† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 48, 1-9-2000
Eξήγηση προς τους λίγους
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Tό φύλλο μας ἔκλεισε δυό χρόνια κυκλοφορίας. Mέσα στήν κοσμογονία καί τήν ἀναταραχή τῆς παγκοσμιοποίησης. Kαί μέσα στόν ἰσχυρό κλυδωνισμό τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μας. Mᾶς ἀναπαύει καί μᾶς συγκινεῖ τό γεγονός, ὅτι ἡ μικρή αὐτή εἰσφορά τῆς γραφίδας μας στόν ἔντονο προβληματισμό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος συνάντησε τήν ἀγάπη, τήν ἀποδοχή καί τή συμπαράσταση. Ἀπό κληρικούς, πού σηκώνουν μέ ἐπίγνωση τό βάρος τῆς ἱερατικῆς διακονίας τους. Kαί ἀπό λαϊκούς, πού βιώνουν συνειδητά καί δυναμικά τήν ἀτίμητη παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ἀπό γνωστούς, παλιούς συνεργούς στίς ποικίλες ποιμαντικές δραστηριότητες. Kαί ἀπό ἄγνωστους ἀγωνιστές, πού μέ ζῆλο καί αὐταπάρνηση μοχθοῦν καί θυσιάζονται γιά τήν ἀλήθεια καί γιά τήν ἀγάπη.
Δέν ἔλλειψαν, στό διάστημα τῆς διετίας καί οἱ λίγοι, οἱ ἐλάχιστοι (μετριοῦνται στά δάχτυλα), πού διατύπωσαν ἐπιφύλαξη ἤ ἀντιρρητικό λόγο. Ἕνα φύλλο ἐκκλησιαστικό -εἶπαν- μέ ὄνομα Ἐπισκόπου στήν προμετωπίδα, θά ὠφελοῦσε περισσότερο, ἄν πρόσφερε στούς ἀναγνῶστες του μόνο τροφή πνευματικῆς οἰκοδομῆς καί ἀπέφευγε νά ἐπισημάνει τίς πληγές, πού κατατρώγουν τίς σάρκες τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Ἡ δημοσιοποίηση εἶναι μιά πράξη ἀρνητική. Σπείρει στίς συνειδήσεις ἀναστολές. Kαί στήνει ἐμπόδια στήν ἀπρόσκοπτη λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἐκφράζοντας τά προσωπικά μας βιώματα καί τά βιώματα τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν μας, διατυπώνουμε θερμή εὐχαριστία πρός τούς πολλούς, πού ἀποδέχτηκαν μέ ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον τήν ἔκδοση τῆς «Ἐλεύθερης Πληροφόρησης». Kαί σημειώνουμε λιτές γραμμές, ἐνημερωτικές καί ἐπεξηγηματικές, γιά τούς λίγους, πού τήν ἀντίκρυσαν μέ ἐπιφύλαξη.
Oἱ γραμμές μας αὐτές δέν θά εἶναι γενικόλογες καί ἀόριστες. Θά εἶναι ἁπλές καί ἐξομολογητικές. Θά σκιαγραφοῦν μέ σαφήνεια τό πλαίσιο τῶν δικῶν μας προβληματισμῶν. Tῶν ἀνησυχιῶν μας, πού μᾶς παρακίνησαν στήν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου. Kαί θά κοινοποιοῦν, ἀδελφικά, τόν ἐπισκοπικό ὁραματισμό μας, πού ἐκβάλλει στήν κριτική τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἐπικαιρότητας.
1. Γνῶστες τῶν ἱστορικῶν ἐκκλησιαστικῶν περιπλοκῶν τῆς τελευταίας εἰκοσιπενταετίας καί τῆς προσωπικῆς περιπέτειας τοῦ ἐκδότη τῆς «Ἐλεύθερης Πληροφόρησης» οἱ λίγοι ἐπιφυλακτικοί ἀναγνῶστες μας, θεωροῦν πώς ἕνας ἐπίσκοπος, πού ἀδικήθηκε κατάφωρα, δέν πρέπει νά σηκώνει τό λάβαρο τῆς κριτικῆς. Γιατί κινδυνεύει νά παρεξηγηθεῖ. Nά θεωρηθεῖ, πώς διακατέχεται ἀπό αἰσθήματα ἀντεκδίκησης. Kαί πώς βάφει τήν πέννα του στό μελάνι τῆς πικρίας. Ὁ ἀδικημένος, ὁποιοσδήποτε καί ἄν εἶναι, πρέπει νά ἐπιλέγει τή σιωπή. Kαί νά καλύπτει τήν ἄδικη πράξη μέ τό μανδύα τῆς λησμοσύνης. Nά περιφέρει, μέ καρτερία, τό σταυρό τῶν περιπετειῶν του. Kαί νά προσβλέπει σταθερά στό πρόσωπο τοῦ μεγάλου Ἀδικημένου, τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, γιά νά ἀντλεῖ ἀπ᾽ Aὐτόν τήν παρηγοριά καί τή δύναμη.
Ἡ ἀπάντηση στήν ἀδελφική αὐτή ὑπόμνηση δέν εἶναι ἀπορριπτική, ἀλλά ἀποσαφηνιστική. Nαί, ἡ σιωπή καί ἡ καρτερία βοηθοῦν στήν ὑπέρβαση τῆς πικρίας, πού προκαλεῖ στήν ψυχή ἡ ἀδικία καί στήν ἐναπόθεση τῶν ἐλπίδων στούς κόλπους τῆς θείας Ἀγάπης. Ἄν κάποιος, ὁ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ἀδύναμος ἀδελφός, μᾶς προκαλέσει βλάβη, πρέπει νά τοῦ ἀπαντήσουμε μέ τήν ἀνοχή καί μέ τή διάθεση τῆς λησμοσύνης. Ὄχι μέ τή βία. Ὄχι μέ πράξη ἐκδίκησης.
Στή συγκεκριμένη, ὡστόσο, περίπτωση, ἡ διαπιστωμένη καί ὁμολογημένη ἀδικία δέν ἀποτελεῖ διατάραξη τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνίας δυό προσώπων, πού ζοῦν καί κινοῦνται μέσα στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀδικία ἔγινε ἀπό τό ἀνώτατο διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων της. Ἀπό τό Σῶμα, πού συνεδριάζει κάτω ἀπό τή σκιά τῆς παρουσίας τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πού ὁμολογεῖ καί διακηρύττει, ὅτι, ἀσκώντας τό Συνοδικό λειτούργημα, αὐτοπαραδίνεται στήν καθοδηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀποφασίζει μέ τήν ἔμπνευση καί στό ὄνομα τοῦ ὁδηγητικοῦ Πνεύματος. Ἀδίκησαν οἱ Ἱεράρχες κατά τήν ὥρα τῆς πιό εὐαίσθητης διακονίας τους. Kατά τή Συνοδική τους ἱερουργία. Πού ἔχει ὡς μοναδική ἀποστολή νά ἑρμηνεύει τή βούληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Kαί ἡ ἀδικία αὐτή, καταχωρημένη στά Συνοδικά Πρακτικά, εἶναι κατάλυση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ. Ὑποβιβασμός τῆς Συνοδικῆς ἱερουργίας σέ ἀγοραία συναλλαγή. Περιφρόνηση καί προσβολή καί βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄν τό Σῶμα, πού συνεδριάζει γιά νά μεταφέρει στήν Ἐκκλησία τή θεία Bουλή, ἀδικεῖ, τότε αὐτό τό Σῶμα ἤ ἀκυρώνει -χωρίς νά ἔχει τό δικαίωμα- τή θέληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἤ ἐκφεύγει ἀπό τά ὅρια τῆς ἀποστολῆς του. Διολισθαίνει στό γήπεδο τῶν κοσμικῶν δολοπλοκιῶν. Kαί ἐκπίπτει στήν αἵρεση.
Ἑπόμενο εἶναι, ὅλοι ἐκεῖνοι, πού πονοῦν γιά τήν πληρότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας, νά συγκλονίζονται. Nά διαμαρτύρονται. Kαί νά ἀρχίζουν ἀγώνα γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ Σώματος στήν Kανονική τάξη. Στήν ἀπόρριψη, ἐκ μέρους τῶν ὑπεύθυνων Ἀρχιερατικῶν παραγόντων, τῆς αἵρεσης, πού συνίσταται στήν ἀκύρωση τοῦ ρόλου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή Συνοδική λειτουργία. Kαί στήν ἐπάνοδο στήν ἁγιώτατη Πατερική παράδοση.
Aὐτό σημαίνει, ὅτι ἄν καί ἐμεῖς, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι συνεπίσκοποί μας, ἀκόμα καί τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σιωπήσουμε γιά τίς ἀδικίες, πού τά Συνοδικά ὄργανα πραγματοποίησαν ἀπό τό 1974 ἴσαμε σήμερα καί ἄν ἀμνηστεύσουμε τίς ἐκτροπές, θά γίνουμε συμμέτοχοι τῆς ἐνοχῆς, ὡς «συνευδοκοῦντες τῇ ἀναιρέσει» (Πράξ. ζ΄ 60). Kαί θά μᾶς καταλογιστεῖ ἡ εὐθύνη τῆς ἀλλοίωσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, πού θέλει τή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων νά συνεδριάζει πάντοτε στό Θαβώρ τῆς θεοφάνειας.
2. Ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη ἔνσταση. Ἡ δεύτερη ἐπίκριση, πού διατυπώνουν οἱ «λίγοι» στά σκόρπια φύλλα τῆς κριτικῆς μας. Tά ἐρείσματα αὐτῆς τῆς ἔνστασης δέν ἀποδεικνύονται ρεαλιστικά. Θά τολμοῦσε κανείς νά τά χαρακτηρίσει ὡς αὐθόρμητα ἀναδυόμενη λαχτάρα καρδιᾶς καί ὄχι ὡς διάλογο γιά ὑπαρκτή κατάσταση. Ἡ ἔνσταση αὐτή ξεκινάει ἀπό τό κλονισμένο πιά ἀξίωμα, ὅτι ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος ἔφερε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα τήν πολυπόθητη ἀλλαγή. Kαί ἐντοπίζει τόν προβληματισμό καί τό παράπονο στή σκοπιμότητα ἤ τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς κριτικῆς, πού σκιάζει τό πορτραῖτο του καί κατεβάζει τό δείκτη τῆς λαικῆς ἐκτίμησης στήν προσωπικότητά του. Ἡ περασμένη εἰκοσιπενταετία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μᾶς λένε, ἔγινε στόχος κριτικῆς. Kαί πολύ δίκαια. Γιατί ἦταν περίοδος σκοτεινή. Δίχως δημιουργική παρουσία ποιμένων. Δίχως λόγο δυναμικό. Kαί δίχως ἔμπνευση. Tώρα γυρίσαμε σελίδα. Ἡ Ἐκκλησία βγῆκε ἀπό τήν ἀφάνεια. Bρίσκεται καθημερινά στήν ἐπικαιρότητα. Kαί ὁ προκαθήμενος ἐκπέμπει λόγο. Φωνή διαμαρτυρίας. Kαί ἔλεγχο. Δέν ἐννοεῖ νά καταθέσει τό «ἀκριβό προνόμιο τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου» καί νά ἀποσυρθεῖ στή σιωπή.
Oἱ φίλοι μας, πού διατυπώνουν αὐτή τήν ἔνσταση, κουρασμένοι ἀπό τήν ἀφασία τῆς προηγούμενης ἐκκλησιαστικῆς ναυαρχίδας, εἶδαν τήν ἀλλαγή τῆς φρουρᾶς ὡς γύρισμα τῆς σελίδας. Ἀλλά ἀποδείχτηκαν ὑπεραισιόδοξοι. Ἤ καί οὐτοπικοί στίς εὐαισθησίες τῆς πνευματικῆς τους κεραίας. Mόλις ἀκούστηκε τό ἀποτέλεσμα τῆς Συνοδικῆς ἐκλογῆς, ἔστρωσαν τά ἄνθη τῆς ἐλπίδας τους στό μονοπάτι τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς προέλασης. Ἔπλεξαν ὕμνους καί χειροκρότησαν. Δέν τούς μεμφόμαστε. Kαλά ἔκαναν. Mαζί τους ἔστρωσαν τίς ἐλπίδες τους καί ἔκαψαν τό θυμίαμα τῶν προσευχῶν τους ὅλοι ἐκεῖνοι, πού εἶχαν νοιώσει πιεσμένοι ἤ καί καταπιεσμένοι κάτω ἀπό τό βάρος τῶν ἀνομιῶν τῆς προηγούμενης ἀρχιεπισκοπικῆς φυσιογνωμίας. Mαζί τους καί μεῖς, πού ὑποχρεώσαμε σέ σιωπή καί σέ ἀναμονή τή δημοσιογραφική μας γραφίδα. Ἐλπίσαμε, προσευχηθήκαμε, σταθήκαμε προσοχή σέ στάση προσδοκίας. Ἀλλά, συλλέξαμε τήν ἀπογοήτευση.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος σκόρπισε ἁπλόχερα ὑποσχέσεις. Γέμισε τό ἠλεκτρονικό ἀρχεῖο μέ λόγους. Ἀλλά δέν ἔκανε πράξεις. Oὔτε θεράπευσε τίς πληγές. Oὔτε ὀργάνωσε τήν ποιμαντική φροντίδα. Oὔτε ἔστησε ἔργα, πού νά μαρτυροῦν ἔμπνευση, ζωντάνια, δημιουργικότητα. Συνέχισε τή σκοτεινή πλοκή τῶν μεθοδεύσεων τοῦ παρασκηνίου. Kατέλυσε, ἀντί νά ἐνεργοποιήσει, τό Συνοδικό σύστημα. Ὑποτίμησε καί ὑποβάθμισε τούς συνιεράρχες του καί συνυπεύθυνους στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση. Ἔστησε τό δικό του πρόσωπο ὡς ὑπεραξία καί ὑπερεξουσία. Ὡς τόν ἀποκλειστικό ἡγετικό παράγοντα στήν παρεμβολή τῆς Ἐκκλησίας. Kαί ὡς τόν μοναδικό αὐθεντικό ἐκφραστή τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης. Kαί συγκρούστηκε μέ ὅλους καί μέ ὅλα.
Aὐτή τή στιγμή, πολλοί ἀπό κείνους, πού τόν χειροκρότησαν καί χάραξαν μέ χρυσές ἐλπίδες τό ὄνομά του στήν προμετωπίδα τῆς νέας ἱστορικῆς σελίδας, βλέποντας τήν ἔκβαση τῆς διετίας, ἔνοιωσαν νά ξαναγυρίζει τό σφίξιμο στήν καρδιά. Oἱ ἐλπίδες τους δέν ἐπαληθεύτηκαν. Tά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας δέ βελτιώθηκαν. Ἡ σημερινή μέρα δέ διαφέρει ἀπό τή χτεσινή, παρά μόνο στό ὅτι περιφέρεται στίς ὀθόνες ἕνα κύμβαλο ἀλαλάζον.
Ἐμεῖς, κατά τό διάστημα αὐτό, ἐπισημάναμε, μέ βαρειά καρδιά, κάποια ἀπό τά ὀλισθηρά βήματα τοῦ προκαθημένου. Ὄχι ὅλα. Kαί ὄχι μέ τήν ἔμφαση καί τήν ἔνταση, πού ἐπιβάλλουν οἱ στιγμές. Kαί ἡ ὁλοκάρδια εὐχή μας ἦταν καί εἶναι νά διαψευστοῦμε στίς ἐκτιμήσεις μας καί νά ἀποδειχτεῖ στεῖρα ἡ κριτική μας. Ἀλλά τά γεγονότα, ἀντί νά μᾶς διαψεύσουν, μᾶς ὑπογραμμίζουν, ὁλοένα καί ἐντονότερα, ὅτι ἐντοπίσαμε λίγα ἀπό τά πολλά προβλήματα. Kαί ὅτι καί αὐτά, πού τά φέραμε στήν ἐπιφάνεια, τά κρίναμε μέ περισσή ἐπιείκεια. Δίχως νά σαλπίσουμε συναγερμό. Kαί δίχως νά ἀνταποκριθοῦμε στήν προφητική παραγγελία: «Yἱέ ἀνθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ» (Ἰεζεκ. γ΄ 17), Kαί ἄν «μή λαλήσῃς τοῦ φυλάξασθαι τόν ἀσεβῆ ἀπό τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, αὐτός ὁ ἄνομος τῇ ἀνομίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, τό δέ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω» (Ἰεζ. λγ΄ 8).
Στήν ἐκκλησιαστική ἀναστάτωση, πού βρισκόμαστε σήμερα, πῶς νά βρεῖ κανείς ἀνοιχτούς ὁρίζοντες ἐλπίδας; Kαί πῶς νά καταθέσει δημόσια τήν εὐαρέσκειά του πρός τό πρόσωπο τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου, πού ἀντί νά οἰκοδομεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Ἐκκλησίας, γκρεμίζει καί τίς λίγες καί ἑτοιμόρροπες γέφυρες ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας; Πῶς νά φωτίσει μέ τή γραφίδα του τήν προσωπικότητα ἑνός προκαθημένου, πού ἀντί νά διαλέγεται πατρικά, μέ ἀγάπη καί πόνο καί μέ νηφάλια στήριξη τῶν θησαυρῶν τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, προκρίνει τή βιαιότητα μιᾶς ὑποβαθμισμένης κομματικῆς ἀντιπολίτευσης; Πῶς νά προβάλει ὡς καταξιωμένο ἕνα ποιμένα, πού ἀντί νά δίνει βηματισμό δημιουργίας στούς συμπαρέδρους του λειτουργούς καί σ᾽ ὁλόκληρο το ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, στέκεται ἄπραγος στά παράθυρα τῶν MME καί ἐκπέμπει, μονότροπα καί μονότονα, τόν ἐπιλήψιμο αὐτοθαυμασμό του καί τήν ἀσυγκράτητη ἡγεμονική ἔπαρσή του;
Ἄν κάποτε ἀλλάξει τό κλίμα -φῶς πού δέν προβάλλει στόν ὁρίζοντα- θά χαροῦμε τό θαῦμα. Θά τό ἀποδεχτοῦμε καί θά τό σαλπίσουμε. Πρῶτοι θά σημειώσουμε τήν ἀλλαγή. Θά παρουσιάσουμε μέ λεπτομέρεια τά θετικά βήματα. Kαί θά προσφέρουμε τίς ἀσθενικές μας δυνάμεις στήν ὑλοποίηση τῶν προοπτικῶν.
Ὥσπου νά γίνει αὐτή ἡ στροφή, ἤ ἄν δέ γίνει αὐτή ἡ στροφή, ἡ πέννα μας θά εἶναι μελαγχολική. Θά ἐκφράζει τήν ὀδύνη τῆς ἀρχιερατικῆς μας συνείδησης. Θά ἐνημερώνει, μέ ἀκρίβεια καί μέ τή δυνατή ἀντικειμενικότητα, τό ἀνήσυχο πλήρωμα, τό ὁποῖο δικαιοῦται νά γνωρίζει ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν Ἐκκλησία του, στό δικό του ἁγιασμένο σπίτι, πού, ταυτόχρονα, εἶναι «ὁ Oἶκος τοῦ Θεοῦ».
Ἐλπίζουμε ὅτι καί οἱ λίγοι φίλοι μας, πού θά ἤθελαν τό λόγο μας φιλικό ἤ καί κολακευτικό πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Xριστοδούλου, θά ἀναπαυθοῦν μέ τίς ἐξηγήσεις μας καί δέ θά συνεχίσουν νά διαφωνοῦν μέ τίς ἐπιλογές μας.
Ἄν πάλι ἐξακολουθοῦν νά βρίσκουν ὑπερβολές στίς τοποθετήσεις μας καί πικρία στίς κριτικές μας, θά τούς παρακαλέσουμε νά ὑποβληθοῦν στόν κόπο, νά κάνουν αὐτοί ἕνα ἔργο κριτικῆς στά κείμενα τῆς «Ἐλεύθερης Πληροφόρησης». Nά μᾶς ἐπισημάνουν, ποιά ἀπό τά ἀποδεικτικά στοιχεῖα, πού συνοδεύουν τή δημοσιογραφία μας καί τή στηρίζουν, δέν εἶναι ἀληθινά. Ἤ, τουλάχιστον, ποιά γεγονότα δέ φωτογραφίζονται μέ τήν ἀπαραίτητη, ἱερατική ὑπευθυνότητα καί δέν ἀναλύονται ἔντιμα, ἀντικειμενικά καί πειστικά. Kαί τούς ὑποσχόμαστε, ὅτι θά λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη μας τή γόνιμη, ἀντικειμενική κριτική τους.
O ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων