες, ἐξ ὀνόματος αὐτῆς ἀπευθύνομεν πρός πάντας, συνοδικῇ ἀποφάσει, ἔνθερμον προτροπήν καί παράκλησιν, καλοῦντες εἰς συναίσθησιν τῆς βαρυνούσης τούς ποιμένας ἱερᾶς εὐθύνης, ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔναντι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὑπέρ οὗ λόγον ἀποδώσομεν πρό τοῦ ἀδεκάστου βήματος ἐν τῇ φρικτῇ τοῦ Χριστοῦ δευτέρᾳ παρουσίᾳ».
***
Πῶς νά ἐκτιμήσει ὁ μελετητής τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς μας ἰστορίας ἤ ὁ ἁπλός παρατηρητής τῆς γύρω του πραγματικότητας αὐτή τή θολή καί μικροσυμφεροντολογική παρέμβαση τοῦ σεπτοῦ Πατριαρχείου, τοῦ προκαθημένου του καί ὅλων τῶν ἄμεσων συμβούλων του καί συνεργατῶν του;
1. Ἡ διακεκριμένη(!!) πατριαρχική ὁμήγυρις ἐπεδίωξε νά ἐπεκτείνει τό δικαίωμα παρέμβασής της στήν Αὐτοκέφαλη (δηλαδή αὐτοδιοίκητη) Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ τόν ἐξαναγκασμό γιά θέσπιση εἰδικῆς διάταξης Νόμου. Αὐτή ἡ ἐπιδίωξη, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἐκθέτει καί τό σημερινό Πατριάρχη, πού ἀγνόησε τίς ἀπαγορεύσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί στηρίχτηκε στό νόθο προϊόν τῆς σκοτεινῆς διαπλοκῆς τοῦ 1977, γιά νά ἐξασφαλίσει τήν ὑπεροχική ἀνάμειξή του στήν ἐκδίκαση τῶν παραστρατημάτων τοῦ μοναχοῦ Μπεζενίτη.
2. Πῶς ἡ Πατριαρχική Σύνοδος δέν ἐνοχλήθηκε ἀπό τήν πρωτάκουστη τακτική, νά ὑποβληθεῖ τό αἴτημα ἐπανεκδίκασης τῆς ὑπόθεσης -σέ ἀνώτατο, τελευταῖο βαθμό- ἀπό τόν Σεραφείμ, πού καταδίκασε χωρίς δίκη καί ὄχι ἀπό τούς Μητροπολίτες, πού καταδικάστηκαν ἀναπολόγητοι; Ὅταν εἶδε νά ἐκδιπλώνεται μπροστά του αὐτή ἡ ἀπρέπεια καί αὐτή ἡ βάρβαρη καταπάτηση τῶν στοιχειωδῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, γιατί δέν ἔστειλε τό «ἔκκλητο» τοῦ Σεραφείμ πίσω, μέ τή ἔνδειξη καί τή σύσταση, ὅτι αἴτηση «ἐκκλήτου» ἔχουν τό δικαίωμα νά ὑποβάλλουν αὐτοί, πού δικάζονται καί καταδικάζονται καί ὄχι ἐκεῖνοι, πού δικάζουν τούς ἀπόντες καί καταδικάζουν τούς ἀναπολόγητους;
3. Ἡ Πατριαρχική αὐλή, μέ τήν ἀπάντηση, πού ἔστειλε τότε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, καταλογίζει εὐθῦνες στούς Μητροπολίτες, πού καταδικάστηκαν ἀναπολὀγητοι, χωρίς καί αὐτή νά ἀσχοληθεῖ «ἐν Δικαστηρίῳ» μέ τή διερεύνηση καί τήν ἐκτίμηση τῶν περιστατικῶν καί μέ τή διακριτική ἐπιμέτρηση τῶν εὐθυνῶν στούς πραγματικά ἔνοχους; Ἀπό ποῦ ἄντλησε αὐτό τό δικαίωμα; Ποιός Ἱερός Κανόνας ἐπέτρεψε νά διατυπώσει ψόγο ἐναντίον Μητροπολιτῶν, πού δέ δικάστηκαν καί δέν ἀπολογήθηκαν, ὡς ἐνεργοῦντας «ἐπί ζημίᾳ τῶν ἱερῶν συμφερόντων καί τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας οὐ μήν δ᾿ ἀλλά καί ἐπί προφανεῖ σκανδαλισμῷ τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ»;
4. Ὁ σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, πού κόπτεται κυριολεκτικά, νά ἀσκήσει λειτούργημα ἀνώτατου δικαστή στήν περίπτωση Μπεζενίτη, γιατί δέν ἀνέσυρε, ἴσαμε σήμερα, τό φάκελλο τῆς περιπέτειας τῶν δώδεκα ἀδελφῶν του, τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πού μέ διαδικασίες τῆς «Ἱερῆς ἐξέτασης», τούς ἔστειλαν καί οἱ ἑλλαδίτες καί οἱ πατριαρχικοί κακοδιαχειριστές ὑψηλῶν λειτουργημάτων καί προνομίων στό πῦρ τό ἐξώτερο; Γιατί δέ συνέστησε στή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στήν τριάδα τῶν προκαθημένων της, μέ τούς ὁποίους ἀντάλλαξε, ὄχι μιά, ἀλλά πολλές φορές, ἀδελφικό ἀσπασμό, νά ἀποκαταστήσουν τήν Κανονική Τάξη; Γιατί δέν ἀγωνίστηκε, μέ εὐσυνειδησία καί μέ ἀγάπη, νά φέρει τήν εἰρήνη καί τήν ἀδελφοσύνη στήν ἀδελφή Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος;
Ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ ἁγίου Φωτίου τοῦ μεγάλου καί ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων πατριαρχῶν, ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τή χωματερή Μπεζενίτη; Σύμφωνα μέ τά ἐπίσημα ἀνακοινωθέντα καί μέ τήν ἐπίκαιρη δημοσιογραφική πληροφόρηση, ὁ Μπεζενίτης θά συμπληρώσει -θετικά ἤ ἀρνητικά, αὐτό παραμένει συζητήσιμο- τό κασέ τῆς οἰκουμενικῆς προβολῆς καί διαφήμισης(!!), Καί ὁ Πατριάρχης θά κρατήσει, γιά πολύ, στήν ἐξέδρα τῆς δημοσιογραφικῆς ἀνάδειξης τό εἴδωλο τοῦ καθηρημένου ἱεράρχη, μέ σκοπιμότητα τήν ὑπογράμιση πρωτείων του καί δικαιωμάτων του.
Κατά τίς ἐκτιμήσεις σοβαρῶν παραγόντων τοῦ κοινωνικοῦ καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου, ἡ διολίσθηση σ᾿ αὐτό τό ρεῦμα τῆς ἐκτροπῆς θά ἐγγράψει μιά μαύρη, ἀφόρητα προβληματική καί ἀπωθητική σελίδα στήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί θά χαράξει ἀπαξιωτική καί ἀπορριπτική κρίση γιά τούς ἐκποιητές τῆς λαμπρῆς, μακραίωνης παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας τῆς «Δεύτερης Ρώμης».
***
Τό κατάντημα τοῦ Συνοδικοῦ σχήματος διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος -εἶναι ὁμολογημένο- κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀποδείχτηκε ἀσυγκράτητο. Ἀλλά, ἐξελίχτηκε ἀκόμα ἐπικινδυνότερο, σύρθηκε σέ ἀπύθμενα βάθη, μέ τήν Πατριαρχική ἀνάμειξη στήν ὑπόθεση Μπεζενίτη. Ὁ σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, θεώρησε τήν εὐκαιρία πρόσφορη, γιά νά δείξει τήν «οἰκουμενικότητα» τῆς πυγμῆς του. Καί ἔσυρε, πάνω στήν Πατριαρχική, Συνοδική Τράπεζα, τίς πολλές καί ἀποκρουστικές παραβιάσεις τοῦ Εὐαγγελικοῦ πλαισίου καί τῶν Συνοδικῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐκ μέρους τοῦ, ἄλλοτε, Ἐπισκόπου καί, ἐσχάτως, καθηρημένου Παντελεήμονα Μπεζενίτη. Πίστεψε, ὄτι μέ τήν ἰδιοποίηση τοῦ ρόλου τοῦ ἀνώτατου δικαστή, τήν ἀποδοχή τῆς ἔκκλητης ἀναφορᾶς Μπεζενίτη καί τήν ἔκδοση ἀμετάκλητης ἀπόφασης, θά κατακύρωνε τόν ἡγετικό του ρόλο στήν «κατά ἀνατολάς» Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς Πατριαρχικῆς πρωτοβουλίας σχολιάζονται εὐρύτατα, ὡς ἔκπτωση στήν περιθωριακή ἀσημότητα καί ὡς συντριβή.
«Ἔστιν ὁδός ἥ δοκεῖ ὀρθή εἶναι παρά ἀνθρώποις, τά δέ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ἅδου» (Παροιμ. ιδ΄ 14).
Ὁ Πατριάρχης, ὁ ἀχθοφόρος τῶν ἱστορικῶν τίτλων τῆς Πόλης τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τοῦ Συναξαρίου τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν, κατάντησε διαχειριστής τῶν ἀνομιῶν ἑνός καθηρημένου. Φόρτωσε, ὡς διακοσμητικά, στό ὠμοφόριό του, τίς ἀπαξιωτικές σφραγίδες τῆς πολλαπλῆς ἐνοχῆς τοῦ Μπεζενίτη. Καί, ἀντί νά λιτανεύει τή διδαχή καί τό βίωμα, τή φωτεινότητα τῆς ἀλήθειας καί τήν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητας τῆς Ὀρθοδοξίας μας, φωτίζει καί διαφημίζει τό χαοτικό ἄνοιγμα τῆς ἐκτροπῆς καί τίς ἀπαξιωτικές συμπεριφορές τῶν ἐκμεταλλευτῶν τῆς ἀτίμητης πνευματικῆς κληρονομιᾶς μας.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων