† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Εἰπέ τῇ Ἐκκλησίᾳ...», α' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 7-12
Εἰπέ τῇ Ἐκκλησίᾳ...
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αρχίζω την ιστόρηση της εικοσάχρονης περιπέτειας και την προσφορά της σαν απολογία στον λαό του Θεού με επανάπαυση κι εμπιστοσύνη στον Δικαιοκρίτη Κύριο. Σ' Αυτόν, που γνωρίζει τά πάντα. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Και τις αδυναμίες μας. Αλλά και τις πλοκές των σχεδίων, που μηχανεύονται την εξόντωση λειτουργών του Θυσιαστηρίου μέσα από θολές διαδικασίες κι αστήρικτα κατηγορητήρια.
Δοξάζω τον Αρχιποίμενα Ιησού Χριστό, τον Σταυρωμένο Λυτρωτή μου, γιατί ευδόκησε να γευθώ κι εγώ τη μυστική χαρά της έμπονης και σταυρωμένης Αρχιερωσύνης. Να γίνω στόχος κατηγοριών κι απειλών. Να μπω στην περιπέτεια των διωγμών. Και να ποτίσω το μονοπάτι της διακονίας μου με την οδύνη και το δάκρυ.
Τα εκκλησιαστικά γεγονότα της εικοσαετίας 1974-1994 έχουν μια τραγικότητα. Προκάλεσαν εντάσεις κι εκρηκτικές αντιπαλότητες μέσα στο σώμα της Ιεραρχίας. Μείωσαν επικίνδυνα το κύρος των επισκόπων. Ανάκοψαν τη δυναμική και δημιουργική παρουσία της Εκκλησίας στον ελληνικό και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Εδωσαν ευκαιρία κι επιχειρήματα στο άθεο κατεστημένο να σπρώξει στο περιθώριο την τροφό του γένους. Την πηγή των εμπνεύσεων και μητέρα του κόσμου. Την Ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία.
Οι πολλοί έζησαν την αναταραχή από κάποια απόσταση. Ταρακουνήθηκαν. Προβληματίστηκαν. Φοβήθηκαν. Έκλαψαν. Ωστόσο, σε διακριτική απόσταση. Δεν δοκιμάστηκαν στην καρδιά του κυκλώνα. Δεν πάλαιψαν άμεσα με τη ραδιουργία. Δεν βρέθηκαν καταδικασμένοι δίχως δίκη κι απολογία. Δεν γεύτηκαν την εξορία. Η μερίδα του ιδιαίτερου πόνου προσφέρθηκε σε επισκόπους. Στους λειτουργούς του αγίου Θυσιαστηρίου, που, φορτισμένοι το χάρισμα του επισκοπικού λειτουργήματος, ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν ή να αντιδράσουν υπεύθυνα. Με τρόπο, που να μη εξαρθρωθεί ο διοικητικός μηχανισμός της Εκκλησίας και να μη εκπέσει το σώμα του Ιησού Χριστού σε κοσμικό διευθυντήριο και σε εργαστήριο μηχανορραφίας.
Το κάθε μέλος της Εκκλησίας είναι χρεωμένο με την υποχρέωση της χαρισματικής παρουσίας και συμμετοχής στη ζωή και στην έκφραση του σώματος. Όμως, το επισκοπικό υπούργημα βαραίνει στους αδύνατους, ανθρώπινους ώμους σαν φόρτος ευθύνης δυσβάστακτος. Ιδιαίτερα στους κρίσιμους καιρούς μας, που το ηφαίστειο των παθών εκτοξεύει την καυτή λάβα του κι η νηφάλια κρίση καταλογίζεται σαν ανταρσία, η κάθε κίνηση μετράει σαν βηματισμός σε σκοτεινή ανταριασμένη νυχτιά ή σαν πολεμική επιχείρηση με αβέβαιη έκβαση.
Σαν επίσκοπος, μέλος του σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαλλάσσω τον εαυτό μου απ’ την ευθύνη, για τη θετική ή αρνητική παρουσία της Εκκλησίας μας στην εικοσαετία. Ούτε θα επιτρέψω ποτέ στη γλώσσα μου ή στη γραφίδα μου να διατυπώσει τον ισχυρισμό, ότι τα λάθη πλοηγήσεως του σκάφους της Εκκλησίας προέρχονται μόνο απ’ τη μια μεριά. Κανένας μας δεν είναι αλάθητος. Και κανένας μας δεν είναι ανεύθυνος. Κι οι επίσκοποι όλοι λειτουργούμε κάτω απ’ τους ίδιους νόμους της πνευματικής και βιολογικής φθοράς, που λειτουργούν όλοι οι άνθρωποι. «Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α΄ Ἰωάν. α 8). Πιστεύω, όμως, πώς άλλο πράγμα είναι τα σφάλματα, που κάνουμε όλοι μας από έλλειψη γνώσεων ή εμπειρίας, κι άλλο η συνειδητή αναμόχλευση των παθών κι η υποδούλωση στη σκοπιμότητα. Άλλο η λαθεμένη επιλογή κι άλλο η συστηματική στήριξη και προώθηση της φαυλότητας στην πυραμίδα του αρχιερατικού αξιώματος κι η ανύψωση σε περιωπή εκκλησιαστικής δεοντολογίας του σκοτεινού παρασκηνίου.
Ειλικρινά θα χαιρόμουνα, αν οι συνεπίσκοποί μου, σε ιδιαίτερη συνάντηση ή και σε ανοιχτό, δημόσιο διάλογο ή, ακόμα, και σε αρμόδιο εκκλησιαστικό Δικαστήριο έφερναν τα λάθη μου ή την εκτροπή μου απ’ τη λεωφόρο της Κανονικότητας και μου επέβαλλαν και τις ανάλογες κυρώσεις. Το μόνο, που δεν δέχτηκα και δεν θα το αποδεχτώ όσο ο Κύριός μου μου δίνει δυνάμεις ζωής και διακονίας, είναι η δίκη κι η καταδίκη δίχως την απαγγελία του κατηγορητηρίου και την εξασφάλιση του δικαιώματος της απολογίας. Γιατί αυτή η μεθόδευση προσβάλλει την προσωπικότητα, την εικόνα του Θεού. Καταλύει τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας. Εξαρθρώνει την ενότητα του Σώματος. Αποπροσανατολίζει τον πιστό λαό. Και μεταποιεί το Ιερό Οικοδόμημα σε αποσαθρωμένο κοσμικό θεσμό.
Ακόμα και σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια διωγμών, κατασυκοφαντήσεως και αλλεπάλληλων εξοντωτικών μέτρων, είμαι πρόθυμος να δώσω λόγο των πράξεών μου και της διαχειρίσεως της επισκοπικής χάριτος. Δεν φοβάμαι το Δικαστήριο. Δεν τρέμω τους δικαστές. Δεν αποποιούμαι την ευθύνη. Άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι ποιμένες της Εκκλησίας θα δώσουμε μια μέρα λόγο μπροστά στον Αρχιποίμενα Ιησού Χριστό, δίχως να μπορέσουμε να κρύψουμε την αλήθεια ή τις προθέσεις μας και δίχως να αποχρωματίσει την ενοχή μας η πλαστή ιστόρηση των γεγονότων.
Από καιρό είχα σκεφτεί να συντάξω την απολογία μου και να την απευθύνω στους αδελφούς μου και συνεπισκόπους μου, έστω κι αν αυτοί, επί είκοσι ολόκληρα χρόνια επιμένουν να με καταδικάζουν αναπολόγητο. Η ελπίδα μου ήταν, πως θα μπορούσε να τους προκαλέσει κάποιο κέντρισμα. Ενα προβληματισμό. Μια ανησυχία για την πορεία του σκάφους της ελληνικής Εκκλησίας. Κι είχα αρχίσει να καταγράφω μεθοδικά τις σκέψεις μου. Η ροή, όμως, των γεγονότων με έπεισε, πως τα πάθη, που αφέθηκαν ανεξέλεγκτα κι ακυβέρνητα, δημιούργησαν τέτοια πόλωση, που, για χρόνια πολλά και μετά την αποχώρηση της γενιάς μου απ‘ το προσκήνιο, δεν θα εκτονωθεί. Γι αυτό κι έκανα μια τροποποίηση του αρχικού μου σχεδίου. Αποφάσισα να απευθύνω τον προβληματισμό μου στον λαό. Στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Στα μέλη του Σώματος Ιησού Χριστού. Που μπορούν να σταθούν αμερόληπτοι κριτές. Για να τους βοηθήσω να μπουν στον χώρο των προβλημάτων. Και να καταθέσουν τη συμβολή τους. Τον πόνο τους και την προσευχή τους. Για τη διάσωση του σκάφους. Για την απεμπλοκή της διοικήσεως της Εκκλησίας απ’ τις μικρότητες.
Πιστεύω ότι, σε περίοδο τέτοιας τρικυμίας και κινδύνου, κλήρος και λαός πρέπει ν’ αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Στη φουρτούνα μήτε ο καπετάνιος μήτε οι ναύτες δικαιούνται να πηδήξουν έξω απ’ το πλοίο, παρατώντας το πόστο τους και το λειτούργημά τους. Όλοι έχουν χρέος να δώσουν το παρόν. Τον ιδρώτα τους και το αίμα τους. Για να νικήσουν τα κύματα και να φτάσουν, όλοι μαζί, στο λιμάνι.
Ο Απόστολος Παύλος, στην απειλητική αγκαλιά της αφρισμένης θάλασσας, μόλις αντιλήφθηκε πως οι ναύτες ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν το σκάφος, αντέδρασε με ακαριαία παρέμβαση. «Τῶν δε ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου και χαλασάντων τήν σκάφην εἰς τήν θάλασσαν, προφάσει ὡς ἐκ πρώρας μελλόντων ἀγκύρας ἐκτείνειν, εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ ἑκατοντάρχῃ και τοῖς στρατιώταις· ἐάν μη οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ, ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε» (Πράξ. κζ 30-31).
Όμοιο το μήνυμα και σ’ αυτούς, που ταξιδεύουν με το σκάφος της Εκκλησίας. Η ευθύνη για τη σωτηρία του μέσα στις θύελλες και τις καταιγίδες του παρόντος κόσμου βαρύνει και τους κυβερνήτες και τους ναύτες και τους απλούς επιβάτες. Η Εκκλησία είναι μια οικογένεια, ένα σώμα, ενιαίο και συνυπεύθυνο πλήρωμα.
Τούτο το βιβλίο μου το συντάσσω, για να το καταθέσω στην αγάπη και στην κρίση του σώματος της Εκκλησίας μου. Στο σύνολο της ιερωσύνης, που «ἐν φόβῳ και τρόμῳ» ιερουργεί το Μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Και στη φωτισμένη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, που έχει αποστολή και χρέος να βάζει τη σφραγίδα της αποδοχής ή της αποδοκιμασίας του στις Συνοδικές πράξεις. Θα ήθελα η ιστόρηση των γεγονότων κι η παρουσίαση του αποδεικτικού υλικού να υφαίνονται σ’ ένα εντελώς ήρεμο κείμενο. Χωρίς αιχμές και χωρίς προσψαύσεις πληγών. Όμως, πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Πώς να χειραγωγήσω τον αναγνώστη στον στίβο της προσωπικής μου περιπέτειας δίχως φόρτιση ψυχής; Και πώς ν’ αποτυπώσω τις ταλαιπωρίες της ελληνικής Εκκλησίας, δίχως να φτάσει ο δάχτυλος στα έλκη και δίχως ν’ αναφερθώ σε ενέργειες εκθεμελιωτικές της ενότητας και του κύρους της Ιεραρχίας;
Λυπάμαι ειλικρινά, γιατί δεν μου είναι εύκολο να κρατήσω αρκετή απόσταση. Τα γεγονότα είναι νωπά. Η αγωνία εξακολουθεί να πνίγει. Ο ορίζοντας δεν παρουσιάζει ανοίγματα ελπίδας. Κι εγώ, καθώς υποχρεώνομαι να διαβώ σαν ιστορικός αφηγητής και σαν υπεύθυνος συνομιλητής μέσα από περιοχές, που τις ερήμωσαν οι εκρήξεις της εικοσαετίας, είμαι αναγκασμένος να φέρω στην επικαιρότητα περιστατικά, τα οποία προσπαθώ κι εγώ ο ίδιος να λησμονήσω. Σε ποιόν ανήκει η ευθύνη; Σ’ όλους μας. Στον προκαθήμενο, που είναι ο κύριος μοχλός της ανωμαλίας και της καταστροφής. Στους πρωταγωνιστές επισκόπους, που χειρίστηκαν και χειρίζονται με κριτήρια σκοπιμότητας τη Θεία Χάρη. Στη σύνολη ιερωσύνη, που -με φωτεινές εξαιρέσεις- περνάει περίοδο νάρκης και δεν διατηρεί την απαραίτητη εγρήγορση, για ν’ αντιδράσει. Στα πιστά μέλη της Εκκλησίας, που ανεβαίνουν σε κάποιο ύψωμα, σταλιάζουν κάτω απ’ "την κολοκύνθη" της "συνέσεως" και περιμένουν να δουν ποια θα είναι η εξέλιξη των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων. Γιατί ακόμα και τούτη τη στιγμή η κρίση δεν έχει κοπάσει. Βρίσκεται σε εξέλιξη και σε ένταση. Η ανωμαλία έχει γίνει κατεστημένο. Η αυθαιρεσία είναι πια ρουτίνα. Κι εφευρίσκει καθημερινά καινούρια τεχνάσματα, για να κρατάει την εξουσία, να σπρώχνει τον λαό προς τα έξω, κολλώντας του την ετικέττα του εξωεκκλησιαστικού και να εξοντώνει με μανία τους ανεπιθύμητους.
Με αγάπη και προσδοκίες παραδίδω τις σκέψεις μου και το χρονικό των εξελίξεων της εικοσαετίας στα χέρια και στις καρδιές της νέας γενιάς. Αυτής, που σήμερα παρακολουθεί με σφιγμένη καρδιά και με κομμένη αναπνοή τα γεγονότα. Κι αυτής, που θα φτάσει σαν διάδοχη κατάσταση. Για να μετρήσουν και να νοιώσουν τους πόνους μας. Να διδαχτούν απ' τα λάθη μας. Να προσευχηθούν για την άφεση των αμαρτιών μας. Και να χαράξουν μια πορεία, που θα φέρει την Εκκλησία μακριά απ’ τις μικρότητες, τα μίση, τις άγονες αντιπαραθέσεις, την υπεροψία της εξουσίας. Εμείς τους παραδίνουμε την Εκκλησία Ιησού Χριστού πληγωμένη και πονεμένη. Η ευχή μας, όμως, κι η ικεσία μας είναι μια και μοναδική. Η νέα γενιά να την λαμπροφορέσει. Να τη στολίσει με το φωτοστέφανο της αγιωσύνης και με τις πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων