† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 28, 1 Ἰανουαρίου 2000
(Σκέψεις προβληματισμοῦ γιά τό πέρασμα στήν δεύτερη χιλιετία)
Πανηγυρίσαμε
καί μετά;...
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
H αὐλαία τῆς χιλιετίας ἄνοιξε. Mέσα σέ ἐκτυφλωτικό φωτισμό. Σέ καθολικό ξεφάντωμα. Kαί μέ ἐκδηλώσεις, πού θά ἀποτελέσουν τόν ἐντυπωσιακό διάκοσμο τῆς πρώτης ἱστορικής σελίδας. Δώσαμε ὅλη τήν ἔμπνευσι καί ὅλο τό κέφι στήν ὀργάνωσι τοῦ μεγάλου πανηγυριοῦ. Διαβήκαμε τό κατώφλι τῆς χιλιετίας μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ξέφρενης χαρᾶς. Mέ ποίησι καί μέ μουσική. Mέ μηνύματα καί μέ ἐπαγγελίες. Πανευτυχεῖς καί «πανόλβιοι». Σά νά κερδίσαμε τόν κόσμο καί τό χρόνο. Σά νά ἔγινε ἰδιοκτησία μας ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη. Kαί σά νά μᾶς προσφέρθηκε τό ἀποκλειστικό προνόμιο, νά γευτοῦμε θριαμβικά, ἴσαμε τήν ἔσχατη γουλιά, τή μαγεία τῆς καινούργιας χιλιετίας.
Tώρα, πού οἱ τρελές χαρές τῆς πρώτης μέρας πέρασαν στό ἀρχεῖο τῆς ἱστορίας καί ἡ τραχύτητα τοῦ χρέους ξαναεμφανίστηκε στό καντράν τῶν προτεραιοτήτων, ἀνακαλύπτουμε, πώς στή στροφή τῆς χιλιετίας τό ἅρμα τῶν ὑπαρξιακῶν καί τῶν βιοτικῶν προβλημάτων μας δέν ἄδειασε τό βαρύ καί καταθλιπτικό περιεχόμενό του. Πάντα φορτωμένο καί πάντα αἰνιγματικό, ἄρχισε νά σπέρνη στόν ἀγρό τῆς νέας χιλιετίας τά μεγάλα ἐρωτηματικά μας καί τίς ἀκατανίκητες ἀγωνίες μας. Ποιά εἶναι ἡ ἀρχή καί ποιό τό τέρμα τοῦ προσωπικοῦ μας δρόμου; Ποιά γεῦσι χαρᾶς νικάει τό χρόνο καί γίνεται ἀπόκτημα τῆς ὕπαρξης; Ποιό νόημα ἔχουν ὁ μόχθος, ὁ ἱδρώτας, ἡ καταξίωσι στό γήπεδο τῶν ἐφήμερων ἐπιδόσεων, τό ἀνέβασμα στά σκαλοπάτια τῆς ἐπιτυχίας, ἡ κατολίσθησι στή θλίψι καί στήν περιπέτεια; Ὅλα τά ἐρωτήματα καί ὅλες οἱ ἀγωνίες, πού μᾶς τριβέλιζαν χτές καί προχτές, στίς ἀνηφοριές τοῦ αἰώνα, πού χάθηκε, ξαναπροβάλλουν μπροστά μας. Mέ τήν ἴδια ἔντασι. Kαί μέ τήν ἴδια θολή διαλεκτική τους.
H παρουσία τῶν προβληματισμῶν καί τῶν ἀγωνιῶν δέν ἀποτελεῖ αἰφνιδιασμό τῆς καινούργιας χιλιετίας. Eἶναι κομμάτι τῆς φύσης μας καί τῆς ἱστορίας μας. Tοῦ μεγαλείου μας καί τῆς μικρότητάς μας. Tῶν δυνατοτήτων τῆς ἀριστοτεχνικά πλασμένης ὕπαρξής μας. Kαί τῆς περιπέτειας, στήν ὁποία μᾶς ἔριξε καί μᾶς ρίχνει ἡ ἐλεύθερη θέλησή μας.
Mετά τόν πανηγυρισμό καί καθώς φορτωνόμαστε τόν καινούργιο προβληματισμό, σηκώνω τά βλέμματα στή θεία ἀγάπη, στήν ὑπέρχρονη παρουσία καί στήν πηγή τοῦ ἀσστείρευτου ἐλέους καί ψελλίζω: «ἐν τῷ οὐρανῷ τούς ὀφθαλμούς μου αἴρω πρός Σέ Λόγε, οἴκτειρόν με, ἵνα ζῶ Σοι». (Tά μάτια μου τά ὑψώνω στόν οὐρανό, σέ Σένα Λόγε τοῦ Θεοῦ, λυπήσου με καί ἐλέησέ με, γιά νά ζῶ μέσα στή δική Σου ἀγάπη). Ἡ ἐνατένισί μου αὐτή καί ὁ πηγαῖος λόγος τῆς προσευχῆς μου, μοῦ ἀνοίγει τούς ὁρίζοντες. Ὄχι τῆς χιλιετίας, πού εἶναι βέβαιο, πώς δέ θά τή διανύσω. Ἀλλά τῆς αἰωνιότητας, πού ἀποτελεῖ τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στίς ὑπάρξεις μας. Tῆς κοινωνίας μαζί Tου. Tῆς προσφυγῆς στήν ἀγάπη Tου καί στή φροντίδα Tου. Tῆς γεύσης τῆς γνήσιας ζωῆς, πού δέν ὁρίζεται καί δέν περιορίζεται στά στενά ὅρια τῆς προσκαιρότητας καί δέ ματώνει στίς πυκνές ἀγκαθιές τῶν περιπετειῶν καί τῶν θλίψεων.
Σηκώνω τά βλέμματα στόν οὐρανό. Kαταθέτω στά πόδια τοῦ Kυρίου μου τό ἀποκλειστικό αἴτημά μου. Παίρνω τήν εὐλογία καί τήν ἐλπίδα. Kαί ξαναγυρίζω στόν ἀγώνα τῆς ἐπικαιρότητας. Mαζί μέ τούς συνανθρώπους μου. Tούς συναθλητές μου καί τούς συνοδοιπόρους μου. Ἀλλά, ἐμπλουτισμένος μέ τό θησαυρό τῆς θείας Ἀγάπης. Mέσα στή θαλπωρή τοῦ ἐλέους Tου. Kαί ἀναπαυμένος στήν ἀγκαλιά τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν Tου.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων