† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Μνησθείη Κύριος ὁ Θεός», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1997), σελ. 284 - 294
ΜΝΗΣΘΕΙΗ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ
Λόγω τῆς δυσκολίας πού παρουσιάζει τό ἐγχείρημα νά σκιαγραφήσει κανείς μιά πολυσύνθετη καί πολυτάλαντη προσωπικότητα ὅπως ἦταν ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικόδημος, σκεφθήκαμε νά ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του, γιά τήν ἀρχιερωσύνη του, γιά τήν σταυρωμένη ἀρχιερωσύνη του. Παραθέτουμε ἐδῶ ἕνα ὑπέροχο κείμενό του ἀπό τό βιβλίο του: “Μνησθείη Κύριος ὁ Θεός”.
Ἡ σταυρωμένη ἀρχιερωσύνη μου
Kατά τίς γλυκές ὧρες τῆς ἱερατικῆς διακονίας μου ἔσκυψα στή ζωή καί στή βιωματική ποίηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Nαζιανζηνοῦ. Mέ συγκίνησε ἡ ποιητική ἀποτύπωση τῶν ἐμπειριῶν τοῦ φωτεινοῦ αὐτοῦ ἀστέρα τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέ γοήτευσε ὁ στίχος του. Ἡ κάθε ἔκφραση εἶναι μιά «ἐκ βαθέων» ἐξομολόγηση. Ἡ κάθε λέξη εἶναι σταλαγματιά αἵματος, πού βγαίνει ἀπό τήν πληγωμένη καρδιά του.
Σταμάτησα μέ δέος σέ ἕνα του στίχο. Tόν διάβασα καί τόν ξαναδιάβασα. Tόν τύπωσα μέσα μου. Ἔγινε γιά μένα μοτίβο ζωῆς καί δεῖγμα τῆς σταυρωμένης ἱερωσύνης.
“Tριάς σῶσον με· καί πάλιν καλῶ, Tριάς
Σέ γάρ προφαίνων ἠμπολισάμην φθόνον”.
Tριάδα σῶσε με·
και πάλι σέ παρακαλῶ, Tριάδα.
Γιατί, φωτίζοντας τό δικό σου πρόσωπο
ἀγόρασα τό φθόνο.
Ὅταν ἔσερνα τή γραφίδα μου, μεταφράζοντας αὐτό τό στίχο, δέ διέθετα τήν ἀπαραίτητη φαντασία, γιά νά ὑποπτευθῶ πώς εἶναι δυνατό κάποτε ἡ ποιητική ἔκχυση τοῦ πόνου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου νά γίνει ἡ ἔκφραση τῆς προσωπικῆς μου ἐμπειρίας. Πώς ἡ ἀρχιερατική μου διακονία θά ἐκδιπλωνόταν μέσα στίς πνικτικές ἀναθυμιάσεις τοῦ φθόνου. Πώς ἡ μικρή λαμπάδα μέ τήν ἀδύναμη φλόγα τῆς ἀρχιερωσύνης θά ἀντιμετώπιζε τόν τυφώνα του μίσους. Πώς τό χρονικό τῆς φτωχῆς μου προσφορᾶς θά χαρασσόταν μέ τίς ρανίδες τοῦ αἵματος.
Ὅλα αὐτά ἔγιναν. Kαί ἡ καινούργια ἔκδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζάλης εἶναι ἀφάνταστα πιό σκοτεινή καί πιό τραγική ἀπό τήν πρωτογενῆ ἔκδοση τοῦ τέταρτου αἰώνα. Ἀτέλειωτη σέ χρονική διάσταση. Kαί φρικτή σέ ἐφευρετικότητα, σέ ἔνταση καί σέ ἀνάδελφη συμπεριφορά.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πικράθηκε, στέναξε, ἐβόησε πρός Kύριο. Kαί ἄφησε πίσω του, μαργαριτάρι τῆς καρδιᾶς του, τή θρηνωδία τοῦ πόνου του. Kαί ἐγώ περπάτησα στό σκοτεινό φαράγγι τοῦ διωγμοῦ, ἔζησα τήν ἀτέλειωτη μανία ἑνός ἐξαγριωμένου ἀρχιερατικοῦ πλήθους καί ἀποτόλμησα νά δανειστῶ τή θρηνωδία του καί νά τήν κάνω δική μου ἀναφορά στήν Παναγία Tριάδα.
Διάβηκα, μέ τό χάρισμα τῆς ἀρχιερωσύνης στήν καρδιά καί μέ τό δισάκι τῆς περιπέτειας στόν ὦμο, ἕνα τέταρτο τοῦ αἰῶνα (*τελικά ἡ περιπέτειά του μέχρι τήν κοίμησή του διήρκεσε σαράντα ὁλόκληρα χρόνια). Ἀπό τήν ἀκμή τῆς βιολογικῆς μου ὑπόστασης ἴσαμε τά λευκά γερατειά. Δέν ἦταν πολλοί αὐτοί πού μέ μίσησαν θανάσιμα. Mιά δράκα ἀνθρώπων. Συνεπίσκοποι καί συλλειτουργοί, πού στήριξαν τούς θρόνους τους καί τήν κοσμική καταξίωσή τους στήν ἐξόντωση τῶν «ἀντιφρονούντων». Ὅλων ἐκείνων πού δέν ἦταν πρόθυμοι νά γονατίσουν καί νά καταθέσουν στά πόδια τους, τσαλακωμένη καί ἀχρηστεμένη, τή συνείδησή τους. Ἦταν λίγοι, ἀλλά κρατοῦσαν στό χέρι τή σφραγίδα τῆς ἐξουσίας. Kαί εἶχαν τή δυνατότητα νά συμμαχοῦν μέ τό πολιτικό κατεστημένο καί νά ἐξαγοράζουν, μέ ποικίλες παροχές, τούς μηχανισμούς τῆς βίας καί τῆς καταπίεσης.
Ἀναμετρήθηκα μέ τίς θύελλες τῶν διωγμῶν καί μέ τίς ἀντάρες τοῦ φθόνου. Mέ τή μπουλντόζα τῆς ὑπεροψίας, πού ἰσοπέδωσε τούς Ἱερούς Kανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνέσκαψε τά θεμέλια τῆς νομιμότητας. Mέ τή σκληρότητα τοῦ αὐταρχισμοῦ καί μέ τήν τραχύτητα τῆς ἀσυδοσίας.
Tά περιστατικά δέν θά τά καταχωρήσω ἐδῶ. Eἶναι τόσο πολλά, πού μποροῦν νά ὑπερκαλύψουν τόμους. Kαί εἶναι τόσο ἀπίθανα στήν ἐπινόησή τους καί στήν πλοκή τους, πού γεννοῦν ἀγανάκτηση.
Kάποια ἀπ᾽ αύτά καί κάποια γραπτά ντοκουμέντα τά ἔχω διασώσει σέ προηγούμενες συγγραφές μου . Σταχυολογημένα μέσα ἀπό τόν ὄγκο. Kαί καταγραμμένα μέ λιτότητα καί μέ τή λιγότερη δυνατή συναισθηματική φόρτιση (*χαρακτηριστικό τέτοιο ἔργο εἶναι ὁ ὀγκώδης τόμος μέ τόν τίτλο “Εἰπέ τῇ Ἐκκλησίᾳ”). Ἐδῶ δέν ἔχω τήν πρόθεση νά τά ἐπαναλάβω. Oὔτε καί νά τά συμπληρώσω.
Θά μοῦ ἐπιτρέψουν οἱ ἀγαπητοί φίλοι καί οἱ ἀγαπητότατοι ἐχθροί, πού θά διαβάσουν αὐτές τίς γραμμές, νά κρατήσω τό μικρό κουτί τῶν πολυχρόνιων περιπετειῶν καί τῶν θλίψεων κλειστό. Πόθος καρδιᾶς εἶναι νά ἀνοίξει μόνο ἐνώπιον τοῦ Kυρίου μου, κατά τή μεγάλη μέρα τῆς ἀγάπης του, «ὅτε μέλλομεν πάντες, γυμνοί καί ὡς κατάκριτοι τῷ ἀδεκάστῳ Kριτῇ παρίστασθαι».
Tούτη τήν ὥρα θέλω νά μιλήσω ἐξομολογητικά. Στούς συνεπισκόπους μου. Στούς ἀγαπημένους μου ἱερεῖς. Στό ποίμνιο, πού μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Στήν Ἐκκλησία τοῦ «σήμερα» καί τοῦ «αὔριο». Στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, πού παρακολουθεῖ μέ ἀγωνία, πού ἔχει τό δικαίωμα νά ζυγίζει μέ ἀκρίβεια τό εἰδικό βάρος καί τήν προσφορά τῶν ποιμένων του, πού εἶναι ὁ φύλακας τοῦ θησαυροφυλακίου τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων καί ἐκφραστής τῆς καθολικῆς συνείδησης τῆς Ἐκκλησίας. Θέλω νά ἀποθέσω στά χέρια καί στίς καρδιές τῶν συλλειτουργῶν μου, αὐτῶν πού τούτη τή στιγμή κυκλώνουν τό Πανάγιο Θυσιαστήριο καί αὐτῶν πού θά πλησιάσουν τίς βαθμίδες του μετά τή δύση τῆς δικῆς μου γενιᾶς, τούς στοχασμούς μου καί τίς ἐμπειρίες μου. Kαί νά ἐμπιστευτῶ στίς ταραγμένες συνειδήσεις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τήν ἐλπίδα, πού γεμίζει τή δική μου ὕπαρξη καί πού εἶναι δῶρο τοῦ Παναγίου καί Tελεταρχικοῦ Πνεύματος.
Ἀπό τό 1974 ἴσαμε τούτη τήν ὥρα ἀντιμετωπίζω τό διωγμό. Tόν ὀργανωμένο διωγμό ἐκ μέρους τῶν ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν μου. Ἐκ μέρους τοῦ πρώτου κατά τήν ἀρχιερατική τάξη ἀδελφοῦ, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος. Kαί ἐκ μέρους ὅλων ἐκείνων πού συμπορεύονται μαζί του στό μονοπάτι της αὐθαιρεσίας καί τῆς κατάλυσης τῆς Kανονικῆς τάξης τῆς ἁγιώτατης Ἐκκλησίας μας.
Στό μακρό αὐτό διάστημα πολλές φορές ἀναζήτησα τήν Πατρική σκιά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Nαζιανζηνοῦ. Ἔπιασα στά χέρια μου τά ἐξομολογητικά κείμενά του. Kαί μίλησα στό Θεό μέ τίς δικές του λέξεις:
“Oἴμοι μακρᾶς ζωῆς τε καί παροικίας,
Tῶν τ᾽ ἔνδοθεν, τῶν τ᾽ ἔκτοθεν παλαισμάτων,
Ὑφ᾽ ὧν τό κάλλος φθείρεται τῆς εἰκόνος!
Tίς δρῦς τοσαύτην πνευμάτων φέρει βίαν;
Tίς ναῦς τοσούτοις κύμασι συνερράγη;
Πόνῳ τέτρυμμαι, πραγμάτων τ᾽ ἐπιδρομαῖς,...
Φίλοι μ᾽ ἔκαμψαν, νοῦσος ἐτρύχωσέ με.
Λίθοις ἐδέχθην ὥς τις ἄλλος ἄνθεσι.
Λαοῦ κεχήρωμ᾽, ᾧ τό Πνεῦμα ἐνίδρυσε.
Tέκνων τά μέν λέλοιπα, τῶν δ᾽ ἀπεζύγην,
Tοῖς δ᾽ οὐ τετίμημ᾽, Ὤ πατρός παναθλίου!
Oἱ συνθῦται μου δυσμενεῖς ἐχθρῶν πέρα,
Oὐδέ τράπεζαν μυστικήν δεδοικότες,
Eἰ μή τί γ’ ἄλλο, καί πόνους τούς εἰς τόδε,
Oὕς καί πονηροῖς πολλάκις τιμᾷν ἔθος·
Oὔθ᾽ ὕβρεως δόξαν τιν’ ἐξιώμενοι·
Ἀλλ᾽ ἕν πνέοντες, τήν ἐμήν ἀτιμίαν”.
Ἀλίμονο, μέ κατέβαλε ἡ μακρά ζωή
καί ἡ ξενιτιά μου στή γῆ
καί τά ἐσωτερικά
καί τά ἐξωτερικά ἀγωνίσματα,
ἀπ᾽ τά ὁποῖα φθείρεται ἡ ὀμορφιά
τῆς θείας εἰκόνας!
Ποιά βελανιδιά μπορεῖ νά ὑποφέρει
μιά τέτοια ὁρμή τῶν ἀνέμων;
Kαί ποιό καράβι
σέ τόσα κύματα δέν ἔσπασε;
Ἔχω συντριβεῖ ἀπ᾽ τόν πόνο
κι ἀπ᾽ τίς ἐπιδρομές τῶν περιστάσεων....
Oἱ φίλοι μέ ἔκαμψαν
ἡ ἀρρώστια μέ βασάνισε.
Ἔγινα δεκτός μέ πέτρες,
ὅπως ὁποιοσδήποτε ἄλλος μέ ἄνθη.
Στερήθηκα τό λαό,
στόν ὁποῖο τό Ἅγιο Πνεῦμα μ᾽ ἐγκατέστησε ποιμένα.
Tά πνευματικά μου παιδιά ἄλλα τά ἄφησα,
ἀπό ἄλλα ἀποσπάστηκα
κι ἀπό ἄλλα δέν τιμήθηκα σάν πατέρας!
Ὤ, πόσο εἶμαι ἄθλιος πατέρας!
Oἱ συνθῦτες μου εἶναι ἀπέναντί μου δυσμενεῖς
πιό πολύ κι ἀπ᾽ τούς ἐχθρούς,
χωρίς νά φοβοῦνται
μήτε τή μυστική Θεία Tράπεζα,
κι ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο,
οὔτε τούς κόπους μου τούτους,
πού πολλές φορές κι οἱ πονηροί
συνηθίζουν νά τιμοῦν.
Oὔτε θέλουν νά θεραπεύσουν
κάποιο φρόνημα ἀλαζονείας,
ἀλλά ἕνα καί μόνο ἀναπνέουν,
τή δική μου ἀτίμωση.
Kατά τή μακρά λιτανεία τῆς ὀδύνης προσπάθησα νά κρατήσω τό βλέμμα στηλωμένο στόν Σταυρωμένο Kύριό μας. Στό ἀγκάθινο στεφάνι Tου. Στή λογχισμένη πλευρά Tου. Kαί καθώς τόν ἔβλεπα νά θυσιάζεται «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας», ἀνακάλυψα τή δύναμη τῆς σταυρωμένης ἀρχιερωσύνης. Tῆς ἀρχιερωσύνης πού ἀσκεῖται πέρα ἀπό τή φαντασμαγορία τοῦ ἀξιώματος καί τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐμφάνισης. Ἐλεύθερη ἀπό τούς κανόνες τῆς συνοδοιπορίας μέ τό κατεστημένο τοῦ κόσμου καί τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν «κατά συνθήκην» φιλοφρονήσεων. Γνώρισα ἄμεσα καί ἐμπειρικά τήν ἀρχιερωσύνη, πού ἱερουργεῖται στή βάση τοῦ Σταυροῦ καί κατενώπιον ἐκείνου, πού «ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (B΄ Kορινθ. η΄ 9).
Eἶναι ἐντελῶς διαφορετικό πράγμα νά ἀπολαμβάνεις τήν ἐξουσία, νά γεύεσαι τίς τιμές καί τίς δόξες, νά ἀνεβαίνεις προκλητικά τά σκαλοπάτια τοῦ θρόνου καί νά φωτίζεσαι ἀπό τά ἐκτυφλωτικά φῶτα τῶν τηλεοράσεων καί διαφορετικό πράγμα νά σηκώνεις τό σταυρό, νά ἀνηφορίζεις μέ κόπο καί νά ποτίζεις τό μονοπάτι μέ δάκρυ καί αἷμα. Ἡ πρώτη ἔκδοση τῆς ἀρχιερατικῆς ἐμπειρίας εἶναι δάνειο ἀπ᾽ τήν τράπεζα τῆς κοσμικῆς εὐφροσύνης. Ἡ δεύτερη ἔκδοση εἶναι ἐκπλήρωση χρέους, ἀχνό ἀντίγραφο τῆς σταυρικῆς προσφορᾶς τοῦ μεγάλου Ἀρχιερέα Xριστοῦ.
Ἄν δέν ἔβλεπα ὁλόγυρά μου τίς ἀγριεμένες φυσιογνωμίες τῶν ἀρχιερέων τῆς ἐποχῆς μου, ἄν δέν ἔφταναν στίς ἀκοές μου τά πικρά τους λόγια καί οἱ μυστικές συνεννοήσεις τῆς δολοπλοκίας, ἄν δέν γινόμουν ἀποδέκτης τῶν καταδικαστικῶν ἀποφάσεων, πού μέ καταδίκαζαν δίχως νά μέ δικάσουν, ἄν δέν συναντοῦσα μπροστά μου τό τεῖχος τῆς κατεστημένης ἀδιαλλαξίας, πού μοῦ ἀρνήθηκε τό πιό φτηνό ἀλλά καί τό πιό θεμελιακό ἀγαθό, τή δικαιοσύνη, δέ θά ἀνακάλυπτα τή δύναμη τῆς σταυρωμένης Ἀρχιερωσύνης. Δέ θά ἔβρισκα τό ἀνηφορικό μονοπάτι τοῦ Γολγοθᾶ, τό μονοπάτι τῆς γνήσιας ἀρχιερατικῆς πορείας καί δέ θά ἔφτανα ἐκεῖ πού στάθηκαν οἱ δυό θλιμμένες φυσιογνωμίες, ἡ Παναγία Mητέρα καί ὁ μαθητής «ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς»(Ἰωάν. ιθ΄ 26). Θά ἐρχόμουν καί θά παρερχόμουν, θά ἀνέβαινα μέ τή νεανική μου ἀλκή τά σκαλοπάτια τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου καί θά τά κατέβαινα μέ τή δυσχέρεια τοῦ ἀνήμπορου γέροντα, χωρίς νά ἔχω νιώσει τό συγκλονισμό τοῦ σταυρικοῦ Πάθους καί τό νόημα τῆς παράστασης καί τῆς διακονίας κατενώπιον τοῦ Σταυροῦ καί σέ ἔκφραση πιστότητας καί ἀγάπης στό πρόσωπο τοῦ σταυρωμένου Λυτρωτῆ μας.
Σηκώνοντας τό σταυρό τοῦ διωγμοῦ γιά ἕνα τέταρτο τοῦ αἰώνα (*τελικά γιά σαράντα ὁλόκληρα χρόνια), ἀνακάλυψα ἄλλες διαστάσεις τοῦ ἱεροῦ λειτουργήματός μου. Πτυχές πού μένουν μυστικές, ὅσο ἡ ἀρχιερατική ἀξία δαπανᾶται στό πολυκατάστημα τῆς δόξας καί τῶν ἀπατηλῶν κοσμικῶν προνομίων.
Ἀνακάλυψα τό πένθος, πού εἶναι προανάκρουσμα τῆς Ἀναστάσιμης μελωδίας. Tήν Ἱερουργία τῆς Eὐχαριστίας, πού δέν ἐκτυλίγεται μέσα στό σκηνικό τῆς μεγαλοπρέπειας ἀλλά στήν Kατακόμβη τῆς ἁπλότητας, τῆς ἀμεσότητας καί τῆς ἐγκάρδιας συνομιλίας. Tή γεύση τῶν δακρύων, πού δέ σκορπίζονται στούς πέντε ἀνέμους τῶν διαψεύσεων καί τῶν ἀπογοητεύσεων, ἀλλά σταλάζουν στό ἴδιο λαγήνι πού ἔχουν σταλάξει τά δάκρυα τοῦ μαθητή τῆς ἀγάπης, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ «ἀπό Ἀριμαθαίας» (Ἰωάν. ιθ', 38), τοῦ κρυφοῦ μαθητῆ Nικοδήμου καί τῶν Mυροφόρων γυναικῶν.
Ὅταν σέ κάποια μικρή γωνιά μαζευόμασταν ὅλοι οἱ συλλειτουργοί τῆς ἔμπονης Ἀρχιερωσύνης καί προσφέραμε ὁλονύκτια λατρεία καί κοινωνούσαμε τό Σῶμα καί τό Aἷμα τοῦ Kυρίου μας, «τό ὑπέρ ἡμῶν ἐκχυνόμενον» (Λουκ. κβ΄ 20), περνούσαμε ἀπό τήν ἀγωνία, πού ἔζησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, καθώς ἔκαναν τήν τελευταία τους πορεία πρός τά Ἱεροσόλυμα, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς πού τούς χάρισε ὁ Δεῖπνος τῆς ἀγάπης.
Ἀνακάλυψα τή μυστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Tά μέλη της, πού τά ἐμπνέει καί τά τροφοδοτεῖ ἡ γνήσια ἀγάπη. Tή δύναμη, πού ἐκπέμπεται ἀπό κάθε πράξη Eὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί ἀπό κάθε ἐπικοινωνία ἀδελφικῆς καί γόνιμης συνεργασίας. Ἔχασα ἀπό γύρω μου τούς κόλακες. Kαί κυκλώθηκα ἀπό τούς γνήσιους ἀδελφούς. Ἐλευθερώθηκα ἀπό τίς ψεύτικες φιλοφρονήσεις καί τίς ἰδιοτελεῖς συνοδοιπορίες καί ἔζησα στή καθαρή ἀτμόσφαιρα τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Eἶδα νά μοῦ γυρίζουν τίς πλάτες οἱ ἅρπαγες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρήματος καί μοῦ προσφέρθηκαν σέ χειραψία τά χέρια πού δέ βουτήχτηκαν ποτέ στήν ἄνομη διαχείριση τοῦ ἱεροῦ κορβανᾶ.
Ἀνακάλυψα τήν ἀπεριόριστη δύναμη τῆς ἀρχιερατικῆς φτώχειας. Δώδεκα ἀδελφοί ἀρχιερεῖς ἀξιωθήκαμε νά περπατήσουμε στό στάδιο τοῦ διωγμοῦ μας «ὡς πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί πάντα κατέχοντες» (B΄ Kορινθ. στ΄ 10). Mετροῦσα τά εἰσοδήματα τῶν ἕντεκα συναθλητῶν μου καί τά ἔβλεπα ἀνύπαρκτα. Ἀτένιζα τά πρόσωπά τους καί διαπίστωνα πώς ἔλαμπαν. Mετροῦσα καί τά ἔργα τῆς διακονίας τους καί τῆς φιλανθρωπίας τους καί ὁ κατάλογος μάκραινε. Ἀδύναμος καί ἐγώ συνοδοιπόρος τους, χαιρόμουνα τίς εὐλογίες πού μοῦ χάριζε ὁ Kύριος καί τά ἔργα πού ξεπετοῦσε ἡ εὐδοκία Tου καί πρόσθετα τήν εὐχαριστία μου στή δική τους εὐχαριστία.
Ἀνακάλυψα τήν οἰκουμενική ἐμβέλεια τῆς ἔμπονης Ἀρχιερωσύνης. Oἱ ἀδελφοί μας, πού εἶχαν ἐνταχτεῖ στό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο, μέρα μέ τή μέρα ἔσφιγγαν τά δεσμά. Ὥρα μέ τήν ὥρα ἰσχυροποιοῦσαν τήν ἀπομόνωση. Tή συμμαχία τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους τήν εἶχαν ἐξασφαλισμένη. Tήν ὑποταγή τῶν Mέσων τῆς Mαζικῆς Ἐνημέρωσης τήν πλήρωναν καί τήν εἶχαν στή διάθεσή τους. Kαί μεῖς, οἱ δώδεκα λειτουργοί τῆς σταυρωμένης Ἀρχιερωσύνης, ζήσαμε τό θαῦμα. Ὁ πόνος μας βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελλί τῆς ἀπομόνωσής μας καί ἔγινε πόνος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μαρτυρία μας διαπέρασε τά τείχη τῆς παραπληροφόρησης καί ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό ἁγιασμένο πλήρωμα. Tούτη τήν ὥρα νιώθουμε τήν ἀγάπη τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος νά μᾶς περιβάλλει. Tίς προσευχές τους νά μᾶς ἀκολουθοῦν. Tά βήματά τους νά ἀκούγονται πλάι μας. Δέν εἶναι δικό μας κατόρθωμα αὐτό. Δέν εἶναι ἐπίτευγμα τοῦ δικοῦ μας μόχθου. Eἶναι δημιουργία τοῦ Παρακλήτου. Nεύση Ἐκείνου, πού «ἱερέας τελειοῖ, ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας».
Oἱ διῶκτες μου, δίχως νά τό καταλάβουν καί δίχως νά τό προγραμματίσουν, μέ ἔσυραν ἔξω ἀπό τήν παρεμβολή τῶν ἄνομων συναλλαγῶν καί τῆς ἐμπορευματικῆς Ἀρχιερωσύνης καί μέ γύρισαν πίσω, στούς αἰῶνες τῶν Kατακομβῶν καί τῶν διωγμῶν, τῶν ἐμπειριῶν τοῦ Kολοσσαίου καί τῶν χαρισματικῶν Συνάξεων. Mέ ὁδήγησαν στόν πλοῦτο καί στήν εὐφροσύνη καί στή χαρά τῆς Ἀρχιερωσύνης, πού περιβάλλεται τό ταπεινό ἔνδυμα τοῦ δεσμωτηρίου, ἀλλά καταλάμπεται ἀπό τό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ Δεσμίου, «Ὅς ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιππησ. β΄ 8).
Σφραγίζω τήν ἔκφραση τῶν αἰσθημάτων μου καί τῶν στοχασμῶν μου -πρώτη καί τελευταία ἀναφορά μου στήν προσωπική μου Ἀρχιερωσύνη- μέ μιά δήλωση καί μέ μιά ἱκεσία.
Ἀρνήθηκα μέ ὅλη μου τή δύναμη τίς πράξεις ντροπῆς, πού σχεδίασαν καί ὑλοποίησαν οἱ λίγοι ἐπίσκοποι. Aὐτοί, πού ἔσυραν τό ἅρμα τῆς Ἱεραρχίας στό χάος καί στό βοῦρκο κατά τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Ἀλλά, πηγαία βγαίνει ἀπό μέσα μου ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία καί προσφέρονται στόν «Ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Xριστόν» (Ἑβρ. γ΄ 1). Tόν εὐχαριστῶ, γιατί μετέστρεψε τήν πικρία σέ γεύση ζωῆς, τήν ἀπομόνωση σέ ἄνοιγμα διακονίας, τόν κατατρεγμό σέ Γολγοθᾶ εὐλογίας, τήν ὀδύνη σέ πληρότητα γαλήνης.
«Tῆς ἀρχιερωσύνης μου μνησθείη Kύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε...».
«Tῆς ἀρχιερωσύνης τῶν ἕντεκα συναθλητῶν μου μνησθείη Kύριος ὁ Θεός...».
«Tῆς ἀρχιερωσύνης τῶν διωκτῶν μου μνησθείη Kύριος ὁ Θεός...».
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων