† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἐκκλησία σήμερα;», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1976), σελ. 7 - 11, 23 - 30
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ;
...Ἄν μοῦ δίνετε τό δικαίωμα νά συνομιλήσω μαζῆ σας σ’ ἕνα τόνο καθαρά φιλικό, νά σᾶς κάνω μετόχους τῆς προσωπικῆς μου ἀνησυχίας καί νά συζητήσω τή δική σας, ἐγκαινιάζω τό διάλογό μας μέ μιά σαφῆ ἀρνητική τοποθέτησι, μέ τή δήλωσι πώς μέ κανένα τρόπο δέν μπορῶ νά πιστέψω καί νά ἐμπιστευτῶ τήν ὕπαρξί μου στίς σύγχρονες «κατεστημένες» κατασκευές. Δέν πιστεύω καί δέν ἐμπιστεύομαι στούς παράγοντες ἐκείνους, τούς ὁποίους ὁ εἰκοστός αἰώνας φώτισε μέ τούς ὑπερμεγέθεις τεχνητούς προβολεῖς του καί τούς πρόβαλε σάν τούς μοναδικούς ρυθμιστές τῆς ζωῆς καί τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων...
...Δέν πιστεύω καί δέν έμπιστεύομαι στή σύγχρονη τεχνική...
…Δέν πιστεύω καί δέν ἐμπιστεύομαι στόν ἀκροβάτη φιλοσοφικό στοχασμό...
...δέν πιστεύω καί δέν ἐμπιστεύομαι στήν εὐημερία, στό γοητευτικό σύνθημα τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς...
3. Μᾶζα – προσωπικότης – κοινωνία
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία.
Ὁ κόσμος εἶναι μᾶζα, μηχανικό ἄθροισμα μονάδων, πού ἐξουθενώνει τήν προσωπικότητα.
Αὐτή ἡ ἀβυσσώδης διαφορά προβάλλει ὁλοφάνερη ἀπό τήν μελέτη τῶν κειμένων καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἱστορική ἐμπειρία τῶν δυό τελευταίων αἰώνων. Οἱ αἰῶνες αὐτοί, ἐνῶ προώθησαν σέ ἀφάνταστο βαθμό τήν ἐπιστημονική γνῶσι καί ἀνέβασαν τό βιωτικό ἐπίπεδο, ἔπνιξαν τήν προσωπικότητα κι’ ἐδημιούργησαν μᾶζες, κοπάδια ἀνθρώπων κι’ ὄχι κοινωνίες ψυχῶν.
Λέγοντας αὐτά δέν ἔχω στό μυαλό μου μόνο τόν ἱστορικό ὑλισμό σάν θεωρία καί τήν κολλεκτίβα σάν πρᾶξι. Στά γεωγραφικά διαμερίσματα, στά ὁποῖα ἡ κολλεκτίβα ἐφαρμόστηκε, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νἄφαγε ψωμί, μά ἔχασε τήν ἀνθρωπιά του. Κατάντησε ψυχρό κι ἄβουλο ἐξάρτημα μιᾶς πελώριας μηχανῆς, πού ζῆ ἀποκλειστικά καί μόνο γιά νά παράγη ἔργο κι’ ἔχει τόση ἁξία, ὅση καί ἡ παραγωγή, πού βγαίνει ἀπό τά χέρια του.
Πέρα ὄμως ἀπ’ αὐτό, ἡ μαζοποίησι εἶναι σήμερα ἕνα πρόβλημα οἰκουμενικό. Σ’ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ πλανήτη μας οἱ ἄνθρωποι κάθε μέρα καί περισσότερο χάνουν τήν ἀτομικότητά τους κι’ ἐνσωματώνονται σέ μιά παγκόσμια, ἄψυχη κι’ ἀπρόσωπη μηχανή.
Προσέξατε μέ πόσο ἄψυχο κι’ ἄπονο τρόπο ἀναφέρει ὁ ἡμερήσιος τύπος γεγονότα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσι μέ μᾶζες ἀνθρώπων; «Χιλιάδες ἤ ἑκατοντάδες χιλιάδων ἤ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἀπεργοῦν γιά τοῦτο ἤ γιά κεῖνο τό λόγο». «Σμήνη ἀνθρώπων πεθαίνουν στίς χῶρες, πού ὑποσιτίζονται». «Τόσες χιλιάδες ἄφησαν ἤ ἀφίνουν τά κορμιά τους στά θέατρα τοῦ πολέμου». Ὅλα αὐτά ἀναφέρονται μέ ψυχρότητα, καί τονίζονται μόνο οἱ πλευρές τῶν ἐξελίξεων καί φωτίζονται οἱ ἀντιδράσεις, πού ἐξυπηρετοῦν τήν πολιτική σκοπιμότητα καί τό συμφεροντολογικό παιχνίδι τῶν ἰσχυρῶν. Ὁ προβληματισμός τοῦ ἑνός, συγκεκριμένου, προσώπου, ὁ πόνος του, ἡ χαρά του, ἡ ἀγωνία του δέν βρίσκουν εὔκολα τό συμμέτοχο καί τόν συμπαραστάτη. Μείζονα προβλήματα δέν εἶναι ἐκεῖνα, πού συγκλονίζουν τήν ὕπαρξι, ἀλλ’ ἐκεῖνα, πού, στατιστικά, ἀπασχολοῦν μεγαλύτερο ὄγκο ἀνθρωπίνου στοιχείου.
Ἡ βιομηχανοποίησι καί ἡ συγκέντρωση ὁλοένα καί μεγαλύτερου ἀνθρώπινου δυναμικοῦ στά σύγχρονα ἀστικά κέντρα κάνουν ταχύτερο τό ρυθμό τῆς μαζοποιήσεως καί τῆς ἀπροσωποποιήσεως τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι, τά μοναδικά αὐτά πλάσματα τοῦ Θεοῦ κινοῦνται σάν μονάδες ἄγνωστες στίς πλατειές λεωφόρους, σηκώνοντας χωρίς καμμιά συντροφιά καί καμμιά συμπαράστασι τήν ἀγωνία καί τόν πόνο. Τό ἔργο τους ἐνσωματώνεται καί σβήνει μέσα στήν κοινή παραγωγή. Ἡ σκέψι τους δέν δείχνει νά εἶναι ὑπολογίσιμη, ἱκανή νά ἐπηρεάση τό ποτάμι τῆς ἱστορίας. Ὅλα ὅσα τούς ἀπασχολοῦν γίνονται στατιστική, γίνονται μηχανή, γίνονται κοινή ἀντιμετώπισι καί λύσι, πού δέν ὑπολογίζει τήν ψυχή, ἀλλά βλέπει μονάχα τό γήινο περίβλημά της.
Ἔχετε τήν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι δυνατόν νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτόν τόν πνικτικό ἐναγκαλισμό τῆς μηχανῆς καί νά βροῦμε λύσι στό καυτό τοῦτο σύγχρονο πρόβλημα; Προσωπικά καταθέτω τήν ἀπόλυτη πεποίθησί μου, τή σχηματισμένη πιά βεβαιότητα, ὅτι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει τρόπος νά ἀντιμετωπιστῆ τό θέμα. Μονάχα ἡ Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς φύσεώς της καί τῆς ἀποστολῆς της, ἔχει τή δύναμι νά μᾶς κάνη νά νοιώσουμε καί νά ζήσουμε, μέσα σ’ αὐτόν τόν μηχανοποιημένο καί μαζοποιημένο κόσμο, σάν προσωπικότητες καί, ξεπερνῶντας τήν ἄψυχη μᾶζα, νά προχωρήσουμε στήν κοινωνία καί τήν περιχώρησι τῶν ψυχῶν καί στήν δημιουργία μιᾶς πλατειᾶς, ἱερῆς οἰκογένειας.
Τήν ὡραιότερη σκιαγραφία τῆς Ἐκκλησίας τή βρίσκουμε στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ γραφίδα τοῦ φλογεροῦ καί θεόπνευστου ἀποστόλου, προκειμένου νά μᾶς κάνη προσιτή καί κατανοητή τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ σώματος. «Ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (Α΄ Κορ. ι΄ 17). «Μέλη ἐσμέν τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Ἐφεσ. ε΄ 29). «Καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Κολοσ. α΄ 18). «Καθάπερ γάρ τό σῶμα ἕν ἐστιν καί μέλη πολλά ἔχει, πάντα δέ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα ἕν ἐστιν σῶμα, οὕτως καί ὁ Χριστός· καί γάρ ἐν ἑνί πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν... καί πάντες ἕν πνεῦμα ἐποτίσθημεν»... «Νῦν δέ ὁ Θεός ἔθετο τά μέλη, ἕν ἔκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθῶς ἠθέλησεν». Καί... «συνεκέρασε τό σῶμα, τῷ ὑστερουμένῳ περισσοτέραν δούς τιμήν, ἵνα μή ἦ σχίσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλά τό αὐτό ὑπέρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τά μέλη. καί εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη· εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 12-27).
Ἄν δέν σᾶς ἔχη δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά διαβάσετε αὐτά τά κείμενα, κάνετε τόν κόπο, σέ μιά ἥσυχη στιγμή, σέ μιά στιγμή περισυλλογῆς καί ἀμερόληπτου ἐσωτερικοῦ διαλόγου νά τά μελετήσετε. Θά ἀνακαλύψετε μιά ἄλλη σκοπιά, μιά ἄλλη θεώρησι, καθαρά πνευματική καί οὐσιαστική, τοῦ προβλήματος τῆς προσωπικότητος καί τῆς κοινωνίας. Θά ἀνακαλύψετε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία. Τήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί εἶναι παροῦσα στόν κόσμο καί στήν ἱστορία.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ὁ τονισμός καί ἡ αὐτοτέλεια τῆς μονάδος καί ταυτόχρονα ὑπάρχει ὁ ἐναρμονισμός μέ τίς ἄλλες μονάδες καί μέ τήν κεφαλή καί ὁ ἀπαρτισμός τοῦ σώματος.
Οἱ χτυπητές φράσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀποτελοῦν μεγάλες γραμμές. Ἐκφράζουν αὐτό, πού ἡ Ἐκκλησία πιστεύει καί ζῆ μέσα στόν ἱστορικό χρόνο. Αὐτό, πού ἀποτελεῖ τήν ἐπιδίωξί της καί τό ἐπίτευγμά της.
Ὁ ἄνθρωπος, πού ζῆ μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ἐξουθενώνεται καί δέν ἀφανίζεται σάν προσωπικότης. Εἶναι ἕνα μέλος τοῦ σώματος μέ αὐτοτέλεια καί μέ συγκεκριμένη θέσι καί ἀποστολή. Ἡ παρουσία του καί ἡ διακονία του στό ὅλο σῶμα, ὅσο κι’ ἄν φαίνεται ἐξωτερικά ταπεινή, εἶναι μιά λειτουργία τοῦ σώματος, πολύτιμη κι’ ἀναντικατάστατη. Ὅπως τό ἔργο πού κάνει τό χέρι εἶναι ἔργο τῆς ὅλης ἀνθρώπινης προσωπικότητος καί ἡ ὑπηρεσία, πού προσφέρει τό μάτι, δέν μπορεῖ νά ἀπομονωθῆ ἤ νά παραμεληθῆ σάν ξένη καί ἄχρηστη, ἔτσι καί ἡ παρουσία καί ἡ ζωή καί ἡ διακονία τοῦ ὁποιουδήποτε μέλους τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύτιμη καί ἐναρμονισμένη στή ζωή ὁλόκληρου τοῦ σώματος.
Ταυτόχρονα, ἐνῶ ὑπάρχει ἡ αὐτοτέλεια μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὁ τονισμός τῆς προσωπικότητος, ὑπάρχει καί ἡ κοινωνία καί ἡ περιχώρησι τῶν ψυχῶν. Ἡ ἑνότης μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μηχανική συνένωσι ἀνθρώπων, πού τήν δημιουργοῦν ἐξωτερικοί παράγοντες. Ὁ ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται κοντά στόν ἄλλο, ὄχι τυχαῖα, γιατί συνέπεσε νά ζῆ στήν ἴδια πόλι ἤ νά εργάζεται στό ἴδιο ἐργοστάσιο. Καί ἡ πορεία τοῦ συνόλου, ἡ πορεία τῆς κοινότητος δέν εἶναι ἡ τυφλή καί ἄλογη κίνησι τῆς μάζας τήν ὁποία ὁ πρῶτος δημοκόπος μπορεῖ νά παρασύρη καί νά κινητοποιήση γιά νά ὑλοποιήση τά δικά του ὄνειρα καί τίς χαμηλές φιλοδοξίες του. Ἡ κοινότης, πού λέγεται Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱερή οἰκογένεια, ἡ ὁποία σάν ἀρχηγό καί σάν πατέρα ἔχει τόν σαρκωμένο καί σταυρωμένο καί ἀναστημένο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ σύνδεσμος τοῦ πνεύματος καί ἡ πραγμάτωσι στή γῆ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Καί εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη· εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη».
Αὐτή τήν ὑπερφυσική εὐλογία, τόν τονισμό καί τόν σεβασμό τῆς προσωπικότητος καί τήν περιχώρησι τῆς ἀγάπης, πού εἶναι τό καθαυτό κλῖμα καί ἡ βασική ἐπιδίωξι τῆς Ἐκκλησίας, θά τά βρῆτε διάχυτα στή λατρεία. Στό Ναό, καθώς μπαίνουμε ὅλοι μας, ἀνοίγουμε ἕνα προσωπικό διάλογο μέ τόν Θεό καί ξεδιπλώνουμε μπροστά του τά καυτά προβλήματα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ψυχές ξεχωριστές, πού ζοῦμε τήν ἀγωνία ἤ τήν εὐτυχία, προχωροῦμε καί στεκόμαστε μέ δέος καί ἐμπιστοσύνη μπροστά στό θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ. Γιά νά μιλήσουμε μαζῆ του, νά τοῦ ποῦμε ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ καί νά δεχτοῦμε τήν πατρική του ἀγάπη.
Τήν ἴδια ὥρα ζοῦμε καί τό μυστήριο τῆς κοινωνίας καί τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ. Ἀδελφωμένοι, ἐνωμένοι σ’ ἕνα σῶμα, δεχόμαστε τή θαλπωρή τῆς στοργῆς τοῦ ἴδιου πατέρα καί πλησιάζουμε νά γίνουμε μέτοχοι στήν ἴδια Τράπεζα, στόν Μυστικό Δεῖπνο.
Θά τελειώσουμε μέ τήν μεστή ἀπό βαθύτατες ἔννοιες φράσι τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου, συγγραφέως τοῦ δεύτερου αἰῶνος.
«Πάντας γάρ ἡμᾶς ἤμελλεν ὁ λόγος περί τό ἑαυτοῦ σῶμα τῇ ἰδίᾳ, ὡς ζώνην σφίγξας, βαστάζειν· τό γάρ σῶμα (αὐτοῦ) τό τέλειον αὐτός ἦν, ἡμεῖς δέ αὐτοῦ μέλη, ὡς ἐν τελείῳ σώματι ἡνωμένοι καί ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ λόγου βασταζόμενοι» (Εἰς τόν Δανιήλ, Δ΄ ΧΧΧVΙΙ).
Αὐτός εἶναι τό τέλειο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κι’ ὅλους μας μᾶς βαστάζει γύρω του καί μᾶς σφίγγει μέ τήν ἀγάπη του. Κι’ ἐμεῖς εἴμαστε μέλη δικά του καί βασταζόμεθα ἀπ’ τήν ἀγάπη του.
Τοῦτο τό θαῦμα προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στόν ἀνήσυχο ἄνθρωπο τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων