† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Προσέγγιση στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας», β' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1995), σελ. 239-248
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΘΩΣ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
... θέλω νά πῶ δυό λόγια ὄχι σ’ αὐτούς, πού μισοῦν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά στό λαό τοῦ Θεοῦ, πού περνάει μέσα ἀπ’ «τήν κάμινον τοῦ πυρός τήν καιομένην» (Δανιήλ γ΄ 20). Θέλω νά μιλήσω στόν ἑαυτό μου, στούς συλλειτουργούς μου, στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά δώσω ἕνα σύντομο σχεδίασμα τοῦ χρέους μας στή σημερινή καμπή τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου καί τῆς Ἐκκλησίας.
Στό θέμα αὐτό ἔχουν λεχτεῖ κι’ ἔχουν γραφτεῖ πολλά. Ἡ δεοντολογία εἶναι μιά περιοχή, πού σ’ αὐτή συναντιῶνται καί ἡ ἐχθρότητα καί ἡ ἀδιαφορία καί ὁ πόνος. Ἄνθρωποι, πού δέν σκύβουν τό κεφάλι νά δρασκελίσουν τό κατώφλι τοῦ Ναοῦ, ἔχουν πρόχειρο στά χείλη τό λόγο τῆς κριτικῆς καί τήν πρόταση τῆς μεταρρύθμισης. Ἀντίπαλοι, πού βάφουν τήν πέννα στό αἷμα, κουνᾶνε νευρικά τό δάχτυλο, γιά νά κάνουν ὑπόδειξη. Μά κι’ οἱ ἄνθρωποι πού συνέχονται ἀπ’ τήν ἀγάπη καί τή λαχτάρα νά δοῦν νά βλαστάνει γνήσια ζωή στήν Ἐκκλησία, μεταποιοῦν τόν πόνο τους σέ γόνιμη κριτική καί σέ λόγο καθοδηγητικό γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ. Κοινοποιοῦν τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τους καί τοῦ στοχασμοῦ τους καί σχηματοποιοῦν σέ παραίνεση καί σέ προτροπή ἀναπνευμάτωσης κι’ ἀναδιοργάνωσης τήν ἔντονη ἀγωνία καί τή φωτισμένη ἀγωνιστικότητα τῆς ψυχῆς τους.
Ἀπ’ τόν πλοῦτο τῶν στοχασμῶν διαλέγω μερικούς, τούς πιό θεμελιακούς καί τούς ἑνώνω μέ τούς δικούς μου. Καί τούς παραδίνω στ’ ἀδέλφια μου μέ τό παρακάτω διάγραμμα.
1. Βασικό χρέος ἔχουμε σάν γενηά, πού λαχταράει τήν γνησιότητα καί σάν κρίκος στήν ἁλυσίδα τῶν γενεῶν, πού συγκροτοῦν τό λαό τοῦ Θεοῦ, νά ἀναζητήσουμε τίς πηγές, νά πιοῦμε ἀπό τό πρῶτο χέρι τόν οἶνο τῆς ἀλήθειας, νά γνωρίσουμε ὅσο τό δυνατόν ἀπό πιό κοντά τά βιώματα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων.
Σέ τοῦτο τόν παράδοξο αἰώνα, πού ἡ ζωή εἶναι μονοδιάστατη κἰ ὅλα σκοπεύουν σέ μιά μελλοντική εὐμάρεια, τό κύτταγμα πρός τά πίσω ἐνοχλεῖ. Θεωρεῖται συντήρηση κι’ ὀπισθοδρόμηση, ὀχύρωμα στίς παληές ξεπερασμένες δομές καί φραγμός στήν πρόοδο.
Ἔτσι, κι’ ὅσοι καταπιάνονται μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τήν παρουσία της καί τή μαρτυρία της, τό μοναδικό πράγμα, πού ἔχουν νά συστήσουν, εἶναι προσαρμογή στήν ἐποχή, στά προβλήματα καί στά ἐνδιαφέροντα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ἕνα Aggiornamento, πού διαστέλλεται καί συστέλλεται ἀνάλογα μέ τά προσωπικά κριτήρια ἤ καί μέ τό κοσμικό consensus τῆς ἀποχριστιανισμένης ἐποχῆς μας.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, παράγοντες διοικητικοί τῆς Ἐκκλησίας κι’ ἄτομα ἤ ὁμάδες θρησκευτικές ὀχυρώνονται πίσω ἀπ’ τή φραστική καί μόνο ἀναφορά στήν παράδοση ἤ στό ἀρχαῖο ἔθος ἤ στούς Ἱερούς Κανόνες, μέ τήν πρόθεση νά καλύψουν τή ραστώνη τους ἤ νά ἐξασφαλίσουν τά κοσμικά προνόμια τοῦ ἀξιώματός τους ἤ τά κερδισμένα ὠφελήματα.
Κι’ ἡ πρώτη κι’ ἡ δεύτερη τάση δέν ἐξυπηρετοῦν καθόλου τήν πνευματική ἀνανέωση τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ἡ ἀλόγιστη προσαρμογή οὔτε ἡ προσκόλληση στόν τύπο μιᾶς τελετουργικῆς ἤ ἐθιμικῆς παράδοσης ἐκφράζουν τήν Ἐκκλησία στήν ἱστορική δύση τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
Θεμελιακή κίνηση, προϋπόθεση γιά ὁποιαδήποτε ἀνανεωτική προσπάθεια, εἶναι ἡ προσπέλαση στίς πηγές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας καί ἡ ξαναανάγνωση (relecture) τῶν κειμένων καί τῆς ἱστορίας.
Αὐτό σημαίνει, ὅτι, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, θά γυρίσουμε στό πρόσωπο καί στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ Ἐκκλησία στό σύνολό της βρίσκεται σέ ἀναφορά καί σέ σχέση μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τό μήνυμά Του. Ἡ Ἐκκλησία στίς δομές της καί στίς λειτουργίες της δέν ἀντλεῖ τό νόημά της παρά μόνο ἀπ’ Αὐτόν» (Ferdinand Klostermann: Crise dans l’ Eglise – Crise de Eglise, Concilium, No 114, σελ. 85). Γιά νά ζήσουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά γνωρίσουμε τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά μᾶς συγκλονίσει ἡ παρουσία Του. Νά ἀναμοχλεύσει τήν ὕπαρξή μας ὁ λόγος Του καί τό πάθος Του.
Δεύτερο, σημαίνει ὅτι θά γυρίσουμε νά ζήσουμε ἔντονα τήν Πεντηκοστή, τήν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό κήρυγμα καί τήν παράδοση τῶν Ἀποστόλων, τίς πρῶτες Εὐχαριστιακές Συνάξεις, τόν ἐνθουσιασμό καί τόν ἡρωϊσμό τῶν Μαρτύρων, τή σοφία καί τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων, τή μυστική φλόγα τῶν ὁσίων. Θά ρουφήξουμε τό μέλι τῶν λόγων τους. Θά φωτογραφήσουμε τό ἀκτινοβόλο πρόσωπό τους. Θά παρακολουθήσουμε τή λατρεία τους, θά ψηλαφήσουμε τήν ἑνότητά τους.
Ἡ ἀναδίφηση αὐτή τῶν πηγῶν δέν εἶναι οὔτε συντήρηση οὔτε ἀναπαλαίωση. Εἶναι κοινωνία ἀπ’ τό ποτήρι τοῦ καυτοῦ αἵματος τῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχος γνησιότητας, ἀποκατάσταση τοῦ «οἴκου τοῦ Θεοῦ», ἐπανανακάλυψη τοῦ μονοπατιοῦ, πού κλήθηκε νά βαδίζει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἡφαιστειογενῆ περιοχή τῆς ἱστορίας.
Μόνο μετά ἀπ’ αὐτή τήν κίνηση, μόνο μετά τήν προσφυγή στίς κρυστάλλινες πηγές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος, μπορεῖ ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας κι’ ὁ λαός, οἱ ποιμένες καί τό ἱερό σῶμα, νά κυττάξουν τό παρόν καί τό μέλλον, τίς περιπλοκές, πού προκαλεῖ ἡ ἱστορική στιγμή καί τά προβλήματα, πού θέτει ἡ ἐπικαιρότητα.
Ἕνα Aggiornamento χωρίς θεμελίωση, μιά προσπάθεια ἐξωτερικῆς μεταρρύθμισης χωρίς στήριγμα ἐκκλησιολογικό καί χωρίς δέσιμο μέ τή φύση, μέ τόν προορισμό καί μέ τήν πνευματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι περιπλάνηση καί παραπλάνηση, χάσιμο τοῦ δρόμου καί συσχηματισμός μέ τόν κόσμο.
2. Ταυτόχρονα, ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νά πραγματοποιήσουμε ἕνα ἄδειασμα, ἕνα «κουφισμό» τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας ἀπ’ ὅ,τι δέν εἶναι Εὐχαριστία, ἀδελφωσύνη «ἐν Χριστῷ», κοινωνία Ἁγίου Πνεύματος.
Δέν θέλω νά μείνω στήν ἀσάφεια μιᾶς γενικῆς διατύπωσης. Οὔτε πάλι ἔχω τή διάθεση νά προχωρήσω σέ μιά λεπτομερῆ καταλογράφηση λεπτομερειακῶν στοιχείων, πού πρέπει νά παραμεριστοῦν ἀπ’ τό ζωντανό ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό.
Δίνοντας συγκεκριμένο σχῆμα στήν πρότασή μου, χαρακτηρίζω σάν βάρος περιττό, πού πρέπει νά παραμεριστεῖ ἀπ’ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό κοσμικό μοτίβο τῆς ἄσκησης τῆς διοικητικῆς ἐξουσίας.
Καί πρῶτα – πρῶτα, εἶναι καιρός νά σταματήσει ὁ σφιχτός καί θανάσιμος ἐναγκαλισμός τῆς Ἐκκλησίας μέ τό κράτος. Αἰῶνες ἐπέμβασης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στά interna τῆς Ἐκκλησίας κι’ αἰῶνες καταφυγῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν προστασία τῆς νομοθετικῆς ἤ τῆς ἐκτελεστικῆς ἀσπίδας τῆς ἐξουσίας φόρτωσαν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τά ἀσήκωτα βάρη τῆς κοσμικότητας, τῆς συμβατικότητας, τῆς γραφειοκρατίας, τῆς διπλωματικῆς προσαρμοστικότητας, τῆς ἐπιδεικτικῆς πολυτέλειας καί μέ πολλά ἄλλα ἁμαρτωλά τεχνάσματα τῆς κατεστημένης ὀλιγαρχίας.
Εἶναι πιά καιρός τό περιττό αὐτό φορτίο νά ἀδιάσει. Νά ἀπομακρυνθοῦν τά ξένα σώματα, πού προσκολλήθηκαν καί μεταμφίεσαν τό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας σέ πρόσωπο κοσμικοῦ θεσμοῦ ἤ σέ νομικό πρόσωπο, πού συμφύρεται καί ἀνταγωνίζεται μέ τά μέσα καί τά ὅπλα τοῦ σκότους.
Μιά φλογερή ἐξέγερση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί μιά ἡρωϊκή κίνηση τῶν ποιμένων της μπορεῖ νά ἀπαλλάξει τό λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀστυνόμευση τοῦ κράτους, πού, ἄν καί ἄθεο στίς μέρες μας, ἐξακολουθεῖ νά περισφίγγει τήν παρεμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί νά ρυθμίζει αὐτό τήν διοίκησή της καί τήν ὀργάνωσή της. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά χωριστεῖ ἀπ’ τόν κρατικό μηχανισμό. Νά φύγει ἀπ’ τήν περιοχή τοῦ κρατικοῦ ἐλέγχου καί τῆς κρατικῆς προστασίας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού πνέει μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τά ὄργανα τῆς τάξης κι’ ἀπ’ τ’ ἅρματα τῆς σύγχρονης πολεμικῆς τέχνης, γιά νά προστατευτεῖ καί νά στερεώσει τήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη. Οὔτε ἡ Εὐχαριστιακή Σύναξη, πού εἶναι Σύναξη θυσίας καί κοινωνίας, κένωση τοῦ Θεοῦ, γιά νά προσφερθεῖ στόν ἄνθρωπο καί ἄδειασμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά πλησιάσει τό Θεό, χρειάζεται τά στολίδια τῆς κοσμικῆς παράταξης καί τά ἐντυπωσιακά σαλπίσματα τῆς φανφάρας καί τό ἐθιμοτυπικό πρωτόκολλο τῶν αὐτοκρατορικῶν αὐλῶν, γιά νά προβληθεῖ.
Χωρισμένη ἀπ’ τό κράτος καί τά νομικά πλαίσια καί τίς ἐντυπωσιακές παρατάξεις ἡ Ἐκκλησία θά μπορέσει νά ἀνακαλύψει τήν Πεντηκοστή καί νά ζήσει σέ μιά ἀρχέγονη, ἀλλά καί γνήσια ἀτμόσφαιρα τή Θεία Εὐχαριστία. Θά ζήσει τή Σύναξη καί τήν ἀδελφωσύνη καί τήν ἁγνή περίπτυξη τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐνσωμάτωσή της στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θά ἀνακαλύψει τό βασικό νόημα τῆς μεγάλης πράξης της, πού εἶναι ἡ πλαισίωση τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου μαζί μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό καί «ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ».
Προέκταση αὐτῆς τῆς ἀποδέσμευσης ἀπό τήν κρατική φροντίδα καί τήν κρατική ἐπιρροή καί σάν δεύτερο βῆμα σημαντικό κι’ ἀπαραίτητο, βλέπω τήν ἀποφόρτιση τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων ἀπό τά παραμορφωτικά βάρη τῆς πολυτέλειας καί τῆς κοσμικῆς ἐπίδειξης.
Φτάνει πιά ἡ παρέλαση τῶν κακέκτυπων τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, πού περιφέρουν στούς δρόμους καί μπάζουν καί στόν ἁγιώτατο τόπο τοῦ Θυσιαστηρίου τή χλιδή τους καί τήν αὐταρέσκειά τους. Ἡ ἀπομίμηση αὐτή τῶν αὐτοκρατόρων ἔκανε τούς ἐπισκόπους νά προβάλλωνται στήν ἐποχή μας σάν ζωντανές καί κινούμενες μουσειακές κοῦκλες, ντυμένες σέ βυζαντινό μονάρχη καί νά μή φαίνωνται καθόλου σάν εἰκόνες Θεοῦ, πού «πεπίστευνται τόπον Χριστοῦ» (Ψευδοκλημέντια, Ὁμιλ. Γ΄ LXVI. Β.Ε.Π. τόμ. 1, σελ. 97).
Ὅσοι ἔχουμε τιμηθεῖ μέ τό χάρισμα καί μέ τήν εὐθύνη τῆς ἀρχιερωσύνης, πρέπει νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας τήν ἔπαρση τῆς ἐξουσίας καί νά περιβληθοῦμε τό βαθύ σεβασμό καί τή συντριβή καί τήν ἁπλότητα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Νά μιμηθοῦμε τό μαρτυρικό φρόνημα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου καί τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, τήν πλησμονή τῆς ἀγάπης τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονα, τό πνεῦμα διακονίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τήν ἀδάμαστη ἀκεραιότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου κι’ ὅλα ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά, πού στολίζουν τίς μορφές τῶν Πατέρων μας καί προκατόχων μας στό ἀρχιερατικό ὑπούργημα.
Ξέρω πόσο δύσκολο εἶναι αὐτό, ὄχι ἀπ’ τή φύση του, ἀλλ’ ἀπ’ τήν παγίωση καί τή σκλήρυνση, πού ἔχει πάρει –τουλάχιστο στή χώρα μου καί στήν Ἐκκλησία μου– ἡ διαφθορά καί ἡ ἐξαθλίωση. Ὅμως, αὐτή ἡ ἐξαθλίωση κάνει νά φαίνεται τρομακτικώτερο τό κενό καί νά διαγράφεται ἐπιτακτικό τό χρέος τῆς ἀλλαγῆς.
3. Ἡ τρίτη πτυχή τοῦ σημερινοῦ μας χρέους εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς εἰλικρίνειας μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἡ θεμελίωση πάνω στόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς εἰλικρίνειας τῆς σχέσης καί τῆς ἀναφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμο.
Βρίσκω πολύ ἀληθινή καί πολύ ἐπίκαιρη τήν κριτική τοῦ Γερμανοῦ Θεολόγου Hans Küng, πού τόλμησε νά κάνει στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, στήν Ἐκκλησία του, μέ τό βιβλίο του Wahrhaftigkeit – εἰλικρίνεια. Καί τή βρίσκω ἐπίκαιρη καί γιά τή δική μου Ἐκκλησία, γιατί ἀπ’ ὅ,τι μαρτυροῦν τά γεγονότα, ἡ εἰλικρίνεια ξεθρονιάστηκε καί στή θέση της κάθισε προκλητική κι’ αὐθαδέστατη ἡ συμβατικότητα.
«Τό ἴδιο τό μήνυμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», γράφει ο Küng, «ἡ ἀποστολική μαρτυρία στό σύνολό της καί, τέλος, ὁ σύγχρονος κόσμος, ὁ διψασμένος γιά αὐθεντικότητα καί εἰλικρίνεια ἀπαιτοῦν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία τήν εἰλικρίνεια, μιά εἰλικρίνεια ἀνανεωμένη, χαρούμενη καί τολμηρή» (Hans Küng: Wahrhaftigkeit, γαλλ. μετάφρ. σελ. 53).
Μέσα στήν Ἐκκλησία –καί ἀποκλειστικά μονάχα μέσα σ’ αὐτή– ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ζοῦμε τήν ὑπέρτατη πράξη τῆς εἰλικρίνειας, πού εἶναι ἡ μετάνοια. Συντριμένοι γιά τά ἁμαρτήματά μας στεκόμαστε μπροστά στόν Κύριο καί ζητᾶμε τό ἔλεος καί τή Χάρη. Ἀνοίγουμε διάπλατα τό ἐσώτερο βάθος κι’ ἀφίνουμε νά φανεῖ ὁ κρυφός κόσμος, ὁ «σπίλος» τῆς ἁμαρτίας καί τό κλάμα τῆς ντροπῆς.
Ὅμως, αὐτή ἡ στιγμή δέν μπορεῖ νἆναι ἡ μοναδική, πού ἡ εἰλικρίνεια σφραγίζει τή στάση μας καί τή συμπεριφορά μας. Ὅσοι ζοῦμε τήν εἰλικρίνεια τῆς μετάνοιας, σφραγιζόμαστε τόσο βαθειά ἀπ’ αὐτό τό συγκλονιστικό κι’ ἀνακαινιστικό γεγονός, πού δέν μένει περιθώριο νά πιάσουμε ξανά τό νῆμα τῆς συμβατικότητας στήν προσωπική μας ζωή καί στή διαμόρφωση τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.
Ἡ εἰλικρίνεια εἶναι τό βάθος (background) τῆς ὕπαρξής μας καί τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ καθαρή πηγή τῆς σκέψης καί τοῦ λόγου καί τῆς δράσης, τό τίμιο ἄνοιγμα στό Θεό καί στόν ἀδελφό ἄνθρωπο, τό τολμηρό, ἄδολο κύτταγμα τῆς ἱστορίας, τῆς σύγχρονης ζωῆς, τῶν προβλημάτων τοῦ σήμερα καί τοῦ αὔριο.
Ἡ εἰλικρίνεια πρέπει νά ποτίσει τή λατρεία μας, τή Θεολογία μας, τό κήρυγμά μας, τήν ὀργάνωση τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας καί τῆς διοίκησης. Δέν ὑπάρχει τομέας στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί δέν ὑπάρχει ἐκδήλωση, πού νά μή ζητάει τήν εἰλικρίνεια σάν προϋπόθεση καί σάν βηματισμό καί σάν ἐπιδίωξη.
Ἐκεῖνο τό φλογερό κήρυγμα κι’ ἡ πατρική παρακίνηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά εἰλικρίνεια, πού περιέχεται στήν Ἐπιστολή του πρός τούς Φιλιππησίους, ἔρχεται σάν διαμαρτυρία καί σάν ἀφυπνιστικός λόγος στή σημερινή Ἐκκλησία, στήν ἀνήσυχη γενηά τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
«Τό λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἅ καί ἐμάθετε καί παρελάβετε καί ἠκούσατε καί εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καί ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν» (Φιλιππησ. δ΄ 8, 9).
Στίς τρεῖς βασικές κατευθύνσεις, πού χάραξα διαγραμματικά, προσπάθησα νά κλείσω τίς σκέψεις καί τίς νοσταλγίες ὅλων μας, γιά μιά ἀνανέωση τῆς Ἐκκλησίας μας στούς σημερινούς καιρούς. Τά ἄλλα προβλήματα, πού ἔρχονται κάθε τόσο νά στηθοῦν μπροστά μας καί νά ζητήσουν ἀτομική ἤ συλλογική ἀντιμετώπιση, βρίσκονται στήν προέκταση αὐτῶν τῶν λεωφόρων.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νά ἐλέγχει πρῶτα τήν πιστότητά της στό πρόσωπου τοῦ Κυρίου καί στήν ἀποστολική, ἁγιοπνευματική θεμελίωσή της καί μετά νά ξανοίγεται, γιά νά κυττάξει τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί τά προβλήματα τῆς ἐναλλασσόμενης ἐπικαιρότητας.
Ἡ σωστή θεμελίωση ἐξασφαλίζει τή δυνατότητα γερῆς οἰκοδομῆς.
«Ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὅντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», «πᾶσα οἰκοδομή συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ὦ ἡμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι» (Ἐφεσ. β΄ 20-22).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων