† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἡ κακή πληγή: Δικαιοδοσιαρχία (3)
Προβλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀμερική
Τό κανονικό πρόβλημα
Ἀπό τόν μακαριστό π. Alexander Schmemann
Μετάφραση: Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης
Ἐθνικός πλουραλισμός καί κανονική ἑνότητα
Ἡ ἄνευ προηγουμένου κατάστασι τῆς Ἀμερικανικῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ, διαφοροποιημένη ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα κομμάτια τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου, εἶναι πολυεθνική ἀπό τίς ἀρχές τῆς ὑπάρξεώς της. Ἀπό τήν ἐποχή τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ἡ Ὀρθοδοξία πάντα διαδιδόταν καί γινόταν ἀποδεκτή σέ ὁλόκληρα ἔθνη. Τό μόνο οἰκεῖο πρότυπο τοῦ παρελθόντος λοιπόν, δέν εἶναι ἡ δημιουργία μόνο τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μιά καθολική ἐνσωμάτωσι καί ἐνσάρκωσι τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἐθνική κουλτούρα. Ἔτσι πού αὐτές οἱ κουλτοῦρες δέν μποροῦν ἀπό μόνες τους νά ξεχωρίσουν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία ἀλλά, στό βάθος τους, εἶναι γνήσιες ἐκφράσεις τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή ἡ ὀργανική ἑνότητα τοῦ ἐθνικοῦ καί θρησκευτικοῦ στοιχείου δέν εἶναι ἕνα ἱστορικό ἐπεισόδιο. Πολύ λιγώτερο δέν εἶναι ἕνα ἐλάττωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Στή θετική τοῦ ἔκφρασι εἶναι ἕνας καρπός τῆς Ὀρθόδοξης ἀπόψεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή. Καθολικότητα σημαίνει γιά ἕναν Ὀρθόδοξο κάτι περισσότερο ἀπό τήν γεωγραφική παγκοσμιότητα. Εἶναι πάνω ἀπό ὀτιδήποτε ἄλλο, ἡ ὁλότητα, ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς καθὼς ἀνήκει στό Χριστό καί ἀγιάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἀπό αὐτή τήν ἄποψι, ἡ κατάστασι στήν Ἀμερική εἶναι ριζικά διαφορετική ἀπό τήν ὅλη ἱστορική ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεταφέρθηκε ἐδῶ ἀπό ἀντιπροσώπους τῶν διαφόρων όρθοδόξων ἐθνῶν, ἀλλά μεταφέρθηκε ἀκριβῶς σάν ἡ συνέχεια τῆς δικῆς τους ἐθνικῆς ὑπάρξεως. Ὁπότε καί τό πρόβλημα τῆς κανονικῆς ἢ ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας (τό ὁποῖο ὅπως ἔχουμε δεῖ εἶναι μία αὐτόδηλη ἔκφρασι τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας) ἀντιμετωπίζει ἐδῶ δυσκολίες οἱ ὁποῖες δέν μποροῦν ἁπλά νά συμπιεστοῦν μέ τίς λύσεις τοῦ παρελθόντος. Καί αὐτό συμβαίνει πάρα πολύ συχνά.
Ἀπό τή μιά μεριά, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού πιστεύουν ὅτι τό παλαιό πρότυπο τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς ἑνότητας μπορεῖ ἁπλά νά ἐφαρμοστῆ στήν Ἀμερική. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἑλληνική στήν Ἑλλάδα, Ρωσική στή Ρωσία καί ἑπομένως πρέπει νά εἶναι Ἀμερικάνικη στήν Ἀμερική – τέτοια εἶναι ἡ λογική τους. Δέν εἴμαστε πιά Ρῶσοι ἢ Ἕλληνες, ἄς μεταφράσουμε τίς λειτουργίες στά Ἀγγλικά, ἄς ἐξαλείψουμε κάθε «ἐθνικισμό» γιά τήν Ἐκκλησία καί θά εἴμαστε ἕνα... Παρ’ ὅλον ὅτι ἠχεῖ σάν λογική στ’ αὐτιά μας αὐτή ἡ λύσι εἶναι βαθειά λανθασμένη καί στήν πράξι ἀδύνατη. Γιατί αὐτό πού οἱ ὀπαδοί αὐτῆς τῆς θεωρήσεως μοιάζουν ὁλοκληρωτικά νά παραβλέπουν, μέσα στό φαιδρό καί ἐπιπόλαιο «Ἀμερικανισμό» τους, εἶναι ὅτι ἡ ἀρμονική σχέσι μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ρωσίας, ἢ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλλάδας, εἶναι θεμελιακά διαφορετική, ἂν ὄχι καί ἀντίθετη, ἀπό τή σχέσι ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἀμερική. Δέν ὑπάρχει καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη μιά θρησκεία τῆς Ἀμερικῆς μέ τήν ἔννοια πού ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἑλλάδας ἤ τῆς Ρωσίας καί αὐτό παρά τίς πιθανές καί πραγματικές προδοσίες καί ἀποστασίες. Καί γι’ αυτόν τόν λόγο ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἀμερικανική μέ τήν ἔννοια πού βεβαίως εἶναι Ἑλληνική, Ρωσική ἢ Σερβική. Ἐπειδή ἐκεῖ, στόν παλαιό κόσμο, ἡ Ὀρθοδοξία συνυπάρχει μέ τήν ἐθνική κουλτούρα καί σέ κάποιο βαθμό εἶναι ἡ ἐθνική κουλτούρα (ἔτσι ὥστε ἡ μόνη ἐναλλακτική λύσι εἶναι ἡ φυγή σέ μιά «κοσμοπολιτική» δηλαδή «Δυτική» κουλτούρα).
Στήν Ἀμερική, ὁ θρησκευτικός πλουραλισμός καί ἐξ αὐτοῦ, μιά βασική θρησκευτική «οὐδετερότητα», ἀνήκουν στήν καθαυτό οὐσία τῆς κουλτούρας καί ἐμποδίζουν τήν ἐνσωμάτωσι τῆς θρησκείας στήν κουλτούρα. Οἱ Ἀμερικανοί μπορεῖ νά εἶναι πιό θρησκευτικοί ἄνθρωποι ἀπό τούς Ρώσους ἢ τούς Σέρβους, ἡ θρησκεία στήν Ἀμερική μπορεῖ νά ἔχει προνόμια, γόητρο καί θέσι πού δέν εἶχε στίς «ὀργανικά» Ὀρθόδοξες χῶρες. Ὅλα αὐτά δέν μεταβάλλουν τήν θεμελιακά κοσμική φύσι τῆς Ἀμερικάνικης κουλτούρας. Καί ἀκόμα εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ διχοτόμηση κουλτούρας καί θρησκείας πού ἡ Ὀρθοδοξία δέν τήν ἔχει γνωρίσει ποτέ καί δέν ἔχει τήν ἐμπειρία της καί εἶναι στό σύνολό της ξένη πρός τήν Ὀρθοδοξία. Γιά πρώτη φορά σ’ ὅλη της τήν ἱστορία, ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά ζήση σέ μιά κοσμική κουλτούρα. Τό γεγονός αὐτό παρουσιάζει τεράστια πνευματικά προβλήματα. Τό σημαντικό γιά μᾶς ὅμως εἶναι ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ «ἐξαμερικανισμοῦ» καί ἡ «Ἀμερικανική» Ὀρθοδοξία ἀπέχουν ἀπό τό νά εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Εἶναι μεγάλο λάθος νά σκεπτώμαστε ὅτι ὅλα τά προβλήματα εἶναι λυμένα μέ τήν χρήσι τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσας στίς λειτουργίες, ὅσο κι ἂν αὐτό εἶναι θεμελιακό. Γιατί τό καθαυτό πρόβλημα (τό ὁποῖο θά ἀρχίσουμε νά τό ἀντιλαμβανώμαστε καί νά τό ἀντιμετωπίζουμε μόνον ὅταν «καθετί» θά εἶναι μεταφρασμένο στά Ἀγγλικά) εἶναι τό πρόβλημα τῆς κουλτούρας, τοῦ «τρόπου ζωῆς». Εἶναι θέμα τῆς καθαυτό οὐσίας τῆς Ὀρθοδοξίας ὄχι μόνον νά «ἀποδεχθῆ» μία κουλτούρα, ἀλλά νά τήν διαποτίση καί νά τήν μεταμορφώση, ἤ, μέ ἄλλα λόγια, νά τήν θεωρήση ὦς ἕνα ἀφομοιωμένο κομμάτι καί ἀντικείμενο τοῦ Ὀρθοδόξου ὀραματισμοῦ τῆς ζωῆς. Στερρημένη ἀπ’ αὐτή τή ζωντανή συσχέτισι μέ τήν κουλτούρα, ἀπ’ αυτή τήν ἀναφορά σέ ὁλόκληρη τή ζωή, ἡ Ὀρθοδοξία, παρ’ όλη τήν τυπική ὀρθότητα τοῦ δόγματος καί τῆς λειτουργίας, προδίδει καί χάνει κάτι ἀπόλυτα οὐσιαστικό. Αὐτό ἐξηγεῖ τό ἐνστικτῶδες δέσιμο τόσων Ὀρθοδόξων, ἀκόμα καί γεννημένων στήν Ἀμερική, στίς «ἐθνικές» μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἀντίστασί τους (πού εἶναι ὅμως στενοκέφαλη καί «ἐθνικιστική») σέ μιά πλήρη διάζευξι Ὀρθοδοξίας καί τῶν διαφόρων ἐθνικῶν της ἐκφράσεων. Σ’ αὐτές τίς μορφές καί τίς ἐκφράσεις ἡ Ὀρθοδοξία διατηρεῖ κάτι ἀπό τήν ὑπαρξιακή της ὁλοκληρία, κάτι ἀπό τό δεσμό της μέ τή ζωή στήν ὁλότητά της, καί δέν περιορίζεται σέ ἕνα «τυπικό», σέ ἕνα καλοσχεδιασμένο ἀριθμό διακηρύξεων πίστεως καί σέ ἕνα «ἐλαχιστοποιημένο σέτ» κανόνων. Δέν μπορεῖ κανείς μέ μιά χειρουργική ἐπέμβασι πού ὀνομάζεται «ἐξαμερικανισμός» νά ἀποστάξη μιά καθαρή «Ὀρθοδοξία καθεαυτήν» χωρίς νά τήν ἀποχωρήση ἀπό τή σάρκα της καί ἀπό τό αἷμα της καί νά τήν καταντήση ἕνα νεκρό τύπο. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ὅτι μιά ζωντανή σύνδεσι μέ τίς ἐθνικές παραδόσεις θά παραμείνη γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ὄχι μόνον ὡς ἕνας «συμβιβασμός» πού σκοπεύει νά ἰκανοποιήση τούς «παλαιότερους», ἀλλά ὡς μιά οὐσιαστική κατάστασι γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Καί κάθε προσπάθεια νά οἰκοδομηθῆ ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἐδῶ φέρνοντας σέ ἀντίθεσι τό «Ἀμερικανικό» μέ τίς παραδοσιακές ἐθνικές ἀναφορές καί ὅρους δέν θά ὁδηγήση οὔτε στήν πραγματική ἑνότητα οὔτε στήν πραγματική Ὀρθοδοξία.
Ἀλλά τό ἴδιο λάθος κάνουν καί ἐκεῖνοι πού ἀπ’ αὐτή τήν ἀλληλεξάρτησι τοῦ ἐθνικοῦ καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ στοιχείου μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὁδηγούνται στό συμπέρασμα ὅτι: γιά τό λόγο αὐτό, ἡ ἐκκλησιαστική δηλαδή «δικαιοδοσιακή» ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἀμερική εἶναι ἀδύνατη καί δέν θά πρέπει οὔτε κἄν νά τήν ἐπιζητήσουμε. Αὐτή ἡ θεώρησι προϋποθέτει μιά πολύ ἀφελή καί φανερά στρεβλωμένη ἄποψι τῆς Ἐκκλησίας σάν μιᾶς ἁπλῆς λειτουργίας τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, τῶν ἀξιῶν καί τῆς αὐτοσυντηρήσεως. Τό «ἐθνικό» γίνεται τότε «ἐθνικιστικό» καί ἡ Ἐκκλησία - ἕνα ὄργανο τοῦ ἐθνικισμοῦ. Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι κουραστήκαμε ἀπό τήν συχνή προτροπή νά «κρατήσουμε τήν πίστι τῶν πατέρων μας». Μέ τήν ἴδια αἰτιολογία ἕνας προτεστάντης θά παραμείνη προτεστάντης καί ἕνας Ἰουδαῖος, Ἰουδαῖος, ἄσχετα μέ τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά κρατηθῆ καί νά διατηρηθῆ ὄχι ἐπειδή ἀποτελεῖ τήν «πίστη τῶν πατέρων» μας, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ἡ ἀληθινή πίστι, καί γι’ αὐτόν τόν λόγο εἶναι παγκόσμια, περιεκτική ὅλων καί ἀληθινά καθολική. Γιά παράδειγμα, ἕνας πού προσχωρεῖ, ἀσπάζεται τήν Ὀρθοδοξία ὄχι γιατί εἶναι «ἡ πίστι τοῦ πατέρα» κάποιου, ἀλλά ἐπειδή ἀναγνωρίζει σ’ αὐτήν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν πληρότητα τῆς πίστεως καί τήν καθολικότητα. Καί εἶναι ἀδύνατο νά διακηρύξουμε καί νά κοινοποιήσουμε αὐτήν τήν πληρότητα, ἐάν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτισμένη μέ μιά ἐθνική ὁμάδα καί τήν ἔμφυτη ἀποκλειστικότητά της. Δέν εἶναι τό καθῆκον ἤ ὁ σκοπός τῆς Ὀρθοδοξίας νά διαιωνίζη καί νά «διατηρῆ» τήν Ρωσική ἤ τήν Ἑλληνική ἐθνική ταυτότητα, ἀλλά τό λειτούργημα τῆς Ρωσικῆς καί Ἑλληνικῆς «ἐκφράσεως» τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι νά συνεχίζη τίς «καθολικές» ἀξίες τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ ὁποῖες διαφορετικά θά χαθοῦν. Τό «ἐθνικό» ἐδῶ ἔχει ἀξία ὄχι καθεαυτό, ἀλλά μόνο στό βαθμό πού εἶναι «καθολικό» δηλαδή ἱκανό νά μεταφέρη καί νά κοινοποιῆ τή ζωντανή ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, νά ἀσφαλίζη τήν ὀργανική συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία ἄν παραμείνη τό ὄχημα καί ἡ ἔκφρασι μιᾶς ἐθνικῆς «ὑποκουλτούρας» (καί στήν Ἀμερική κάθε ἀποκλειστικά ἐθνικός ἐθνικισμός εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μιά τέτοια ὑποκουλτούρα) θά συμμερίζεται ἀναπόφευκτα καί τήν ἀποσύνθεσι καί διάλυσι τῆς δευτέρας (ἐθνικῆς κουλτούρας). Ἡ Ὀρθοδοξία σάν φυσική ἀλληλεγγύη καί σχέσι ἀνθρώπων πού ἔρχονται ἀπό τό ἴδιο νησί, πόλι, γεωγραφική περιοχή ἤ ἔθνος (καί ἔχουμε πραγματικά «δικαιοδοσιακές» ἐκφράσεις ὅλων αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν) δέν μπορεῖ ἐπ’ ἀόριστον νά ἀντιστέκεται καί νά βιώνη τήν πίεση τοῦ κοινωνιολογικοῦ νόμου ὁ ὁποῖος καταδικάζει τέτοια ἀλληλεγγύη σέ ἀργό ἤ γρήγορο θάνατο. Αὐτό πού ἀπαιτεῖται λοιπόν, δέν εἶναι μόνον ἑνότητα καί συνεργασία μεταξύ διαφόρων ἐθνικῶν «δικαιοδοσιῶν», ἀλλά ἐπιστροφή στήν πραγματική ἰδέα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί στήν καθολικότητα τῆς πίστεώς της καί τῆς παραδόσεώς της. Ὄχι μιά «ἑνωμένη» Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ χωρίς προηγούμενο χαρακτήρας τῆς καταστάσεως τῆς Ἀμερικανικῆς Ὀρθοδοξίας καταλήγει σέ μιά διπλῆ ἀναγκαιότητα. Ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ πρέπει νά διατηρήση, τουλάχιστον γιά μιά χρονική περίοδο πού μπορεῖ ἀπό πρίν νά προβλεφθῆ, τήν ὀργανική συνέχεια μέ τήν ἐθνική κουλτούρα στήν ὁποῖα αὐτή ἔχει ἐκφράσει τήν καθολικότητα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς της. Καί πρέπει, μέ σκοπό τήν ἐκπλήρωσι αὐτῆς τῆς καθολικότητας, νά πετύχη τήν κανονική της ἑνότητα σάν πραγματικά Μία Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτό δυνατό;
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων