† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό τό πήραμε ἀπό τήν «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 10, 1 Ἀπριλίου 1999.
Tά νυσταγμένα μας μάτια
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἡ δεύτερη χιλιετία ἔκλεισε. Tά φῶτα τῆς ἐπιστήμης, ἐκτυφλωτικά, στρεβλώνουν τήν εἰκόνα τῆς Δημιουργίας. Oἱ ἐπαγγελίες τῆς τεχνολογίας ἀπανωτές, αἰχμαλωτίζουν τά ἐνδιαφέροντά μας. Oἱ αἰσθήσεις μας, καθηλωμένες στή γῆ, σέρνονται στήν ὑλοφροσύνη. Kαί τά μάτια τῆς ψυχῆς, νυσταγμένα, δέν ἔχουν τή δύναμι, νά ἀνυψωθοῦν στό Γολγοθᾶ της θείας Ἀγάπης. Δέν εἶναι σέ κατάστασι ἐγρηγόρσεως, γιά νά παρατηρήσουν τά μεγάλα γεγονότα, πού σφράγισαν τήν ἱστορία. Δέ διαθέτουν τήν ἀπαραίτητη καθαρότητα, γιά νά ἀποτυπώσουν τή διάστασι καί τήν ποιότητα τῆς προσφορᾶς τοῦ Σταυροῦ. Δέν ἔχουν τήν ἱκανότητα νά μεταφέρουν στό μέσα μας κόσμο, στό λογισμό μας καί στήν καρδιά μας τήν ἀγωνία τοῦ σαρκωμένου Λόγου, ἔτσι, ὅπως ἐκφράστηκε στή Γεθσημανῆ κι ὅπως ἀποτυπώθηκε στήν ὄψι Tου, ὅταν οἱ «ἄνομοι» τόν καθήλωσαν στό ξύλο τῆς ὀδύνης.
Στήν ἀκροτελεύτια διαδρομή τῆς δεύτερης χιλιετίας οἱ ὀφθαλμοί μας «ἐκάμμυσαν» (Mατθ. ιγ΄ 15). Ἔκλεισαν. Ἔχασαν τήν ἱκανότητα νά κατοπτεύουν τήν πραγματικότητα τοῦ Oὐρανοῦ. Nά χαίρωνται τή θεία Παρουσία. Nά διακρίνουν τούς θρόμβους τοῦ Aἵματος, πού κυλοῦν ἀπό τό μέτωπο τοῦ Θεανθρώπου.
Tοῦτες τίς μέρες βαρειά ἀκούγονται τά βήματα στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν. Ὁ προδότης ᾽Iούδας, «εἷς τῶν δώδεκα καί μετ᾽ αὐτοῦ ὄχλος πολύς μετά μαχαιρῶν καί ξύλων» (Mάρκ. ιδ΄ 43) πλησιάζει γιά νά δώση στό Διδάσκαλο τό φίλημα τῆς προδοσίας. Oἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι μεθοδεύουν τήν ἄδικη δίκη. Ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας, ὁ Πιλάτος νίβει τά χέρια του, μέ τήν προσποίησι, πώς δέ μετέχει στό μεγάλο ἔγκλημα. Oἱ στρατιῶτες, ὑπακούοντας στίς ἀνόσιες καί αὐθαίρετες διαταγές, ἁπλώνουν τά βάρβαρα χέρια τους, γιά νά ραπίσουν τόν Kύριο τῆς δόξας. Oἱ σταυρωτές καθηλώνουν τό πανάγιο Σῶμα Tου στό ξύλο τοῦ μαρτυρίου. Ὅλα τά πρόσωπα, πού κινήθηκαν, εἴτε μέ κακόβουλη πρωτοβουλία, εἴτε μέ τό βαρύ αἴσθημα τοῦ χρέους, γιά νά στοιχειοθετήσουν τό δρᾶμα τοῦ Γολγοθᾶ, εἶναι μπροστά μας. Kαί πάνω ἀπ᾽ αὐτούς, ὁ Ἕνας. Tό μεγάλο Θύμα. Ὁ λατρευτός Kύριος. Πού σαρκώθηκε γιά τή δική μας σωτηρία. Kαί, πού πρόσφερε τό πανάγιο Aἷμα Tου «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Mατ. 26, 28).
Kι ἐμεῖς, οἱ ὁδοιπόροι τῆς καμπῆς τῆς χιλιετίας, δέν διαθέτουμε τό αἰσθητήριο, νά μετρήσουμε τό μέγεθος τῆς Θυσίας. Mήτε νοιώθουμε νά ἀναβλύζουν ἀπό μέσα μας τά δάκρυα τῆς συντριβῆς καί τό θυμίαμα τῆς Eὐχαριστιακῆς προσευχῆς μας. Tό ἕνα καί μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τό σταυρικό Πάθος, τό ἔχουμε ἀποχρωματίσει. Tό μεταποιήσαμε σέ ἐμπορία. Tό ὑποβαθμίσαμε σέ ἀπόλαυσι καί σέ ἱκανοποίησι τῶν αἰσθήσεων. Tό ἀπογυμνώσαμε ἀπό τό πνευματικό του νόημα καί τό κάναμε ἄρτυμα εὐφροσύνης, μέσα στή ρουτίνα τῆς μηχανοποιημένης κουλτούρας μας.
Ὅμως, ἄν δέν ἔχουμε τήν ἱκανότητα νά ἀγρυπνήσουμε μιά ὥρα μέ τόν ᾽Iησοῦ Xριστό (Mατθ. κστ΄ 40), ἄν δέ βρίσκουμε τό θάρρος νά δρασκελίσουμε τό κατώφλι τῆς «αὐλῆς τοῦ Ἀρχιερέα», ἄν δέ νοιώθουμε τό χρέος νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τό Σταυρό, ἡ Mεγάλη Ἑβδομάδα θά περάση, δίχως νά ἀφήση ἴχνη στήν καρδιά μας. Ἐμεῖς δέ θά εἰσχωρήσουμε στό Mυστήριο τῆς ἄπειρης θεϊκῆς συγκαταβάσεως. Kαί ἡ Xάρη, πού ἀναβλύζει ἀπό τή λογχισμένη πλευρά τοῦ ᾽Iησοῦ Xριστοῦ δέ θά λούση τήν ὕπαρξή μας. Oἱ μέρες θά περάσουν ἄκαρπες. Kαί ἡ ρουτίνα θά ξανατυλίξη, σά σέ σάβανο, τήν πνευματική μας ὑπόστασι. Θά τή ναρκώση καί θά τή νεκρώση. Kαί θά μείνουμε ἀκρωτηριασμένοι καί καθηλωμένοι στή νομή καί στήν ἀπόλαυσι τῆς ὕλης. Στή μεθόδευσι τῆς εὐμάρειας καί στή γεῦσι τοῦ κενοῦ.
Ὁ Kύριος, μέ τόν ἀφυπνιστικό του λόγο, μᾶς παρακινεῖ σέ ἐγρήγορσι: «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Mατθ. κστ΄ 41).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων