† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἄνθη ἀπό τήν ποίηση τοῦ Γολγοθᾶ», γ' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 21-33
Ἄνθη ἀπό τήν ποίηση τοῦ Γολγοθᾶ
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
Ἡ Μεγάλη Τρίτη εἶναι γεμάτη νοσταλγία καί προσμονή. Στό λατρευτικό καί ὑμνολογικό πλοῦτο της ἔχουν βάλει τήν σφραγῖδα τους δύο παραβολές. Ἡ παραβολή τῶν Δέκα Παρθένων καί ἡ παραβολή τῶν Ταλάντων.
Ἡ παραβολή τῶν Δέκα παρθένων ἔχει τήν κεντρικώτερη θέσι καί πιάνει τό μεγαλύτερο χῶρο. Ἡ προσδοκία τοῦ Νυμφίου, ὁ ὕπνος, ἡ ἀγωνία τῶν μωρῶν παρθένων, ἡ χαρά τῶν φρονίμων, ἡ μεγαλοπρεπής πομπή, οἱ γάμοι, ὅλα αὐτά, πού ἀποτελοῦν παραβολικές παραστάσεις τῆς ὁλόλαμπρης βασιλείας τοῦ Μεσσίου καί ἀπεικονίσεις τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας καί μικρότητος, προκάλεσαν βαθειά συγκίνησι στίς καρδιές τῶν ὑμνογράφων. Ἄγγιξαν τίς εὐαίσθητες χορδές τους, ζυμώθηκαν μέ τή συναίσθησι καί μέ τά δάκρυα καί χύθηκαν ἀπό τόν κάλαμο κι' ἀπ' τά χείλη τους, μέ περισσή εὐλάβεια, μπρός στά πόδια τοῦ ἀγαπημένου Ἰησοῦ.
Σ' ὅλο τόν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης, πού ψάλλεται τό βράδυ τῆς Μεγάλης Δευτέρας, καί στόν Ἑσπερινό, πού γίνεται τή Μεγάλη Τρίτη τό πρωί μαζῆ μέ τή θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, κυριαρχεῖ τό ἴδιο θέμα. Ἡ ψυχή τῶν ποιητῶν καί ἡ ψυχή ἡ δική μας, πού μέ τή δική τους καρδιά ζῇ τά γεγονότα καί μέ τή δική τους γλῶσσα προσεύχεται, ἀναπνέουν τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐλπίδας καί κυμαίνονται ἀπό τό δέος, πού ἐμπνέει τό μεγαλεῖο τῆς βασιλείας, στή συντριβή, κι' ἀπό τή συντριβή στήν ἱκεσία, γιά νά περάσουν μετά, διαβαίνοντας ἀπό τήν ἁψῖδα τῆς πίστεως, σέ μιά πολύ δυνατή καί ἀνέκφραστη χαρά.
………
Ὁ τῆς ψυχῆς ραθυμίᾳ νυστάξας,
οὐ κέκτημαι, Νυμφίε Χριστέ,
καιομένην λαμπάδα τήν ἐξ ἀρετῶν,
καί νεάνισιν ὡμοιώθην μωραῖς,
ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ρεμβόμενος (ἀπροσεκτῶν)·
τά σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν σου
μή κλείσῃς μοι, Δέσποτα·
ἀλλ’ ἐκτινάξας μου τόν ζοφερόν ὕπνον,
ἐξανάστησον,
καί ταῖς φρονίμοις συνεισάγαγε παρθένοις
εἰς νυμφῶνα τόν σόν,
ὅπου ἦχος καθαρός ἐορταζόντων
καί βοώντων ἀπαύστως·
Κυριε, δόξα σοι.
Ἀκινητοποιεῖ τήν ψυχή μου ἡ ραθυμία.
Τήν κάνει ψυχρή, ἀναίσθητη
καί τήν φυλακίζει στήν ἀδράνεια.
Λαχταρῶ νά τινάξω, Ἰησοῦ μου, τά δεσμά,
πού μέ δένουν,
καί νά τρέξω νά σέ συναντήσω
καί νά σέ ἀκολουθήσω στούς γάμους σου.
Ὅμως καί πάλι διστάζω.
Πῶς νά μπῶ ὁ ἀνάξιος
στή λαμπρότητα τῶν ἁγίων σου;
Δέν ἔχω χιτῶνα ὁλόλευκο.
Τόν λέκιασα.
Τόν σπίλωσα στήν ἁμαρτία.
Κι' οὔτε κρατῶ στό χέρι
ἀναμμένη τή λαμπάδα τῶν ἀρετῶν.
Ἔχω μοιάσει τίς μωρές παρθένες
πού στήν ὥρα τῆς δουλειᾶς χαζεύουν
καί δέν ἔχουν τίποτα
νά σοῦ προσφέρουν.
Ρίχνομαι στό στῆθος σου,
ἀναζητάω τούς οἰκτιρμούς σου,
τή θεϊκή ἀγάπη σου.
Μή μοῦ κλείσῃς τήν πόρτα.
Τίναξε ἀπ' τά βλέφαρα μου
τίς λεπίδες τῆς ραθυμίας,
μάθε με,
νά δουλεύω τίς ἀρετές,
καί δέξαι με,
κοντά στούς ἁγίους σου,
κοντά Σου,
στή βασιλεία Σου.
………
Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων.
Ἰδού σοι τό τάλαντον
ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου·
φόβῳ δέξαι τό χάρισμα,
δάνεισαι τῷ δεδοκότι,
καί κτῆσαι φίλον τόν Κύριον·
ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ,
ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξῃ,
καί ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς·
εἴσελθε, δοῦλε,
εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου.
Αὐτής ἀξίωσόν μέ,
Σωτήρ, τόν πλανηθέντα,
διά τό μέγα σου ἔλεος.
Ψυχή μου…
Τά τάλαντα, πού πῆρες
ἀπό τα χέρια τοῦ Θεοῦ,
μήν τά κρύβεις στή γῆ
μη τά καταδικάζεις
σε ἀχρηστία.
Δέξου τα μέ φόβο.
Καί μέ τή δύναμι
Ἐκείνου,
πού σοῦ τἄδωκε
αὔξησέ τα.
Μετάδωσε τό θεῖο λόγο,
βάλε στά χέρια τῶν φτωχῶν
τά ὑλικά πλούτη
κι' ἀπόκτησε ἔτσι
φίλο τόν Κύριο.
Αὐτός θά σέ ἀμείψῃ.
Αὐτός θά σοῦ χαρίσῃ
τή χαρά τῶν γάμων του,
τή χαρά τῆς βασιλείας Του.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων