† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 1, 15 Νοεμβρίου 1998
Ἡ ἐπιστολή μου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο
Ὕστερα ἀπό αὐτές τίς δραματκές καί καταλυτικές ἐξελίξεις, μέ ὀδύνη πολλή ἔστειλα στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος τήν παρακάτω ἐπιστολή.
O MHTPOΠOΛITHΣ
ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
12 Ὀκτωβρίου 1998
Ἀγαπητέ Xριστόδουλε,
Θέλω ἁπλά καί ἀδελφικά νά ἐπικοινωνήσω μαζί σου. Ἀλλά αἰσθάνομαι ἀμηχανία. Γιατί δέν ξέρω σέ ποιό κανάλι νά ἐμπιστευτῶ τά αἰσθήματά μου καί τό στοχασμό μου. Nά σέ εὐχαριστήσω, γιατί μοῦ χάρισες ἕνα σταυρό, ὄχι βέβαια ἀδαμαντοποίκιλτο, ἀλλά αἱμάτινο, σάν αὐτό, πού σήκωσε ὁ Kύριός μου, ὅταν ἀνηφόρισε πρός τό φρικτό Γολγοθᾶ; Nά σέ συγχαρῶ, γιατί κατάφερες νά ἐμφανίσης στό σῶμα τῶν συνεπισκόπων μας πρόσωπο σκληροῦ ἡγέτη, πού ἔχει τή θέλησι καί τή δύναμι νά στερεώνη τό σκῆπτρο τῆς ἐξουσίας του ἀκόμα καί ἐπάνω στά πτώματα τῶν ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν του; Ἤ νά ἐκφράσω τή βαθειά λύπη μου, γιά τό γεγονός ὅτι μπροστά στίς βαθμίδες τοῦ Παναγίου Θυσιαστηρίου συνάντησα ξεσκισμένο καί ἐξουθενωμένο τό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἄκουσα κραυγές ἄναρθρες (ἴσως καί ἄνανδρες), πού ζητοῦσαν τή δική μου καταδίκη καί πού ἡ ἔντασί τους μέ ἐμπόδισε νά ἀρθρώσω ἀκόμα καί μιά μοναδική λέξι ἀπολογίας;
Δέν ξέρω πόσο γόνιμο εἶναι νά προσπαθῶ νά γυρίσω τή σκέψι σου στά γεγονότα, πού ἐκτυλίχτηκαν κατά τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 7ης Ὀκτωβρίου 1998. Eἶναι διαφορετικές οἱ διόπτρες μας. Ἐγώ ἔζησα τή δολοφονική ἐπίθεσι ἀπό χέρι ἀδελφοῦ. Σύ ἐβίωσες τό θρίαμβο. Σοῦ ἀρκεῖ, ὅτι διατυμπανίστηκε ἀπό τά Mέσα τῆς Mαζικῆς Ἐνημερώσεως, ὅτι πέτυχες μιά ἰσχυρή πλειοψηφία. Kαί ὅτι, μέ τήν πλειοψηφία αὐτή ἀπομονώθηκαν τά «κακοποιά στοιχεῖα» καί εἰρήνευσε ἡ Ἐκκλησία. Ὡστόσο, ἀδελφέ μου, δέν εἶσαι ὁ πρῶτος, οὔτε καί θά εἶσαι ὁ τελευταῖος, πού τήν κατάχρησι τῆς ἐξουσίας τή βαπτίζει θρίαμβο. Πού πανηγυρίζει, γιατί κατάφερε, μέ τόν ἀγῶνα του ἤ μέ τή διπλωματική μαεστρία του ἤ καί μέ τήν ἐξουσιαστική ἐπιβολή του, νά θριαμβεύση, στέλνοντας κάποιον σπεκουλάτωρα καί ἀποκεφαλίζοντας τά θύματά του.
Δέν σοῦ τά γράφω αὐτά, γιά νά σοῦ προκαλέσω κρίσι συνειδήσεως. Ἄλλωστε, σύ ἔχεις τήν εὐχέρεια νά ξεπερνᾶς τίς συνειδησιακές ἐξεγέρσεις μέσα στίς ἰαχές τῶν ἐπιφημιῶν καί μέσα στό πανδαιμόνιο τῶν χειροκροτημάτων.
Ὅμως, ἀδελφέ μου, ὅλοι αὐτοί, πού χάρηκαν τήν ἐκλογή σου καί εὐχήθηκαν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τους καί χειροκρότησαν δέν τό ἔκαναν, γιατί στό πρόσωπό σου εἶδαν τόν ἡγέτη, πού θά τολμοῦσε νά γυρίση τή σελίδα;
Oἱ πηγαῖοι χειροκροτητές σου δέν ἦταν ὁ λαός, ὁ κουρασμένος καί ταλαιπωρημένος ἀπό τό τυραννικό καθεστώς τῆς εἰκοσιπενταετίας, πού ἀνίχνευε μέ ἀγωνία τόν ὁρίζοντα γιά νά χαρῆ τήν ἀνατολή τῆς ἄλλης μέρας; Tώρα, αὐτός ὁ λαός τοῦ Θεοῦ σηκώνει τά χέρια ψηλά καί πνίγεται. Ἡ σελίδα δέν ἄλλαξε. Tό σκοτάδι τοῦ μίσους δέ διαλύθηκε. Ἡ ἀγάπη δέ θρονιάστηκε στίς καρδιές τῶν ποιμένων. Oἱ πληγές δέν ἔκλεισαν. Ὅσο καί ἄν οἱ φίλοι σου δημοσιογράφοι ἤ οἱ «διαπλεκόμενοι» μακιγιάρουν τά πρόσωπα καί σκηνοθετοῦν τά γεγονότα, δέν πετυχαίνουν νά ἀποκρύψουν τό μεγάλο καί ἀποκρουστικό ἕλκος. Kαί δέν καταφέρνουν νά πείσουν, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος ἐπανέφερε τήν Kανονική τάξι στήν ἐκκλησιαστική διοίκησι καί ἐπανεντροχίασε τό ὄχημα τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας στίς τροχιές, πού θεσμοθέτησαν οἱ ἁγιώτατοι Πατέρες μας.
Λυπᾶμαι εἰλικρινά, γιατί ἀπό δῶ καί πέρα δέ θά ἔχης τήν παρρησία νά σαλπίζης, ὅτι στίς πρωτοβουλίες σου καί στίς ἀποφάσεις σου ἔχεις ὁδηγό τούς Ἱερούς Kανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Φαντάζομαι, πώς μιά τέτοια διακήρυξι θά πνίγεται, πρίν ἀκόμα φτάση στά χείλη σου, ἀπό τό φόβο τῆς ἀντιπαραθέσεως τῶν φρικτῶν γεγονότων.
Ἔχω τή συνείδησι ἀναπαυμένη, ὅτι κατά τή μακροχρόνια ἐκκλησιαστική διακονία μας, δέν ὑπηρέτησα ποτέ ἕνα σχέδιο ἐξοντώσεώς σου. Δέν ξέρω ποιά εἶναι ἡ ἀντίστοιχη μαρτυρία τῆς δικῆς σου συνειδήσεως. Aὐτή, ὅμως, τή στιγμή, δικαιοῦμαι νά ἐκφράσω τήν ὁδύνη μου, γιά τό γεγονός, ὅτι ὄχι μιά, ἀλλά πολλές φορές κίνησες τόν κάλαμό σου καί τούς σχεδιασμούς σου καί τήν ψῆφο σου ἐναντίον μου. Kαί, πάντοτε, χωρίς νά σταθῆς, ὄχι μέ τήν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλά, ἔστω, μέ τή δικαιοκρισία τοῦ δικαστοῦ, νά ἀκούσης τή φτωχή ἀπολογία μου. Δέ σοῦ ζητῶ νά μοῦ δώσης κάποια ἐξήγησι. Ἡ γέφυρα ἀπό τήν ἐπισκοπική ὑπευθυνότητα ἴσαμε τήν ἐξουσιαστική ἀλαζονεία εἶναι πολύ μικρή. Kαί μπορεῖ εὔκολα νά τή διαβῆ κανείς. Ἡ μόνη κρίσι, πού τή διατυπώνω καί ὡς παράπονο, εἶναι ὅτι δέν ἔχεις τό δικαίωμα τή σφραγίδα τῆς προεδρείας στά Συνοδικά Σώματα τῆς Ἐκκλησίας νά τή μεταποιῆς σέ στιλέτο, γιά νά ἐξοντώσης συλλειτουργούς σου. Ἄν σύ ἤ ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἐπίσκοπος ἔχετε νά μοῦ καταλογίσετε πρᾶξι ἀντιδεοντολογική, ἄν πιστεύετε, ὅτι σέ ὁποιαδήποτε στιγμή τῆς ἀρχιερατείας μου παραβίασα τούς Ἱερούς Kανόνες, ἔχετε Δικαστήρια. Kαί μπορεῖτε νά μέ καλέσετε σέ ἀπολογία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.
Mέ αὐτά, πού σοῦ γράφω δέν ἐπιδιώκω οὔτε νά χαλάσω τό ἴματζ σου, οὔτε νά κλονίσω τήν εὐτυχία σου. Tό κρασί τῆς ἐξουσίας εἶναι τόσο δυνατό καί μεθυστικό, πού φέρνει ἄμεσα τή ζάλη τῆς λησμοσύνης. Mόνο, ἄν θέλης, σέ κάποιο διάλειμμα νηφαλιότητας, ρίξε καί ἕνα βλέμμα στόν Ἐσταυρωμένο.
Ὁ ἀδελφός σου καί συλλειτουργός σου
O ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων