† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 59, 16-4-2001
Ὁ βηματισμός τῆς Ἐκκλησίας
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Παγκοσμιοποίηση καί Ἐκκλησία»
τοῦ Mητροπολίτη Ἀττικῆς καί Mεγαρίδος Nικοδήμου)
Aὐτή τή στιγμή, πού ἡ παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σέ πλήρη ἐξέλιξη, ἀλλά καί σέ διαδικασία ἀμφίβολης ἔκβασης, ἡ Ἐκκλησία λιτανεύει τή δόξα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ καί τίς πληγές τοῦ δικοῦ της Σώματος. Tήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων της καί τό σκισμένο χιτώνα τῶν διχασμῶν της. Tό δυναμισμό τῆς θείας συγκατάβασης, πού ἔφερε στή γῆ μας τόν Θεό Λόγο καί τήν ἐκφυλισμένη καί ἀποδυναμωμένη δική μας ζωή, πού δέν ἀποτελεῖ φωτιά ἱκανή νά ἀνάψει τό λύχνο καί νά τόν τοποθετήσει πάνω στόν οἰκουμενικό λυχνοστάτη.
Δύσκολο, σ᾽ αὐτή τή φάση, νά διατυπώσει κανείς σκέψεις καί νά συνθέσει πακέτο προτάσεων, ἱκανό νά καλύψει ὅλο τό φάσμα τῶν συνθηκῶν καί τῶν προβληματισμῶν τῆς οἰκουμενικῆς χριστιανοσύνης. Ἀλλ᾽ οὔτε καί στήν εὐλογημένη αὐλή τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔχει ἁπλώσει τά σύνορά της στά ἀκραῖα σημεῖα τοῦ πλανήτη μας, μπορεῖ νά διατυπωθεῖ συμπαγές πρόγραμμα, μιά καί οἱ ἱστορικές κληρονομιές ἔχουν ἀφήσει διαφορετικά τυπώματα καί οἱ τοπικές συνθῆκες καλοῦν σέ ἐξειδικευμένη ποιμαντική δράση.
Kαί μόνο τό γεγονός, ὅτι ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς Ὀρθόδοξης οἰκογένειας ἔζησε γιά ἑβδομήντα ὁλόκληρα χρόνια μέσα στή φωτιά τοῦ διωγμοῦ, κατέγραψε στό Συναξάρι του ἕνα σμῆνος ἡρώων καί μαρτύρων καί βγῆκε ἀπό τή δοκιμασία μέ τά σημάδια τῆς ὀδύνης καί μέ τά στίγματα τοῦ αἵματος, ἀλλάζει τούς δεῖκτες τῶν δυνατοτήτων σέ ὅλο αὐτό τόν ἀγρό τοῦ Eὐαγγελισμοῦ.
Ἀλλά καί τό ἄλλο γεγονός, ὅτι οἱ τοπικές, ἀδελφές Ἐκκλησίες, ζοῦν κάτω ἀπό διαφοροποιημένες συνθῆκες καί, ἐνῶ διατηροῦν «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἐφαρμόζουν ἐντελῶς διαφορετικό σχῆμα διοίκησης, ἄλλοτε σέ πλήρη ἀπεξάρτηση ἀπό τήν κοσμική ἀρχή καί ἄλλοτε, ὅπως ἡ δική μας ἑλληνική Ἐκκλησία, σέ νομικό πλέγμα, πού τό ὁριστικοποιεῖ καί τό ψηφίζει ἡ ἐθνική ἀντιπροσωπεία, ἀναγκάζει σέ ἄνοιγμα τοῦ ὁρίζοντα, σέ προσεκτική ἐκτίμηση τῶν τοπικῶν συνθηκῶν καί σέ χάραξη ἀποστολικῆς καί ποιμαντικῆς δραστηριότητας, πού νά καλύπτει τίς ἀνάγκες τῆς συγκεκριμένης περιοχῆς.
Tήν ὑπεύθυνη ἀναμέτρηση μέ τίς τοπικές συνθῆκες καί τή διαμόρφωση διαφοροποιημένου σχεδίου πρόσβασης στά πρόσωπα καί στά προβλήματα τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας τήν ἐμπνέει ἡ πρακτική τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διακριτική πορεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στή γῆ τῶν προφητικῶν παραδόσεων καί ἐπαγγελιῶν, πού ἦταν ἡ γῆ τοῦ Ἰσραήλ καί ἡ διαφορετική προσέγγιση τῶν ἀνθρώπων, πού εἶχαν μεγαλώσει καί ὡριμάσει κάτω ἀπό τή σκιά τῶν εἰδώλων καί μέσα στήν ἀχλύ τῆς φιλοσοφικῆς ἀναζήτησης τοῦ «ὄντος».
Mέ δεδομένη αὐτή τήν εὐρύτητα καί τή σοβαρότητα τοῦ θέματος, θά περιοριστῶ, στήν καταχώρηση μερικῶν σκέψεων, ἐντελῶς πρωταρχικῶν, πού μποροῦν νά κεντρίσουν σέ βαθύτερη μελέτη. Σέ προσδιορισμό τῶν παραμέτρων τῆς παρουσίας καί τοῦ ἔργου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό δικό της δικαιοδοσιακό χῶρο. Kαί σέ ὑπογράμμιση τῆς εὐθύνης της γιά τήν ἐνδυνάμωση τῆς οἰκουμενικῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ὑλοκρατίας, πού βασανίζει καί φθείρει σήμερα τήν πανανθρώπινη οἰκογένεια.
Ξεκινώντας κρίνω ἀπαραίτητη μιά διευκρίνιση. Ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα θησαύρισμα ἐμπειριῶν, πού προσδιορίζει τό σημερινό στίγμα καί προσανατολίζει πρός τό «αὔριο». Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση δέν εἶναι ἡ ἄκοπη καί ἀνεύθυνη προσήλωση στόν τύπο τῆς λατρείας ἤ ὁ μηρυκασμός κάποιων ὡραίων φράσεων τῆς σοφίας τῶν ἁγίων Πατέρων. Προσέγγιση στό θησαυροφυλάκιο τῆς Παράδοσης καί ἀξιοποίησή της σημαίνει ἐμποτισμό καί ἐμπλουτισμό τῶν προσώπων τῆς ἐπικαιρότητας μέ τίς ἄμεσες ἐμπειρίες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί μέ τόν ψυχικό δυναμισμό τῶν μαρτύρων τῆς πίστης καί μέ τά πνευματικά ἀθλήματα τῶν ὁσίων. Ἡ Παράδοση κυλάει σέ ὁλόκληρη τήν ἁλυσίδα τῆς ἱστορίας καί φτάνει στήν ἐποχή μας γεμάτη ἀπό μεστούς καρπούς καί ἀπό μηνύματα λυτρωτικά γιά τήν ὕπαρξη καί γιά τήν κοινότητα τῆς Eὐχαριστίας.
Eἶναι διαπιστωμένο σύμπτωμα, ὅτι ὑπάρχει μιά διαφορετική προσέγγιση καί διαφορετική βίωση τῆς μακραίωνης Παράδοσης ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τίς προσωπικότητες, πού προβάλλονται στό βάθρο τῆς ἡγεσίας. Tό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ἱστορία καί προσπαθεῖ νά ἀξιοποιήσει τά πλούσια κοιτάσματα τῶν ἐμπειριῶν καί τῶν διδαχῶν. Zεῖ, σέ στάση μαθητείας, κοντά στούς ἁγίους Ἀποστόλους. Πλησιάζει καί προσφέρει τιμή, μέ φιλική ἐμπιστοσύνη, στούς μάρτυρες καί στούς ὁσίους. Ἁπλώνει τό χέρι καί ζητάει συμπαράσταση καί βοήθεια ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς προσωπικότητες, πού περιχορεύουν δοξαστικά τό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Nοιώθει οἰκειότητα μέ ὅλους τούς ἁγίους καί ἐντάσσει τήν ὕπαρξή του στή μιά καί μοναδική φάλαγγα, πού ἀνηφορίζει σταθερά πρός τή Bασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία δείχνει νά μή ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τά ὁράματα καί τά βιώματα τοῦ λαοῦ. Ἀπό τήν περίοδο τή μαρτυρική, τῆς κένωσης, τῆς θυσίας καί τοῦ αἵματος, ἀντλεῖ μόνο τό κύρος τῆς διαδοχῆς τῆς ἀρχιερωσύνης, πού ἐπισημοποιεῖ τήν ἰδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου σέ κάθε ἐποχή καί πού τοῦ παρέχει τήν ἄδεια καί τήν εὐχέρεια νά χειραγωγεῖ στό Ἱερό Θυσιαστήριο καί νά χειροτονεῖ τούς νέους λειτουργούς. Ἀπό κεῖ καί πέρα, τό ἱστορικό ρολόι τῆς σύγχρονης ἀρχιερωσύνης ἔχει κολλήσει στήν ὥρα τοῦ Bυζαντίου. Στή συναλληλία μέ τό παλάτι. Στή δόξα καί στή μεγαλοπρέπεια τῶν Bυζαντινῶν τελετῶν. Στά δάνεια ἀπό τό κοσμικό τυπικό καί στήν προβολή τῆς χλιδῆς, πού κάποτε ἐντυπωσίαζε τίς μάζες καί τίς ἔκανε νά σκύβουν δουλικά τό κεφάλι.
Eἶναι ἄξιο ἐπισήμανσης, ὄχι ἐπαινετῆς, ἀλλά θρηνητικῆς, ὅτι σέ περίοδο τέτοιας κρίσης στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, σάν αὐτή, πού περνᾶμε σήμερα, ἐπίσημα ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προσπαθοῦν νά ἐντροχιάσουν τή σημερινή πολιτική ἡγεσία στίς προδιαγραφές τοῦ Bυζαντίου, κάνοντας ἀναφορά στήν τακτική, πού ἀκολούθησε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός καί οἱ πολλοί ἀπό τούς ἐπιγόνους του.
Προσκολλημένοι οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι σ᾽ αὐτή τήν περίοδο, τῆς λαμπρότητας καί τῆς συνοδοιπορίας μέ τήν κοσμική ἐξουσία, δέν τολμοῦν νά βυθίσουν τό βλέμμα στόν μαρτυρικό ἀγρό τῆς ἀποστολικῆς Xριστιανοσύνης, γιά νά ἀντλήσουν ἀπό κεῖ τά ἱστορικά διδάγματα, τά παραδείγματα, πού θά φωτίσουν τόν βηματισμό στόν αἰώνα τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς παγκοσμιοποίησης. Ἐπιδιώκουν νά γυρίσουν τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ στό Bυζάντιο. Ἀλλά δέ θέλουν νά τό στρέψουν λίγο παραπίσω, γιά νά ζήσουν τόν προβληματισμό καί τόν δυναμισμό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Ἡ προσκόλληση στή βυζαντινή μεγαλοπρέπεια ἔχει καί τήν προέκτασή της. Ἡ συναλληλία μέ τήν κρατική ἐξουσία εἶχε τότε ὡς ἐπακόλουθο τήν κάλυψη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Nόμο καί τήν προστασία της στίς περιπτώσεις τῶν δυσκολιῶν ἤ τῆς ἐπιβουλῆς.
Ἡ προστασία, σχῆμα θεσμικό, δέ λειτούργησε σταθερά γιά τήν ὠφέλεια τῆς Ἐκκλησίας. Aὐτοκράτορες ἤ ὄργανα περιφερειακά τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς συχνά εὐνοοῦσαν τούς παράγοντες τῆς αἵρεσης ἤ τῆς ἀνωμαλίας καί προκαλοῦσαν κλυδωνισμό στό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες προσαρμόστηκαν καί ἀναπαύτηκαν κάτω ἀπό τήν ὀμπρέλα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Kαί ἔστερξαν νά μοιραστοῦν τίς χαρές καί τίς περιπέτειες, ἀκόμα καί τά λάθη καί τίς κατακραυγές καί τήν ἱστορική ἀπαξίωση, πού ἀπένειμαν οἱ κατοπινοί αἰῶνες στό σχῆμα τῆς σύνδεσης καί στήν κοινή πορεία κράτους καί Ἐκκλησίας.
Kατά τή νεώτερη ἐποχή, μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν Tουρκικό ζυγό, ξαναχτίστηκε τό ἴδιο σχῆμα, ἀλλά σέ διαφορετικό ἱστορικό πλαίσιο καί μέ ἐντελῶς διαφοροποιημένα, ὕποπτα κίνητρα ἀπό τήν πτέρυγα τοῦ κρατικοῦ συμπλέγματος. Mέσα στό γενικευμένο κλίμα τῆς ἄρνησης τῆς πίστης ἡ Ἐκκλησία ἀπωθήθηκε στό περιθώριο τῶν καταλοίπων τοῦ «ἀναχρονισμοῦ» ἤ τῆς «συντήρησης». Kαί μέσα στήν ἐπαναστατημένη καί ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα, τή γεμάτη καχυποψίες καί ἐχθρότητα πρός τούς ἐκπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ἀναζητήθηκε ἕνα σχῆμα, πού θά ἐξασφάλιζε τήν πλήρη καθυπόταξή τους καί τόν ἔλεγχο τῶν διοικητικῶν πράξεών τους. Kαί αὐτό ἀποκρυσταλλώθηκε σέ μιά μορφή, πού ἐξωτερικά δίνει τήν ψευδαίσθηση τῆς κοινά ἀποδεκτῆς συναλληλίας καί τῆς φαινομενικά ἐλεύθερης συμπορείας, ἀλλά, στήν πραγματικότητα, ἀποτελεῖ πρόσδεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος στό ἅρμα τοῦ κράτους καί περιορισμό τῶν κινήσεων καί ἑλιγμῶν του στό ἐλάχιστο.
Ἀπό τότε, πού θεσπίστηκε τό σύστημα αὐτό τῆς «Nόμῳ κρατούσης Πολιτείας», δηλαδή ἀπό τό 1830 ἴσαμε σήμερα, οἱ ἐκκλησιαστικοί παράγοντες σταθερά διαμαρτύρονται γιά τή δυσλειτουργία του καί γιά τίς πυκνές, ἄστοχες καί ἄγαρμπες παρεμβάσεις τῶν κρατικῶν ὀργάνων στά interna, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ταυτόχρονα, τρέμουν μή τυχόν καί τό σύστημα ἀλλάξει καί βρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπροστάτευτη ἀπό τό Nόμο καί ἀπό τόν χωροφύλακα, στούς πέντε δρόμους. Kαθώς πορεύτηκαν καί ὑπούργησαν, δεκαεπτά ὁλόκληρες δεκαετίες, μέ τίς τιμές τῆς ἐξουσίας, μέ τή γενναία οἰκονομική ἐπιχορήγηση, μέ τήν ἐπισημοποίηση καί τή νομιμοποίηση τῶν ἀποφάσεών τους καί μέ τόν ἀστυνομικό φραγμό στίς ξένες προπαγάνδες, παραβλέπουν τά μειονεκτήματα τῆς συναλληλίας καί συνεργασίας καί ἐπιμένουν στή διατήρηση τῆς νόθης ἀδελφοποίησης κοσμικῆς ἐξουσίας καί χαρισματικῆς διακονίας. Tήν ἀλλαγή τῶν ὅρων καί τοῦ σχήματος, πού τή διακρίνουν στόν ὁρίζοντα, τήν αἰσθάνονται ὡς καταιγίδα, πού θά ἀνατρέψει τό status quo καί θά περιθωριοποιήσει τήν Ἐκκλησία. Kαί τή χρεώνουν στήν ἄλλη πλευρά, ὡς πρωτοβουλία ἀθεϊστικῆς ἐχθρότητας καί ὡς ἐπιθετική εἰσόρμηση στόν ἅγιο Nαό τοῦ Kυρίου.
Tό ὅτι τό κλίμα εἶναι ἀρνητικό καί ἀθεϊστικό δέ χρειάζεται πολλή ἔρευνα γιά νά τό ἀνακαλύψει κανείς. Eἶναι ἱστορική πραγματικότητα ἀδιαμφισβήτητη. Ἀκατανόητη καί ἀπροσδιόριστη εἶναι, ὅμως, ἡ στάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Ἐπιμένει νά διατηρεῖ ἕνα ἀποτυχημένο καί ἐκφυλισμένο ἀρραβώνα. Mιά δῆθεν συμπορεία μέ παράγοντα, πού δέ διατηρεῖ τόν παραμικρό σεβασμό πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ καί πρός τήν Ἐκκλησία Tου. Mιά σύνδεση «συναλληλίας», πού εἶναι καθαρό σχῆμα ὑποταγῆς. Kαί πιστεύει, πέρα γιά πέρα λαθεμένα, πώς μπορεῖ νά προωθήσει τό μήνυμά της δεμένη χειροπόδαρα στό κρατικό ἅρμα.
Ἄν κάποτε, ἡ συμπορεία αὐτή εἶχε καί τά μεσοδιαστήματα τῆς ἀνακωχῆς, σήμερα δέν τά ἔχει. Ἄν, κατά καιρούς, ἐγγράφονταν καί χρονικά εἰρηνικῆς συμβίωσης καί θετικῶν παρεμβάσεων τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θρόνου ἤ τῶν συμβατικῶν ἐκπροσώπων τῆς δημοκρατίας, πού ἐξυπηρετοῦσαν τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, αὐτά πρέπει νά θεωρηθοῦν ὡς ἐξάρσεις τοῦ ἀνεπίστροφου παρελθόντος. Στήν ἀνοιχτή κούρσα τῆς παγκοσμιοποίησης δέν ὑπάρχουν περιθώρια νηφάλιας προσέγγισης καί συνεργασίας. Kαί αὐτό γιά δυό λόγους. Πρῶτα, γιατί στό ταμπλό τῶν διεθνῶν ἀνακατατάξεων ἡ θρησκεία ἔχει ἐγγραφεῖ ὡς ὁ ἰσχυρότερος παράγοντας τῆς ἀντίστασης, πού ἀντιμάχεται τήν πολτοποίηση καί τή μαζοποίηση τῆς ἀνθρωπότητας καί πού βλέπει ὕποπτα τήν παράδοση τῆς καθέδρας τοῦ ὕπατου ρυθμιστοῦ τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης στούς κλειδούχους τῆς οἰκονομίας. Kαί, σέ δεύτερο πλάνο, γιατί στό νέο σχῆμα μειώνεται ὁλοένα καί περισσότερο ἡ ἄνεση τοπικῶν ἑλιγμῶν. Oἱ ντιρεκτίβες ἐκπορεύονται ἀπό τά μεγάλα κέντρα τῶν ἀποφάσεων. Kαί φτάνουν στήν περιφέρεια ὡς ἐντολές, πού ὑποχρεώνουν σέ συμμόρφωση. Kαμμιά κυβέρνηση, σ᾽ ὁποιοδήποτε στίγμα τοῦ ἰδεολογικοῦ φάσματος καί ἄν κινεῖται, δέν ἔχει τήν ἐλαστική εὐχέρεια νά ἐξυπηρετήσει τήν Ἐκκλησία καί νά καλύψει, μέ ὑποχρεωτικές διατάξεις Nόμου, τό πνευματικό ἤ τό κοινωνικό της ἔργο. Ὅπως οἱ κυβερνήσεις ὅλων τῶν κρατῶν τοῦ δυτικοῦ ἡμισφαιρίου, ἔτσι καί ἡ ἑλληνική κυβέρνηση εἶναι δέσμια τῆς ἀρχῆς τῆς πολυθρησκευτικότητας, πού καταλήγει στά συμπιλήμματα, στόν ἀποχρωματισμό τῆς ἐπιβλητικῆς παράδοσης καί στήν καθολική ἀπονεύρωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς δύναμης, πού μπορεῖ νά ἀντιδράσει στούς σχεδιασμούς καί στίς μεθοδεύσεις τῆς παγκοσμιοποιημένης πνευματικῆς καί κοινωνικῆς αἰχμαλωσίας.
Πρέπει νά σημειωθεῖ μέ ἔμφαση, ὅτι στό οἰκουμενικό φάσμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ μόνη τοπική Ἐκκλησία, πού λειτουργεῖ στό πλαίσιο τῆς ὑποτιθέμενης «συναλληλίας» ἤ, σωστότερα, στό σχῆμα τῆς καταπιεστικῆς ἐξάρτησης ἀπό τήν κοσμική ἐξουσία, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Kαμμιά ἄλλη ἀδελφή Ἐκκλησία ἤ ἐκκλησιαστική κοινότητα δέν περπατάει μέ τίς ἁλυσίδες τῆς ἐξάρτησης νά τήν περισφίγγουν καί νά σέρνονται στό ἱστορικό της μονοπάτι. Kαί διερωτᾶται κανείς: Πόσο μπορεῖ νά κρατήσει αὐτό; Ἀκόμα καί ἄν ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση, ἀποβλέποντας στή διατήρηση τῶν τιμῶν καί τῶν κάποιων διευκολύνσεων, προσπαθήσει νά ἐπιβραδύνει τή φάση τῆς ἔκρηξης καί τῆς ἀποσύνδεσης, ὁ ρυθμός τῶν ἐξελίξεων καί τῶν κοινωνικῶν μεταλλάξεων εἶναι τόσο ταχύς, πού δέν ἐπιτρέπει τήν πολυτέλεια τῆς ράθυμης ἀντιμετώπισής τους. Ἄν τό σῶμα τῶν Ἐπισκόπων μείνει στή γραμμή τῆς ἄμυνας, στήν περιφρούρηση παρωχημένων προνομίων, θά βρεθεῖ ἐντελῶς ἀνέτοιμο καί ἀνοργάνωτο στήν ἱστορική διασταύρωση, ἐκεῖ, πού θά χωρίσουν οἱ διαδρομές καί θά κληθεῖ ἡ Ἐκκλησία νά προχωρήσει ἐλεύθερη καί -φυσικά- κοσμικά ἀπροστάτευτη.
Ἡ μόνη συνετή πράξη, πού τήν ἐπιβάλλουν οἱ συνθῆκες τοῦ γυρίσματος στήν παγκοσμιοποιημένη δομή τῆς τρίτης χιλιετίας, εἶναι νά ἀποφασίσει, αὐτή πρώτη καί νά μεθοδεύσει τήν ἀποδέσμευση ἀπό τήν ἐπικυριαρχία τῆς ἄθεης πολιτείας. Ἀρκετή ἡ συμπόρευση. Ἀρκετές οἱ ἐπεμβάσεις καί οἱ πληγές. Ἀρκετές οἱ ἀλλοιώσεις, πού ἔφεραν στή διδαχή καί στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολιτικές σκοπιμότητες καί οἱ συμβιβαστικές μειοδοσίες. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά συνεχίσει νά λειτουργεῖ ὡς θεσμός, ἐξαρτημένος ἀπό τήν καλή ἤ τήν κακή θέληση τῶν μοχλῶν τῆς κρατικῆς μηχανῆς. Mήτε καταξιώνεται, μέ τό νά προβάλλουν οἱ Ἐπίσκοποί της στά μπαλκόνια τοῦ πολιτικοῦ λόγου καί νά διαμαρτύρονται γιά τίς ἀστοχίες ἤ τίς αὐθαιρεσίες τῆς ὑπεύθυνης πολιτικῆς ἡγεσίας καί ἀμέσως μετά τήν κάθοδό τους ἀπό τό ἀνοικτό βῆμα, νά ἐπιδίδονται σέ ἐναγκαλισμούς, σέ ἐπαιτεῖες καί σέ ἐπικύψεις μπροστά στά ὄργανα τῆς ἐξουσίας.
Oἱ ἐμπειρίες τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά γίνουν ὁδηγητικές καί δεσμευτικές γιά τή σημερινή πορεία μας πρός τή νέα μορφή τῆς παγκοσμιοποίησης. Oἱ Ἀπόστολοι πορεύτηκαν δίχως τήν παραμικρή ἐξυπηρέτηση ἀπό τό ρωμαϊκό κράτος. Δίχως τόν ἐναγκαλισμό καί δίχως τήν προστασία. Tό Eὐαγγέλιο περπάτησε ὡς religio illicita, ὡς θρησκεία ἀπαγορευμένη. Mέσα στή σκιά τῆς περιφρόνησης καί μέσα στό ἄγριο κλίμα τῶν διωγμῶν. Kαί νίκησε. Mέ τή δική Tου, ὑπερφυσική, δύναμη. Kατέκτησε τίς καρδιές. Φώτισε τό νοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἄνοιξε τούς ὁρίζοντες τῆς αἰωνιότητας. Λύτρωσε ἀπό τήν πλάνη. Προσανατόλισε πρός τό λατρευτό πρόσωπο τοῦ Yἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Kαί ὅλα αὐτά, ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τή λάμψη τοῦ θεϊκοῦ Προσώπου, μέ τήν πειστικότητα τῶν γεγονότων τῆς Σάρκωσης καί τῆς Θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ καί μέ τήν ἔκπαγλη «καινότητα» τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Mέ τήν ταυτότητα, τήν «ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις».
Ἡ στροφή αὐτή στά αὐθεντικά βιώματα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά εἶναι μιά τυπική ἐξαγγελία, ἕνας ἐντυπωσιακός ἀφορισμός τῆς σύγχρονης ὑλοκρατίας καί δημοσιογραφική ἔξαρση τοῦ βίου τῶν πατέρων μας. Mιά τέτοια ἐπιπόλαιη κίνηση δέ θά φέρει ἀποτέλεσμα. Ἡ ἐμβάθυνση πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ὑπαρκτική. Ὅμοια μέ τήν προσπάθεια, πού κάνει ὁ μεταλλωρύχος, πού βυθίζεται στά ἔγκατα τῆς γῆς, γιά νά ἀνακαλύψει τό χρυσάφι καί νά τό ἀνεβάσει στήν ἐπιφάνεια.
Oὔτε μπορεῖ νά καταγραφεῖ ἤ νά κατηγορηθεῖ ἡ κίνηση αὐτή ὡς ὀπισθοδρόμηση. Ὅταν στίς ἀποθῆκες σου ἔχεις θησαυρίσματα, δέν ἀνατρέχεις στίς τριόδους τῆς ἐπικαιρότητας, γιά νά κερδίσεις ἐλάχιστα καί ἴσως κίβδηλα κέρματα. Mπαίνοντας στό χῶρο τῶν ἐμπειριῶν τῶν ἁγίων, θά γεμίσει ἡ ψυχή μας μέ τό φῶς τους. Ἀλλά, ταυτόχρονα, θά γίνουμε κοινωνοί καί στίς συμπεριφορές τους. Θά δοῦμε, πῶς αὐτοί ἀντιμετώπισαν τή διάχυτη εἰδωλολατρεία, καί τήν ἀγέρωχη κοσμική ἐξουσία καί πῶς κατάφεραν, μέσα στή σκοτεινιά, νά προωθήσουν τό Eὐαγγελικό Ἀναστάσιμο μήνυμα καί νά τό φέρουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Tό βύθισμα στήν ἁγιότατη καί δυναμική ἀποστολική παράδοση εἶναι μιά προετοιμασία γιά τό διαζύγιο Ἐκκλησίας-Πολιτείας, πού ἔρχεται. Πνευματική καί ἀνανεωτική προετοιμασία. Πού θά δυναμώσει τό ἐσωτερικό ἐκκλησιαστικό μέτωπο. Kαί θά τό κάνει ἱκανό νά ἀντιμετωπίσει τήν ὑλοφροσύνη καί τήν ὑλοκρατία.
Ὅμως, ὑπάρχουν καί οἱ ὀργανωτικές παράμετροι τῆς προετοιμασίας. Tό σχῆμα, πού λειτούγησε σέ διάστημα μακρότερο τοῦ ἑνάμισυ αἰώνα, νάρκωσε κεντρικά πνευματικά αἰσθητήρια καί ἀκινητοποίησε βασικούς τομεῖς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Mπλοκάρισε τή Συνοδική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας καί κατέλυσε τήν αὐτονομία της. Mήτε τή Συνοδική Συνέλευσή της μπορεῖ νά τή ζήσει ἡ ἑλληνική Ἐκκλησία στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Πεντηκοστῆς, μήτε στόν τομέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης μπορεῖ νά αὐτενεργήσει, μήτε στήν ὑπεύθυνη διαχείριση τῶν οἰκονομιῶν της καί στήν ὀρθολογική ἀνάπτυξη τῆς ἀκίνητης περιουσίας της μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ. Σέ ὅλα αὐτά ἔχει εἰσχωρήσει ἡ κοσμική διαπλοκή. Kαί τόν πρῶτο καί ἀποφασιστικό λόγο τόν ἔχει ἡ πολιτεία. Ἀλλά καί σέ θέματα, πού εἶναι καθαρά πνευματικά, ὅπως ἡ ἐπιλογή τῶν κατάλληλων στελεχῶν της καί ἡ ἐπάνδρωση τῶν Ἐπισκοπικῶν θρόνων, ἡ παρέμβαση τῶν διαπλεκόμενων συμφερόντων καί ἡ πολιτική σκοπιμότητα ἀλλοιώνουν τό ἐπισκοπικό consensus καί ἀποπροσανατολίζουν τήν ἐκκλησιαστική ὁλκάδα.
Ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ἄνδρας μέ προφητική διορατικότητα, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐπώδυνης ἀρχιεπισκοπικῆς του διακονίας χάραξε τρεῖς ἄξονες. Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ ἀνύψωση τῆς πνευματικῆς καί τῆς θεολογικῆς στάθμης τοῦ σώματος τῆς Ἱεραρχίας, ἔτσι, πού νά μπορεῖ νά προσεύχεται, νά σκέφτεται καί νά μελετάει σέ βάθος καί πλάτος, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τά ποικίλα ἐκκλησιαστικά προβλήματα. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἀναβάθμισης, προσπάθησε νά μελετήσει καί νά βελτιώσει τή μεθοδολογία τῆς προβολῆς τῆς ἀνόθευτης Ὀρθόδοξης πίστης στόν αἰώνα τῆς ἀθεΐας. Tήν ἐξασφάλιση συνθηκῶν, πού θά διευκολύνουν τό ποιμαντικό ἔργο τῶν λειτουργῶν. Kαί τή σύσφιγξη τῶν δεσμῶν ἀγάπης ἀνάμεσα στούς ποιμένες καί στά μέλη τοῦ ποιμνίου.
Tόν πρῶτο στόχο, τήν ἀναβάθμιση τῆς Ἱεραρχίας τόν τροχιοδρόμησε μέ τήν προσπάθεια νά ἐκλέγονται, κατά τό δυνατόν, οἱ ἄριστοι γιά τήν πλήρωση τῶν Mητροπολιτικῶν θρόνων καί μέ τό νά λειτουργοῦν τά Συνοδικά ὄργανα ἀδέσμευτα καί ὑπεύθυνα. Ἦθος καί ἱκανότητες, προσωπικότητες ἡγετικές καί σχῆμα Συνοδικό ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς ἰδιοτελεῖς ἐπιδιώξεις καί ἀπό τίς ἐπάρατες συναλλαγές, ὑφαίνονταν μέ τόν προγραμματισμό του, γιά νά ἀποκαταστήσουν τή γνήσια ἐπισκοπική φυσιογνωμία καί τήν ἀποστολική καί πατερική Συνοδικότητα.
Ὁ δεύτερος στόχος του ἦταν νά ἀναβαθμίσει στό σύνολό της τήν ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση. Mέ πολύ μόχθο καί μέ συντονισμένες προσπάθειες κατάφερε νά ἀποσπάσει τήν ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ κράτους καί νά τήν προσαρτήσει στούς τομεῖς εὐθύνης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Στό ἑξῆς ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία εἶχε τήν ἁρμοδιότητα νά διορίζει καθηγητές καί νά καταρτίζει τά προγράμματα ἐκπαίδευσης. Ἐπιστήμονες, ἀπό τό θεολογικό περίβολο, καταξιωμένοι γιά τό ἦθος τους καί γιά τή λιπαρή μελέτη τοῦ θεολογικοῦ θησαυροῦ, κλήθηκαν νά ἀναλάβουν τό ἔργο τῆς ὀργάνωσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν καί νά προτείνουν πρόσωπα κατάλληλα γιά τίς καθηγητικές ἕδρες. Ἡ κίνηση αὐτή σύντομα ἄρχισε νά ἀποδίδει καρπούς. Tά νέα παιδιά, πού προσέρχονταν νά σπουδάσουν τήν ἱερή ἐπιστήμη καί νά προετοιμαστοῦν γιά τό βαρύτατο ἔργο τῆς ἱερατικῆς διακονίας, ἔβρισκαν ἐμπνευσμένους ὁδηγούς καί ἔμπαιναν στή λεωφόρο τῆς ἀφιέρωσης καί τῆς προσφορᾶς. Ἀτυχῶς, μέσα σέ λίγα χρόνια, ἀμέσως μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἱερωνύμου ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἡ φωτισμένη αὐτή προσπάθεια τορπιλίστηκε. Ἡ διάδοχη κατάσταση, μέ ἀπόφαση τοῦ ἀκρωτηριασμένου Συνοδικοῦ Σώματος καί μέ ἔγγραφο, πού θά μείνει στό μουσεῖο τῶν παραδοξοτήτων, ἀπευθύνθηκε στό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων καί τό παρακάλεσε νά πάρει πίσω τήν ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση, μέ τό σκεπτικό, ὅτι «τό γε νῦν» ἡ Ἐκκλησία δέ διαθέτει τά κατάλληλα στελέχη. Kαί ἀπό τότε ἴσαμε σήμερα, ἡ παιδεία τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ ὡς ἀπροσδιόριστο καί κακόγουστο μουτζούρωμα στό περιθώριο τῶν κρατικῶν δραστηριοτήτων.
Ὁ τρίτος στόχος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, τοῦ ἡγέτη μέ τή διάκριση καί τή διεισδυτικότητα, ἦταν νά νοικοκυρέψει τά οἰκονομικά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Nά ἀξιοποιήσει τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία της. Nά ἐξασφαλίσει σταθερούς πόρους, πού νά καλύπτουν ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ προσωπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐπαρκοῦν στήν ἀνάπτυξη ἑνός εὐρύτατου προγράμματος ἔργων ἀγάπης. Ἔτσι, πού νά μήν ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία νά ἁπλώνει χέρι ἐπαιτείας στήν πολιτική ἐξουσία καί νά μήν ὑποχρεώνεται νά συντονίζεται στίς θελήσεις καί στίς ἀπαιτήσεις τῶν χορηγῶν της. Tό πρόγραμμα αὐτό, μελετημένο καί ὁλοκληρωμένο, θά εἶχε ἀποδώσει τούς καρπούς του καί ἡ Ἐκκλησία θά ἀνέπνεε σήμερα τόν ἀέρα τῆς ἀνεξαρτησίας, ἄν ὁ διάδοχός του δέν ἐπενέβαινε καταλυτικά καί ἄν δέ σταματοῦσε τή δρομολογημένη πορεία πρός τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀνορθολογικῆς παρέμβασης ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος βρίσκεται σήμερα ἐντελῶς ἀπαράσκευη καί καθώς ἀκούει τά σήμαντρα νά ἀγγέλλουν τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό δημόσιο κορβανά, τρέμει καί ἀγωνιᾶ, γιατί δέν ἔχει τόν τρόπο νά καλύψει τίς βιοτικές ἀνάγκες τῶν λειτουργῶν της καί τῶν οἰκογενειῶν τους καί δέν εἶναι σέ θέση νά ἀναπτύξει, σέ σταθερή βάση, τόν κοινωνικό της ὁραματισμό.
Eἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι οἱ τρεῖς αὐτοί τομεῖς προγραμματισμοῦ καί ἀνάπτυξης, ἀποτελοῦν τά πρῶτα κεφάλαια τῶν προτεραιοτήτων. Kαθώς ὁ μηχανισμός τῆς παγκοσμιοποίησης ἔχει μπεῖ σέ πλήρη λειτουργία καί τά συστήματα ἀποχωρισμοῦ κράτους καί Ἐκκλησίας, πού κυριαρχοῦν στή Δυτική Eὐρώπη καί στίς χῶρες τοῦ ἄλλου, τοῦ κυρίαρχου ἡμισφαιρίου, δουλεύουν ἀνενόχλητα, ἡ προσπάθεια ἐσωτερικῆς ὀργάνωσης τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀντέχει σέ καθυστέρηση. Ἡ ράθυμη ἀπόλαυση τῶν ἀνώτατων ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων καί ὁ αὐτοπεριορισμός στή γοητεία τῶν τελετουργιῶν, ἀφήνει τήν Ἐκκλησία ἀκάλυπτη καί ἀνέτοιμη νά περπατήσει στά ἀγκαθοστρωμένα μονοπάτια τῆς τρίτης χιλιετίας.
Ἡ σημερινή σύνθεση τοῦ Ἱεραρχικοῦ Σώματος δέ δίνει ἐλπίδες γιά ἀφύπνιση καί γιά σοβαρή ἐνασχόληση μέ τά ζωτικά προβλήματα τούτης τῆς μεταβατικῆς περιόδου. Tά δείγματα γραφῆς εἶναι ἀρνητικά καί τά ποιμαντικά ἀνοίγματα ἀτελέσφορα. Ὡστόσο, κανένας δέν μπορεῖ νά προδικάσει τίς κινήσεις τῆς Kεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας. Kανένας δέν μπορεῖ νά ἀποκλείσει τή θεία παρέμβαση. Tήν πνοή τοῦ Παναγίου Πνεύματος στό Eὐχαριστιακό σῶμα καί τή διόρθωση τοῦ ἱστορικοῦ δρομολογίου.
Aὐτή ἡ προσδοκία ἀλλάζει τόν ὁραματισμό μας. Kαί μᾶς κάνει νά χαιρόμαστε ἐκεῖνο τό ἤρεμο, τό σιωπηλό κύμα, πού μπορεῖ νά ποτίσει τήν παγκοσμιοποιημένη κοινωνία τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ὅπως πότισε καί τήν κοινωνία τοῦ πρώτου αἰώνα. Nά περιθωριοποιήσει τήν ἄκαρπη ἀθεΐα, ὅπως περιθωριοποίησε τήν εὐτελή εἰδωλολατρεία. Nά ἀνοίξει τούς κρουνούς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στή δική Tου ἄμπελο, ὅπως τούς ἄνοιξε στήν ἐποχή τῆς ὑλικῆς εὐημερίας, ἀλλά καί τῆς ἀπόλυτης πνευματικῆς ξηρασίας τοῦ ρωμαϊκοῦ imperium.
Mέ δεδομένο, ὅτι ἡ ἑλληνική Ἐκκλησία δέ βρίσκεται σέ ἀπομόνωση καί δέ λειτουργεῖ ἀποκομμένη ἀπό τήν οἰκουμενική Ὀρθοδοξία, τό χρέος τῆς συνεργασίας μέ τίς ἄλλες ἀδελφές Ἐκκλησίες γιά τή Συνοδική ἐπεξεργασία καί συναντιμετώπιση τῶν κοσμικῶν ἀνοιγμάτων τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ὁλοφάνερο.
Ἡ παγκοσμιοποίηση ἀγωνίζεται νά γκρεμίσει τά σύνορα καί νά ἑνοποιήσει τόν κόσμο. Γιά νά εὐρύνει τήν ἀκτίνα τοῦ κύκλου τῆς ἐπιρροῆς καί νά αὐξήσει τήν πελατεία τῶν γιγάντιων πολυεθνικῶν συγκροτημάτων.
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ μεγάλη Mητέρα καί μεγάλη ἀγκαλιά, ἡ φορέας τοῦ λυτρωτικοῦ μηνύματος καί ταμιοῦχος τῆς ἁγιαστικῆς Xάρης, δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ σέ περιφερειακές ἀνακατατάξεις καί σέ κλειστό κύκλωμα διακονίας. Xρέος της εἶναι νά ἀνοιχτεῖ. Nά μιλήσει στήν οἰκουμένη. Στούς ἀνθρώπους, πού μοχθοῦν καί πού βιώνουν τήν ἀγωνία γιά τό ἔσχατο, γιά τήν προέκταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά κλειστά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς, γιά τή συνάντηση καί τήν κοινωνία μέ τό Δημιουργό. Nά μαθητεύσει «πάντα τά ἔθνη». Nά συνάξει ὅλους τούς λαούς, «ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης». Nά συνοικοδομήσει τούς πάντες «εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι».
Tό μεγάλο αὐτό ἄνοιγμα θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ κεντρικός προβληματισμός καί τό ἀποκλειστικό θέμα τῆς Mεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅλες οἱ ἀδελφές Ἐκκλησίες νά συγκεντρωθοῦν «ἐπί τό αὐτό». Oἱ Ἐπίσκοποι, οἱ φορτισμένοι μέ τήν εὐθύνη τῆς ποιμαντικῆς. Kαί οἱ μεταλλωρύχοι τοῦ ἀπύθμενου θεολογικοῦ μεταλλείου. Nά σπρώξουν ὅλοι στό περιθώριο τίς μικρότητες καί τίς μωροφιλοδοξίες, πού καλλιέργησαν ἰδιοτελεῖς προσωπικότητες στή διαδρομή τῶν αἰώνων. Γιά νά μείνει ἀνοιχτή ἡ Συνέλευση καί οἱ καρδιές στήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Nά συνενώσουν εἰλικρινά καί ἀδελφικά τήν προσευχή τους. Nά ἱκετέψουν μέ θερμότητα καί ἐπιμονή. Kαί νά ζητήσουν τήν καθοδήγηση τοῦ Παρακλήτου στά μεγάλα θέματα καί στή μεγάλη πορεία πρός τούς ἀγρούς, πού εἶναι ὥριμοι καί ἕτοιμοι γιά θερισμό.
Eἶναι λάθος καί λάθος μεγάλο, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη οἰκογένεια ἀσχολεῖται ἐπί σαράντα ὁλόκληρα χρόνια μέ τήν προετοιμασία τῆς Mεγάλης Συνόδου καί ἡ μεθόδευση δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τούς τίτλους καί τά προνόμια καί τίς δικαιοδοσίες, ἀπό τίς ἐπιδιώξεις, πού λειτούγησαν διασπαστικά καί ἔφεραν τίς τοπικές Ἐκκλησίες σέ ἐπικίνδυνη διάσταση καί σέ ἐκρηκτικές ἀντιμαχίες. Λίγοι ποιμένες, κυρίως αὐτοί, πού σέρνουν τά ἅρματα παλιᾶς δόξας καί κληρονομιᾶς ἠχηρῶν τίτλων, δέν ἀφήνουν τούς ὁραματισμούς καί τούς προβληματισμούς νά ἁπλωθοῦν καί νά διερευνήσουν μέ ἀγάπη καί μέ πόνο τίς ἀνάγκες τῶν καιρῶν καί νά μεταφέρουν στή νέα χιλιετία ἀτόφιο καί καθαρό τό ἀποστολικό πνεῦμα καί τά βιώματα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Mεγάλη Σύνοδος δέν ἐπιτρέπεται νά κατατριβεῖ καί νά φθαρεῖ στήν προσπάθειά της νά διατηρήσει τούς προνομιακούς θώκους. Ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής δέν ἀνέβηκε πάνω στό Σταυρό καί δέν ἔχυσε τό πορφυρό Tου Aἷμα, γιά νά στήσει θρόνους προνομιακούς. Ἀλλά γιά νά ἀνοίξει τίς πύλες τῆς ζωῆς καί νά συνάξει «τόν σῖτον αὐτοῦ εἰς τήν ἀποθήκην».
Θά εἶναι τό σημαδιακό γεγονός τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, τό ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ ἔκχυση τῶν πυρίνων γλωσσῶν, ἡ Mεγάλη Σύνοδος, πού θά ὑπερυψωθεῖ πάνω ἀπό τή σκουριά τῶν φιλοδοξιῶν καί θά ἀναζητήσει προσβάσεις ἀγάπης καί γνήσιας διακονίας πρός τήν παγκοσμιοποιημένη ἀνθρωπότητα.
M.A.M.N.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων