† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Συναγμένοι στήν Εὐχαριστία», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 95-99
ΣΥΝΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
3. "Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ..."
…Ἔξω ἀπ᾿ τό Ναό, ἡ κυκλοφορία στούς δρόμους τῆς γῆς μας, ἡ ἀναμέτρηση μέ τήν κακότητα τοῦ κόσμου κι ἡ τρομακτική σύγκρουση μέ τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή τό διάβολο, μᾶς τροφοδοτοῦν μέ ἐμπειρίες τρόμου. Ἡ σκέψη μας θολώνει σέ τέτοιο βαθμό, πού δέν διακρίνουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί τήν καρποφορία τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Στή λατρευτική ἀτμόσφαιρα τοῦ Ναοῦ ἡ ὑπερχρονική κι οἰκουμενική παρουσία τῶν ἁγιασμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, πού πορεύτηκαν κι αὐτοί στούς δρόμους τῆς γῆς μας κι ἀντιστάθηκαν στή σάρκα καί στό διάβολο, ξεδιπλώνει τό ἱστορικό χρονικό τῆς διάβασης τῆς Ἐκκλησίας ἀπ᾿ τήν Αἴγυπτο τῆς ἀλλοτρίωσης στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας κι ἀπ᾿ τήν κατάσταση τῆς δουλείας «εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ νικητές. «Ἔπλυναν τάς στολάς αὐτῶν καί ἐλεύκαναν αὐτάς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. διά τοῦτο εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καί λατρεύουσιν αὐτῶ ἡμέρας καί νυκτός ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ».
Τό φῶς τῶν σοφῶν ἔσβησε. Ἡ λάμψη τῶν ἁγίων παραμένει ἀμείωτη. Ἡ δύναμη τῶν ἰσχυρῶν καί τῶν σκληρῶν θάφτηκε κάτω ἀπ᾿ τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἡ πνευματική ρώμη τῶν ἁγίων δαμάζει τό χρόνο καί τή φθορά.
Συλλογίστηκα τή διαλεκτική τῆς διάκρισης καί διαλογῆς τῶν ἁγίων ἀπ᾿ τόν ὄγκο τοῦ ἀνθρώπινου φυράματος.
Σάν σφῆνες πέρασαν ἀπ᾿ τό μυαλό μου οἱ δυό παραβολές, πού εἰκονίζουν κι ἐκφράζουν τήν Ἐκκλησία. Ἡ παραβολή τῆς σαγήνης κι ἡ παραβολή τῶν ζιζανίων.
Κι οἱ δυό, μέ διαφορετική ἡ καθεμιά εἰκόνα, τεχνολογοῦν τή διαδικασία τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ. Τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ξεχωρίζονται ἀπ᾿ τή μεγάλη μάζα καί θησαυρίζονται στήν ἀδιάδοχη κι αἰώνια βασιλεία Του.
Ἡ πρώτη παραβολή περιγράφει πιό ἔντονα τήν πράξη τοῦ διαλέγματος, χρησιμοποιώντας σάν ἐκφραστικό μέσο τήν εἰκόνα τοῦ ψαρέματος.
«Πάλιν ὁμοία ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνη βληθείση εἰς τήν θάλασσαν καί ἐκ παντός γένους συναγαγούσῃ· ἤν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες ἐπί τόν αἰγιαλόν καί καθίσαντες συνέλεξαν τά καλά εἰς ἀγγεῖα, τά δέ σαπρά ἔξω ἔβαλον. οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος».
Τό δίχτυ τοῦ Θεοῦ βυθίζεται κάθε τόσο στή θάλασσα τοῦ κόσμου, τήν πλατειά καί ταραγμένη. Καί, δίχως διάκριση, μαζεύει τό ζωντανό πλοῦτο, τίς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Ὅμως, ἡ ἀνοχή στήν πρώτη συγκέντρωση τοῦ ἀνθρώπινου ὑλικοῦ δέν σημαίνει καί τήν ἀποδοχή τῆς αἰώνιας συνύπαρξης τῶν ἀγαθῶν καί τῶν πονηρῶν. Κάποτε θά φτάσει ἡ ὥρα τῆς κρίσης καί τοῦ προσεκτικοῦ ξεχωρίσματος. Κι ὁ οὐράνιος ψαράς θά συλλέξει τούς ἐκλεκτούς του καί θά πετάξει μακριά τά «σαπρά» εὐρήματα τῆς σαγήνης Του.
Ἡ δεύτερη παραβολή χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῆς σπορᾶς, δίνοντας ἔμφαση στό κριτήριο τῆς ἀνοχῆς τοῦ Θεοῦ καί τονίζοντας τήν τελική εἰσδοχή τῶν ἁγίων στή βασιλεία Του.
Κεῖ, πού σπάρθηκε ὁ καλός σπόρος, ὁ ἐχθρός σκορπίζει τά ζιζάνια. Καί μόλις τό σιτάρι ἁπλώσει τόν πράσινο τάπητα στή γῆ, κάνουν αἰσθητή τήν παρουσία τους καί τά διαβολικά σπέρματα. Ὅμως, ὁ ἔμπειρος γεωργός δέν βιάζεται νά καθαρίσει τό χωράφι. Στό ἐρώτημα τῶν δούλων, ἔχει πρόχειρη τήν ἀπάντηση: «ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καί ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια καί δήσατε αὐτά εἰς δέσμας πρός τό κατακαῦσαι αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου».
Κοντά-κοντά τό σιτάρι καί τά ζιζάνια μέχρι τή μέρα τοῦ θερισμοῦ. Πλάϊ- πλάϊ τό ἐκλεκτό φυτώριο τῆς Ἐκκλησίας μέ τό σπέρμα τοῦ κακοῦ, πού χώνει στά σπλάχνα τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου ὁ ἐχθρός διάβολος. Ἡ μακρόθυμη θεϊκή ἀγάπη δίνει τό χρόνο καί τό κατάλληλο κλίμα, τήν «εὐκαιρία» γιά τή μετάνοια. Μένει ὅμως ἡ ἔσχατη βεβαιότητα. Ὁ μήνας τοῦ θερισμοῦ θά ρθεῖ. Ἡ διαφορά συλλογῆς κι ἀποθήκευσης τοῦ γεννήματος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ σπέρματος τοῦ διαβόλου θά εἶναι τρομακτική. Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ θά πραγματοποιήσουν τήν διαλογή. Θά δέσουν τά ζιζάνια σέ δέσμες, «πρός τό κατακαῦσαι». Καί θά μαζέψουν τό καθαρό, ὀλόχρυσο σιτάρι στήν οὐράνια ἀποθήκη τοῦ Θεοῦ.
Ἔκλωσα βιαστικά τίς δυό παραβολές στή σκέψη μου. Ὄχι γιά νά τίς ἀναλύσω σ’ ὅλο τους τό πλάτος. Ἀλλά γιά νά προσεγγίσω, μέ τό ὄχημα τῶν συμβόλων τους τήν ἔσχατη πραγματικότητα, πού ἡ Ἐκκλησία τή ζεῖ σάν γεγονός σημερινό στή λατρευτική τῆς σύναξη.
Καθώς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας καί γύρω μας, καθώς ἡ Ἐκκλησία προγεύεται τό ἐσχατολογικό πλήρωμα καί τήν κρυστάλλινη καθαρότητα τῆς «ἄνω Ἱερουσαλήμ», ἡ συναγωγή τῶν «τετελειωμένων» ἁγίων εἶναι μιά κατάφαση. Εἶναι το «ναί» καί τό «ἀμήν» τῆς ζωῆς της καί τοῦ ἀγῶνα της. Ἡ μία καί μοναδική βεβαιότητα, πού δίνει νόημα στήν πορεία της καί στήν περιπλάνησή της μέσα στήν ἐρημιά τοῦ «παρόντος» κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία, μέ τή δική της διαλεκτική, ἔχει κάνει τή διαλογή. Διακριτικά, ἀναγνώρισε καί τύλιξε μέ τήν ἀγάπη της καί μέ τό σεβασμό της τίς φυσιογνωμίες τῶν λυτρωμένων καί θεωμένων εἰκόνων τοῦ Θεοῦ. Τούς εἶδε στεφανωμένους μέ τό στεφάνι τῆς ἄσκησης ἤ τοῦ μαρτυρίου. Τούς καμάρωσε λουσμένους στό φῶς τῆς θείας παρουσίας καί τῆς μεταμόρφωσης. Κι ἔνοιωσε τήν ἀνάγκη νά συντονιστεῖ μέ τόν χτύπο τῆς δικῆς τους καρδιᾶς καί νά συμπροσφέρει μαζί τους τή λατρεία.
Στή Λειτουργία μας πραγματοποιεῖται σύνοδος τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων. Τοῦ «ἐδῶ» καί τοῦ «ἐπέκεινα». Τοῦ «χθές» καί τοῦ «σήμερα» καί τοῦ «αἰώνιου». Οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, πού ἔζησαν στό χρόνο κι ἔγραψαν μέ τούς ἀγῶνες τους καί μέ τήν ἀφοσίωσή τους ἱστορία, πλαισιώνουν ἐμᾶς, τά σημερινά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Δίνουν σέ ἐμᾶς τόν ἀσπασμό τῆς ἀδελφωσύνης. Καί παίρνουν τό δικό μας στεναγμό καί τόν κάνουν δικό τους.
Ὁ χρόνος δαμάζεται μέσα στή Λειτουργία. Τά σύνορα τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν καταλύονται. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ» κάμπτει «ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πάσα γλώσσα» ἐξομολογεῖται «ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός».
Οἱ ἀδελφοί μου, πού ἦταν συναγμένοι στό Ναό καί πού προσεύχονταν μαζί μου, ἔδειχναν νά ἔχουν βαθειά συνείδηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Δέν εἶχαν ἀνάγκη νά τούς ὑπενθυμίσω ἤ νά τούς ἀναλύσω τήν ἔκταση καί τό νόημα τῆς λειτουργικῆς μας ἕνωσης μέ τούς στεφανωμένους καί δοξασμένους νικητές. Ποτισμένοι ὥς τά ἔσχατα βάθη τῆς ὕπαρξής τους μέ τίς ἐμπειρίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, προσαρμόστηκαν, μόλις μπῆκαν στό Ναό, στόν εὐρύτερο χορό τῆς δοξολογικῆς ὑμνωδίας. Καί βλέποντας ὁλόγυρα τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων νά ἔχουν στραμμένα τά βλέμματα ὄχι πρός τόν οὐρανό, ἀλλά πρός τό λαό, τούς αἰσθάνθηκαν, σάν νά ἀποτελοῦν τήν ἀκοίμητη φρουρά μας καί τούς εἰλικρινεῖς «συναντιλήπτορές» μας.
Ὅλοι μας αἰσθανθήκαμε νά μετατοπίζεται ἕνα βάρος ἀπ᾿ τήν ψυχή μας.
Ἡ λύτρωση δέν εἶναι ἕνα ἄκαρπο ἀνθρώπινο ὅραμα. Δέν εἶναι μιά νοσταλγία τῆς ψυχῆς δίχως ἐκβολή στήν πραγματικότητα. Εἶναι ἕνα γεγονός, πού σφραγίζει τήν ἱστορία κι ἀνανεώνει τή ζωή. Εἶναι μιά δυναμική καί δραστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη οἰκογένειά μας, πού μορφοποιεῖ «οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν»
Αὐθόρμητα ἔφτασε στά χείλη μου τό τροπάριο, πού συνοψίζει τή θεολογία τῶν ἀγώνων καί τῆς παρουσίας τῶν ἁγίων στήν Ἐκκλησία μας:
«Τῶν ἐν ὄλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δι᾿ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστέ ὁ Θεός· τῷ λαῷ σου τούς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος».
Ἡ Ἐκκλησία Σου, στολισμένη μέ τά αἵματα τῶν μαρτύρων ὅλου τοῦ κόσμου, σάν μέ πορφύρα καί μέ βύσσινο, φωνάζει, μέ τή δική της φωνή, σέ Σένα Χριστέ ὁ Θεός. Καί σέ παρακαλεῖ νά στείλεις στό λαό Σου τή συμπάθειά Σου. Νά δωρήσεις στήν πολιτεία Σου τήν εἰρήνη καί στίς δικές μας ψυχές τό μεγάλο Σου ἔλεος...
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων