† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἡ κακή πληγή: Δικαιοδοσιαρχία (1)
Προβλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀμερική
Τό κανονικό πρόβλημα
Ἀπό τόν μακαριστό π. Alexander Schmemann
Μετάφραση: Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύτηκε πρωτοτύπως στό St. Vladimir’s Theological Quarterly τό 1964. Ἀναδημοσιεύτηκε στήν Ἀμερικάνικη ἐφημερίδα “The Christian Activist” (A Journal of Orthodox Opinion) Spring/Summer 1998 ἀπό τήν ὁποία τό μεταφράσαμε καί τό ἀναδημοσιεύουμε σέ συνέχειες λόγω τοῦ μεγίστου θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος πού παρουσιάζει.
Μία ἀντικανονική θέσι
Κανένας ὅρος δέν χρησιμοποιεῖται –καί μάλιστα μέ κακό τρόπο– πιό συχνά στήν Ἀμερική μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ὅσο ὁ ὅρος «κανονικός». Ἀκούει κανείς ἀτελείωτες συζητήσεις περί τῆς «κανονικότητος» ἤ τῆς «ἀντικανονικότητος» αὐτοῦ ἤ ἐκείνου τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ ἱερέως, αὐτῆς ἤ ἐκείνης τῆς δικαιοδοσίας, τῆς ἐνορίας. Αὐτό δέν εἶναι ἀπό μόνο του ἔνδειξι ὅτι κάτι δέν πάει καλά ἤ τουλάχιστον κάτι εἶναι ἀμφισβητίσιμο ἀπό κανονικῆς ἀπόψεως στήν Ἀμερική; Δέν εἶναι ἔνδειξι ὅτι ὑφίσταται ἕνα κανονικό πρόβλημα τό ὁποῖο χρειάζεται μιά πλήρη ἀνάλυσι καί ἐπίλυσι; Δυστυχῶς ἡ ὕπαρξι ἑνός τέτοιου προβλήματος σπάνια γίνεται παραδεκτή. Καθένας ἀπλῶς διεκδικεῖ τήν πληρότητα τῆς κανονικότητας γιά τήν δική του πλευρά καί στό ὅνομα αὐτῆς, καταδικάζει καί καταγγέλει σάν ἀντικανονικό τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῶν ἄλλων. Καί ἐκπλήσσεται κανείς ἀπό τό χαμηλό ἐπίπεδο καί τόν κυνισμό αὐτῶν τῶν «κανονικῶν» μαχῶν, στίς ὁποίες κάθε ὑπαινιγμός, κάθε διαστροφή ἐπιτρέπεται στό βαθμό πού βλάπτει τόν «ἐχθρό».
Τό ἐνδιαφέρον συχνά δέν εἶναι γιά τήν ἀλήθεια, ἀλλά γιά τίς νίκες στό σχῆμα τῶν ἐνοριῶν, ἐπισκόπων, ἱερέων πού «μετακινοῦνται» στίς δικαιοδοσίες καί ἑνώνονται μέ ἐκεῖνες πού θεωροῦν «κανονικές». Δέν ἐνοχλεῖ ὅτι ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος ἤ ἱερέας κατεδίκαζε χθές αὐτό πού ἐπαινεῖ σήμερα σάν κανονικό. Οὔτε ὅτι τά πραγματικά κίνητρα πίσω ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς μετακινήσεις σπάνια σχετίζονται μέ κανονικές πεποιθήσεις. Αὑτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ νίκη. Ζοῦμε στήν δηλητηριασμένη ἀτμόσφαιρα τῶν ἀναθεμάτων καί ἀφορισμῶν, περιπτώσεων δικαστηρίων καί διαδικαστικῶν ἀγώνων, ἀμφιβόλων χειροτονιῶν ἀμφιβόλων ἐπισκόπων, ἔχθρας, συκοφαντιῶν, ψεμμάτων. Σκεφτόμαστε ὅμως γιά τήν ἀνεπανόρθωτη καταστροφή πού ὅλα αὐτά προκαλοῦν στούς ἀνθρώπους μας; Πῶς μποροῦν αὐτοί νά σέβωνται τήν Ἱεραρχία καί τίς ἀποφάσεις της; Τί ἔννοια μπορεῖ νά ἔχη γι’ αὐτούς ἡ καθαυτό ἰδέα τῆς κανονικότητος; Δέν τούς ἐνθαρρύνουμε νά θεωροῦν ὅλες τίς νόρμες, ὅλους τούς κανονισμούς, ὅλους τούς κανόνες καθαρῶς σχετικούς; Διερωτᾶται κανείς μερικές φορές ἐάν οἱ ἐπίσκοποί μας ἀντιλαμβάνωνται τό σκάνδαλο αὐτῆς τῆς καταστάσεως. Ἄν ποτέ σκέφτωνται τόν κυνισμό πού προκαλεῖ καί τρέφει στίς καρδιές τῶν Ὀρθοδόξων ὅλο αὐτό τό θέμα. Τρεῖς Ρωσικές δικαιοδοσίες, δύο Σερβικές, δύο Ρουμανικές, δύο Ἀλβανικές, δύο Βουλγαρικές... Ἕνα σχῖσμα μεταξύ τῶν Σύρων...
Λανθασμένες ἰδέες τῆς Κανονικότητας
Πρέπει νά ξεκινήσουμε μέ ἕνα ξεκαθάρισμα τῆς καθαρά ἀπλῆς ἰδέας τῆς κανονικότητας. Λέγω «φαινομενικά ἀπλῆς» ἐπειδή ἀληθινά εἶναι ἀρκετά ἀπλή γιά νά δώσει κανείς ἕνα τυπικό ὁρισμό: «κανονικό εἶναι ἐκεῖνο πού συμμορφώνεται μέ τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι πολύ πιό δύσκολο, ὅμως, νά καταλάβη κανείς τί εἶναι αὐτή ἡ «συμμόρφωσι» καί πῶς αὐτή κατορθώνεται. Καί τίποτε δέν διευκρινίζει καλύτερα αὐτή τή δυσκολία ὅσο κάποιες ὑποθέσεις πάνω στίς ὁποῖες μοιάζει νά εἶναι θεμελιωμένη ἡ ὅλη κανονική ἀντιμαχία στήν Ἀμερική καί οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν μιά πολύ σοβαρή διαστροφή τῆς Ὀρθόδοξης κανονικῆς παραδόσεως.
Ὑπάρχουν γιά παράδειγμα ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι λύνουν τό σύνθετο καί τραγικό κανονικό πρόβλημα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀμερική μέ ἕναν ἀπλό κανόνα, πού τούς παρουσιάζεται σάν πρόδηλος: Γιά νά εἶναι κάποιος «κανονικός» πρέπει νά ἀνήκει ὑπό τήν δικαιοδοσία κάποιου Πατριάρχη ἤ γενικά ὑπό κάποια κατεστημένη αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία πού βρίσκεται στόν παλαιό κόσμο (Εὐρώπη). Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ κανονικότητα μετατρέπεται σέ ἐξάρτησι (ὑποταγή) ἡ ὁποία ὁμολογεῖται γιά νά ἀποτελέση τήν βασική ἀρχή τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἰδέα πού ἐδῶ ἐκφράζεται εἶναι ὅτι μιά «ὑψηλή ἐκκλησιαστική δύναμι» (Πατριάρχης, Σύνοδος, κ.λ.π.) εἶναι ἡ ἴδια καί ἀπό μόνη της ἡ πηγή τῆς κανονικότητας: ὁτιδήποτε αὐτή ἀποφασίζει εἶναι ipso facto (τετελεσμένο ἄνωθεν) κανονικό καί τό κριτήριο τῆς κανονικότητος. Ἀλλά στή γνήσια Ὀρθόδοξη παράδοσι ἡ Ἐκκλησιαστική ἐξουσία εἶναι ἀπό μόνη της ὑπό τούς Κανόνες καί οἱ ἀποφάσεις της εἶναι ἔγκυρες καί ἀναγκαστικές μόνον ἐφ’ ὅσον συμμορφώνονται μέ τούς Κανόνες. Μέ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι ἡ ἀπόφαση ἑνός Πατριάρχη ἤ τῆς Συνόδου του ἐκεῖνο πού δημιουργεῖ καί ἐγγυᾶται τήν κανονικότητα, ἀλλά ἀντίθετα ἡ κανονικότητα τῆς ἀποφάσεως εἶναι ἐκείνη πού τῆς δίνει τήν ἀληθινή της αὐθεντία καί δύναμι. Ἡ ἀλήθεια καί ὄχι ἡ δύναμι, εἶναι τό κριτήριο καί οἱ Κανόνες ὅχι διαφοροποιημένοι ἀπό τό δόγμα, ἐκφράζουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅπως ἀκριβῶς καμμιά δύναμι, καμμιά ἐξουσία δέν μπορεῖ νά μετατρέψη τήν αἵρεση σέ Ὀρθοδοξία καί νά κάνει ἄσπρο αὐτό πού εἶναι μαῦρο, καμμιά δύναμι δέν μπορεῖ νά κάνει κανονική μιά κατάστασι πού δέν εἶναι κανονική. Ὅταν εἶπαν ὅτι ὅλοι οἱ Πατριάρχες εἶχαν συμφωνήσει μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πώς ὁ Μονοθελητισμός εἶναι ἕνα Ὀρθόδοξο δόγμα, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀρνήθηκε νά παραδεχθῆ αὐτό τό ἐπιχείρημα σάν ἕνα ἀποφασιστικό κριτήριο τῆς ἀλήθειας. Ἡ Ἐκκλησία τελικά κατέταξε μεταξύ τῶν ἁγίων τόν ἅγιο Μάξιμο καί κατεδίκασε τούς Πατριάρχες. Ὅμοια, ἐάν αὔριο ὅλοι οἱ Πατριάρχες συμφωνήσουν καί διακηρύξουν σέ ἕναν ἐπίσημο «τόμο» ὅτι ἡ πλέον καλή λύσι γιά τήν Ὀρθοδοξία στήν Ἀμερική εἶναι νά παραμείνη διηρημένη σέ δεκατέσσερες δικαιοδοσίες, αὐτή ἡ ἀπόφασι δέν θά κάνη τήν κατάστασί μας κανονική καί αὐτό γιά τόν ἀπλούστατο λόγο ἐπειδή αὐτή ἡ ἀπόφασι δέ συμμορφώνεται μέ τήν κανονική παράδοσι ἤ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Καταστροφική τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡ «κανονική ἐξαρτησιαρχία» (canonical subordinationism) ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν καταστροφή τῆς συνέχειας τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά ἀποδείξουμε ἐδῶ ὅτι ἡ συνέχεια στήν πίστι, στό δόγμα καί στή ζωή ἀπαρτίζουν τήν καθαυτό βάσι τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί ὅτι ἡ κεντρική ἀρχή ἐκείνης τῆς συνέχειας εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή τοῦ ἐπισκοπάτου. Διά μέσου αὐτῆς τῆς συνέχειας καί τῆς διαδοχῆς κάθε Ἐκκλησία φανερώνει καί διατηρεῖ τήν ὁργανική της ἑνότητα καί ταυτότητα μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Καθολικότητα τῆς ζωῆς καί τῆς πίστεώς της. Ἀλλά στήν γνήσια Ὀρθόδοξη παράδοσι τό «ὑποκείμενο» τῆς συνέχειας εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ πραγματική συνέχεια μιᾶς ζωντανῆς καί συγκεκριμένης κοινωνίας μέ ὅλη τήν παράδοσι καί τάξι τῆς Ἐκκλησίας, συνέχεια τῆς ὁποίας ἡ διαδοχή τοῦ ἐπισκοπάτου εἶναι ἡ μαρτυρία καί ὁ φορεῦς. Ἐδῶ στή θεωρία τῆς «κανονικῆς ἐξαρτησιαρχίας» (canonical subordinationism) ἡ πραγματικότης τῆς Ἐκκλησίας περιορίζεται στήν τυπική ἀρχή τῆς «δικαιοδοσίας» δηλαδή ὑποταγή σέ μία κεντρική ἐκκλησιαστική δύναμι. Ἀλλά τότε ἡ ἔννοια τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἔχει ἀλλάξει βαθειά καθῶς ἐπίσης καί ἡ ἔννοια τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς λειτουργίας του στήν Ἐκκλησία. Στήν ἀρχέγονη παράδοσι, ἕνας ἐπίσκοπος μέ τήν χειροτονία του ἀπό τούς ἄλλους ἐπισκόπους, γίνεται «διάδοχος» ὄχι αὐτῶν πού τόν χειροτονοῦν ἀλλά πρώτιστα, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἡ «Ἐκκλησία εἶναι ἐν τῷ ἐπισκόπῳ» ἐπειδή «ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ». Στήν «ὀργανική ἑνότητα» μέ τό αὐτοτελές σῶμα τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Στό σύστημα ὅμως τῆς κανονικῆς ἐξαρτήσεως, ὁ ἐπίσκοπος γίνεται ἕνας ἁπλός ἀντιπρόσωπος μιᾶς ἀνώτερης δικαιοδοσίας, σημαντικός ὄχι αὐτός καθ’ ἑαυτόν, ὄχι σάν χαρισματικός φορέας καί φρουρός τῆς συνέχειας καί τῆς κανονικότητος τῆς Ἐκκλησίας του, ἀλλά μέ τήν ἔννοια αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά δικαιοδοσία. Εἶναι δύσκολο νά φανταστοῦμε μιά πιό σοβαρή διαστροφή καί πραγματικά καταστροφή τῆς Ὀρθόδοξης ἀντιλήψεως τῆς συνέχειας καί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Διότη ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά μετατραπῆ σέ «δικαιοδοσία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός καί ἡ συνέχειά της εἶναι ἡ συνέχεια αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ζωῆς. Τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκοπάτου καί γενικά τῆς «δυνάμεως» εἶναι νά διατηρῆ, νά ὑπερασπίζεται καί νά ἐκφράζη αὐτή τή συνέχεια καί πληρότητα ζωῆς, ἀλλά εἶναι ἕνα λειτούργημα μέσα καί ὄχι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ δυναμική ἄσκησι τοῦ ὑπουργήματος δέν δημιουργεῖ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὀντολογικά προηγεῖται ὅλων τῶν λειτουργημάτων, χαρισμάτων καί διακονιῶν.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων