† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 98, 1-12-2002
Τίς σημαῖες ἤ τό Σταυρό;
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Σημαῖες καί σημαιάκια. Λάβαρα μέ τούς ἰριδισμούς τῶν χρωμάτων καί μέ τή γοητεία τῶν συνθημάτων. Σύμβολα, πού θυμίζουν δόξες ἤ πού ἐπαγγέλλονται εὐμάρεια καί ἀτελεύτητη εὐτυχία. Οἱ μεγάλοι ὀργανισμοί, πού διαφεντεύονται ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς, ὑψώνουν σημαῖες, πίνακες συνθημάτων καί ὑποσχέσεων, πού ἐντυπωσιάζουν τούς λαούς καί κάμπτουν τήν ἀντίστασή τους ἤ τήν εὐκαιριακή καχυποψία τους. Κόμματα πολιτικά, πού λειτουργοῦν μέ ὅραμα τήν ἐξουσία, ὑπερπληρώνουν τούς δρόμους τῆς βιοπάλης μας καί τῆς ὀδύνης μας καί κοσμοῦν φανταχτερά τούς χώρους τῶν συναντήσεών μας, μέ τά λάβαρα τῶν ἀγωνιστικῶν τους προθέσεων, πού τά βάφουν μέ ἄλλα, συμβολικά, χρώματα, ἀλλά, πού, στήν πραγματικότητα, δέν ἐκπροσωποῦν διάφορη θεώρηση τοῦ ἀνθρώπινου βίου καί διάφορο χειρισμό τῶν ποικίλων προβλημάτων. Ἀνακαινιστές ἤ ἐκσυγχρονιστές, ἐκπρόσωποι τῆς διανόησης ἤ τῆς τυποποιημένης κουλτούρας, προβάλλουν φτιασιδωμένοι στά παράθυρα τῆς τι-βί μας καί σηκώνουν, μέ αὐτοπεποίθηση ἤ μέ προκάτ ἠθοποιΐα, τόν πίνακα τῶν συνθημάτων τους καί τόν ἰσολογισμό τῆς προσφορᾶς τους.
Πρίν λίγο καιρό, καθώς ὁ πυρετός τῆς πολιτικῆς ἀναμέτρησης πῆρε τόν ἀνήφορο καί ἀπείλησε νά ἀποδυναμώσει, ἴσαμε τόν ὁριστικό εὐτελισμό, τίς κοινωνικές ἀντιστάσεις, εἴδαμε τά σημαιάκια καί τά σπότς καί τά γραπτά ἤ τά λεκτικά συνθήματα νά πνίγουν τή σκέψη, νά ὁμαδοποιοῦν καί νά μαζοποιοῦν τόν πληθυσμό τῆς χώρας μας. Νά μή μᾶς ἀφήνουν περιθώρια κρίσης καί ἐπιλογῆς. Νά μᾶς ἐντάσσουν, σέ στρατόπεδα. Νά μᾶς μεταχειρίζονται σάν ἀνδράποδα.
Καί ὅλοι, σωτῆρες. Ὅλοι, μέ τό τριαντάφυλλο τῆς ἀγάπης στό χέρι. Ὅλοι, μέ τήν καρδιά γεμάτη ἀπό ἐνδιαφέρον καί ἀπό διάθεση θυσίας. Καί, μάλιστα, θυσίας ἀπεριόριστης. Γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί γιά ὅλα τά δύσκολα θέματα. Καθώς τούς ἔβλεπες καί καθώς τούς ἄκουγες, σχημάτιζες τήν ἐντύπωση, πώς ἔπεσαν ἀπό τόν παράδεισο. Πώς γεννήθηκαν σέ ἄλλο κόσμο, καθαρό, ἔντιμο, ἐξαγιασμένο, καί ἔφτασαν στή γῆ μας, μέ κάποιο ἀόρατο διαστημόπλοιο, ἀποκλειστικά καί μόνο γιά νά μᾶς σώσουν. Γιά νά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν ἐξαθλίωση καί γιά νά μᾶς χειραγωγήσουν στήν ἀνέφελη εὐτυχία. Νά γυρίσουν τή σελίδα τῆς ἱστορίας. Νά μᾶς περάσουν ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, ἀπό τό θρῆνο στό γέλιο.
Σκέφτομαι ὅλα αὐτά, πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἐμπειρίες μας. Πού εἶναι τό ψωμί καί τό κρασί, μέ τά ὁποῖα μᾶς συντηροῦν στήν ὑποδούλωση οἱ ἐξουσιαστές τούτου τού κόσμου. Ἤ, γιά νά εἶμαι ἀκριβέστερος, τό “ὄπιο”, πού σερβίρεται ἄφθονο, ἀρκεῖ νά ὑπάρχει διάθεση εἰσδοχῆς του. Καί, ταυτόχρονα, καθώς ἀντικρύζω μπροστά μου τό Σταυρό, τό σύμβολο τῆς ὑπέρτατης Θυσίας καί καθώς ἐγγίζει τό βλέμμα μου τό σβησμένο βλέμμα τοῦ Θεανθρώπου, συνειδητοποιῶ τή διαφορά καί περνῶ στή νεφέλη τοῦ δέους.
Ὁ Κύριός μας δέ σήκωσε σημαῖες ἐπαγγελιῶν. Δέν ὑποσχέθηκε πλοῦτο καί καλοπέραση. Δέν προσπάθησε νά μᾶς μαγέψει μέ συνθήματα, πού γαργαλίζουν τήν ἀκοή καί προσδένουν στό ἅρμα τῆς αἰχμαλωσίας. Ἐκεῖνο, πού μᾶς ἔδειξε, εἶναι ὁ Σταυρός. Ὁ Σταυρός τῆς δικῆς Του Θυσίας. Τό Θυσιαστήριο τῆς δικῆς Του προσφορᾶς. Ἡ ἀπεριόριστη ἀγάπη στήν ὕπαρξή μας. “Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ” (Ἰωάν. ιε΄ 13).
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ μου δέν εἶναι λόγος κενός. Δέν εἶναι σύνθημα εὑρηματικό, ἱκανό νά μαγνητίσει τά πλήθη. Δέν εἶναι σημαία φανταχτερή, πού, μέ τό κούνημά της, προκαλεῖ ρίγη καί συνεπαίρνει τίς μάζες. Εἶναι ἀλήθεια ἱστορική. Εἶναι ἔκχυση τῆς θείας Ἀγάπης στόν ἄνθρωπο. Στόν πλούσιο καί στό φτωχό. Στό δίκαιο καί στόν ἁμαρτωλό. Στήν ὕπαρξη. Στήν κοινότητα. Στήν οἰκουμένη. Ἡ προσήλωση στό Σταυρό εἶναι λύτρωση. Εἶναι θρόνιασμα στή θεϊκή ἀγκαλιά. Εἶναι ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ κόσμου τούτου, πού ἐκπροσωπεῖται ἀπό τίς σημαῖες καί τά σημαιάκια, ἀπό τίς γιγαντοαφίσες καί τά σποτάκια.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων