† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», φύλλο 157, 16-5-2005
Ἡ ἀναγνώριση τῶν προσόντων μας
Τήν ἀπόσταση ἀπό τό ἄλογο στό λογικό καί τή διαφορά τοῦ “σκεπτόμενου” ἀνθρώπινου προσώπου ἀπό τούς ἐκπρσώπους τῶν ζωϊκῶν κοινοτήτων, δέν τίς μετροῦμε μέ ἀφηρημένα διανοήματα. Τίς ψαληφοῦμε καί τίς προσμετροῦμε, ἐμπειρικά, σέ κάθε μας βῆμα. Εἶναι πραγματικότητες καί σχέσεις αὐτόδηλες. Τό ἁπλό, αὐτονόητο φτερούγισμα τοῦ νοῦ μας καί τό αὐθόρμητο σκίρτημα τῆς καρδιᾶς μας εἶναι λειτουργίες τῆς ψυχῆς, πού ἐνεργοποιοῦν τό θεϊκό δώρημα. ᾿Εμπειρίες ζωῆς, πού προσφέρονται ὡς, πειστική καί γλυκύτατη, σπουδή τῆς ὑπαρξιακῆς μας πληρότητας καί τῆς ὑπεροχικῆς παρουσίας μας στή σύνολη Δημιουργία.
“Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο μέ λογικό καί μέ νόηση, δέ θά βρεθεῖ κανένας νά το ἀμφισβητήσει. Πῶς ἔγινε ἄνθρωπος, ἄν ἔλαβε μόνο ἄψυχη σάρκα ἤ ψυχή, πού δέν ἔχει νόηση; Αὐτό τό πλάσμα δέν εἶναι ἄνθρωπος” «῞Οτι δέ λογικόν καί νοερόν ζῶον ὁ ἄνθρωπος, οὐδείς ἀντερεῖ· πῶς οὖν ἄνθρωπος γέγονεν, εἰ σάρκα ἄψυχον ἤ ψυχήν ἄνουν ἔλαβε; οὐ τοῦτο γάρ ἄνθρωπος» (᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδοσις ᾿Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. ΙΗ΄ (ΞΒ΄).
Ὁ στοχασμός μου δουλεύει μέ προσοχή καί μέ εὐλαβική ἐνατένιση τό προσδιοριστικό ἀξίωμα, πού διατυπώθηκε ἀπό τό φωτισμένο κάλαμο τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ. Τό πλάσμα, πού δέν τοῦ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀποκλειστική ἰδιαιτερότητα καί ἡ θεϊκή καταγωγή τοῦ “λόγου”, τῆς σκέψης, τῆς κρίσης καί τῆς ὑπεύθυνης διατύπωσης συμπερασμάτων, δέν εἶναι ἄνθρωπος. Ἄν κινεῖται, περιφέροντας σάρκα ἄψυχη ἤ ψυχή δίχως νόηση, ἀποτελεῖ κρίκο στήν ἁλυσίδα τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου, ἀλλά δέν εἶναι τό τελειότατο καί χαρισματικό πλάσμα, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτόματα, ἀφήνομαι νά τρέχω, ἐντυπωσιασμένος καί χαρούμενος, στίς διαδρομές τῆς ἱστορίας. Στό χῶρο, πού τόν κατοικοῦμε, τόν δουλεύουμε καί τόν ποτίζουμε μέ τόν ἱδρώτα μας καί μέ τό αἷμα μας. Καί στό χρόνο, πού ξεκινάει, κάπου ἐκεῖ, στό ἀχανές καί ἀπροσδιόριστο παρελθόν, μέ τό δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ “Γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς” (Γενέσ. α΄ 1) καί κυλάει ἀσταμάτητα, πρός τό τέρμα, πού ᾿Εκεῖνος τοῦ ἔχει ὁρίσει. ᾿Επιτρέπω στό λογισμό μου νά περιηγηθεῖ στά πολυδαίδαλα καί ἀτέρμονα μονοπάτια τῶν ἱστορικῶν μεταλλαγῶν. Καί, δίχως νά τό ἐπιδιώκω, περνάω στήν ἔκσταση. Αὐτή ἡ διαδρομή εἶναι γεμάτη, “ὑπερπλήρης”, ἀπό τά τέλεια καί θαυμαστά ἔργα τοῦ ἄπειρου Νοῦ, τοῦ πάνσοφου, τοῦ Παντοδύναμου καί τοῦ Πανάγαθου Δημιουργοῦ. ᾿Αλλά, ταυτόχρονα, εἶναι κατάφορτη καί καταστόλιστη καί ἀπό τά ἐφευρήματα καί τά κομψοτεχνήματα τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. Τῆς “σχετικῆς” καί “πεπερασμένης” καί ἀδιάκοπα ἐμπλουτιζόμενης σοφίας τοῦ γένους μου. Θαυμαστῆς, ὅμως καί προνομιακά χαρισμένης στήν ὑπόστασή μας.
Ὁ αἰώνιος Λόγος ἔπλασε τόν κόσμο μέ ἄπειρη σοφία καί ἀσύλληπτη δύναμη. “Αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν, Αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν” (Ψαλμ. λβ΄ 9). ῾Ο ἡγεμόνας νοῦς μας, ἡ θεϊκή ἀντανάκλαση, πού διαφοροποιεῖ τήν ὕπαρξή μας, κατοπτεύει καί χαίρεται τή Δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Τήν ἀξιοποιεῖ. Τήν ἀπολαμβάνει. Καί, σταδιακά, τήν ἀποκρυπτογραφεῖ. Εἰσχωρεῖ, βῆμα-βῆμα, στό θαυμαστό “ἀποκύημα” τῆς θείας σοφίας. Στόν ἀπέραντο κόσμο, πού μᾶς περιβάλλει. Χαρτογραφεῖ τό ἄπειρο μεγαλεῖο. Καί ἀνακαλύπτει τούς νόμους, πού διέπουν καί διακρατοῦν τήν παγκόσμια ἁρμονία.
Ο ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων