† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Λαός τοῦ Θεοῦ», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 43 - 48
Λαός τοῦ Θεοῦ
Θεμελιακά χαρακτηριστικά τῆς Λειτουργικῆς, “Θεωρητικής” καί Μυστηριακῆς ζωῆς
(Ἄρθρο του Nicolas Arsenief στό Περιοδικό Contacts, No 38-39, 1962, σ.135-138)
...Ὁλόκληρη ἡ διάρθρωση τῆς Λειτουργίας δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ προσδοκία τοῦ δοξασμένου Κυρίου, παρά ἡ προετοιμασία κι ἡ πραγματοποίηση τῆς ἔλευσής Του κοντά στούς πιστούς Του. Ἔρχεται στήν Ἐκκλησία Του σάν μεγαλόπρεπος βασιλιάς, λάμποντας ἀπό δόξα, Αὐτός, πού ὑπόφερε, “ὁ ζῶν” κι ἀναστημένος, περιτριγυρισμένος ἀπό ἀγγελικές δυνάμεις. “Ἰδού γάρ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης”, ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στή Λειτουργία τῶν Προαγιασμένων δώρων, “Ἰδού θυσία μυστική, τετελειωμένη δορυφορεῖται, Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενόμεθα. Ἀλληλούϊα”. Οἱ ἴδιοι τόνοι ἐπανέρχονται στόν Χερουβικό Ὕμνο τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου. “...Πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τόν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν”. Εἶναι ὁ κυρίαρχος, ὁ βασιλιάς, ὁ Κύριος. “Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”, ἔτσι ἀρχίζει ἡ Λειτουργία.
Μέσα σ' αὐτό τό ξεχείλισμα τῆς δοξολογίας τοῦ Ἀναστημένου, τοῦ βασιλιᾶ τῆς δόξας, περιέχεται αὐτόματα κι ἡ ἀνάμνηση τοῦ Πάθους καί τῆς Θυσίας Του. Μπορεῖ νά πεῖ κανείς, πώς τά δυό θεμελιακά καί βασικά στοιχεῖα τῆς ἐμπειρίας τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἑνώνονται στήν Εὐχαριστία.
Στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας ὑπενθυμίζεται σταθερά ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου καί “ἀναπαριστάνεται” σταθερά, μέ τήν κυριολεξία τοῦ ὅρου, δηλαδή, γίνεται παρών. Αὐτή εἶναι ἡ βάση, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, πάνω στόν ὁποῖο ὑψώνεται ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα. Χωρίς αὐτή τήν ἱστορική πραγματικότητα, χωρίς αὐτή τή θυσία, αὐτό τόν θάνατο κι αὐτή τή νίκη ἐνάντια στόν θάνατο, δέν ὑπάρχει σωτηρία. Αὐτή εἶναι ἡ Εὐαγγελική στιγμή τῆς Εὐχαριστίας, ἡ ζωντανή κι ἀδιάκοπη παράδοση τοῦ ἀποστολικοῦ μηνύματος, τό depositum fidei. Κάτι ἀκόμα περισσότερο. Αὐτή ἡ θυσία γίνεται παροῦσα στούς πιστούς ὄχι σάν μιά ἁπλή ἀνάμνηση, ἀλλά μέ μιά παρουσία πραγματική. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ ἐπαναλαμβάνεται αἰώνια ἀπ' τήν Ἐκκλησία. Γιατί δέν ὑπάρχει ἀνάγκη ἀπό ἐπανάληψη. Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, πού πραγματοποιήθηκε “μιά φορά” στόν Γολγοθᾶ, ἄρκεσε ἀπόλυτα γιά τή σωτηρία μας. Ὅμως, αὐτή ἡ θεληματική θυσία, πού πραγματοποιήθηκε “μιά γιά πάντα”, προσφέρεται διαρκῶς στόν Πατέρα, “διά” τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν περιγράφει ὁ ὀραματιστής στό πέμπτο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως: “καί εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζώων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἐστηκός ὡς ἐσφαγμένον” (ε' 6). Δέν κατεβαίνει αὐτός ἀπ' τόν οὐρανό, γιά νά θυσιαστεῖ ἀπ' τόν ἱερέα. Ἐμεῖς, ἡ Ἐκκλησία, στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ἀνυψώνεται στό οὐράνιο θυσιαστήριο, στό ὁποῖο ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ προσφέρει αἰώνια τόν ἐξιλαστικό θάνατό Του, πού πραγματοποιήθηκε στό λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. Κι αὐτός εἶναι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο τόσο πολύ τονίζεται ἀπ' τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία ἡ στάση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, πού κατά τή στιγμή τῆς θείας δόξας τοῦ οὐράνιου θυσιαστηρίου, καλύπτουν, ἀπό φόβο, τό πρόσωπο μέ τίς φτεροῦγες τους, μπροστά στό ἄφατο μυστήριο. Δέν ἔχει κανείς, παρά νά διαβάσει π.χ. τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, ἢ τήν πραγματεία του γιά τήν ἱερωσύνη, γιά νά τό αἰσθανθεῖ. Μ' αὐτό, πού εἴπαμε, δείξαμε κι ὅλας καί τό ἄλλο βασικό στοιχεῖο τῆς ὁποιασδήποτε ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκδηλώνεται στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας: τή σταθερή παρουσία τοῦ Κυρίου ἀνάμεσά μας. Ἡ ὑπόσχεση, πού δόθηκε στούς πιστούς: “καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰώνος” -ὑπόσχεση, πού δέν περιορίζεται, πρέπει νά λεχτεῖ, στήν Εὐχαριστία- βρίσκει ἐδῶ τήν ἔκφρασή της τήν πιό συγκεκριμένη καί τήν πιό θαυμαστή. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται, μέ ἐξαιρετική δύναμη, τό στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι, αἰώνια, “καθολικό”.
Ἔτσι, ἡ ἐσωτερική πεῖρα, ἡ ἐσωτερική συνάντηση τῆς ψυχῆς μέ τόν κυρίαρχό της, τόν βασιλιά της, τόν θεραπευτή της, τόν εὔσπλαγχνο Σωτήρα της κι ὁ “χριστιανικός ρεαλισμός”, ὁ ἱστορικός καί μαζί μυστικός, ὁ θεμελιωμένος σ' ἕνα συγκεκριμένο γεγονός, πού ἀνήκει στόν ἱστό τῆς ἱστορίας, ἡ ἀναγγελία τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, “ἡ ἀναπαράσταση” τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου Του, αὐτή ἡ ρίζα τῆς σωτηρίας μας κι ἡ σταθερή παρουσία Του ἀνάμεσά μας, ἡ παρουσία τοῦ Ἀναστημένου καί δοξασμένου, πού εἶναι, ταυτόχρονα, θύμα καί θύτης καί βασιλιάς, τό στοιχεῖο τό προσωπικό κι ἡ συνολική πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτά ἑνώνονται στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Καί γιά νά ξαναγυρίσουμε στό στοιχεῖο τό συλλογικό: Ἡ ἐμπειρία τῆς μεγάλης κοινότητας τῶν πιστῶν, ἑνωμένων γύρω ἀπ' τό Εὐχαριστιακό Θυσιαστήριο, τῶν ζωντανῶν καί τῶν ἀποθαμένων, αὐτή ἡ ἐμπειρία ἐπιβάλλεται μέ δύναμη στό μυστήριο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Οἱ λόγοι τοῦ ἀπόστολου Παύλου βρίσκουν ἐδῶ τήν ἐφαρμογή τους: “ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν” (Α' Κορινθ. ι' 17).
...Αὐτό, πού θά ἤθελα ἀκόμα νά τονίσω, εἶναι ἡ κοσμική στιγμή στήν Εὐχαριστία. Ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, αὐτός ὁ ἄρτος, ὁ παρμένος ἀπ' τά χωράφια μας κι αὐτός ὁ οἶνος, ὁ παρμένος ἀπ' τ' ἀμπέλια μας, πού γίνονται τό ἀληθινό Σῶμα καί τό ἀληθινό Αἷμα τοῦ Κυρίου, εἶναι οἱ ἀπαρχές τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ σύμπαντος. Θά μπορούσαμε νά σταματήσουμε γιά πολύ σ' αὐτή τήν κοσμική στιγμή τῆς Εὐχαριστίας, νά παραθέσουμε π.χ. in extenso τά κείμενα τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου, τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, τίς Λειτουργίες τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὅμως, ἀρκεῖ νά σκεφτοῦμε γιά μιά ἀκόμα φορά τή μεγάλη σημασία αὐτῆς τῆς ἄποψης, δηλαδή τῆς μεταμόρφωσης καί τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς Δημιουργίας, πού ἔχει κι ὅλας ἀρχίσει, πού κι ὅλας ἔχει δοθεῖ “κατ' ἀρχήν”, “δυνάμει” μέ τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης, τοῦ θανάτου καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ κοσμικές προοπτικές, πού ἀνοίγονται μπροστά στά μάτια τῆς πίστης -τό ἔχουμε πεῖ- εἶναι τά ὡραιότερα χαρακτηριστικά τῆς εὐσέβειας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας...
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων