† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἀγωνία στή Γεθσημανή καί ἀγωνία στό σύγχρονο κόσμο», β' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 15, 47-55
ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΗ ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ
ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
...Ἡ ἐποχή μας, δηλαδή ἐμεῖς, ἡ γενηά, πού ζῆ σ’ ὅλη της τήν ὀξύτητα καί τήν τραγικότητα τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία, μέ σοβαρότητα καί αἴσθησι τῆς εὐθύνης πρέπει νά βηματίσουμε πρός τήν Γεθσημανῆ καί νά ἀνοίξουμε κοινωνία, στενή κοινωνία μ’ Ἐκεῖνον, πού πῆρε τήν ὑπόστασί μας καί τήν ἔκανε δική του, γιά νά την λυτρώση καί νά τήν ἀνακαινίση.
Ὁ ἱδρώς καί τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν γιά μᾶς τήν πηγή μιᾶς νέας ζωῆς.
Τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ
Δέν κουράζεσαι νά μελετᾶς τό βιβλίο τοῦ Γολγοθᾶ. Σέ κάθε σελίδα του, σέ κάθε γραμμή του ἀνακαλύπτεις βαθύτερα καί τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Τή θεϊκή ἀγάπη, πού ἑκούσια προσφέρεται καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, πού ἀδιάκοπα περιπλέκεται σέ προβλήματα καί πορεύεται μέσα ἀπό σταθμούς συγκλονιστικούς.
Τό σχέδιο τῆς προδοσίας εἶχε πιά γίνει πρᾶξι.
Οἱ στρατιῶτες, ἄξεστοι καί ἀνελεήμονες, «ἑπέβαλον τάς χεῖρας ἐπί τόν Ἰησοῦν καί ἐκράτησαν αὐτόν». Τά μάτια τῶν πονηρῶν ἀρχόντων σπιθοβόλησαν ἀπό ἁμαρτωλή εὐτυχία. Γελῶντας ἀναμεταξύ τους, σαρκάζοντας τόν δεμένο, θορυβῶντας μέ τίς θριαμβολογίες, δίνοντας βιαστικές ἐντολές, πῆραν τόν κατήφορο. Ἦταν τρομερά βιαστικοί. Ἡ δίκη ἔπρεπε νά ἀρχίση ἀμέσως. Ἔστω κι’ ἄν ἡ ὥρα εἶχε προχωρήσει καί ἡ νύκτα βασίλευε στά κουρασμένα Ἱεροσόλυμα. Βάναυσα ἔσυραν τόν Κύριο κατ’ εὐθεῖαν στό σπίτι τοῦ Ἀρχιερέως. Κι’ ἀμέσως ἄρχισε ἡ παρωδία τῆς ἀνακρίσεως. Ἐκεῖνοι , πού κυοφόρησαν μέσα στή σκέψι τους τό πιό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας, πῆραν τή θέσι τοῦ Κριτοῦ. Κι’ ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός βρέθηκε κατηγορούμενος καί κρινόμενος.
Δέν κατωρθώνει κανείς νά μείνη γιά πολύ σ’ αὐτή τήν τόσο χαμηλή ἀνθρώπινη ἐκδήλωσι. Νοιώθει τέτοιο πνιγμό ἀπό τήν ἀγανάκτησι καί τή λύπη, πού δέν τόν ἀντέχει. Γι’ αὐτό καί κάνει μιά κίνησι, καί προωθεῖ τήν προσοχή του σέ ἄλλης κλάσεως γεγονότα.
Ἕνα τέτοιο εἶναι ἡ περιπέτεια τοῦ κορυφαίου μαθητοῦ, τοῦ Πέτρου.
Ὁ Πέτρος ἐτόλμησε καί μπῆκε στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέως. Ἡ καρδία του ἦταν κουβαριασμένη. Τά μάτια του δέν εἶχαν δύναμι νά ἀντλήσουν τό κλάμα ἀπό τήν ψυχή καί νά λούσουν μέ αὐτό τό πρόσωπο. Φοβισμένος, ἀπορημένος στριμώχτηκε ἀνάμεσα στόν ὄχλο μήπως πάρη τ’ αὐτί του κάποιο λόγο καί μάθη τήν κατάληξι τῆς δίκης τοῦ Διδασκάλου.
Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ἡ νυχτερινή παγωνιά ἄρχισε νά διώχνη τόν πυρετό τῶν συζητήσεων καί τῶν ἀντεγκλήσεων.
Ἔνοιωσαν νά τούς περονιάζη τό κρύο. Μερικοί ἔκαναν ἕνα γύρο, μάζεψαν λίγα ξύλα κι’ ἄναψαν φωτιά μέσα στή μέση τῆς αὐλῆς. Μόλις ἡ φλόγα λαμπάδιασε, ἔκαναν κύκλο γύρω ἀπ’ αὐτή κι’ ἄρχισαν νά πυρώνωνται.
Ὁ φοβισμένος Πέτρος πλησίασε κι’ αὐτός γιά νά ζεσταθῆ. Μπροστά στήν πυρά ἡ κιτρινάδα τοῦ προσώπου του δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ. Καί ἡ φυσιογνωμία του, γνωστή φυσιογνωμία, μιά καί συνόδευε τόν Ἰησοῦ σ’ ὅλη του τή δημόσια δρᾶσι καί βρισκόταν καί πρίν ἀπό λίγο κοντά του μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, προδόθηκε.
Κάποια ὑπηρέτρια τοῦ ἔρριξε κάμποσες ἐξεταστικές ματιές καί μετά εἶπε: Κι’ αὐτός ἦταν μαζῆ μ’ αὐτόν τόν Ναζωραῖο, πού κρίνεται τώρα μέσα.
Ὁ πρῶτος μαθητής, ὁ τόσο θαρρετός καί τόσο ὁρμητικός Πέτρος, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό λίγες ὧρες εἶχε βεβαιώσει τόν Διδάσκαλο, πώς δέν πρόκειται νά τόν ἀρνηθῆ κι’ ἄν ἀκόμα βρισκόταν στήν ἀνάγκη νά θυσιάση τήν ζωή του, κλονίστηκε. Ἔχασε μονομιᾶς καί τίς λίγες δυνάμεις, πού τοῦ εἶχαν ἀπομείνει. Μέ φωνή κομμένη ἀπάντησε στήν τολμηρή κοπέλλα.
«Γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν». Δέν τόν ξέρω καθόλου. Οὔτε ποιός εἶναι, οὔτε ποιός λόγος τόν ἔφερε ἐδῶ μέσα.
Ὁ πειρασμός ἦταν μεγάλος. Τό ἁμάρτημα βαρύ. Καί δέν περιωρίστηκε στό νά γίνη πρᾶξι μιά καί μόνη φορά. Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα, ἕνας ἄλλος προκάλεσε τόν μαθητή λέγοντάς του ὅτι κι’ αὐτός ἀνήκει στό στενό περιβάλλον τοῦ Ναζωραίου. Καί γιά δεύτερη φορά ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε. Δέν κατάφερε ὅμως καί μέ τή δεύτερη ἄρνησί του νά πείση τούς περίεργους Ἰουδαίους.
Πρίν περάση μιά ὥρα, τοῦ ἔκαναν καί τρίτη ἐπίθεσι. Σέ ξέρουμε, τοῦ εἶπαν. Εἶσαι δικός του. Ἄλλωστε καί ἡ λαλιά σου φανερώνει πώς δέν κατάγεσαι ἀπ’ τήν Ἰουδαία, ἀλλά προέρχεσαι ἀπό τά μέρη ἐκείνου πού δικάζεται, ἀπό τήν μακρινή Γαλιλαία.
Ὁ Πέτρος ἔνοιωσε πώς δέν ὑπάρχουν πιά περιθώρια. Τοῦ φάνηκε πώς δυό τραχειά χέρια κινήθηκαν γιά νά τόν δέσουν κι’ αὐτόν καί νά τόν ὁδηγήσουν ὑπόδικο στούς ἄρχοντες. Μ’ ὅση δύναμι τοῦ ἀπόμεινε, ἔπιασε νά ὁρκίζεται καί νά ἀναθεματίζη, λέγοντας πώς δέν τόν ξέρει τόν Ἰησοῦ. Πώς ποτέ στή ζωή του δέν τόν συνάντησε καί δέν τοῦ μίλησε.
Ἐκείνη ἀκριβῶς τήν στιγμή ἀκούστηκε τό λάλημα ἑνός πετεινοῦ. Ὁ ἀρνητής μαθητής τέντωσε τό αὐτί. Τό αἷμα πάγωσε στίς φλέβες του. Ἡ φωτιά πού ἔκαιγε μπροστά του δέν τόν περόνιαζε πιά. Τό λάλημα τοῦ πετεινοῦ, θυμήθηκε, ἦταν ἕνα σημάδι. Τοῦ τό εἶχε πῆ ὁ Διδάσκαλος, ὅταν ἔτρωγαν τό Δεῖπνο τῆς ἀγάπης. «Οὐ μή ἀλέκτωρ φωνήσει, ἕως οὗ ἀπαρνήσει με τρίς». Μόλις τόλμησε καί σήκωσε τά μάτια. Ὅμως τί ἦταν ἐκεῖνο; Ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ὥρα τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ συναντήθηκε μέ τό δικό του. Ἴσως ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα νά διακρινόταν ὁ Διδάσκαλος. Ἴσως καί νά τόν ἔβγαζαν ἐκείνη τή στιγμή ἀπό τήν αἴθουσα τοῦ συνεδρίου. Πάντως ὁ ἀφηγητής Εὐαγγελιστής μᾶς τό λέει: «στραφείς ὁ Ἰησοῦς ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ».
Ἐκεῖνο τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ, τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία προχωροῦσε μέσα ἀπό τά πιό τραχειά μονοπάτια τοῦ πάθους του, ἦταν ἕνας λόγος, ὁ πιό δυνατός λόγος πρός τόν μαθητή. Μιλοῦσε γιά τήν ἀγάπη, πού σταυρωνόταν. Γιά τόν πόνο, πού τοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία τοῦ Πέτρου. Γιά τή λαχτάρα, πού εἶχε, νά δῆ τόν ἀρνητή μαθητή νά λυτρώνεται. Γιά τήν πρόθεσι νά τόν συγχωρέση, ἄν στάξουν ἀπό τά μάτια του τά καυτά δάκρυα τῆς μετανοίας.
Ὁ Πέτρος δέν ἄντεξε. Παράτησε τή φωτιά καί τούς ἀνθρώπους. Βγῆκε ἔξω. Ἔπεσε σέ μιά γωνιά. Καί παραδώθηκε σέ πικρό κλάμμα.
Τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ στόν ἀρνητή, στόν ἁμαρτωλό μαθητή. Ἡ δυναμική πρόσκλησι, πού τόν ἔφερε καί πάλι μετανοιωμένο κοντά στόν Διδάσκαλο.
Τό δικό μας βλέμμα στόν ἁμαρτωλό συνάνθρωπο εἶναι βλοσυρό, ἄκαμπτο. Ἐλέγχει καί μαστιγώνει γιά τήν ἐκτροπή, εὐρύνει τό χάσμα, πού ἄνοιξε ἡ ὁποιαδήποτε παράβασι.
Τό βλέμμα πάλι πού ρίχνουμε στό δικό μας ἐσώτερο κόσμο, στό χῶρο στόν ὁποῖο κυοφορεῖται ἡ ἀμαρτία καί στόν ὁποῖο γεννιῶνται ἡ ντροπή καί ἡ τύψις, εἶναι μελαγχολία καί γοερός θρῆνος.
Τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς, πού ἁμαρτάνουμε, εἶναι θεϊκή στοργή, εἶναι πονεμένη ἀγάπη, εἶναι καθρέφτισμα τῆς σφοδρῆς ἐπιθυμίας νά γυρίσουμε κοντά του μετανοιωμένοι καί νά βροῦμε τή λύτρωσι. Ὁ Ἰησοῦς κυττάει, στηλώνει τό βλέμμα του σέ μᾶς, ὄχι γιά νά μᾶς κατακεραυνώση, ὄχι γιά νά ἐνισχύση τήν ἀγωνία μας καί νά αὐξήση τήν ντροπή μας. Ἀλλά γιά νά τονώση μέσα μας τήν ἀναζήτησι τῆς ἀνορθώσεως καί τῆς ἀναγεννήσεως, νά λούση τήν ὄψι μας μέ τό φῶς τῆς ἐλπίδας, νά ἀποκολλήση τήν καρδιά μας ἀπό τήν ἁμαρτωλότητα καί νά τήν τραβήξη στήν ἀγάπη του καί στό κρυστάλλινο θέλημά του.
Αὐτό τό βλέμμα δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη νά τό διακρίνης μέ τά σαρκικά μάτια. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, πού ὑπάρχει μέσα σου, τό νοιώθει νά στηλώνεται κατεπάνω του, νά καταπραΰνη τήν ἔξαψι τῶν παθῶν, νά τονώνη μέ τή στοργή του, νά ὁδηγῆ στή μετάνοια.
Φίλοι μου, ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶναι ἕνας ξένος. Ἀδελφός μας εἶναι. Ὅλοι μας μετέχουμε στό ἁμάρτημά του. Τήν πικρία, πού δοκίμασε, τήν δοκιμάζουμε, καθώς ἀποκτοῦμε καθημερινά τραγική πεῖρα τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Ὅταν σιγοῦν οἱ γύρω μας θόρυβοι, ὅταν ἡ προσοχή μας βυθίζεται στήν ψυχή μας, τότε οἱ ἁμαρτίες μας ξεδιπλώνονται ἡ μιά πίσω ἀπό τήν ἄλλη καί μᾶς δημιουργοῦν ἄγχος. Αὐτή εἶναι ἡ μιά πραγματικότης. Καί ἡ ἄλλη εἶναι τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ εὐλογημένη στροφή τῆς ἀγάπης του στό πρόσωπό μας.
Τό βλέμμα αὐτό ἑρμηνεύει τή βασική στάσι τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, τήν ὁποία οἱ Ἅγιες Γραφές καταχωροῦν κι’ ἐμπιστεύονται σέ μᾶς μ’ ὅλο τό θεόπνευστο κύρος τους:
Τό ὅτι δηλαδή: «Ὁ Θεός θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμοθ. β΄ 4).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων