† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 132, 1-5-2004
Τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
Ἐλευθερίου Χ. Οἰκονομάκου
Ἔχει πολλές φορές λεχθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλός κοσμικός θεσμός, εἶναι Μυστήριο. Κάτι, δηλαδή, τό ὁποῖον ὑπερβαίνει τήν ἱκανότητα συλλήψεως τοῦ νοῦ, ξεπερνάει τά ὅρια πετάγματος τῆς καρδιᾶς, ἐξαντλεῖ τίς δυνατότητες ἐκφράσεως τῆς γλώσσας καί ὑπερακοντίζει τήν κοινή λογική καί τή σωρευμένη ἀπό τή συγκρότηση τῶν κοινωνικῶν μορφωμάτων ἐμπειρία. Μέ δεδομένη αὐτή τήν περιορισμένη ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά διεισδύει στά πράγματα, πολλοί θεωροῦν ἀνώφελο, ἴσως ἐπικίνδυνο, νά προσπαθεῖ κανείς νά προσεγγίσει τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Παρά ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἱστορικό δεδομένο. Δυναμική πραγματικότητα, πού σώζει. Ἁπτό καθημερινό γεγονός, μαρτυρημένο ἀπό τήν ἐμπειρία αἰώνων. Δέν θά ἦταν, ἑπομένως, σφάλμα νά ἐπιχειρήσει κανείς νά σχολιάσει τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μέ στόχο νά Τό ἀναδείξει καί “μετά λόγου γνώσεως” νά προσπέσει καί ταπεινά νά Τό προσκυνήσει.
Μιά εἰκόνα ἀπ᾿ τόν φυσικό κόσμο προσφέρεται ὡς τύπος γιά τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ παγόβουνου. Τό τμῆμα τοῦ παγόβουνου, πού φαίνεται πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας καί εἶναι προσιτό σέ μᾶς, εἶναι μικρό ποσοστό αὐτοῦ, πού βυθισμένο στήν ἄβυσσο τῶν ὠκεανῶν δέν φαίνεται. Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία. Δέν ἐξαντλεῖται στό Ἵδρυμα, πού βλέπει ὁ κόσμος, μέ τούς θεσμούς, τήν τάξη καί τήν ὀργάνωσή Του, μέ τό ἀνθρώπινο δυναμικό, καλό ἤ κακό, μέ τό κοινωνικό ἔργο, μέ τίς σκιές καί τά προβλήματά Του. Ἀπροσδιόριστο σέ μέγεθος μέρος τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται κρυμμένο στόν ὠκεανό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πλέει βυθισμένο στά βάθη τά ἀπροσμέτρητα τῆς Χάριτος, πού ὡς αἷμα καί ὕδωρ ἔρρευσε ἀπό τή “νυγεῖσα” πλευρά τοῦ σταυρωμένου Νυμφίου καί ἔχτισε, ὡς ἄλλην Εὔα, τήν Ἐκκλησία. Τῆς Χάριτος, πού, ὡς “φερομένη πνοή βιαία” γέμισε τόν οἶκο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία καί Τήν ἔστειλε νά πορευθεῖ καί νά ἀγκαλιάσει ὅλο τόν κόσμο ὡς τό μέγιστο “μυστήριον κραυγῆς”, τό ὁποῖον σιωπηλά καί “ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη” (πρβλ. Ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Ἐφεσ. 19,1).
Αὐτό τό μυστηριακό βάθος τῆς μιᾶς καί ἐνιαίας Ἐκκλησίας, ὀρατῆς καί ἀόρατης, δέν θά πρέπει νά τό παραβλέπουμε, ὅταν θεωροῦμε τό θεσμικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία πορεύεται στόν κόσμο. Τό ἀντίθετο θά ἦταν πνευματική ραστώνη καί ἀσύγγνωστη ἀμέλεια γιά ὅποιον θέλει νά λέγεται τέκνο Της, γιατί πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά θαφτεῖ τό Μυστήριο στήν ἰλύ τῆς καθημερινότητας, ἡ δέ Ἐκκλησία νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπό τούς θεσπισμένους ἄξονες τῆς κοινωνίας. Ἤ, ἀκόμα, νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητα τῆς ἐγκόσμιας πλευρᾶς Της καί τό σωτηριῶδες κύρος Της νά ἀναζητηθεῖ κάπου, σέ μιά ὑπερκόσμια ἰδεατή ὀντότητα. Καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση ἡ Ἐκκλησία θά ἔχανε τή σωστική Της δύναμη. Θά γινόταν μιά συμβατική παράμετρος, ἐπίτευγμα τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων καί κατάκτηση τοῦ πολιτισμοῦ τους.
Συχνά μιλᾶμε γιά “τόν κόσμο τῆς Ἐκκλησίας”. Ποιοί, ὅμως, ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία; Οἱ ἀπαντήσεις στό ἐρώτημα αὐτό θέλουν τήν Ἐκκλησία νά ἀποτελεῖται ἀπ᾿ ὅλους τούς βαπτισμένους Χριστιανούς. Ἄλλοτε ἀπ᾿ ὅσους, κατά δήλωσή τους, πιστεύουν στό Χριστό. Ἄλλοτε ἀπ᾿ ὅσους συμμετέχουν στά μυστήρια καί γενικά στή ζωή τῶν κατά τόπους ἐνοριῶν, ἤ ἀπ᾿ ὅσους ἐργάζονται στόν πνευματικό ἀγρό τῆς Ἐκκλησίας ἤ συνδράμουν τό ἔργο Της, ἠθικά ἤ ὑλικά. Ἄλλοτε, τέλος, ἀπ᾿ ὅσους ἀσκοῦν ἐπάγγελμα μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κληρικούς καί λαϊκούς. Ὅλες αὐτές οἱ τοποθετήσεις ἔχουν λογική βάση. Δίνουν τή δυνατότητα σέ κάποια ἁρμόδια ἀρχή νά ἐκδώσει, χωρίς δυσκολία, σχετικά πιστοποιητικά ἤ δελτία ἀναγνωρίσεως μέλους. Ὅμως, στήν πραγματικότητα, μόνον ὁ Θεός γνωρίζει ποιός εἶναι γνήσιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του καί ποιός ὄχι, γιατί ἡ ἰδιότητα αὐτή τοῦ μέλους ἀπορρέει ἀπό τήν ἰδιαίτερη προσωπική σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τό Θεό. Ἀπό τό “Θεόν γιγνώσκειν καί Θεῷ γιγνώσκεσθαι” (ἀπό τό ὅτι γνωρίζει κανείς τό Θεό καί εἶναι γνωστός στό Θεό, κατά τό μαρτυρικό ἀπόστιχο τοῦ δ΄ ἤχου). Ἀπό τή Θεογνωσία, δηλαδή, γιά τήν ὁποία κάθε πιστός καλεῖται νά “πωλήσει τά ὑπάρχοντά του” καί νά τήν ἀποκτήσει, καί ἡ ὁποία δέν ἀποτυπώνεται σέ ταυτότητες καί ἔγγραφα. Ἀνήκει στό χῶρο τοῦ Μυστηρίου.
Στήν Π. Διαθήκη ὁ Προφήτης Μιχαίας ρωτᾶ: “Τί Κύριος ἐκζητεῖ παρά σοῦ (τί θέλει ἀπό σένα ὁ Κύριος) ἀλλ᾿ ἤ τοῦ ποιεῖν κρίμα (νά ἐφαρμόζεις δικαιοσύνη) καί ἀγαπᾶν ἔλεον (νά φέρεσαι μέ εὐσπλαγχνία καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον σου) καί ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετά Κυρίου Θεοῦ σου (μέ προθυμία νά λατρεύεις τό Θεό, νά ζεῖς κοντά Του καί κατά τίς ἐντολές Του);” (στ΄ 8). Καί ὁ μακαριστός ἑρμηνευτής π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος σχολιάζει τό στίχο: “Ὁ Θεός ζητεῖ ἐσωτερικήν ἀνακαίνισιν καί ὄχι ἐξωτερικάς θυσίας... Ὁ Κύριος δέχεται τάς ἐξωτερικάς θυσίας (σ.σ. ἀφοῦ ὁ Ἴδιος τίς εἶχε νομοθετήσει). Πρό αὐτῶν ὅμως καί ὑπεράνω αὐτῶν... εἶναι ἡ λατρεία ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ” (“Οἱ Μικροί Προφῆται”, Ἀθῆναι 1963, σελ. 159-160). Πρᾶγμα, θά προσθέταμε, πού ὁδηγεῖ τόν πιστό σέ βαθειά ταπείνωση καί συναίσθηση (ὄχι ψευδαίσθηση, οὔτε ὑποκρισία), ὅτι ἀνήκει στό Θεό, ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. “Μή φοβεῖσθε, τοῦ γάρ Θεοῦ εἰμί ἐγώ” (Γέν. ν΄ 21) εἶχε πεῖ ὁ ἰσχυρός πιά “πάγκαλος” Ἰωσήφ στούς ἀδελφούς του, ὅταν, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα τους Ἰακώβ, περίτρομοι πῆγαν νά τόν ἱκετεύσουν νά μή τούς ἐκδικηθεῖ, πού τόν εἶχαν παλιά πουλήσει σά σκλάβο. Εἶχε συναίσθηση τῆς στενῆς καί ἀδιάλειπτης σχέσεώς του μέ τό Θεό, μέ βάση τήν ὁποία ὁ Ἰωσήφ ἔλεγχε τή ζωή του καί ρύθμιζε τά διαβήματά του. “Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;” (Γέν. λθ΄ 11), ἦταν τά λόγια, μέ τά ὁποία εἶχε ἀποκρούσει τούς πειρασμούς τῆς γυναίκας τοῦ ἀφεντικοῦ του Πετεφρῆ. Πόσοι ἀπό μᾶς θά ἄντεχαν νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι ζοῦν μέ διαρκή τή συναίσθηση τῆς ἀγαπητικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!... Ὅσοι καί ἄν εἶναι, ὅποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα καί ἄν κατέχουν, σ’ αὐτούς καί μόνο σ’ αὐτούς θά ἄξιζε ὁ τίτλος τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία Του, ὁ Χριστός δέν διστάζει νά ἀποδοκιμάσει καί νά ἀπορρίψει ἀνθρώπους, κατά τά φαινόμενα δικούς Του, μέ τή σαφή δήλωση “δέν σᾶς γνωρίζω”. Ἀνθρώπους, πού ἀστόχησαν στήν προσωπική τους πνευματική ζωή, καί πού μπορεῖ νά ἀνῆκαν στήν τάξη τῶν ἀφιερωμένων μοναχῶν, πού εἶχαν βγεῖ γιά νά προϋπαντήσουν τόν Κύριο, ὅπως οἱ πέντε μωρές παρθένες (Ματθ. κε΄ 1-13), εἴτε στήν τάξη τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, καί μάλιστα τῶν προικισμένων μέ πλούσια χαρίσματα διδαχῆς ἐν Χριστῷ, ἀκόμα καί τελέσεως θαυμάτων (Ματθ. ζ΄ 22-23). Μέσῳ αὐτῶν μπορεῖ ὁ Θεός νά σώζει τό λαό, ἐγκεντρίζοντάς τον στήν Ἐκκλησία Του, ὅμως οἱ ἴδιοι προσωπικά νά εἶναι νεκρά μέλη Της. Στήν οὐσία, μένοντας ἔξω ἀπό τήν πύλη τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, βρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν κάποτε μπορεῖ νά ἐμφανίζονται στόν κόσμο κρατώντας στό χέρι σφραγίδα ὑψηλῶν ἐκκλησιαστικῶν ἁρμοδιοτήτων καί ἐξουσιῶν.
Παράδοξα γιά τήν πεπτωκυία ἀνθρώπινη λογική εἶναι τά γεγονότα, πού ὁδήγησαν στήν ἄμεση πολιτογράφηση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ-Ἐκκλησία τοῦ σταυρωμένου ληστῆ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο. Χωρίς τίς ὅποιες οὐσιαστικές καί ἀναγκαῖες προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ληστής ἔγινε τύπος καί ὑπογραμμός καί ἴνδαλμα Ἁγίων Μαρτύρων, Ὁσίων καί Πατέρων. Φαίνεται ὅτι στό βάθος Της ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας χῶρος ὑπαρξιακῆς μετάνοιας καί ὁμολογίας ὅτι, ὄχι ὁ ὁποιοσδήποτε χρυσοστόλιστος ἡγέτης καί πανίσχυρος ἐξουσιαστής, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, πού πεθαίνει ἄσημος καί ἐγκαταλελειμμένος πάνω στό Σταυρό, εἶναι ὁ “πάλιν ἐρχόμενος μετά δόξης”. Αὐτή ἡ μετάνοια καί ἡ ὁμολογία ὑπῆρξε ὁ ἄθλος τοῦ ληστῆ, πού τόν καταξίωσε...
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων