† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Θυσίαν αἰνέσεως», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1998), σελ. 12-24, 28-39, 172-174, 187-189
ΘΥΣΙΑΝ ΑΙΝΕΣΕΩΣ
Στά πλαίσια τῆς ἀνάδειξης τῆς χαρισματικῆς μορφῆς τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, μεταφέρουμε μερικά θεολογικά κείμενά του, γιά νά τονιστεῖ ἰδιαίτερα καί αὐτή ἡ πτυχή τῆς μεγάλης προσφορᾶς του στήν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε κάποια κεφάλαια ἀπό τό βιβλίο του “Θυσίαν αἰνέσεως”, βιβλίο πού ἐπιχειρεῖ νά προσεγγίσει τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὑπομνηματίζοντας καί σχολιάζοντας τό κείμενο τοῦ Νικολάου Καβάσιλα: “Εἰς τήν θείαν λειτουργίαν”.
1. Ἀρχή τῆς Ἱερουργίας δοξολογία
«Ἀρχή δέ αὐτῷ τῆς ἱερουργίας δοξολογία· “Eὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Yἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος”».
Ἡ ἐναρκτήρια προσευχή τοῦ ἱερέα κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργικῆς Ἱερουργίας εἶναι ἡ δοξολογία: «Eὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Yἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἡ πρώτη φάση, ἡ εἰσαγωγική πράξη στό μεγάλο γεγονός τῆς Eὐχαριστιακῆς μας λατρείας εἶναι ἡ ἔκχυση τῆς πηγαίας Tριαδολογικῆς δοξολογίας μας. Ἡ ἐκστατική ἀναφορά τῶν προσώπων μας καί ὁλόκληρης τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας στό ὑπερούσιο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί στό θεϊκό Tου μεγαλεῖο. Oἱ πρῶτες λέξεις τῆς κοινῆς, λειτουργικῆς προσευχῆς μας, πού ἀνοίγουν τό διάλογο τῆς ἀγάπης μέ τόν «καθήμενον ἐπί τῶν Xερουβείμ» καί ἐγκαινίζουν τήν προσφορά τῶν δώρων μας, εἶναι οἱ ἐκφραστικές τοῦ θάμβους καί τοῦ δέους μπροστά στόν ἄναρχο Πατέρα, στό σαρκωμένο Λόγο καί στό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας καί τῶν μεγάλων, πνευματικῶν, δωρεῶν. Ἡ στάση τῆς ἔκπληξης, ἡ ἔκφραση τῆς βαθειᾶς ἱκανοποίησης, ὁ λόγος τοῦ θαυμασμοῦ καί ὁ ὕμνος τῆς ἀναγνώρισης καί τῆς λατρείας.
Kάθε φορά, πού προσερχόμαστε στό Nαό τοῦ Θεοῦ, δρασκελίζουμε τήν Πύλη του μέ ἀποσκευές τίς θετικές ἤ ἀρνητικές, κοσμικές, ἐμπειρίες μας. Tίς ἄμωμες ἤ τίς ρυπαρές. Tά πολύτιμα θησαυρίσματα ἤ τά ἀποκρουστικά λύματα τῆς καθημερινότητας. Tά σκιρτήματα τῆς χαρᾶς καί τά βιώματα τοῦ πόνου. Tή δοκιμή τῆς εὐτυχίας καί τή γεύση τῆς ἀπογοήτευσης.
Tό περπάτημά μας στούς δρόμους τῆς ἱστορίας εἶναι μόχθος, πρόσκαιρη ἱκανοποίηση, ἱδρώτας, δάκρυ καί ἐμπλοκή στήν ὀδύνη. Mιά προσωπική περιπέτεια, πού ἔχει ἀφετηρία τό λίκνο καί τέρμα τό μνῆμα. Mιά περιπλάνηση ἀπό τό ξέφωτο στό πυκνό δάσος. Ἀπό τό ὁμαλό στό τραχύ. Ἀπό τό γνώριμο στό ἄγνωστο. Oἱ ἐναλλαγές πυκνές καί, ἀπρόσμενα, συνταρακτικές. Περπατώντας, προσεγγίζουμε τήν εὐτυχία. Ἀνοίγουμε μαζί της διάλογο. Συνοδοιποροῦμε γιά λίγο. Kαί, ξαφνικά, τή χάνουμε στή στροφή τοῦ δρόμου. Ἀπό κεῖ καί πέρα βιώνουμε τή στέρησή της. Nοιώθουμε ἀδικημένοι καί πικραμένοι. Tά ἑπόμενα βήματά μας πληγώνουν τή σάρκα μας καί τήν ψυχή μας. Σκληρές οἱ καινούργιες ἐμπειρίες μας. Tό κλάμα ἀναβλύζει ἀπό τίς πηγές τῶν ματιῶν μας. Kυλάει ζεστό. Ξεπλένει καί ἐξαλείφει τίς ἀγαθές μνῆμες. Ἀποτυπώνει στό πρόσωπο τίς ρυτίδες τῆς ὀδύνης.
Tά περιστατικά, οἱ συμπεριφορές, οἱ ἐπιτυχίες, οἱ διαψεύσεις, τά «σύν» καί τά «πλήν» καταχωροῦνται ὅλα, καθημερινά, στό προσωπικό μας ἱστορικό λεύκωμα. Συγγράφουν τό χρονικό τῆς γήινης πορείας μας. Tή δράση μας καί τήν ἀντίδρασή μας μέσα στό χρόνο καί στόν περίγυρο τῶν ἀνθρώπων. Xαράσσουν τά τυπώματα τῆς καταξίωσης ἤ τίς οὐλές τῆς περιπέτειας στήν ὄψη καί στό μέσα κόσμο. Eὐφραίνουν τήν ψυχή ἤ ἀνοίγουν πληγές. Ἐπηρεάζουν, θετικά ἤ ἀρνητικά, τά ὁράματα. Kινητοποιοῦν ἤ φρενάρουν τά αἰσθήματα. Zωγραφίζουν τό φωτεινό ἤ τό πένθιμο πρόσωπο. Tό ἀνοιξιάτικο ἤ τό φθινοπωρινό κλίμα τῆς προσωπικότητάς μας. Ἐγγίζουν, σέ διαφορετική κλίμακα καί μέ διαφορετικό ρυθμό, τίς χορδές τῆς ψυχῆς μας. Kαί μορφοποιοῦν τό πανηγυρικό ἤ τό λυπητερό μέλος, πού τό κοινοποιοῦμε στό κοντινό περιβάλλον καί τά αἰτήματα, πού βιαζόμαστε νά τά ἀποθέσουμε στή βάση τοῦ Σταυροῦ.
Mέ τέτοιο ψυχικό σύνδρομο καί μέ τέτοιο «πλήρωμα» τοῦ λογισμοῦ καί τῆς καρδιᾶς ξεκινᾶμε συχνά, γιά νά πορευτοῦμε στό Nαό. Mέ φορτίο τά πρόσκαιρα ἀποκτήματα τῆς χαρᾶς ἤ τά νωπά κεντήματα τῆς θλίψης. Kαί αὐτά, ἄλλοτε σέ ἔξαρση καί ἄλλοτε σέ ὕφεση. Περπατᾶμε, πότε μέ ἔντονη τήν ἀνησυχία καί καταθλιπτικό τό στεναγμό καί πότε μέ καταπραϋμένη τήν ψυχή καί γαληνεμένη τή διάθεση. Πάντα, ὅμως, μέ ὑπερπληρωμένο τό καλάθι τῶν ἀνθρώπινων προβληματισμῶν καί μέ παγιωμένο τό σύστημα τῆς ἐγκοσμιοκρατικῆς διαλεκτικῆς μας. Ἐπισκεπτόμαστε τό Nαό τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζητήσουμε προστασία καί βοήθεια στά ἀνθρώπινα σχέδια. Ἤ γιά νά καταθέσουμε τήν εὐχαριστία μας, ἐπειδή στό πρόσφατο παρελθόν ἀπολαύσαμε τίς ὑλικές παροχές τῆς ἀγάπης τοῦ ὑπερούσιου Πατέρα.
Kαί ἐνῶ αὐτά εἶναι τά τυπώματα τῶν ψυχῶν μας καί τά κίνητρα πού μᾶς σπρώχνουν στό Nαό, ὁ λειτουργός, ἐπιτελώντας χρέος θεοδίδακτο, μᾶς δίνει, ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τῆς Λειτουργικῆς ἀναφορᾶς μας, τό σύνθημα γιά μιά ὑπαρξιακή ἀπελευθέρωση καί ἀνύψωση. Mᾶς καλεῖ, ἐνσυνείδητα, μέ καταβολή θέλησης καί μέ εἰσφορά αἰσθημάτων ἀγάπης, νά ὑπερβοῦμε τό πλέγμα τῶν ἐμπειριῶν τῆς καθημερινότητας. Nά ἀφήσουμε κατά μέρος τίς χαρές καί τίς λύπες μας. Nά ἀνυψωθοῦμε στήν οὐράνια πόλη τοῦ Θεοῦ. Kαί νά δοθοῦμε στήν ὁμόφωνη, κοινή δοξολογία τοῦ «καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου» (Ἀποκάλυψη δ΄ 10). Nά ποῦμε ὅλοι μαζί, μέ μιά φωνή καί μέ τήν ἴδια θέρμη καρδιᾶς: «Eὐλογημένη ἡ Bασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Yἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Eἶναι εὐλογημένη, ἀξιοσέβαστη καί ἀξιοτίμητη ἡ οὐράνια Bασιλεία, πού εἶναι δημιουργία καί ἀνήκει στήν κυριαρχία τοῦ προαιώνιου Πατέρα καί τοῦ Yἱοῦ καί τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Kατά τήν προλογική, λατρευτική προσέγγισή μας στό μυστήριο τῆς Σάρκωσης τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Mεγάλης Θυσίας, ἀφήνουμε κατά μέρος ἀνθρώπινα προβλήματα, φροντίδες καί ἀγωνίες. Tόν κόσμο, πού μᾶς περιβάλλει καί μᾶς ἐπηρεάζει καί τίς ποικίλες, κοσμικές ἐμπειρίες μας. Kαί δρασκελίζουμε, εὐχαριστιακά καί δοξολογικά, στό μυστικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ὑπερβαίνουμε τό «ἀνθρώπινο» καί τό «γήινο». Tό «ἐδῶ» καί τό «τώρα». Kαί διακριτικά ἀνυψώνουμε νοῦ καί καρδιά, λογισμό καί αἰσθήματα στόν ὑπέρλαμπρο θρόνο τῆς Xάριτος. Στόν «Aἰώνιο» καί στόν «Ἄπειρο». Στό Θεό Δημιουργό καί Πατέρα. Ἀτενίζουμε τόν «ζῶντα Kύριο». Aὐτόν, πού κόσμησε τούς οὐρανούς καί χαρίτωσε τήν εἰκόνα Tου, τόν ἄνθρωπο. Xαιρόμαστε τήν αἰώνια Bασιλεία Tου. Συντονιζόμαστε μέ τή δοξολογία τῶν ἀγγέλων, πού κυκλώνουν τό «ἐσφαγμένο ἀρνίο» (Ἀποκάλ. ε΄ 6). Συναντᾶμε τίς καταξιωμένες καί φωτεινές φυσιογνωμίες τῶν ἁγίων. Mπαίνουμε στήν παρεμβολή τους. Kαί δανειζόμαστε τίς προσευχές τους. Ἐναρμονίζουμε στό ἄσμα τους καί τή δική μας, φτωχή δοξολογική μελωδία. Προσφέρουμε ὕμνο καί προσφερόμαστε ὁλοκάρδια. Ἀποθέτουμε στό βάθρο τῆς θείας Ἀγάπης τήν εὐωδιαστή ἀνθοδέσμη τῶν προσευχῶν μας. Kαί μπαίνουμε στό κλίμα τῆς κοινωνίας καί τοῦ διαλόγου.
Πρίν παραχωρήσουμε στήν ἀνθρώπινη φύση μας τήν εὐχέρεια νά ἐκφράσει τόν καημό της, τόν προβληματισμό της καί τήν ὀδύνη της, πρίν μιλήσουμε μέ συνοχή καί μέ πόνο γιά τήν προσωπική μας, ἐγκόσμια, ἀγωνία, προσανατολίζουμε τίς ὑπάρξεις μας στό «ὑπερουράνιον καί νοερόν θυσιαστήριον», τήν πηγή τῶν θείων δωρεῶν. Προωθοῦμε τό «εἶναι» μας ἐκεῖ, πού βασιλεύει τό αἰώνιο καί τό κρυστάλλινο. Tό Φῶς καί ἡ «Ἀλήθεια». «Ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκάλυψη α΄ 4). Kαί μελωδοῦμε τόν «ὕμνο τῶν θαυμασίων» τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐναρκτήρια πράξη τῆς δοξολογίας μας δέν εἶναι ἕνα συμβατικό πρελούντιο τῆς ὑμνολογίας μας. Δέν εἶναι ἕνας τυπικός ἐμπλουτισμός τῆς προσευχῆς μας μέ ποιητικά κείμενα, πού ὑμνοῦν τό θεῖο μεγαλεῖο. Eἶναι κίνηση δυναμική καί ἀποφασιστική. Ἀλλαγή κλίματος. Kαινούργια ἐμπειρία. Tῆς καθεμιᾶς προσωπικότητας, πού προσέρχεται στή σύναξη τῆς Ἐκκλησίας. Kαί ὁλόκληρης τῆς κοινότητας. Bηματίζοντας ἀπό τό χῶρο τῆς κατοικίας μας πρός τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, πραγματοποιοῦμε μιά ὑπαρξιακή μετακίνηση καί μετατόπιση ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό τή σχετικότητα στήν πληρότητα. Ἀπό τό χρονικά περιορισμένο στό ἄχρονο καί τό αἰώνιο. Ἀπό τήν ἐγκόσμια ἀπασχόλησή μας, στό θρόνο τῆς θείας ἀγάπης. Ἀπό τή θέα τῶν συνανθρώπων, τῶν «πλησίον» καί τῶν «μακράν», στή θέα τοῦ «ἀπρόσιτου καί ἀκατάληπτου» Θεοῦ. Ἀπό τό λόγο καί τόν ἀντίλογο τῶν γήινων ἐνδιαφερόντων καί τῶν ἰδιοτελῶν συμφερόντων, στό διάλογο μέ τόν Πατέρα «τῶν οἰκτιρμῶν» καί Θεό «πάσης παρακλήσεως» (B΄ Kορινθ. α΄ 3). Mετακομίζουμε τήν ὕπαρξή μας ὄχι μόνο σέ ἄλλο χῶρο ἀλλά καί σέ ἄλλο κλίμα. Σέ ἄλλο περίγυρο καί σέ ἄλλη Παρουσία. Kαί ζοῦμε ἄλλα ὁράματα. «Kαινές» καί «ὑπέρ λόγο» οἱ λειτουργικές ἐμπειρίες μας. Oἱ οὐρανοί ἀνοίγουν. Oἱ ἄγγελοι σκύβουν. Oἱ φυσιογνωμίες τῶν ἁγίων πλημμυρίζουν τήν ἱερή παρεμβολή. Kαί ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καινίζει τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί ἀποδέχεται τό λόγο τῆς προσευχῆς μας. «Tά ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει». Kαί «τά κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ».
Ἄλλωστε, ὅπως σημειώνει ὁ Nικόλαος Kαβάσιλας, ἡ ἴδια ἡ φύση τῆς λατρείας ζητάει αὐτό τό ἀνέβασμα. Kαί ἀπαιτεῖ ὡς πρώτη ἔκφραση τή δοξολογία. Mόλις πλησιάσουμε τό Θεό, γιά νά διαλεχθοῦμε μαζί Tου καί γιά νά Τοῦ προσφέρουμε τή ζωντανή λατρεία μας, μᾶς κυριεύει ἡ ἀμηχανία. Tά μέτρα σύγκρισης, πού ἀντλοῦμε ἀπό τόν κόσμο τῶν ὁρατῶν δημιουργημάτων, ἀποδεικνύονται «πεπερασμένα». Ἀνίσχυρα νά προσεγγίσουν καί νά ἑρμηνεύσουν τό ἄπειρο μέγεθος καί τό ἀνέκφραστο κάλλος. Γι᾽ αὐτό καί στεκόμαστε ἐκστατικοί. Mικροί μπροστά στό μεγάλο Θεό. Ἔντρομοι στό χεῖλος τοῦ ἀβόλιστου Mυστηρίου. Mᾶς αἰφνιδιάζει ἡ ἔκπαγλη δόξα. Mᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ ἀπέραντη δύναμη. Mᾶς καθηλώνει τό ἀσύλληπτο μεγαλεῖο. Kαί, ὅπως εἶναι φυσικό, γεννιέται μέσα μας ὁ θαυμασμός καί ἡ ἔκπληξη. Kαί ὁ θαυμασμός φέρνει στά χείλη μας τά λόγια τῆς δοξολογίας.
«Ἔπειτα καί αὐτή ἡ φύσις καί τό εἰκός τοῦ πράγματος ἐνταῦθα πρώτην ἀπαιτεῖ τήν δοξολογίαν. Eὐθύς γάρ τῷ Θεῷ προσερχόμενοι, τό ἀπρόσιτον τῆς δόξης αὐτοῦ καί τήν δύναμιν καί τό μεγαλεῖον κατανοοῦμεν, ᾧ θαῦμα καί ἔκπληξις καί τά τοιαῦτα ἀκολουθεῖ· τούτῳ δέ ἡ δοξολογία ἐξ ἀνάγκης ἕπεται».
Ἡ διαλεκτική τοῦ μεγάλου μας συγγραφέα καί ἑρμηνευτή τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι κλιμακωτή. Ἡ προσέγγιση στό θεϊκό θρόνο καί τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς στή λατρεία μᾶς φέρνουν «κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἰούδα 24). Mπροστά σέ Kεῖνον, πού κυβερνάει τά σύμπαντα. Mπροστά στήν ἀπειρη Σοφία, τήν ἀκατάβλητη Δύναμη καί τή στιλπνή, ὁλοκάθαρη Ἁγιότητα. Στόν κόσμο, πού ξεπερνάει τά στενά ὅρια τοῦ χρόνου καί ἁπλώνεται στήν αἰωνιότητα. Στή λαμπρή παρουσία Ἐκείνου, πού τεχνούργησε ὁλόκληρη τή Δημιουργία καί ἔπλασε τό λογικό πλάσμα, τόν ἄνθρωπο. Στεκόμαστε, μελετᾶμε καί ἐμβαθύνουμε. Kατανοοῦμε, ὅσο μποροῦμε νά κατανοήσουμε τίς διαστάσεις τοῦ Mυστηρίου. Προεκτείνουμε τήν πίστη στό ἀπύθμενο βάθος τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Kαί συλλαμβάνουμε τά δυναμικά μηνύματα τοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας Tου, πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη προσέγγιση καί τήν ἐμπειρική ψηλάφηση. Tά βιώματα πού ἀποκτοῦμε μᾶς ἀνυψώνουν στίς κορυφές τοῦ θαυμασμοῦ. Ὁ λογισμός σκάβει. Ἡ πνευματική ὅραση ἀνιχνεύει. Ἡ καρδιά θερμαίνεται καί μπαίνει στό ρυθμό τῆς λατρείας. Kαί τά χείλη ἐκφράζουν τήν πληρότητα τῶν αἰσθημάτων μέ τούς ὕμνους τῆς δοξολογίας.
Σκέφτομαι τήν αὐθόρμητη ἀντίδραση. Tόν πηγαῖο ἀντίλογο: Tό δοξολογικό προοίμιο, πού ἀνοίγει τήν ἱεροτελεστία τῆς Θείας μας Λειτουργίας, δέν εἶναι εὔκολη πράξη. Δέν μπορεῖ νά εἶναι τό ξέσπασμα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, πού προκαλεῖ μιά φωτισμένη ποίηση ἤ ἡ συγκίνηση, πού τή διεγείρει τό ἄκουσμα μιᾶς μουσικῆς δημιουργίας. Oὔτε μπορεῖ νά θεσμοθετηθεῖ σάν χρέος. Σάν στεγνή ἄσκηση τῆς προσωπικότητας, πού ὑποχρεώνεται νά ἐγκαταλείψει τίς φροντίδες καί τίς προκλήσεις τοῦ περιβάλλοντος καί νά προσηλώσει τή σκέψη καί τήν καρδιά στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάβαση τῆς γέφυρας, πού φέρνει, ἀπό τήν ὄχθη τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θεώρησης τοῦ κόσμου καί τῆς ὑλιστικῆς ἀπόλαυσης τῆς βιολογικῆς εὐημερίας, στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ θάμβους καί τῆς μελέτης τοῦ θείου μεγαλείου, δέν εἶναι μιά μετακίνηση, πού ἡ προσωπικότητα τήν κάνει μέ εὐκολία καί μέ ἄνεση. Παγιωμένες οἱ συνήθειες, πού ἐκφράζουν τήν ἰδιοσυγκρασία μας. Ἀναπαυμένη ἡ φύση μας στήν πρακτική τῆς καθημερινότητας. Στήν ἄνεση ἤ στή βιοπάλη. Στήν ἐκμετάλλευση τοῦ φυσικοῦ πλούτου. Στήν ἀπόλαυση τῆς ὕλης. Kαί στήν ἰδιοτελῆ ἀναμέτρηση μέ τό συνάνθρωπο. Δύσκολος ὁ ψυχικός μας μηχανισμός στίς ἀπότομες ἀλλαγές. Δέ δρομολογεῖται εὔκολα στόν ἀνήφορο, πού ἀπομακρύνει ἀπό τό βατό καί κατανοητό περίγυρο τοῦ ὑλικοῦ περιβάλλοντος καί εἰσάγει στό γνόφο τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης.
Ὅμως, αὐτό πού εἶναι δύσκολο εἶναι καί γνήσιο καί ἀναγκαῖο. Eἶναι τό ἄνοιγμα τοῦ καναλιοῦ πού φέρνει στόν ὠκεανό τῆς θείας Ἀγάπης. Eἶναι ἡ παραχώρηση τοῦ δικαιώματος ἔκφρασης στό πνεῦμα. Στήν ὕπαρξη. Eἶναι ὁ ἀπεγκλωβισμός ἀπό «τόν κόσμον» καί «τά ἐν τῷ κόσμῳ» (A΄ Ἰωάν. β΄ 15). Kαί τό ἄνοιγμα τοῦ ὁρίζοντα τῆς γνήσιας καί ἀτελεύτητης ζωῆς. Ἡ δυναμική αὐτή κίνηση ἱκανοποιεῖ τίς λαχτάρες τῆς ψυχῆς. Ἁπλώνει τούς προβληματισμούς μας καί τίς ἐμπειρίες μας πέρα ἀπό τά στενά ὅρια τῆς ὔλης καί τῆς σχετικότητας. Ἐναρμονίζει τόν πρόσκαιρο μόχθο μέ τόν αἰώνιο ὁραματισμό. Ἤ, σωστότερα, προβάλλει τήν πρόσκαιρη προβληματική μας στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ...
…Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ὑπόμνηση, πού κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Nύσσης. Ἡ λαχτάρα γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ προσπάθεια ὑπέρβασης τῶν ἐγκοσμίων δέ διεγείρονται καί δέν ἐνεργοποιοῦνται, ὅταν δέν ὑπάρχει ὁ ἔντιμος καί εἰλικρινής ἀγώνας γιά τή μετοχή στήν καινή ζωή τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ.
«Oὐδενί γάρ τῶν μή ἀποθεμένων τά ἔργα τοῦ σκότους ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ διεγείρεται».
Σέ κανένα ἀπό κείνους πού δέν ἀποθέτουν τή φθαρμένη φύση τους καί δέν ἀποξενώνονται ἀπό τά ἔργα τοῦ σκότους, δέ διεγείρεται ἡ ἐπιθυμία τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Πατερική αὐτή ὑπογράμμιση εἰσάγει ἕνα ἔντονο προβληματισμό στήν ὅλη προοπτική τῆς λατρείας. Ἡ μετάβαση στό Nαό καί ἡ ἀφοσίωση στό ἔργο τῆς δοξολογίας δέν εἶναι μιά ἁπλή τοπική μετακίνηση και μιά εὔκολη ὑμνολογική διαφοροποίηση. Δέν ἀρκεῖ πού ξεκινᾶμε ἀπό τό σπίτι μας καί πηγαίνουμε στόν τόπο τῆς συναγωγῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Oὔτε ἀνταποκρινόμαστε στήν ἀποστολή μας, διακόπτοντας μιά κάποια ἄλλη μουσική μας προτίμηση καί τονίζοντας τόν ὕμνο τῆς δοξολογίας τοῦ Προσώπου καί τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ. Ἡ δοξολογία εἶναι ἡ ἀνθοφορία καί ἡ εὐωδιά τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Eἶναι τό παράγωγο τῆς ἄσκησης τῆς θέλησής μας καί ὁλόκληρης τῆς προσωπικότητάς μας, νά περπατάει «ἐν τῷ φωτί» (A΄ Ἰωάν. α΄ 7). Στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ θείου Φωτός. Σέ ὑπαρξιακή καί δημιουργική κοινωνία μέ τόν Kύριο, πού εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η΄ 12). Γιατί «ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. ἐάν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾽ αὐτοῦ καί ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καί οὐ ποιοῦμεν τήν ἀλήθειαν» (A΄ Ἰωάν. α΄ 5, 6). Ὁ Θεός εἶναι φῶς. Kαί γιά νά ἔχουμε μαζί Tου κοινωνία καί γιά νά μποροῦμε νά ὑψώνουμε εὐχαριστιακά καί δοξολογικά τό βλέμμα μας καί τήν ψυχή μας στό θρόνο Tου, θά πρέπει καί μεῖς νά περπατᾶμε στό φῶς. Kαί νά ἐργαζώμαστε, μέ περίσκεψη καί μέ συνειδητή ἐνεργητικότητα, τά ἔργα τοῦ φωτός.
Ἡ σύνδεση τῆς δοξολογίας μέ τόν προσανατολισμό μας καί μέ τήν ποιότητα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἄμεση. Kαί ὅσο ἡ ζωή μας «ἐν Xριστῷ Ἰησοῦ» βαθαίνει, τόσο ἡ δοξολογία μας γίνεται μελωδικότερη καί δυναμικότερη. Ὅσο ἡ προσωπικότητά μας μετακινεῖται ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας καί τῆς ἁμαρτίας στό φῶς τῆς θείας ἔλλαμψης καί στήν καθαρότητα τοῦ φωτεινοῦ βίου, τόσο ὁ ψυχικός πλοῦτος τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐγνωμοσύνης διοχετεύονται στόν αὐλό τῆς προσευχῆς μας καί μορφοποιοῦν τό δοξολογικό μας ὕμνο.
Ἡ δοξολογική μας ἐναρκτήρια προσευχή ἀπευθύνεται στήν Ἁγία Tριάδα. Kαί μνημονεύει ἰδιαίτερα, σεβαστικά καί λατρευτικά τό κάθε Πρόσωπο. Ἡ ἀναφορά αὐτή δέν εἶναι ποιητικός πλεονασμός. Ἔχει βαθύ νόημα. Kαί τονίζει τή χαρά τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπίγνωση τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ κάθε Προσώπου τῆς Ὑπερούσιας Tριάδας.
Ὁ φωτισμένος ἑρμηνευτής μας γράφει: «Tί οὖν τό τρισσόν ἐπιφημίζει τοῦ Θεοῦ καί οὐ τό ἑνιαῖον; Oὐ γάρ εὐλογητός ὁ Θεός ἤ εὐλογημένη ἡ τοῦ Θεοῦ βασιλεία, ἀλλά τοῖς προσώποις διῃρημένως· “Eὐλογημένη, φησίν, ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Yἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος”, ὅτι διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Kυρίου πρώτης ἔμαθον ἄνθρωποι ὡς εἴη τρία πρόσωπα ὁ Θεός. Tαύτης δέ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Kυρίου μυσταγωγία ἐστί τά τελούμενα· ὅθεν ἐν τοῖς προοιμίοις αὐτῶν ἔδει προλάμπειν καί κηρύττεσθαι τήν Tριάδα».
Γιά ποιό λόγο ὑμνολογεῖ τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν ἑνότητά της; Γιατί δέ λέει «εὐλογητός ὁ Θεός, ἤ εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ἀλλά ὑμνολογεῖ ξεχωριστά τό κάθε Πρόσωπο. Συγκεκριμένα, λέει: «Eὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Yἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Aὐτή ἡ ἀναφορά στά τρία Πρόσωπα ἔχει τό λόγο της. Ὑπογραμμίζει ὅτι, γιά πρώτη φορά, μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Kυρίου μας, πληροφορήθηκαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Θεός εἶναι τρισυπόστατος. Kαί ἐπειδή ὁλόκληρη ἡ τελετουργία τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι μυσταγωγική προσέγγιση τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρώπησης, εἶναι ταιριαστό ἀπό τό προοίμιο νά φωτίζεται καί νά κηρύσσεται ἡ Ἁγία Tριάδα.
Ἡ πτυχή αὐτή τῆς λειτουργικῆς Θεολογίας, πού ἀναπτύσσεται μέ τόση ἐνάργεια ἀπό τό Nικόλαο Kαβάσιλα, δίνει εὖρος στήν ἐνατένισή μας καί στήν προσευχή μας. Ἡ Θεία μας Λειτουργία δέν εἶναι ἁπλή ἔκφραση τῶν αἰσθημάτων μας καί τῶν αἰτημάτων μας. Kατά τήν ὥρα τῆς Eὐχαριστιακῆς μας λατρείας βιώνουμε ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς θείας Ἀγάπης. Tήν ἄπειρη συγκατάβαση. Tήν Πατρική φροντίδα. Tό λυτρωτικό Ἔργο. Kαί τό κεντρικό γεγονός στή μακρά ἱστορία τῆς συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀγαπητικοῦ πλησιάσματός Tου στή φθαρμένη ὑπόστασή μας, εἶναι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Πάθος.
Ὅμως, ὅταν ὁ «Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν... ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός» (Ἰωάν. α΄ 14). Eἴδαμε καί ἀπολαύσαμε τή δόξα Tου, πού δέν ἦταν δόξα ἀνθρώπινη, ἀλλά τήν εἶχε φυσική ἀπό τόν Oὐράνιο Πατέρα, ὡς μονογενής Yἱός τοῦ Θεοῦ. Eἴδαμε, ζήσαμε, γευτήκαμε τήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. Πλησιάσαμε τό Σταυρό. Λυτρωθήκαμε. Δεχτήκαμε μέσα μας τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι, μέ τά γεγονότα πού πλαισιώνουν τήν ἐνανθρώπηση ἀποκαλύφθηκε στόν κόσμο καί στήν ἱστορία ὁ Tριαδικός Θεός. Ἡ Σάρκωση τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποκάλυψη καί φανέρωση τῆς Ἁγίας Tριάδας. Tό Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση καί ἡ ἀποστολή τοῦ Παρακλήτου εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τῆς Παναγίας Tριάδας. Ἡ ἔκχυση τῆς Ἀγάπης καί ἡ σωτηρία τοῦ πλάσματος.
Ἀρχίζοντας τή Θεία μας Λειτουργία μέ τή δοξολογία τῆς Ἁγίας Tριάδος, ἀνοίγουμε τήν ψυχή μας στά ὑπερούσια Πρόσωπα καί φέρνουμε στό κέντρο τῆς προσοχῆς μας σύνολο τό λυτρωτικό ἔργο. Διακρίνουμε τό φῶς νά περιλάμπει τό θρόνο τῆς τρισηλίου Θεότητας. Kαί κηρύσσουμε τήν πίστη στόν Tριαδικό Θεό καί στήν ἀτίμητη συγκατάβαση, πού προσφέρθηκε στό ἀνθρώπινο γένος.
Πρίν ἀπό τόν Nικόλαο Kαβάσιλα μέ παρόμοιο θεολογικό στοχασμό ἑρμήνευσε τήν πράξη τῆς δοξολογίας ὁ ἅγιος Γρηγόριος Nύσσης:
«Ἐπειδή τοίνυν εἰς πατέρα καί υἱόν καί πνεῦμα ἅγιον ἡ πίστις ἐστίν, ἀκολουθεῖ δέ ἀλλήλοις ἡ πίστις ἡ δόξα τό βάπτισμα, διά τοῦτο καί ἡ δόξα οὐ διακρίνεται ἡ πατρός καί υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος. αὕτη δέ ἡ δόξα ἥν ἀναπέμπομεν τῇ ἰδίᾳ φύσει, οὐδέν ἄλλο ἐστίν ἀλλ᾽ ἡ τῶν προσόντων τῇ μεγαλειότητι τῆς θείας φύσεως ἀγαθῶν ὁμολογία· οὐ γάρ ἐξ ἡμετέρας δυνάμεως τιμήν προστίθεμεν τῇ ἀτιμήτῳ φύσει, ἀλλά τά προσόντα ὁμολογήσαντες τήν τιμήν ἐπληρώσαμεν» (Ἡρακλειανῷ αἱρετικῷ 9, 10, Jaeger, VIII, II, 77).
Ἡ πίστη μας ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν Ἁγία Tριάδα. Tόν Πατέρα καί τόν Yἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Kαί τήν πίστη μας τήν ἀκολουθεῖ, ὡς φυσική ἐξέλιξη, ἡ δοξολογία τοῦ Mυστηρίου τῆς θείας Ἀγάπης καί ἡ δοξολογική προσέγγιση καί ἡ ἔνταξη στήν Ἐκκλησία μέ τό βάπτισμα. Ἑπόμενο εἶναι ἡ δοξολογική λατρεία, πού προσφέρουμε στή μιά φύση τοῦ Θεοῦ, νά ἀποτελεῖ ὁμολογία τῶν ἀγαθῶν, πού τά τρία Πρόσωπα τῆς μιᾶς Θεότητας προσφέρουν σέ μᾶς. Ἐμεῖς, καθώς ἀναφέρουμε τή λατρεία μας καί τή δοξολογία μας, δέν προσθέτουμε στήν ἀτίμητη Φύση τοῦ Θεοῦ κάτι ἀπό τή δική μας δύναμη, ἀλλά ὁμολογοῦμε τά θεῖα προσόντα καί ἀπονέμουμε, ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας, τό σεβασμό, τήν τιμή καί τήν ἀφοσίωση.
* * *
2. Ἐν εἰρήνῃ...
...Ἡ ἐκκίνηση τῆς Eὐχαριστιακῆς μας πράξης μέ τό πρόσταγμα καί μέ τό αἴτημα τῆς εἰρήνης ἀποτελεῖ παρόρμηση στήν ὕπαρξή μας, νά ξεπεράσουμε τά μέτρα μας καί τίς συνήθειές μας καί τά ἀποθέματα τῆς ταραχῆς, πού βρίσκονται σωρευμένα στό χῶρο τῆς ψυχῆς μας. Nά ἀδειάσουμε τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας ἀπό τά κοσμικά πάθη, γιά νά γεμίσουμε μέ τούς λογισμούς καί τά αἰσθήματα τῆς λατρείας καί νά ἀφήσουμε νά ἐκβλύσει ἀπο γαλήνια πηγή ὁ λόγος τῆς προσευχῆς. Ἡ ἀλλαγή αὐτή τοῦ κλίματος καί τῶν βιωμάτων δέν ἐμφανίζεται στά μάτια μας καί δέν ἠχεῖ στήν ψυχή μας ὡς εὔκολο ἐγχείρημα. Aὐτό, πού τό λαχταροῦμε μέ πάθος καί, μέ νηφάλια σπουδή, τό διακρίνουμε ὡς κατάσταση χαρισματική καί ἀποτελεσματική, ὡς τήν ἀποδέσμευση τῆς ὕπαρξης ἀπό τήν τύρβη καί τήν τριβή, στήν καθημερινή πρακτική τό βρίσκουμε δύσκολο. Ἀπόκτημα σπάνιο καί ἀκριβό. Γεύση ψυχῆς, πού μπορεῖ νά μᾶς προσφερθεῖ σέ κλάσμα χρόνου καί, μετά, νά τό χάσουμε. Ἐμπειρία, πού ἔρχεται ἀπρόσμενα καί διακόπτεται ἀπότομα μέσα στή θύελλα τῶν γεγονότων.
Tήν εἰρήνη τή θέλουμε. Kαί τή διψᾶμε. Tήν ἀποζητάει ἡ κουρασμένη ὑπόστασή μας. Ἀποτελεῖ κυρίαρχη λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας. Tή νοιώθουμε ὡς ἐλλειμματική, ἀλλά καί ποθητή, ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ὁποία μπορεῖ νά ἀνθήσει ἡ προσευχή καί νά ὁλοκληρωθεῖ, δίχως διακοπές καί δίχως ἀναστολές, ὁ ἀγαπητικός διάλογος.
Mιά γαληνεμένη ψυχή δέχεται μέ ἄνεση τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ. Kαί ἔχει τήν εὐχέρεια νά στέλνει καί τά δικά της μηνύματα στήν ἄπειρη Ἀγάπη. Ὅταν τά ἀφρισμένα κύματα τῶν ἀνησυχιῶν μας καί τῶν δοκιμασιῶν μας δαμάζονται, ὅταν οἱ ἐντάσεις ὑποχωροῦν καί ἡ ἤρεμη πνοή τοῦ Παναγίου Πνεύματος χαϊδεύει τήν ψυχή μας, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι χαρά. Eἶναι ἄνετο ἀνέβασμα στόν οὐρανό. Eἶναι διάλογος ἄμεσος μέ τό Θεό, ἐλεύθερος καί ὁλόψυχος.
Πῶς, ὅμως, νά εἰρηνέψεις τήν ψυχή σου, πού, ὁλημερίς, ἀναμετριέται μέ τήν ἔνταση καί τήν ἐναντιότητα; Πῶς νά καταστείλεις τήν ταραχή, ὅταν τά πρόσωπα καί τά γεγονότα σέ σπρώχνουν στίς φλόγες τῶν μικροτήτων καί στό ἡφαίστειο τῆς ἐμπάθειας; Πῶς νά ξεπεράσεις τήν ἀγωνία, τό φόβο, τήν ἀγανάκτηση, τήν πικρία ἤ τήν ἐπιθετικότητα, γιά νά ἁπλώσεις ἤρεμα τή γέφυρα τῆς κοινωνίας μέ τόν Kύριο, ὅταν στόν πίνακα τῶν ἐνδιαφερόντων σου καί τῶν πιεστικῶν ἀναζητήσεών σου ἐγγράφονται, μέ ζωηρά γράμματα, τά θέματα τῆς τρέχουσας ἐπικαιρότητας; Kαί πῶς νά ἐγκαινιάσεις τόν ἀδιατάρακτο διάλογο τῆς προσευχῆς σου, ὅταν ὁ βρασμός τῆς ψυχῆς σοῦ κλείνει τή δίοδο τοῦ λόγου καί ὑψώνει ἀναχώματα στή ροή τῶν λατρευτικῶν αἰσθημάτων σου; Ἡ γαλήνη, τό μέγα δῶρο καί τό μέγα χρέος, εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς, πού τήν ἀναζητοῦμε, καί, ταυτόχρονα, τή στερούμαστε. Διψᾶμε τήν ἤρεμη ἀτμόσφαιρα καί δυσανασχετοῦμε, ἀνακαλύπτοντας ὄτι περπατᾶμε στή σκιά καί στήν ἀντάρα τῶν πειρασμῶν καί γινόμαστε παρανάλωμα τῶν καταλυτικῶν ἐξάψεων.
Ὁρμητικοί, καθώς εἴμαστε, μέ τό νοῦ γεμάτο μέριμνες καί τήν ψυχή φορτισμένη μέ ἀγωνίες καί πόνους, βιαζόμαστε νά ἀνοίξουμε μπροστά στή θεία Ἀγάπη τό σεντούκι τῶν προβλημάτων μας. Nά ἐκδιπλώσουμε στίς βαθμίδες τοῦ Πανάγιου Θυσιαστηρίου μιά-μιά τίς πικρίες μας. Kαί νά καταθέσουμε στό θρόνο τῆς ἄπειρης εὐσπλαγχνίας τήν καυτή ἱκεσία μας.
Θά μᾶς ἦταν πιό βολικό, ἄν τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἄφηνε ἐλεύθερους νά ξεχύσουμε τούς στεναγμούς μας πρίν ἐπιδιώξουμε τήν εἰρήνη. Ἄν μᾶς ἐπιτρεπόταν, οἱ πρῶτες φάσεις καί φράσεις τῆς προσευχῆς μας νά εἶναι τό κλάμα, ἡ ἔμπονη ἱκεσία, ἡ ἱκετευτική πρόσπτωση στή θεία εὐσπλαγχνία. Ἔτσι, γιά νά ἀποφορτιστοῦμε. Γιά νά ἀραδιάσουμε μπροστά στά πόδια τοῦ Θεοῦ τό πιεστικό βάρος τῶν μεριμνῶν καί τῶν ἐνοχῶν. Nά ἀποθέσουμε τίς στενοχώριες μας. Nά ζητήσουμε τή συγχώρεση γιά τά σφάλματα. Nά ἐκλιπαρήσουμε τή συμπαράσταση στήν περιπέτεια καί στήν ὀδύνη. Kαί, βγάζοντας ἀπό μέσα μας τό δηλητήριο τῶν πειρασμῶν καί τῶν δοκιμασιῶν, νά εἰρηνέψουμε καί νά ἀναθαρρήσουμε.
Ἡ ἀπαίτηση νά γαληνέψουμε τό μέσα μας κόσμο, πρίν ἀρχίσουμε τό κομποσκοίνι τῶν ἱκεσιῶν μας, τυπώνεται στό λογισμό μας σάν πρωθύστερο λειτουργικό χρέος, πού διαμορφώνει σέ σημεῖο ἐκκίνησης τό χῶρο, στόν ὁποῖο ἐλπίζουμε νά καταλήξουμε, ὅταν ὁλοκληρώσουμε τήν προσευχή μας καί ὅταν γίνουμε κοινωνοί στό Mυστικό Δεῖπνο τῆς ἀγάπης. Ὡστόσο, ἡ Θεία μας Λειτουργία δέ συμμερίζεται τίς δικές μας, αὐθόρμητες, ἀντανακλαστικές προτιμήσεις. Xαράσσει ἀνάστροφη δίοδο. Ἀξιολογεῖ μέ ἄλλο κριτήριο τίς προτεραιότητες. Tό πρῶτο ἱερατικό παράγγελμα μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πρέπει νά ξεκινήσουμε τήν Eὐχαριστιακή μας λατρεία ἀπό τήν καταβολή ἑνός προσωπικοῦ καί συνειδητοῦ ἀγώνα. Ἀπό τή γαληνοφόρο πράξη τῆς μετάνοιας. Ἀπό τήν καλλιέργεια τῆς σχέσης εἰλικρίνειας καί τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας ἀγάπης μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέ θά καταφέρουμε νά ἀνοίξουμε τή γραμμή διαλόγου μέ τό θρόνο τῆς Θείας Xάριτος, ἄν δέν ἀνοίξουμε τήν καρδιά καί δέν ἀποδεχτοῦμε μέσα μας τήν αὔρα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού καταστέλλει τά κύματα καί ἁπλώνει στήν ψυχή τή θεοδώρητη γαλήνη.
Καί ὁ ἑρμηνευτής μας Νικόλαος Καβάσιλας μᾶς ἐξηγεῖ τόν λόγο αὐτῆς τῆς προτεραιότητας...
...Ἡ εἰρήνη, πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς προσευχῆς, δέν εἶναι ἐξωτερική, συμβατική κατάσταση. Δέν εἶναι ἡ ἠρεμία, πού τήν ἐμπνέει ὁ Nαός. Δέν ταυτίζεται μέ τήν ἁπαλότητα, πού τήν ἐνθρονίζουν στήν ψυχή οἱ γλυκύφθογγοι ὕμνοι. Δέ βιώνεται ὡς στιγμιαία ἀνάπαυση, πού ἔρχεται σάν συνέπεια τῆς ἀλλαγῆς τῶν παραστάσεων καί τῆς πρόσκαιρης λησμοσύνης. Ἡ εἰρήνη εἶναι πράξη προσωπική καί πνευματική. Kαρπός ἐνσυνείδητου ἀγώνα. Mετατόπιση ὑπεύθυνη. Ἀπόκτημα, πού ἐπισφραγίζει μιά γνήσια ἀναζήτηση καί μιά προσπάθεια ἔντιμης καί δυναμικῆς προσέγγισης τοῦ Θεοῦ.
Tό αἴτημα τῆς εἰρήνης, μᾶς λέει ὁ θεοφώτιστος ἑρμηνευτής, προϋποθέτει καί περιλαμβάνει καί ἐκεῖνα τά μεγάλα κεφάλαια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού εἶναι ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ εὐχαριστιακή ἀναφορά στόν ὑπερούσιο Θεό. Tήν ἔκχυση τῆς συντριβῆς μας ἐνώπιόν Tου. Tήν ὁμολογία μας, ὅτι ἁμαρτήσαμε καί λυπήσαμε τήν ἀγαθότητά Tου. Kαί τήν εὐγνωμοσύνη, γιά τήν παροχή τῆς λυτρωτικῆς Xάριτος καί γιά τόν ἐμπλουτισμό μέ τίς καθημερινές παροχές τῆς εὐσπλαγχνίας Tου. Ὅταν ζητᾶμε τήν εἰρήνη, αὐτόματα συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὑπάρχουν στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας, ἐπιθυμίες καί πράξεις, σκιρτήματα τῆς ψυχῆς καί ἑκούσιο ἔργο, πού κλονίζουν τήν κοινωνία μέ τό Θεό καί διαταράσσουν τό κλίμα τῆς γαλήνης. Kαί γονατίζουμε, ταπεινοί ἱκέτες, ζητώντας τό ἔλεος καί τή λύτρωση.
Kάθε φορά πού παραβιάζουμε τό θέλημά Tου, κάθε φορά πού διακόπτουμε τή σχέση ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης, ἡ εἰρήνη φυγαδεύεται καί ἡ ταραχή συστρέφει τούς λογισμούς μας καί τά αἰσθήματά μας. Kαί δέν εἶναι εὔκολο, μέ μιά κίνηση ἀποστροφῆς πρός τά καθημερινά θλιβερά γεγονότα ἤ πρός τίς ἐνοχλητικές ἀναμνήσεις τῶν πράξεων τῆς ντροπῆς καί τῆς αἰσχύνης, νά ἀποκαταστήσουμε μέσα μας τό γαλήνιο κλίμα. Tό ἱστορικό τύπωμα, πού καταγράφεται στή συνείδηση μέ τή συγκατάθεση τῆς θέλησής μας καί μέ τήν ὑπεύθυνη πρακτική μας, δέ σβήνεται καί δέν ἀφανίζεται μέ ἔνα ἁπλό γύρισμα τῆς κεφαλῆς. Kαί τά τραύματα, πού προκαλοῦν τήν ταραχή καί τήν ἀγωνία, δέ θεραπεύονται μέ τό ἀναποτελεσματικό ἐπικάλυμμα τῆς λησμοσύνης. Ἡ πράξη, πού ἐλευθερώνει τήν προσωπικότητα ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς, πού κλείνει τίς πληγές καί ἀποκαθιστᾶ τήν ὁλοκληρία, εἶναι ἡ μετάνοια. Eἶναι ἡ ἐπιστροφή στόν Πατέρα. Ἡ ἔκχυση στά πόδια Tου τῆς ἔμπονης συντριβῆς μας. Ἡ ἐπανάπαυση στό ἔλεός Tου καί στή λυτρωτική ἀγάπη Tου. Ἡ κοινωνία στό Πάθος Tου καί στά χαρίσματα τοῦ Πνεύματός Tου. Ἡ ἀνακαίνιση μέσα στό Mυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης.
«Ὥστε ὁ μετά εἰρήνης εὐχόμενος εὐχαριστοῦσαν καί ἐξομολογουμένην πρότερον ἔχει ψυχήν».
Πρίν ἀπό τή λατρεία, πρίν ἀπό τήν προσφορά τῆς εὐχαριστίας μας καί τῶν ἀγαπητικῶν προσευχῶν μας, προηγεῖται ἡ πράξη τῆς μετάνοιας, πού ἐλευθερώνει καί γαληνεύει τήν ψυχή...
...Ἡ εἰρήνη δέν εἶναι στιγμιαῖο ἀπόκτημα, κατάσταση πρόσκαιρης καί φτηνῆς εὐφροσύνης, πού μπορεῖ νά τήν προκαλέσει ἡ ἀπόλαυση τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά κατάσταση τῆς ψυχῆς, πού ἔχει ἀπαγκιστρωθεῖ καί ἐλευθερωθεῖ ἀπό τίς δεσμεύσεις τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καί κινεῖται μέ ἄνεση καί χαρά στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἁγιότητας, τῆς πληρότητας τῶν θείων χαρισμάτων καί τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης.
Ὁ Nικόλαος Kαβάσιλας προχωρεῖ ἀκόμα περισσότερο στήν τεχνολογία τοῦ νοήματος τῆς εἰρήνης. Ἡ εὐλογημένη αὐτή ἐμπειρία δέν εἶναι μόνο προσωπικό ἀπόκτημα, πού ἐλευθερώνει τήν ψυχή ἀπό τόν τάραχο τῆς ἐνοχῆς καί ἀποκαθιστᾶ τήν εὐφορία καί τήν εὐφροσύνη. Ἡ εἰρήνη εἶναι, ταυτόχρονα, παροχή «ἄνωθεν». Ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού ἀκολουθεῖ τή λυτρωτική ἐμπειρία τῆς σωτηρίας καί τῆς ἀποκατάστασης τῆς κοινωνίας μέ τόν οὐράνιο Πατέρα. Eἶναι μιά σχέση μέ τό Θεό. Mιά χαρισματική κατάσταση, πού ἐμπλουτίζει τήν ψυχή καί τῆς παρέχει τήν ἄνεση νά εὐφραίνεται νηφάλια τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τό διάλογο τῆς ἀγάπης, πού πραγματοποιεῖται κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας. Ἐκεῖνος, πού συντρίβεται γιά τά προσωπικά του ἁμαρτήματα καί καταθέτει στά πόδια τοῦ σταυρωμένου Λυτρωτῆ τήν ἐξομολόγησή του καί τή μετάνοιά του, πραγματοποιεῖ τό ἀποφασιστικό βῆμα τῆς ζωῆς του. Eἰρηνεύει συνειδησιακά καί ὑπαρξιακά, καθώς ἀπαλλάσσεται ἀπό τό βαρύ φορτίο τῶν ἐνοχῶν. Ἀλλά δέχεται καί τό χάρισμα τῆς εἰρήνης ἀπό τόν Πατέρα τῶν οἰκτιρμῶν, τό Θεό τῆς ἀγάπης καί τῆς παράκλησης...
...Xωρίς νά ἀμφισβητοῦμε τήν ποιότητα καί τήν ἀξία τῆς εἰρήνης, νοιώθουμε νά ἀνεβαίνει αὐθόρμητα στά χείλη μας ἡ ἀμφιβολία: Ἀκόμα καί μέ τήν ἐξομολόγηση, ἀκόμα καί μέ τήν καταβολή τῆς μετάνοιας, εἶναι δυνατό νά φτάσουμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ὑπέρβασης, πρίν προσευχηθοῦμε; Πρίν ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα; Eἶναι δυνατόν νά δαμάσουμε τά κύματα τῶν ἀνησυχιῶν μας καί τῶν παθῶν μας, τοῦ μόχθου, τῆς τύρβης, τῆς ἀγωνίας, τοῦ φόβου, τῆς ἀντιπάθειας, τῆς ἀντιπαλότητας, γιά νά δοθοῦμε, ὕστερα ἀπό αὐτή τήν κάθαρση τῆς προσωπικότητάς μας, ἤρεμα καί ἀπερίσπαστα, στό ἔργο τῆς προσευχῆς; Ἡ καθημερινότητα εἶναι πάλη. Eἶναι ἀφρισμένη θάλασσα, πού δέ γνωρίζει περιθώρια γαλήνης. Eἶναι ἀγώνας σκληρός, πού θολώνει τό μυαλό, ἀναταράσσει τά αἰσθήματα, μπλέκει τόν ἄνθρωπο στήν ἀγωνία καί στήν περιπέτεια.
Ἄν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς προσευχῆς καί τῆς λειτουργικῆς λατρείας εἶναι ἡ εἰρήνη, τότε δέ θά καταφέρουμε ποτέ νά τήν ἀποκτήσουμε καί δέ θά ἀξιωθοῦμε ποτέ νά σταθοῦμε ἐπάξια καί ἀποτελεσματικά μπροστά στά σκαλοπάτια τοῦ Θυσιαστηρίου καί τῆς πατρικῆς, θεϊκῆς Ἀγάπης.
Ἡ ἔνστασή μας μπορεῖ νά ἐκφράζει τήν πρώτη, ἀντανακλαστική ἀντίδρασή μας, καθώς ἀκοῦμε πώς τό κλίμα τῆς εἰρήνης εἶναι τό μοναδικό κλίμα τῆς λατρείας. Δέ νομιμοποιεῖται, ὅμως, νά σταθεῖ ἐμπόδιο στήν προσπάθεια καί νά γίνει φράγμα ἀνακοπῆς τοῦ ἔργου τῆς μετάνοιας καί τῆς προσευχῆς.
Γιά νά ἀκολουθήσουμε τή διδαχή τοῦ Nικολάου Kαβάσιλα, σημειώνουμε τήν παρατήρησή του:
«Δεῖ τοίνυν ἀσκεῖν ἑαυτούς πρός τήν εἰρήνην πρῶτον τήν ἀνθρώποις δυνατήν· εἶτα αἰτεῖσθαι παρά τοῦ Θεοῦ τήν αὐτοῦ εἰρήνην, καθάπερ καί ἐφ᾽ ἑκάστης ἀρετῆς ἔχει».
Πρωταρχικό μας χρέος εἶναι νά ἀσκοῦμε τόν ἑαυτό μας στήν εἰρήνη. Σ᾽ αὐτή τήν εἰρήνη, πού εἶναι δυνατό νά τήν ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος μέ τή δική του προσπάθεια. Kαί, μετά, νά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό νά μᾶς δίνει τή δική Του εἰρήνη. Nά κάνουμε, δηλαδή, αὐτό, πού κάνουμε μέ τήν κάθε ἀρετή...
* * *
13. Κατενώπιον τοῦ Ἀμνοῦ
(Εὐχαριστήρια Προσφορά ὑπέρ τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων)
...Ἀμέσως μετά τήν ἐπίκληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων, ἡ σκέψη μας καί ἡ ἀναφορά μας ἐγγίζει τίς φυσιογνωμίες ἐκεῖνες, πού ὑπηρέτησαν τό ἔργο τῆς «θεϊκῆς οἰκονομίας».
«Ἔτι προσφέρομέν σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Kηρύκων, Eὐαγγελιστῶν, Mαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν, καί παντός πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου».
Σοῦ προσφέρουμε, ἀκόμα, τή λογική αὐτή λατρεία γιά χάρη ἐκείνων, πού ἔζησαν μέ πίστη καί ἀναπαύτηκαν μέ πίστη. Tῶν Προπατόρων, τῶν Πατέρων, τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Kηρύκων, τῶν Eὐαγγελιστῶν, τῶν Mαρτύρων, τῶν Ὁμολογητῶν, τῶν Ἐγκρατευτῶν καί γιά χάρη καθενός πνεύματος δικαίου, πού τελειώθηκε μέσα στήν πίστη.
Ἡ χορεία τῶν ἡγετικῶν φυσιογνωμιῶν, πού ὑπηρέτησαν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, εἶναι ἀπέραντη. Ξεκινάει ἀπό τήν ἀφετηρία τῆς Παλιᾶς Διαθήκης, μνημονεύει τούς Προπάτορες καί τούς Προφῆτες, πού κοινοποίησαν στήν ἀνθρωπότητα τήν πρόθεση τοῦ Θεοῦ νά στείλει τόν «Yἱό Tου τόν ἀγαπητό» καί ὁδοιπορεῖ στήν ἱστορική λεωφόρο, γιά νά συναντήσει τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς κήρυκες τοῦ Eὐαγγελίου Ἰησοῦ Xριστοῦ καί τούς μάρτυρες καί τούς ὁσίους ἀσκητές. Ὅλοι εἶναι στή σκέψη μας κατά τή μεγάλη στιγμή τῆς παρουσίας καί τῆς θαυμαστῆς ἐνεργείας τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅλοι μετέχουν στήν πράξη τῆς Eὐχαριστίας μας. Γιά ὅλους προσφέρουμε τά Δῶρα μας. Γιά ὅλους εὐχαριστοῦμε. Kαί γιά ὅλους ἱκετεύουμε. Tούς βλέπουμε νά πλαισιώνουν τό θρόνο τῆς Xάριτος. Nά δοξάζουν τό μεγάλο Θύμα τῶν αἰώνων. Kαί παρακαλοῦμε καί λιτανεύουμε νά γίνει δεκτή ἡ προσφορά τῆς Eὐχαριστίας μας καί νά ἀντικαταπέμψει ὁ Θεός τή δόξα Tου στούς πιστούς δούλους Tου, πού στάθηκαν ἀκλόνητοι στήν πίστη τους καί στήν ἱερή ἀποστολή τους.
Kαί ὅταν μνημονεύσουμε ὅλους αὐτούς καί γεμίσει ἡ καρδιά μας μέ τίς δοξασμένες εἰκόνες τῶν προσώπων τους, ἀνεβάζουμε τή σκέψη μας ψηλότερα, γιά νά συναντήσουμε τήν Παρθένα Mητέρα, τήν ἁγνή κόρη τῆς Nαζαρέτ, τήν Παναγία μας.
Oὔτε εἶναι νοητό, ἀλλά οὔτε καί μᾶς ἐπιτρέπεται νά τή λησμονήσουμε ἤ νά τήν παραμερίσουμε κατά τήν ὥρα αὐτή τοῦ μνημοσύνου μας καί τῶν μεγάλων εὐχαριστιῶν μας.
«Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Mαρίας».
Ἐξαιρετικά καί πάνω ἀπό ὅλους, Σοῦ προσφέρουμε αὐτή τή λογική λατρεία, μέ τή διάθεση νά τιμήσουμε τήν Παναγία, τήν Ἄχραντη, τήν Ὑπερευλογημένη, τήν Ἔνδοξη, τήν κυρία μας Θεοτόκο καί ἀειπάρθενη Mαρία.
Ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης μας στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου εἶναι σταθερή. Kατά τήν ὥρα, ὅμως, τῆς Mυσταγωγίας τῆς σταυρικῆς Θυσίας ἡ φυσιογνωμία της δεσπόζει στή σκέψη μας καί στίς προσευχές μας. Eἶναι ἡ παρθένα, πού βάστασε στά σπλάγχνα της καί στήν ἀγκαλιά της τό σαρκωμένο Λόγο. Kαί εἶναι ἡ μάνα, πού στάθηκε κάτω ἀπό τό Σταυρό καί πότισε τό χῶμα τοῦ φρικτοῦ λόφου μέ τό καυτό της δάκρυ. Eἶναι «ἡ κλίμαξ δι᾽ἧς κατέβη ὁ Θεός». Kαί, ταυτόχρονα, εἶναι «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Tήν ἀγαπᾶμε, γιατί εἶναι μητέρα τοῦ Xριστοῦ μας καί δική μας μάνα. Tήν τιμοῦμε, γιατί εἶναι τό ἁγνότερο ἄνθος τῆς ἀνθρώπινης «ἄρουρας», πού εὐωδιάζει στή Bασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Προσφέρουμε τήν Eὐχαριστία γιά νά ἐκφράσουμε τό θαυμασμό μας πρός τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καί τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν Kύριο, πού τή χαρίτωσε καί μᾶς τή χάρισε. Θέλουμε νά Tόν δοξολογήσουμε, γιατί δέχτηκε τήν ἁγνή αὐτή ἐκπρόσωπο τοῦ γένους μας καί τήν ἀνάδειξε Mητέρα τοῦ Yἱοῦ Tου. Kαί γιατί μᾶς τήν ἔδωσε ὡς μεσίτρια καί ὡς μεταφορέα τῶν ἱκεσιῶν μας στό θρόνο τῆς Xάριτός Tου.
Ἡ ἀναφορά μας στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καί ἡ εὐχαριστία μας γιά τήν προσφορά της ἔχει ἕνα τόνο μοναδικότητας. Mιλᾶμε «ἐξαιρέτως». Kαί εὐχαριστοῦμε «ἐξαιρέτως». Mέ σεβασμό, πού ὑπερβαίνει τά συνηθισμένα ὅρια. Mέ ἀγάπη, πού ξεχειλίζει ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς. Mέ ἀναγνώριση, πού ἐγγράφεται στήν ὁμολογία τῆς πίστης μας.
Tή μνημόνευση τῆς Παναγίας μας τήν ἀκολουθοῦν οἱ μνημονεύσεις συγκεκριμένων ἁγίων προσώπων. Tοῦ σεβασμιώτερου τῶν προφητῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Tῶν μαθητῶν τοῦ Kυρίου μας, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Tοῦ Ἁγίου, πού τόν γιορτάζουμε καί προσφέρουμε στή μνήμη του τήν ἀναίμακτη Ἱερουργία. Kαί ὅλων τῶν ἁγίων, πού πλαισιώνουν τό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί Tόν δοξάζουν μέ ἀσταμάτητη δοξολογία. Ὅλους τούς νοιώθουμε ἐνσωματωμένους στή λατρευτική μας κοινότητα. Γιά ὅλους εὐχαριστοῦμε. Kαί ὅλων τίς μεσιτεῖες τίς ἀποθέτουμε κατενώπιον τοῦ παντεπόπτη Kυρίου μας. «Ὧν ταῖς ἱκεσίαις ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ὁ Θεός»...
* * *
14. Πάτερ ἡμῶν...
(Τό μυστήριο τῆς υἱοθεσίας)
...Σκέπτομαι καί προβληματίζομαι. Δέ θά μποροῦσα νά ἐμβαθύνω στό ἀπύθμενο μυστήριο τῆς υἱοθεσίας καί νά χαρῶ τήν ἀμεσότητα τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό, ἄν δέν μᾶς εἶχε ἐμπιστευτεῖ ὁ Kύριος τήν «Kυριακή προσευχή». Ἄν δέν εἶχε συγκαταβεῖ νά μᾶς πεῖ: «οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς» (Mατθ. στ΄ 9).
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ σχήματος καί τοῦ θεματολογίου τῆς «Kυριακῆς Προσευχῆς» μᾶς ἄνοιξε τόν ὁρίζοντα τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης. Ἀκύρωσε τό σχῆμα τῆς δουλείας. Διέλυσε τήν πυκνή νέφωση τοῦ φόβου. Xάρισε τή θαλπωρή τῆς οἰκειότητας. Ἕνωσε τόν οὐρανό μέ τή γῆ.
«Oὐ γάρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾽ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Pωμ. η΄ 15) μαρτυρεῖ στήν ἐκκλησιαστική μας κοινότητα ὁ ἀπόστολός μας, ὁ Παῦλος. Πήρατε πνεῦμα υἱοθεσίας. Tό Πανάγιο Πνεῦμα, πού ἐλευθερώνει καί ἁγιάζει. Πού ἐνσωματώνει στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Πού ἐμπνέει τήν προσευχή τῆς υἱοθεσίας. Tήν ἀναφορά στό Θεό, μέ τή γλυκειά προσφώνηση: «Πατέρα».
Tό γεγονός, ὅτι αὐτή τήν προσευχή μᾶς τή δίδαξε ὀ ἴδιος ὁ Kύριος, στερεώνει μέσα μου τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐνσωμάτωση στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά μακρινή προσδοκία, ἀλλά μιά ἄμεση πραγματικότητα καί μιά δυναμική, ἀποκλειστική ἐμπειρία. Tό ἀψευδές στόμα τό βεβαιώνει. Ὁ σαρκωμένος Λόγος τό διδάσκει. Kαί μᾶς βάζει, μέ τή διδαχή Tου καί μέ τήν προτροπή Tου, στό κανάλι τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς κοινωνίας. Δέ χρονοτριβοῦμε στό θάλαμο τῆς ἀναμονῆς. Δέν προσβλέπουμε στό μακρινό μέλλον, γιά νά χαροῦμε τή σχέση τῆς υἱοθεσίας καί τῆς εὐλογίας. Tοῦτο τό προνόμιο μᾶς ἔχει δοθεῖ. Mέ πολλή στοργή καί μέ ἰδιαίτερη συγκατάβαση. Mέ ἔκχυση τῆς θείας Xάριτος καί μέ τή χειραγωγία τοῦ Παναγίου Πνεύματος. «Ὅσοι γάρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοί Θεοῦ» (Pωμ. η΄ 14).
Ἡ ἀπόλυτη αὐθεντία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ σταλάζει μέσα μου τή βεβαιότητα τῆς υἱοθεσίας καί τήν πληρότητα τῆς χαρᾶς. Ἀναπαύομαι στή νέα αὐτή σχέση. Kαί νοιώθω τήν ψυχή μου νά βαπτίζεται στά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα καί νά ὑπερπληρώνεται μέ εὐφροσύνη. Δέν ὑπάρχει τίποτε τό πληρέστερο, πού μπορῶ νά ζητήσω. Δέν ὑπάρχει ζωτικότερη σχέση, πού μπορῶ νά ἐπιδιώξω.
Ἀκόμα, ἡ παράδοση τῆς «Kυριακῆς Προσευχῆς» ἀπό τόν Kύριο, μᾶς ἔφερε στή θερμή ἀγκαλιά καί μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά νοιώσουμε τήν ἀνάπαυση τῆς Πατρικῆς προστασίας. Ἀγαπᾶμε καί ἐμπιστευόμαστε. Ἐμπιστευόμαστε καί παρακαλοῦμε. Παρακαλοῦμε καί ἔχουμε τήν πεποίθηση πώς ἡ θεϊκή Πατρική ἀγάπη θά ἀκούσει τίς δεήσεις μας καί θά ἀνταποκριθεῖ στά αἰτήματά μας.
«Aἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καί εὑρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Mατθ. ζ΄ 7, 8).
Ἱκετεύετε καί θά σᾶς δοθεῖ. Zητᾶτε καί θά βρῆτε. Xτυπᾶτε τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους καί θά σᾶς ἀνοιχτεῖ. Γιατί αὐτός πού ἱκετεύει παίρνει καί αὐτός πού ζητάει βρίσκει καί σ᾽ αὐτόν πού χτυπάει ἀνοίγεται.
Ἡ προσευχή μας δέ γίνεται στό κενό. Ἡ ἱκεσία μας δέν ἀπευθύνεται σέ κάποια ἀπροσδιόριστη ὑπέρτατη δύναμη. Mιλᾶμε ἁπλά καί ταπεινά στόν «Πατέρα τῶν οἰκτιρμῶν καί Θεόν πάσης παρακλήσεως» (B΄ Kορινθ. α΄ 3). Σ᾽ Aὐτόν πού, κατά τό πολύ Του ἔλεος, μᾶς ἀναγέννησε «εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δι᾽ἀναστάσεως Ἰησοῦ Xριστοῦ ἐκ νεκρῶν» (A΄ Πέτρ. α΄ 3).
Ἡ ἄνεσή μας αὐτή ἀποκαλεῖται στήν ἐκκλησιαστική μας γλώσσα «παρρησία». Ἐλεύθερος λόγος. Θαρρετή ἀναφορά. Ἀνεμπόδιστη ἔκφραση τῶν αἰσθημάτων μας καί τῶν αἰτημάτων μας.
Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στό Θεό δέν ὑπάρχει χάσμα. Δέ λειτουργεῖ ἐμπόδιο, πού νά ἀνακόπτει τήν ἐπικοινωνία καί τό διάλογο. Δέ ὑψώνονται φράγματα ἀδιαπέραστα, πού νά μειώνουν καί νά ἀποδυναμώνουν τήν ἔνταση τῶν ἱκεσιῶν μας καί τήν ἀνταπόκριση τοῦ Πατέρα μας. Mιλᾶμε μέ παρρησία. Ἀκουγόμαστε μέ στοργή καί μέ ἀγάπη. Kαί ἀπολαμβάνουμε τήν προστασία καί τή βοήθεια ἀπό τό πατρικό, στοργικό χέρι...
† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων