† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἡ ἐξομολόγηση μιᾶς γενιᾶς», β' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ»), σελ. 52-54, 7-10
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
...Μᾶς εἶπαν, ὅτι δέν ἔχουμε νά διδαχτοῦμε τίποτα ρωτώντας τούς ἀνθρώπους τοῦ παρελθόντος καί διαβάζοντας τήν ἱστορία.
Κι ἀκόμα, μᾶς φώναξαν, πώς τό «παρελθόν» εἶναι χρονική περιοχή σκοταδισμοῦ. Πώς ὁ δυναμισμός ζωῆς κι ὁ πλοῦτος ἔκφρασης, πού διαμορφώθηκαν μέσα στή δοκιμασία τῶν πατέρων μας καί μέσα στήν ὀδύνη τῆς ἐμπειρίας τους εἶναι «ταμποῦ». Κι ἔπρεπε ὅσο τό δυνατό πιό σύντομα νά γκρεμιστοῦν...
...Καί κάναμε ἀγώνα, σκληρό ἀγώνα, γιά ν’ ἀποκοποῦμε ἀπ’ τήν Παράδοση. Καί νά μείνουμε ἀπόλυτα ἀδέσμευτοι...
Πληροφορία
Θέλω νά μιλήσω στή διάδοχη γενιά.
Ν’ ἀνοίξω τό ἀμπάρι τῆς ψυχῆς μου καί νά παραδώσω τούς στοχασμούς μου στή σφριγηλή νεότητα.
Νά ἐμπιστευτῶ αὐτό, πού σέρνω σάν πεῖρα, μά περισσότερο σά βάρος ἐνοχῆς, σέ κείνους, πού ἔρχονται ν’ ἀντικαταστήσουν ἐμένα κι ὁλόκληρηρη τή γενιά μου στίς βίγλες τῆς ἱστορίας.
Τυπικά, ἡ ἐξομολόγηση ἑνός ὥριμου μπροστά σ’ αὐτούς, πού τρέχουν ξωπίσω του, δέν ἔχει δυσκολία.
Ἀλυσίδα ζωῆς φτιάνουν οἱ ἀνθρώπινες γενιές. Ὁ ἕνας κρίκος γαντζώνεται στόν ἄλλο. Κι ἔτσι, ὅπως σφίγγονται κι ὅπως δένονται, μεταβιβάζουν τή θερμότητα τῆς καρδιᾶς καί τό σπινθήρα τῆς γνώσης.
Ὅμως, τό τυπικά εὔκολο κατάντησε, σήμερα, πρακτικά δύσκολο.
Κλειστοί οἱ κρίκοι δέν ἀγκαλιάζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Κύκλοι σιδερένιοι οἱ γενιές μας, δείχνουν νά μήν ἔχουν ἄνοιγμα. Δέ συναρμολογοῦνται σέ ἀλυσίδα. Δέ στέργουν νά δεχτοῦν καί νά μεταδώσουν τή δύναμη καί τόν παλμό. Οὔτε φανερώνουν διάθεση νά κοινωνήσουν στήν ὀδυνηρή ἐμπειρία.
Διαπιστωμένη ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας, δημιουργεῖ μέσα μας πρόβλημα. Παγώνει τίς ἀπομονωμένες καρδιές. Συστέλλει τήν κεραία τοῦ διάλογου. Γεννάει στήν ψυχή μας τήν ἀντίσταση ἤ τό κλάμα.
Ἐμεῖς στεκόμαστε, κυττᾶμε σιωπηλοί καί πονᾶμε.
Ἐκεῖνοι περνοῦν βιαστικοί, ρίχνουν βλέμματα περιφρόνησης ἤ ὀργῆς καί πορεύονται στό ἄγνωστο.
Ὑπάρχουν καί φορές, πού ὁ ψυχρός πόλεμος κόβεται ἀπότομα ἀπ’ τήν καυτερή λάβα τῆς παθιασμένης ἀναμέτρησης.
Ὁπλισμένες οἱ παρατάξεις ὁρμοῦν ἀκάθεκτες.
Τό φθινόπωρο τῆς ζωῆς ἐνάντια στήν ἄνοιξη. Κι ἡ ἄνοιξη ἐνάντια στό μελαγχολικό φθινόπωρο.
Σκληροί κατήγοροι τῆς νιότης αὐτοί, πού τή γέννησαν καί τήν ἔθρεψαν μέ τό ψωμί τῶν ἰδεῶν τους.
Ἀδέκαστοι δικαστές οἱ νέοι, ἀπαγγέλουν, μέ ἀναμμένο πρόσωπο, τό «κατηγορῶ» τους. Και διατυπώνουν, δίχως πολύ δούλεμα τῶν ἐλαφρυντικῶν, τήν καταδικαστική ἐτυμηγορία τους.
Ἔκφραση συντριβῆς ὁ δικός μου λόγος: Δέ θά τροφοδοτήσει τίς ὑψωμένες κάνες. Δέ θά προσπαθήσει ν’ ἀνεβάσει τόν πυρετό τῆς ἀντίθεσης. Δέ θά βάλει φωτιά στίς ἀποθῆκες τῶν σωρευμένων πυρομαχικῶν.
Πρόθεσή μου, νά ἐντοπίσω καί νά σταθμίσω τίς εὐθῦνες τῆς δικῆς μου γενιᾶς. Νά κυττάξω ἄφοβα τό ὑλικό, πού μαζέψαμε κι ἀφήσαμε σάν κληρονομιά στούς ἀνθούς τῆς ζωῆς. Νά τό ψάξω μέ εἰλικρίνεια. Νά τό ζυγιάσω μέ τιμιότητα. Καί νά σηκώσω, γιά προσωπικό μου λογαριασμό καί γιά λογαριασμό τῶν συνοδοιπόρων μου, τό βάρος τῆς ἐνοχῆς γιά τά τραγικά ἤ τά ἀσήμαντα λάθη μας.
Πικραμένο καί βαθειά θλιμμένο τό βλέμμα τῆς νέας γενιᾶς, δέ μ’ ἀφίνει ἀσυγκίνητο.
Φανερό τό ἄγχος στή σύσπαση τοῦ προσώπου της. Ἡ σκοτεινιά τῆς ἀνέλπιδης πορείας, χυμένη στή θολή ἔκφραση τῶν ματιῶν της. Ἡ αἴσθηση, πώς εἶναι καταδικασμένη νά γράφει κύκλους ἀνώφελους –δίχως τήν προοπτική τῆς προσωπικῆς ὁλοκλήρωσης καί τῆς τελικῆς καταξίωσης τῆς ὕπαρξης– ἀποτυπωμένη στή σημαία τῆς ἀμφισβήτησης.
Φορτωμένος τήν προσωπική μου περιπέτεια, δέν προσπερνῶ τή νεανική ὀδύνη. Ἔχω τή διάθεση νά πάρω πάνω μου ἕνα κομμάτι ἀπ’ τό φορτίο της. Καί νά ζητήσω μέ ταπεινότητα κι εἰλικρίνεια συγνώμη γιά τήν ἀδιάκριτη συμπεριφορά τῆς γενιᾶς μου.
ὁ Α. καί Μ. Ν.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων