† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Στοχασμοί τοῦ Σαββάτου», δ΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1998), σελ. 3-4 καί 79-83
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
Τό μικρό αὐτό βιβλίο μπορεῖ νά διαβαστῇ ὅπως γράφτηκε. Σάν στοχασμοί τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου. Σάν προετοιμασία γιά τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, τήν Κυριακή, κατά τήν ὁποία οἱ πῦλες τοῦ Ναοῦ ἀνοίγονται καί δέχονται τήν Ἐκκλησία, τή σύναξι τῆς λατρείας καί τῆς Εὐχαριστίας...
... Ἄν ὁ ἀναγνώστης ἀπομονώσῃ τό κάθε κομμάτι καί τό διαβάσῃ σέ ἀτμόσφαιρα γαλήνης καί προσευχῆς κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἴσως αὐτό νά γίνῃ ἕνα ἁπλό ξεκίνημα γιά βαθύτερη μελέτη καί περισσότερη προσέγγισι πρός τόν Ἐσταυρωμένο ἀρχηγό τῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως ὁ δικός του στοχασμός νά προχωρήσῃ ἐκεῖ πού ἔφταναν οἱ ἅγιοι καί νά γευτῇ τά δικά τους αἰσθήματα...
ΠΑΛΕΨΑ ΣΗΜΕΡΑ
Χριστέ μου,
Τήν προετοιμασία μου γιά τήν αὐριανή Κυριακάτικη Λειτουργία τήν ἔζησα σήμερα σάν μιά πάλη. Σάν μιά σκληρή, ἀδυσώπητη πάλη. Ἀπ’ τό πρωΐ πάλεψα σῶμα μέ σῶμα μέ τό ἴδιο τό πάθος μου. Μέ τό βάρβαρο πάθος τῆς ἀντιπαθείας, πού μέ ἔκανε νά βράζω ἀπό τό θυμό καί νά μή βρίσκω θέσι στήν καρδιά μου γιά ἕνα ἄνθρωπο, γιά ἕνα ἀδελφό μου. Μά, Χριστέ μου, μέ τή δύναμί σου νίκησα.
Εἶναι ἀλήθεια, πώς ὁ ἀδελφός μου αὐτός, τούτη τή βδομάδα μέ πίκρανε. Γύρισε τό τόξο τῶν λόγων του ἐναντίον μου καί μοῦ ἔρριξε, τό ἕνα πίσω ἀπό τό ἄλλο, τά φαρμακερά του βέλη. Καί ἡ καρδιά μου πληγώθηκε, κι’ ἔσταξε αἷμα καί κλάμα.
Σήμερα τό πρωΐ, ξαναθυμήθηκα τά λόγια του κι’ ὁ θυμός μου φούντωσε. Ἄν ἦταν τρόπος καί τόν ἔβλεπα μπροστά μου, θά τοῦ μιλοῦσα μέ τόν ἴδιο τρόπο, θά τοῦ ἀνταπέδιδα τό κακό. Ὅμως, ἐκείνη τή στιγμή, πού ἡ ψυχή μου κόντευε νά νικηθῇ ἀπό τό πάθος, μοῦ ἦλθε στό νοῦ ἡ αὐριανή μέρα. Παρουσιάστηκε στά μάτια μου ὁ ναός μέ τή λατρεία του καί σάν πύρινα καρφιά τά λόγια σου σφηνώθηκαν μέσα μου: «Ἐάν προσφέρῃς τό δῶρον σου ἐπί τό θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατά σοῦ ἄφες ἐκεῖ τό δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καί ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καί τότε ἐλθών πρόσφερε τό δῶρόν σου» (Ματθ. ε΄ 23, 24).
Μόλις αἰσθάνθηκα αὐτά τά λόγια νά ἠχοῦν στήν ψυχή μου, ἀμέσως ἦρθε μιά ἄλλη φωνή, ὁρμητική, νά μέ παρασύρῃ. Κατάλαβα ἀπό ποῦ προερχόταν. Ἦταν ἡ φωνή τοῦ ἐχθροῦ τῆς ψυχῆς μας, τοῦ διαβόλου: Ὄχι, μοῦ κραύγασε αὐτός ἐπιτακτικά, ὄχι, δέν θά πᾶς νά συναντήσῃς τόν ἐχθρό σου. Δέν σκέπτεσαι τί σοῦ ἔκανε; Σοῦ βύθισε τό μαχαίρι στήν καρδιά. Σ’ ἔκανε νά πονέσῃς τόσο πολύ. Κουρέλιασε τό φιλότιμό σου καί τό ὄνομά σου μέσα στήν κοινωνία. Ἄν πᾶς τώρα νά πέσῃς μπροστά του δέν θά εἶσαι ἄντρας. Θά ταπεινωθῇς. Θά ἐξευτελιστῇς.
Τήν ἄκουσα τή φωνή τοῦ διαβόλου καί τρόμαξα. Ἦταν τόσο προσταχτική καί τόσο πειστική, πού παρά λίγο νά λυγίσω. Μέ συγκράτησε ὅμως, στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου, ἡ δική σου προσταγή, Κύριε, καί τά λόγια τῆς προσευχῆς, πού μέ δίδαξες νά λέω: «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν...». Θυμήθηκα, πώς τήν προσευχή αὐτή θά ἔπρεπε νά τήν πῶ αὔριο, στήν πιό ἱερή στιγμή, λίγο μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων. Πάλαιψα σκληρά. Σοῦ τό λέω. Τό ξέρεις ἄλλως τε καί δέν μπορῶ νά σοῦ τό κρύψω. Στό τέλος νίκησες Ἐσύ. Νίκησε τό θέλημά σου.
Ἐπῆγα καί τόν βρῆκα. Τοῦ μίλησα ἁπλᾶ καί καθαρά: Ἀδερφέ μου, αὔριο εἶναι Κυριακή. Θά πᾶμε κι’ ἐγώ κι’ ἐσύ στήν Ἐκκλησία. Τά χείλη μας θά προφέρουν τό «Πάτερ ἡμῶν». Καί θά ζητήσουμε τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων μας ἀπό τόν Κύριο τοῦ Οὐρανοῦ. Πῶς ὅμως θά τό τολμήσουμε αὐτό, ἄν μεταξύ μας δέν συγχωρεθοῦμε; Ἀδερφέ μου, ἄν σέ πίκρανα, συγχώρεσέ με.
Τόν εἶδα νά θαμπώνουν τά μάτια του. Νά γίνωνται κόκκινα. Ν’ ἀφίνουν δυό διαμαντένια δάκρυα νά σχηματίζωνται στίς κόγχες. Μετά ἔσκυψε τό κεφάλι. Καί μέ φωνή χαμηλή μοῦ ζήτησε συγγνώμη.
Ἔπεσαν τά τείχη. Τήν ὥρα ἐκείνη σάν κάποιο χέρι, τό δικό σου χέρι, νά πῆρε ἀπό μέσα μου τήν ἀντιπάθεια. Βγῆκε, Χριστέ μου. Ξαλάφρωσα. Δέν ἔμεινε μέσα μου τίποτα. Ἐκεῖνον, πού μέ πίκρανε, πού τόν ἔβλεπα σάν ἐχθρό μου καί σάν ἀντίπαλό μου, τόν εἶδα ἀμέσως σάν ἀδερφό μου. Δέν ὑπῆρχε πιά τίποτα, πού νά μᾶς χωρίζῃ. Δέν εἴχαμε καμμιά διαφορά, καμμιά ἀντιδικία. Μπορούσαμε, πιασμένοι χέρι μέ χέρι, νά μποῦμε στό ναό σου καί νά σέ λατρεύσουμε ἀδερφωμένοι.
Τώρα αἰσθάνομαι τόν ἑαυτό μου ἤρεμο. Ἡ ψυχή μου ἔγινε σάν ἕνα εὐκίνητο περιστέρι. Δέν μέ ἐμποδίζει τίποτα, Χριστέ μου, ἀπό τή Λειτουργία.
Μπορῶ νά ρθῶ νά σέ λατρεύσω.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων