† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μνημόσυνο
διωγμῶν καί ἐξορίας
Ἐπιμνημόσυνη ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Εἰρηναίου Μπουσδέκη
στό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο
τοῦ μακαριστοῦ μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος
κυροῦ Νικοδήμου
Μακαριστέ πατέρα μας, Νικόδημε,
Προϊστάμενε τῆς λατρευτικῆς αὐτῆς σύναξης,
Πατέρα στοργικέ καί χαρισματικέ ποιμένα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος.
Καί πάλι ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή κοινότητα συνάχθηκε στήν Εὐχαριστία. Καί πάλι τά παιδιά σου τά σκορπισμένα στήν ἐκκλησιαστική περιφέρεια, πού σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος καί σέ ἐξέλεξε ἡ Σύνοδος, βρίσκονται τριγύρω ἀπό τό θυσιαστήριο γιά νά προσφέρουν τήν Εὐχαριστία στή μνήμη σου, νά προσευχηθοῦν θερμά γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς σου καί νά δεχθοῦν ἀπό τά οὐράνια σκηνώματα πού τώρα κατοικεῖς τήν εὐχή σου καί τήν εὐλογία σου.
Καί συνέπεσε ἡ σύναξή μας αὐτή μέ τόν σταυραναστάσιμο χαρακτῆρα τῆς γιορτῆς τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ Ἰωσήφ καί Νικοδήμου πού κήδεψαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν μυροφόρων μαθητριῶν πού ἔσπευσαν νά ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα Του καί ἔγιναν μάρτυρες τῆς ἀναστάσεώς Του.
Ὁ εὐσχήμων βουλευτής, ὁ «κεκρυμένος» μαθητής, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ὁ Ἰωσήφ, τόλμησε, τή στιγμή πού ὅλα τελείωσαν, πού ὁ διδάσκαλος ἦταν πιά νεκρός, μόνος ἐπάνω στό σταυρό, νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πιλάτο, νά πλησιάσει μέ φόβο καί σεβασμό τό σταυρό τοῦ Κυρίου καί νά κατεβάσει ἀπό τό σταυρό τό σῶμα Του. Καί μαζί μέ τόν ἄλλο μαθητή, τόν «ἄρχοντα τῶν Ἰουδαίων» καί «νυκτερινό» μαθητή, τόν Νικόδημο, πού ἔφερε μεγάλη ποσότητα μείγματος μύρων, ἄλειψαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου καί τό ἐνταφίασαν στό κενό μνημεῖο μέ τίς τιμές πού ἡ ἀγάπη τους ἤξερε νά προσφέρει.
Θυμόμαστε, ὅταν ἀκοῦμε αὐτά τά γεγονότα, ἐσένα, τόν μακαριστό ἐπίσκοπό μας, νά ἀποκαθηλώνεις καί νά τυλίγεις, σάν τόν Ἰωσήφ, μέ τό λευκό σεντόνι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί νά τό ἀποθέτεις μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Καί ἀπό κεῖ, παίρνοντας στούς ὤμους σου τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου νά τό λιτανεύεις στό κενό μνημεῖο στό μέσον τοῦ ναοῦ.
Οἱ εἰκόνες αὐτές, πατέρα μας, νά φέρεις τόν σταυρό, νά στέκεσαι κάτω ἀπό αὐτόν καί νά λιτανεύεις τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, σηματοδότησαν τή ζωή τῆς ἀφιέρωσης, τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀρχιερωσύνης σου.
Εἶδες, ἀπό τήν ἀρχή, τή ζωή τῆς ἀφιέρωσής σου ὡς ἕνα σταυρό. Αἰσθανόσουν νά σταυρώνεται μέσα σου ὁ κόσμος, νά παύει νά σέ θέλγει καί νά σέ μαγεύει, καί ὁ ἴδιος νά σταυρώνεσαι γιά τόν κόσμο, νά μή σέ αἰσθάνεται ὁ κόσμος σάν ἕνα δικό του κομμάτι ἀλλά σάν κάτι ξένο καί νεκρό γι᾿ αὐτόν. Εἶδες τή ζωή τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσίωσης στό Θεό ὡς μιά νέκρωση τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου», γιά νά ἀναστηθεῖ ὁ νέος «ἐν Χριστῷ» ἄνθρωπος.
Τήν ἱερωσύνη τήν ἔζησες, ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ὡς τή συμμετοχή στό κενωτικό μυστήριο τοῦ σταυροῦ. Ἔβλεπες τόν ἑαυτό σου ὡς ἀνάξιο ὑπηρέτη καί τιποτένιο δοῦλο πού ἔπρεπε νά πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν του. Ὡς τόν πνευματικό ποιμένα πού ὄφειλε νά θυσιάσει τήν ἴδια τή ζωή του γιά τά λογικά πρόβατά του.
Κι ὅταν ἀνέβηκες καί τήν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀρχιερωσύνης, δέν ἔτρεφες αὐταπάτες. Γνώριζες ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη, κατά μίμηση τῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἕνας ὀδυνηρός σταυρός, μιά ὁλοκληρωτική προσφορά ὑπέρ τῆς ποίμνης σου. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Χριστός τελεσιούργησε τή μεγάλη θυσία, προσέφερε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας». Ὁ ἴδιος «θύτης καί θύμα», «προσφέρων καί προσφερόμενος καί διαδιδόμενος». Καί σύ ἤσουν ἕτοιμος ὄχι μόνον νά προσφέρεις τή θυσία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τοῦ λαοῦ ἀλλά καί νά προσφερθεῖς καί ὁ ἴδιος, κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ, χάριν τοῦ πιστοῦ λαοῦ σου.
Θέλησε ὁ Θεός, ἀγαπητέ πατέρα μας, ἡ ὁλοκληρωτική προσφορά σου νά μήν περιορισθεῖ στήν ποιμαντική φροντίδα τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας σου, στήν ἀγωνία καί τήν μέριμνα γιά τήν κατήχηση καί οἰκοδομή τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν, στίς ἀκούραστες προσπάθειες γιά ὑλική καί πνευματική στήριξη τοῦ ποιμνίου σου, στήν καθοδήγηση τῆς ἐμπιστευθείσας σέ σένα Ἐκκλησίας στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἐπωμίστηκες καί ἄλλο, βαρύτερο ἀκόμα, σταυρό. Ἀποκόπηκες βίαια, αὐθαίρετα, ἀντικανονικά καί παράνομα ἀπό τό λαό πού τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ ἐγκατέστησε ποιμένα. Ἀποσπάστηκες ἐσύ, ὁ πραγματικός καί πνευματικός πατέρας, ἀπό τά ἴδια τά παιδιά σου. Ἐκδιώχθηκες, χωρίς ποτέ νά ἀπαγγελθεῖ ἐναντίον σου κατηγορία, χωρίς νά καταδικασθεῖς ἀπό ἐκκλησιαστικό δικαστήριο, ὅπως οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τό ἀπαιτοῦν. Σήκωσες σαράντα ὁλόκληρα χρόνια τό σταυρό τοῦ διωγμοῦ ἀπό τούς ἀδελφούς σου ἀρχιερεῖς. Ἔζησες ἴδιες ἐσωτερικές καταστάσεις, ἴδιο πόνο ψυχῆς μέ τόν ἀγαπημένο ἅγιό σου, τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, πού πρίν ἀπό χρόνια μετέφρασες τούς αὐτοβιογραφικούς στίχους του. Καί γι᾿ αὐτό, θά μποροῦσες καί σύ νά ψελλίσεις τά παρακάτω λόγια τοῦ ἁγίου, πού ἐξέφραζαν τόν πόνο τῆς ψυχῆς του:
«Στερήθηκα τό λαό,
στόν ὁποῖο τό Ἅγιο Πνεῦμα μ᾽ ἐγκατέστησε ποιμένα.
Tά πνευματικά μου παιδιά ἄλλα τά ἄφησα,
ἀπό ἄλλα ἀποσπάστηκα,
κι ἀπό ἄλλα δέν τιμήθηκα σάν πατέρας!
Ὤ, πόσο εἶμαι ἄθλιος πατέρας!
Oἱ συνθῦτες μου εἶναι ἀπέναντί μου δυσμενεῖς
πιό πολύ κι ἀπ᾽ τούς ἐχθρούς,
χωρίς νά φοβοῦνται
μήτε τή μυστική Θεία Tράπεζα,
κι ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο,
οὔτε τούς κόπους μου τούτους,
πού πολλές φορές κι οἱ πονηροί
συνηθίζουν νά τιμοῦν.
Oὔτε θέλουν νά θεραπεύσουν
κάποιο φρόνημα ἀλαζονείας,
ἀλλά ἕνα καί μόνο ἀναπνέουν,
τή δική μου ἀτίμωση».
Ἀναδέχθηκες καί σύ, μακαριστέ ἐπίσκοπέ μας, τίς ἀναίτιες τιμωρίες, τίς σκληρές ὕβρεις, τίς ἐμπαθεῖς συκοφαντίες, τήν ταπεινωτική περιφρόνηση, τήν ἐξευτελιστική ἀτίμωση καί τήν βίαιη ἀπώθηση στό περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπό τούς συλλειτουργούς σου ἀρχιερεῖς. Ὅταν τήν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ σου Λαρίσης Θεολόγου ἐκφωνοῦσες τήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία σου, περιέγραφες μέ περισσή εὐκρίνεια καί ἐνάργεια τήν ἐμπειρία τοῦ διωγμοῦ του, πού ἦταν διωγμός πού καί σύ βίωνες ἐξ ἴσου. Ἔλεγες πρός τόν κοιμηθέντα ἀδελφό σου:
“Ἀδελφέ Θεολόγε,
Oἱ «ἀδελφοί» σου, οἱ «συνεπίσκοποί» σου καί «συλλειτουργοί» σου «ἔθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν σου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν»...
Eἰκοσιδυό ὁλόκληρα χρόνια βημάτισες στήν κοιλάδα τοῦ θανάτου. Γεύτηκες τό ἀνάδελφο τῶν «ἀδελφῶν». Tό ἄσβεστο μῖσος τῶν «κηρύκων τῆς ἀγάπης». Tόν πόλεμο τῶν «λειτουργῶν τοῦ Mυστηρίου τῆς εἰρήνης». Tίς σκληρές καταδίκες... Tά σπρωξίματα στούς τόπους τῆς προσφορᾶς τῆς ἀναίμακτης ἱερουργίας. Tίς ἀπειλές. Tίς συκοφαντίες. Tήν πληρωμένη παραπληροφόρησι.
Kαί σύ ἔμεινες ἄτρωτος. Ἀνίκητος. Διατήρησες τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς...»
Καί συνέχισες, μακαριστέ πατέρα μας, ἀπευθυνόμενος στόν ἀγαπητό ἀδελφό σου Θεολόγο:
“Xαμογέλασες μέσα στή σκοτεινιά τοῦ διωγμοῦ. Προσευχήθηκες στήν ἐρημιά τῆς ἐξορίας. Ἔδωσες τό στῖγμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένα. Πού «τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ι΄ 11). Ἔγινες ὁ σημαιοφόρος τῆς Ἀρχιερωσύνης. Tό πρόσωπο τῆς ἀναφορᾶς, γιά τούς ποιμένες τῆς τρίτης χιλιετίας”.
Αὐτά ἔλεγες στόν μαρτυρικό ἐπίσκοπο Λαρίσης Θεολόγο, ἀλλά κι ἐσύ, πατέρα μας, σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερες τά ἴδια. Εἶδες Ἀρχιεπισκόπους, μέ μιά δράκα ἀνθρώπων γύρω τους, νά σπρώχνουν τά διοικητικά σώματα τῆς Ἐκκλησίας σέ ἀκρότητες καί ἐμπαθεῖς συμπεριφορές εἰς βάρος σου. Ἄλλους συνεπισκόπους σου νά θυσιάζουν ἐπανειλημμένα τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο χάριν τῆς σκοπιμότητας καί τοῦ καιροσκοπισμοῦ. Καί τρίτους συλλειτουργούς, ἀδελφούς καί φίλους σου νά φοβοῦνται νά σταθοῦν μέ παρρησία ἀπέναντι στήν ἐπισκοπική αὐθαιρεσία τῶν ἄλλων, ἄν ὄχι γιά δική σου μόνο χάρη, ἀλλά, τό μεῖζον, γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς λειτουργίας τῆς Συνόδου μέσα στά πλαίσια τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Διαπίστωσες, μέσα στίς τέσσαρες δεκαετίες πού διήρκησε ὁ διωγμός ἐναντίον σου, τή διαπλοκή τῶν παρανομούντων ἀρχιερέων μέ τήν ἐκτελεστική, τήν νομοθετική καί τήν δικαστική ἐξουσία. Συνεχεῖς ἦταν οἱ παρεμβάσεις τῶν ἀρχιερέων διωκτῶν σου πρός τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας γιά νά συνεχίζουν τήν ξέφρενη πορεία τῆς αὐθαιρεσίας καί παρανομίας ἐναντίον σου. Δέν δίστασαν νά παρέμβουν ἀκόμα καί στήν ἀνεξάρτητη δικαστική ἐξουσία γιά νά πνίξουν τό ἀποδειγμένο δίκαιό σου.
Καί σάν νά μήν ἔφταναν ὅλα αὐτά, ἐξαπέλυαν ἐναντίον σου τόνους ὁλόκληρους λάσπης: ὁ ἀντικανονικός, ὁ ἱερωνυμικός, ὁ ζωηκός, ὁ χουντικός, ὁ ἀκοινώνητος καί χίλια δυό ἄλλα.
Σ᾿ ὅλον αὐτόν τόν διωγμό, τόν ἐξευτελισμό καί τήν περιθωριοποίηση πού σοῦ ἐπέβαλαν ἔμενες ἤρεμος. Δέν ἐπέτρεψες ὅλος αὐτός ὁ κατατρεγμός νά μολύνει τήν ψυχή σου μέ ἐμπαθῆ αἰσθήματα. «Νἆναι καλά οἱ ἀδελφοί μας» ἔλεγες «νἄχουνε τήν εὐχή μας». Καί τήν ἴδια στιγμή σχολίαζες μέ φοβερό πόνο τίς ἐκτροπές αὐτῶν τῶν λίγων ἐπισκόπων πού πῆραν στά χέρια τους τά ἡνία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Ἔλεγες: «Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ;» Καί ἀναρωτιώσουν: «Πῶς ἡ Ἐκκλησία θά πορευθεῖ στό ἔργο της μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους;»
Καί ἀπό κεῖ καί πέρα συνειδητοποιοῦσες τό χρέος σου. Δέν μποροῦσες νά μείνεις σιωπηλός. Ἔπρεπε νά ἀναδείξεις τό εὐαγγελικό καί πατερικό βίωμα στόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. Ὄφειλες νά ἀντιδιαστείλεις στήν γνησιότητα τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας τό κίβδηλο τῆς αὐθαιρεσίας, τῆς παρανομίας καί τοῦ ἀμοραλισμοῦ. Ἤσουν ὑποχρεωμένος νά στιγματίσεις ἀκραῖες ἐκτροπές πού κάνουν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νά νοσεῖ καί νά κινδυνεύει.
Ἡ γραφίδα σου ἐξέπεμπε ἕνα σῆμα κινδύνου γιά τήν Ἐκκλησία, πού ἔγινε ἀντιληπτό ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς χώρας μας. Ξαφνικά ὁ λόγος σου ξεπέρασε τά ὅρια τῆς ἐπαρχίας σου καί ἔγινε ἕνας λόγος καθολικός, γιά νά ἐγείρει τίς ὀρθόδοξες συνειδήσεις.
Πρόβαλες τήν Ἐκκλησία ὅπως τήν εἶδαν ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες μας. Τήν κοινωνία τῶν ἁγίων πού ζεῖ σέ κοινωνία μέ τόν Κύριο. Τήν ἁγιοπνευματική κοινότητα πού ἀφήνει ἐλεύθερα νά λειτουργοῦν τά χαρίσματα γιά τήν οἰκοδομή τοῦ σώματος.
Στή συνέχεια παρέθετες ἐνημερωτικά τήν τρέχουσα ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα καί διαπίστωνες πικρά πόσο μακριά βρίσκεται ἀπό τά πατερικά πρότυπα. Τά κείμενά σου γίνονταν ἕνας θρῆνος γιά τόν ἐκπεσμό τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα γιά τήν ἐπιστράτευση ὅλων τῶν ὑγιῶν δυνάμεων τῆς Ἐκκλησίας μέ σκοπό τήν ἀναστροφή τοῦ κλίματος.
Πολλοί συλλειτουργοί σου κατηγοροῦσαν τήν ὀξύτητα καί ἐπικριτικότητα τοῦ λόγου σου. Δέν διέψευδαν ὅμως τά γεγονότα πού στιγμάτιζες, δέν διατύπωναν ἀντιρρητικό λόγο γιά τίς κρίσεις σου στά γεγονότα αὐτά. Στόν ὄγκο, τήν ἔνταση καί τή βαρύτητα τῶν κειμένων σου, πού δημοσιοποιήθηκαν στό λαό τοῦ Θεοῦ ὡς μιά κραυγή ἀγωνίας καί ἕνας θρῆνος ἐκπεσμοῦ, ἡ ἀντίδραση τῶν συνεπισκόπων σου γιά νά ἀνατρέψουν τά κείμενά σου ἦταν ἐλάχιστη ὡς μηδενική. Ὁ ἱστορικός τοῦ μέλλοντος τή σιωπή αὐτή τῶν μελῶν τῆς σημερινῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας στά κείμενα σου θά τήν ἀντιληφθεῖ ὡς μιά ἐπιβεβαίωση τῶν ἀνησυχιῶν, τῶν προβληματισμῶν καί τῆς ἀλήθειας πού αὐτά περιέχουν.
Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου τό σῆμα κινδύνου ἐλήφθη. Οἱ συνειδήσεις τῶν πιστῶν ὅλης τῆς ἐπικράτειας ξύπνησαν. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νά εὐαισθητοποιεῖται. Ὁ πόνος σου γιά τούς δικούς σου διωγμούς, τίς δικές σου ἐξορίες ἔγινε πόνος τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λαός πού μποροῦσε νά βρίσκεται κοντά στόν ἐπίσκοπό του στάθηκε στό πλευρό σου. Σοῦ ἔδειξε τήν ἀγάπη του, τήν ἔμπονη συμμετοχή στό πάθος σου. Σιγά-σιγά ὁ σταυρός σου γινόταν πιό ἐλαφρύς. Τόν ἐλάφραινε ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν πού συνέπασχαν μαζί σου. Τήν ἴδια στιγμή ὅμως ὁ πόνος ἁπλωνόταν ὅλο καί πιό πέρα. Θρηνοῦσε καί ὀλόλυζε ἡ Ἐκκλησία. Οἱ πιό κοντινοί σου σέ στήριζαν μέ τήν παρουσία τους στό πλευρό σου καί στούς ἀγῶνες σου. Μέ τήν ἅρση ἑνός μέρους τοῦ σταυροῦ σου. Οἱ πιό μακρινοί σέ ἐνίσχυαν μέ τήν ἀγάπη καί τήν προσευχή τους.
Μ᾿αὐτόν τόν ἐπώδυνο τρόπο, μακαριστέ ἐπίσκοπέ μας, παιδαγώγησες τόν πιστό λαό στή συμμετοχή στήν σταυραναστάσιμη πορεία του. Ἔτσι, τά στίγματα τοῦ σταυροῦ πού ἔφερες τά μοιράστηκες μέ τόν πιστό λαό. Ὁ λαός μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν πολυχρόνια ἐπικοινωνία μαζί σου πῆρε τά μηνύματα, ἔγινε συμμέτοχος τῶν προβληματισμῶν καί τῆς ἀγωνίας γιά τήν Ἐκκλησία, παρατάχθηκε σέ μάχη, στάθηκε σέ προσευχή. Βρέθηκε σέ κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας Νικόδημο.
Αὐτό δέν τό μέτρησαν κάποιοι πού εἶχαν τήν ἀτυχῆ ἔμπνευση νά σέ στιγματίσουν, ἀγαπητέ μας πατέρα, ὡς «ἀκοινώνητο». Ἦταν ἕνας ἐμπαθής καί σκόπιμος χαρακτηρισμός. Ἀπέβλεπε ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς στή σπίλωση τοῦ ὀνόματός σου καί στή βίαιη περιθωριοποίησή σου μέ τή διασπορά ἑνός κλίματος τρομοκρατίας. Κυρίως, ὅμως, ἀπέβλεπε στή δεύτερη ἀντικανονική καί παράνομη ἔκπτωσή σου ἀπό τήν μητρόπολή σου. Ὁ σκοπός τῆς ἐπιβολῆς του, ἡ δεύτερη ἔκπτωσή σου, ἐπιτεύχθηκε καί ἡ προσπάθεια περιθωριοποίησής σου ἐπιδιώχθηκε. Κανένας ὅμως ἀπό τούς συνεπισκόπους σου δέν πίστεψε σ᾿ αὐτό τό ψευδοεπιτίμιο. Στά λόγια τους τό σχολίαζαν ὡς ἀνύπαρκτο, καί στήν πράξη ἐπανειλημμένα κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς τό ἀγνόησαν. Δέν θέλησαν ὅμως μέχρι τή μέρα τῆς ἐκδημίας σου νά τό ἅρουν. Δέν κατανόησαν ὅμως ποτέ ὅτι ἡ ἐπαφή ἑνός ἐπισκόπου μέ τόν λαό δέν καταργεῖται μέ μιά ἀντικανονική καί αὐθαίρετη συνοδική ἀπόφαση. Ἐσύ εἶχες πάντα τή βεβαιότητα καί ἔλεγες: “ἡ παρουσία τοῦ λαοῦ (κοντά στόν ἐπίσκοπο) μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης καί τῆς προσευχῆς συγκροτεῖ τήν πραγματική Σύνοδο. Σύνοδο «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης» καί «ἐν κοινωνίᾳ Πνεύματος Ἁγίου». Καί ἡ Σύνοδος αὐτή παίρνει τίς ἀποφάσεις της καί δίνει τή μαρτυρία της. Kαταθέτει τά ἀδιάψευστα ἱστορικά στοιχεῖα. Kαί τά συνοδεύει μέ τήν πληροφορία τῆς καρδιᾶς καί μέ τήν ὁμόφωνη ψῆφο τῆς συνειδήσεως” (ὁμιλία στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Λαρίσης Θεολόγου).
Σέ μιά τέτοια πραγματική σύνοδο βρίσκεται σήμερα ἡ Ἐκκλησία συναγμένη καί προσευχόμενη γιά σένα, τόν μακαριστό ἐπίσκοπό της, στόν Κύριο.
Καί δέεται σέ σένα πού παρεδρεύεις στό θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιθύτη στόν ἀπόμακρο αὐτό τόπο τῆς ἐξορίας σου, νά θυμᾶσαι καί νά δέεσαι γιά τή μοναστική κοινότητα καί τό ποίμνιο πού ξεκούρασε μέ τήν ἀγάπη του τούς πόνους σου καί τροφοδοτήθηκε ἀπό τόν πνευματικό πλοῦτο καί τίς ἐμπειρίες σου.
Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος, ὁδήγησε μέ τίς εὐχές σου τά ἀπορφανισμένα παιδιά σου στήν ποίμνη τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.
Μαρτυρικέ ἐπίσκοπε, καθοδήγησε τούς ποιμένες καί τόν λαό σου νά δίνουν τήν μαρτυρία τους σ᾿ ἕναν ἐκκοσμικευμένο λαό καί σέ μιά πάσχουσα Ἐκκλησία.
Ἐπίσκοπε τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, νά συνεχίσεις νά δέεσαι γιά τήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού μέ τόσο πόνο εἶδες τίς πληγές της καί μέ τόση τόλμη κινήθηκες γιά τή θεραπεία τους.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων