† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Άρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 263, 16 Ὀκτωβρίου 2009
῾Η πικρία τοῦ πληρώματος
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Η ἐτήσια Συνέλευση τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ὁλοκληρώθηκε. Οἱ εἰσηγήσεις καί οἱ συζητήσεις περατώθηκαν. Οἱ πόρτες ἔκλεισαν. Οἱ σύνεδροι ταξίδεψαν στίς ἑστίες τους. Τά δημοσιογραφικά δελτία σκόρπισαν, στούς πέντε ἀνέμους τῆς πληροφόρησης, τό μήνυμα, ὅτι τά “σοβαρά θέματα τῶν καιρῶν” μελετήθηκαν καί ἀντιμετωπίστηκαν, μέ κάθε προσοχή καί μέ κάθε διάκριση. Καί στόν πίνακα τῆς ἐπικαιρότητας ἀναρτήθηκε -ἀπό ποιό τολμηρό χέρι;- τό ἀχνό χάραγμα τῆς ἐλπίδας, ὅτι ἡ πυορροοῦσα διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας μας μπῆκε στή διαδρομή τῆς ἀνάνηψης. Τοῦ ἐπανασυνδέσμου της μέ τήν ἁλυσίδα τῆς ᾿Αποστολικῆς ἐγκυρότητας. Καί τῆς ταυτοποίησής της μέ τά ἐπισκοπικά ἀναστήματα τῆς Πατερικῆς ἁγιότητας.
Αὐτή εἶναι ἡ αἰσιόδοξη νότα, πού ἤχησε -ὄχι καί τόσο μελωδικά- ἀπό τή στημένη, Συνοδική ἐξαγόρευση. Διατυμπανίστηκε, ἀλλά δέν ἔπεισε. ᾿Ανάπαυσε καί παράδωσε στήν ἀγκαλιά τοῦ Μορφέα, τή χρυσοστόλιστη ὁμήγυρη τῶν ποιμένων, ἀλλά δέν ἔστησε γέφυρες, για νά καλύψει τό χάσμα καί τήν ἀπόσταση, πού κρατοῦν, σέ ψυχρή ἀπομόνωση καί ἀποξένωση τίς ἀκοές καί τίς ψυχές τοῦ προβληματισμένου καί πικραμένου ποιμνίου.
῾Ο λαός, τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, τό “λογικό” ποίμνιο, συνεχίζει νά πιέζεται ἀπό τό σφύξιμο τῆς ἀγωνίας. Καί διατηρεῖ ἀθεράπευτη τή γεύση τῆς πικρίας, ὡς μοναδικό ἀπόκτημα, στήν πληγωμένη καρδιά του.
* * *
Δέ θά ἐπιχειρήσω τήν κατάστρωση γενικῶν καί ἀόριστων συλλογισμῶν, γιά νά θεμελιώσω τήν ἄποψη, πώς ὁ λαός μας, σήμερα, μηρυκάζει, ἀδιάλειπτα, τά πικρά σταλάγματα τῶν ἐμπειριῶν, πού ἀπόθεσαν, κατά συρροή, στήν ψυχή του οἱ ἀλόγιστοι -ἀσύμβατοι μέ τίς ἀποστολικές προδιαγραφές καί μέ τήν Πατερική διακριτικότητα- χειρισμοί τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος ἀπό τήν, “κατά κόσμον”, τολμηρή πλειοψηφία τοῦ σημερινοῦ ῾Ιεραρχικοῦ Σώματος.
῾Ο ἱστορικός, πού θά μπεῖ στόν κόπο νά φυλλομετρήσει τίς πηγές, θά ξαναστήσει ὁλόκληρο τό μακρύ γεφύρι τῆς σύγχρονης “ἐπισκοπικῆς ἀποστασίας” ἀπό τά ᾿Αποστολικά, στεγανά θεμέλια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ οἰκοδομήματος καί θά ἀποτιμήσει, μέ σώφρονη ἀμεροληψία, τίς εὐθῦνες.
᾿Από τή δική μου σκοπιά, λειτουργώντας ὡς ὑπομνηματιστής -στόν ἑαυτό μου καί στούς συνιεράρχες μου- τοῦ ἀδιαπραγμάτευτου χρέους τῆς ἀποστολικότητας τοῦ βίου μας καί τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου καί, ταυτόχρονα, ὡς δημοσιογραφικός σχολιαστής τῆς τρέχουσας ἐπικαιρότητας, θά περιοριστῶ -γιά τήν ὥρα- σέ δυό μόνο κεφάλαια, πού ὅπως συντάσσονται σήμερα καί ὅπως ἐγγράφονται στίς μνῆμες, ἀποθηκεύουν πικρίες στίς καρδιές καί χαράγματα τραγικῆς παρακμῆς στό καθολικό ταμεῖο τῆς ἱστορίας. Καί γιά νά γίνει εὐκολότερα κατανοητή ἀπό τούς ἀναγνῶστες μου ἡ “ἔκπτωση” καί ἡ “ἀλλοτρίωση” τοῦ σημερινοῦ κολλεγίου τῶν ᾿Επισκόπων (δυστυχῶς στήν πλειονότητά του), θά ἀποτολμήσω τή σύγκριση καί τήν ἀντιπαράθεση τῶν σύγχρονων αὐτῶν ἐπιλογῶν, μέ τίς χαρισματικές συμπεριφορές, τίς φωτισμένες καί ἡρωϊκές, τοῦ μεγάλου μας ᾿Αποστόλου, τοῦ Παύλου, πού προσδιορίζουν τήν ἐκκλησιολογική καί τήν ἠθική ποιότητα τῆς ἀποστολικότητας καί ἀποτελοῦν τόν κανόνα ἀναφορᾶς γιά τούς κρίκους τῆς ἁλυσίδας τῆς διαδοχῆς.
* * *
῞Ενα ἀπό τά ὁράματα ἄμεσης καί ἀνύστακτης εὐθύνης, πού κρατοῦσε τόν ᾿Απόστολο Παῦλο σέ ἐγρήγορση καί σέ προσεκτική ἀναστροφή μέ τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, ἦταν ὁ ἀποκλεισμός κάθε πράξης, πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει τήν ἐντύπωση ἤ καί τήν ἁπλή ὑποψία, ὅτι συνέδεε τήν ἀναγγελία τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος μέ τήν συλλογή εἰσφορῶν, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προσωπικῶν του ἀναγκῶν.
῾Ο ἡρωϊκός ᾿Απόστολος, εὐαίσθητος καί ἀνυστερόβουλος, πρόσφερε ἐξ ὁλοκλήρου ἀδάπανο τό Εὐαγγέλιο. Μετέφερε τό σωστικό “ἄγγελμα”, ὡς δική του χρεωστική ἀνταπόκριση στό μεγάλο, τιμητικό ἀποστολικό κάλεσμα, πού τοῦ ἔκανε ὁ σταυρωμένος καί ἀναστημένος Κύριος καί ὡς πηγαία ἔκχυση ἀδελφικῆς ἀγάπης πρός τήν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καί δέ δεχόταν τήν παραμικρή εἰσφορά, ἐκ μέρους τῶν μελῶν τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινότητας, γιά τή συντήρηση τή δική του καί τῶν συνοδοιπόρων του. ῞Ο,τι χρειαζόταν, γιά τή δική του συντήρηση καί γιά τή συντήρηση τῶν συνοδοιπόρων του, τό συνέλεγε ἀσκώντας, παράλληλα μέ τόν ἱεραποστολικό του μόχθο, τήν κοπιαστική τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ.
῾Ο Εὐαγγελιστής Λουκάς, ὁ πιστός ἀκόλουθος τοῦ Παύλου στίς μεγάλες καί ἐξαντλητικές περιοδεῖες του, ἱστορώντας τούς ἀγῶνες του καί τά παθήματά του, μᾶς δίνει ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτες πληροφορίες. ᾿Αφηγεῖται, μεταξύ ἄλλων, ὅτι κατά τό μακρό χρονικό διάστημα τῆς παραμονῆς του στήν Κόρινθο, ἀσκοῦσε, πλάϊ στόν ᾿Ακύλα καί στήν Πρίσκιλλα, τό ἔργο τοῦ σκηνοποιοῦ. “Διελέγετο δέ ἐν τῆ συναγωγῇ κατά πᾶν Σάββατον, ἔπειθέ τε ᾿Ιουδαίους καί ῞Ελληνας” (Πράξ. ιη΄ 4). ῾Ολόκληρη τήν βδομάδα μοχθοῦσε χειρωνακτικά. Καί, κατά τή μέρα τοῦ Σαββάτου ἔπαιρνε μέρος στίς πλήθουσες Συναγωγές, πού μαζεύονταν ᾿Ιουδαῖοι καί ῞Ελληνες προσήλυτοι, δίδασκε τό Εὐαγγέλιο καί ἔπειθε πολλούς νά ἀνοίξουν τίς καρδιές τους στό λυτρωτικό μήνυμα.
Μιά δεύτερη ἀναγραφή τοῦ ἱστορικοῦ Λουκά, μᾶς ἱστορεῖ τή συγκινητική καί, ταυτόχρονα, συγκλονιστική συνάντηση, τοῦ ἀκούραστου καί ἄτρομου ᾿Αποστόλου, στή Μίλητο, μέ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου, λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψή του στά ῾Ιεροσόλυμα.
Σέ ἀτμόσφαιρα βαρειά φορτισμένη μέ συγκίνηση, εἶπε ὁ ᾿Απόστολος, ἀνάμεσα σέ ἄλλα· Μή ξεχάσετε, πῶς ἀναστράφηκα, κοντά σας ἐπί τριετία ὁλοκληρη. Καί γνωρίζετε, πολύ καλά, ὅτι “...᾿Αργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα. αὐτοί γινώσκετε, ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν...” (Πράξ. κ΄ 33-35).
Τρία ὁλόκληρα χρόνια ἔζησα κοντά σας. Καί δέ σᾶς ἐνόχλησα σέ τίποτα. Δέ λαχτάρησα οὔτε τό χρυσό, οὔτε τόν ἄργυρο. ῎Εχετε διαπιστώσει, ὅλοι σας, ὅτι τίς δικές μου ἀνάγκες καί τίς ἀνάγκες τῶν συνοδοιπόρων μου, τίς κάλυψαν τοῦτα τά ροζιασμένα χέρια. Καί, μέ τό μόχθο μου αὐτό, προσπάθησα νά δώσω σέ σᾶς τό παράδειγμα, ὅτι ἔτσι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε, γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγελίου.
Αὐτά καταχωρίζει στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
῾Ο ἴδιος ὁ φλογερός ᾿Απόστολος, στήν ἐπιστολή του πρός τούς Κορίνθιους, τούς ἀγαπημένους του μαθητές, πού εἶχαν προσωπική ἐμπειρία τῆς ἀνιδιοτέλειάς του, δίνει ἐξηγήσεις, μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια, ὡς κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἄρνησή του νά δεχτεῖ τήν παραμικρή ὑλική εἰσφορά.
Τό ἔκανα αὐτό, γράφει, ὄχι γιατί δέν εἶχα τό δικαίωμα νά δεχτῶ τήν προσφορά τῆς ἀγάπης σας, ἀλλά γιατί δέν ἤθελα νά προκαλέσω τήν παραμικρή ὑποψία στίς ψυχές σας καί νά δώσω ἀφορμή σέ σχόλια καί δυσμενεῖς ἐκτιμήσεις, πού θά ἔστεκαν ἐμπόδια στήν ἐξαγγελία, ἐκ μέρους μου καί στήν ἀποδοχή, ἐκ μέρους σας, τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
“Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τά πνευματικά ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τά σαρκικά θερίσομεν; εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς;” (ἄν ἄλλοι ἔχουν τό δικαίωμα νά μετέχουν στά ἀγαθά σας, δέν τό ἔχουμε, πολύ περισσότερο ἐμεῖς, πού σπείραμε στίς καρδιές σας τό σπόρο τοῦ θεϊκοῦ λόγου;) “ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλά πάντα στέγομεν, ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ” (Α΄ Κορινθ. θ΄ 11-12).
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτή τήν ἐξομολογητική ἐνημέρωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γράφει:
“᾿Αλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ. Τουτέστιν, οὐκ ἐλάβομεν. ῾Ορᾷς διά πόσων κατασκεύσας πρότερον ὅτι οὐ παράνομον τό λαμβάνειν, τότε εἶπεν ὅτι οὐ λαμβάνομεν, ἵνα μή δόξῃ ὡς κεκωλυμένου ἀπέχεσθαι; Οὐ γάρ, ἐπειδή μή ἔξεστι, φησίν, οὐ λαμβάνω ἔξεστι γάρ, καί τοῦτο ἀπό πολλῶν ἀπεδείξαμεν, ἀπό τῶν ἀποστόλων, ἀπό τῶν ἐν βίῳ πραγμάτων, τοῦ στρατιώτου καί τοῦ γεωργοῦ καί τοῦ ποιμένος, ἀπό τοῦ νόμου Μωϋσέως, ἀπ᾿ αὐτῆς τοῦ πράγματος τῆς φύσεως, ὅτι ἐσπείραμεν ὑμῖν πνευματικά, ἀφ᾿ ὧν ὑμεῖς περί τούς ἄλλους πεποιήκατε... ταῦτα τέθεικεν ἐντρέπων αὐτούς καί δεικνύς ὅτι οὐ κεκωλυμένου πράγματος ἀπέχεται... Καί σαφέστερον μέν ὕστερον αὐτό ποιεῖ, ὅταν λέγῃ: «οὐκ ἔγραψα δέ ταῦτα, ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί, ἐνταῦθα δέ φησιν ὅτι οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ». Καί τό δή μεῖζον, ὅτι οὐδέ ἐκεῖνο ἔχοι τις ἄν εἰπεῖν, ὅτι ἐν εὐρυχωρίᾳ ὄντες οὐκ ἔχρησάμεθα, ἀλλά καί ἀνάγκης κατεπειγούσης οὐκ εἴξαμεν τῇ ἀνάγκῃ... ᾿Αλλ᾿ οὐδέ οὕτως ἠναγκάσθημεν, φησί, λῦσαι τόν νόμον, ὅν ἑαυτοῖς τεθείκαμεν. Διά τί; ῞Ινα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ. ᾿Επειδή γάρ ἀσθενέστερον Κορίνθιοι διέκειντο, ἵνα μή πλήξωμεν ὑμᾶς, φησί, λαμβάνοντες, εἱλόμεθα (προτιμήσαμε) καί ὑπέρ τά ἐπιτεταγμένα ποιῆσαι ἤ ἐγκοπήν τινα δοῦναι τῷ Εὐαγγελίῳ, τουτέστι τῇ κατηχήσει ὑμῶν...”.
῾Η θυσιαστική εὐαισθησία τῆς συνείδησης τοῦ ᾿Αποστόλου, τοῦ ὑπαγόρευε τό χρέος, νά ἀποφεύγει τήν παραμικρή ἐπιβάρυνση τοῦ κατηχούμενου λαοῦ. Τόν παρακινοῦσε νά προσθέτει στόν ἑαυτό του κόπο καί στέρηση, “ἐργαζόμενος ταῖς ἰδίαις χερσί”. ᾿Αλλά νά μή δέχεται, ἀπό μέρους τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ὑλική ἐνίσχυση, γεγονός, πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει ὑποψίες καί δυσμενῆ σχόλια.
* * *
Κρατεῖστε τήν ἀποστολική ἐξομολογητική κατάθεση. Καί ὑπό τό πρίσμα αὐτῆς ἐρευνεῖστε τά ὁράματα καί τίς δραστηριότητες τῆς πλειονότητας τῶν σημερινῶν ᾿Επισκόπων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Κοινή μαρτυρία-κατακραυγή, πού ζώνει ἀσφυκτικά τόν ἑλληνικό χῶρο, βεβαιώνει, πώς ἡ λεκτική ἤ ἡ ἐντελῶς συμβατική διασύνδεση τῶν σημερινῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων μέ τό βράχο τοῦ ᾿Αρείου Πάγου εἶναι ψευδεπίγραφη. ῾Η συντριπτική πλειοψηφία τῶν Συνοδικῶν μελῶν δέν κρατάει, “ἐν ἐγρηγόρσῃ” τήν ἐπιφύλαξη· “ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ”. ᾿Αρέσκεται νά διακηρύττει, μέ στόμφο, ὅτι τίς περιοχές, πού διαποιμαίνει, τίς ἁγίασε, μέ τήν παρουσία του, ὁ ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν. ῞Οτι οἱ κρίκοι τῆς ἁλυσίδας, πού δένουν τή σημερινή ῾Ιεραρχία μέ τήν ἀποστολική αὐθεντία, ἀνατρέχουν στόν Παῦλο. ῞Οτι ὁ καθένας τους εἶναι πνευματικό ἀνάστημά του. Θεματοφύλακας τῶν δικῶν του ὁραμάτων καί τοῦ δικοῦ του μόχθου, ἀλλά καί σύνολης τῆς ἀποστολικῆς Παράδοσης. ῾Ωστόσο, ἡ τρέχουσα πρακτική διαψεύδει τούς φανφαρονισμούς. Μειώνει τό ἐπισκοπικό κύρος. Καί ἀφήνει ἀνεπικύρωτη τήν “ἀποστολική διαδοχή” ὄχι λίγων ῾Ιεραρχῶν.
Οἱ πανηγυρισμοί, κατά τή γιορτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εἶναι πάνδημοι. ᾿Εγκάρδια ἀναγνώριση τῆς ἀποστολικῆς γνησιότητάς του. ῾Η στοίχηση, ὅμως, τῶν κρίκων τῆς διαδοχῆς στό ἀποστολικό του περπάτημα, ἄκομψη, στρεβλή, σκέτη διαχείριση ἐπαγγελματοποιημένης ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, πού ἀντί νά συνάγει τά πρόβατα στήν ποίμνη ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τά ἐξακοντίζει ἀκόμη μακρύτερα.
῾Ο Παῦλος, σ᾿ αὐτούς, πού τόν ἀγαποῦσαν καί σ᾿ αὐτούς, πού τόν ἀμφισβητοῦσαν, ἔδειχνε τά ροζιασμένα του χέρια. Αὐτά, πού μαρτυροῦσαν πειστικά ὅτι, διακονώντας τό Εὐαγγέλιο, δέν εἶχε σωρεύσει πλούτη καί δόξες, ἀλλά μόχθο καί περιπέτεια. Οἱ σημερινοί καί σ᾿ αὐτούς, πού τούς κράζουν καί σ᾿ αὐτούς, πού μέ περισσή εὐπρέπεια τούς ἀνακρίνουν καί τούς δικάζουν, ἐκδιπλώνουν, προκλητικά, τήν πώρωση. Τό ἄμετρο “κάτι τι”, πού τούς ἐξασφαλίζει τή χλιδή καί πού ἀκυρώνει τήν ἀποστολική τους ταυτότητα.
῾Η γενικότερη πρόβλεψη, πού προσδιορίζει καί καταβάλλει τίς ἀποδοχές κάθε ἐργαζόμενου, δέν ἔχει ἀφήσει ἔξω ἀπό τή φροντίδα της τούς ᾿Επισκόπους τῆς ἑλληνικῆς ᾿Εκκλησίας. Τούς μισθοδοτεῖ μέ ἐπάρκεια. Καί τούς ἐξασφαλίζει τήν ἀπαραίτητη περίθαλψη. ῞Ομως, ἡ δημοσκόπηση βεβαιώνει, μέ στοιχεῖα ἀδιάσειστα, ὅτι οἱ ἀχόρταγοι ποιμένες δέ νοιώθουν ἀσφαλισμένοι, κάτω ἀπό τήν προνοιακή καλύπτρα τοῦ καθιερωμένου συστήματος καί τρέχουν, λαχανιασμένοι, νά αὐξήσουν, κατακόρυφα, “τό χρυσό καί τόν ἄργυρο”. ᾿Επιδίδονται, δηλαδή, στό ἐντελῶς ἀντίθετο ἄθλημα, ἀπό αὐτό, πού εἶχε βάλει, ὡς στόχο ζωῆς, ὁ ἀπόστολος τῶν “᾿Εθνῶν”, ὁ θεμελιωτής καί διδάσκαλος τῶν ᾿Εκκλησιῶν, πού ἀναπτύχθηκαν στή λεκάνη τῆς Μεσογείου.
῾Ο ἀντίκτυπος τῆς ἀκόρεστης φιλοχρηματίας, εἶναι ἐκρηκτικός. ῾Η “ἐγκοπή”, τό σπάσιμο τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας στήν αὐλή καί στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη τῆς ᾿Εκκλησίας, πῆρε διαστάσεις. Οἱ ποιμένες ἐγκλωβίστηκαν στήν πλάνη τους καί στήν περιπλάνηση γιά διόγκωση τῶν ὑλικῶν θησαυρισμάτων τους. Καί ὁ λαός ἀφέθηκε νά πιπιλίζει τήν πικρία του ἤ τήν ἀντιπάθειά του.
᾿Επίσκοποι φτωχοί ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν. ᾿Αλλά μετριῶνται στά πέντε δάχτυλα. Αὐτοί, δίχως νά κομπάζουν καί δίχως νά αὐτοπροβάλλονται, προσπαθοῦν νά θεραπεύσουν τίς πληγές καί νά κάνουν τήν Παύλεια ἀποστολικότητα σημερινή ἐμπειρία. ᾿Αλλά, γιά τήν ὥρα, δέ φαίνεται νά εὐδοκιμεῖ ὁ μόχθος τους. ῞Οταν τά “τάλαρα” κουδουνίζουν, οἱ ὀρέξεις ξυπνοῦν καί ἡ ὁρμή στό χάος εἶναι ἀναπόφευκτη.
* * *
Θά φέρω, σέ προσεκτική μελέτη καί σέ ἀμερόληπτη ἐπεξεργασία, μιά δεύτερη συνειδησιακή εὐαισθησία, πού τήν κράτησε ἀνόθευτη καί τή λειτούργησε μέ πιστότητα ὁ ᾿Απόστολός μας καί δάσκαλός μας, ὁ Παῦλος.
Στό ἕκτο κεφάλαιο τῆς δεύτερης ἐπιστολῆς, πού ἔστειλε στούς Κορίνθιους ὁ Παῦλος, προσδιορίζει μέ ἀκρίβεια τούς ὁρίζοντες, τήν ποιότητα καί τίς διακριτικές ἐπιφυλάξεις, πού ὁριοθετοῦσαν τό ἀποστολικό του ἔργο. Καί, μεταξύ τῶν ἄλλων, πού γράφει, ἐνημερώνει τούς ἀδελφούς -ἀποδέκτες τῆς Θεόπνευσης ἐπιστολῆς του- ὅτι τρέχει, “ἀνά τήν οἰκουμένη”, μέ τή συνοδεία ἐκλεκτῶν συνεργατῶν του καί κοπιάζουν ὅλοι “ἐν ὁμονοίᾳ καί ἀγάπῃ” καί διδάσκουν καί καθοδηγοῦν μέ πολλή προσοχή, ἀλλά καί μέ κάθε προφύλαξη, “μηδεμίαν ἐν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ἵνα μή μωμηθῇ ἡ διακονία” (Β΄ Κορινθ. στ΄ 3).
Τό χωρίο αὐτό ἔχει ἰδιαίτερο εἰδικό βάρος. Τό ρῆμα “μωμάωμαι-μωμῶμαι” σημαίνει “μέμφομαι, ψέγω, χλευάζω”. Καί ἡ λέξη “προσκοπή”, σημαίνει πρόσκομμα, σκόνταμμα. ῾Ο ᾿Απόστολος καί ὁλόκληρη ἡ συνοδεία του φρόντιζαν νά μή σκοντάφτουν, νά μήν ἐκπίπτουν ἀπό τό μονοπάτι τῆς ἁγιότητας καί ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολῆς τους, γιά νά μή δώσουν καμμιά ἀφορμή στούς κακόβουλους ἤ στούς “ἐργάτες τῆς ἀνομίας”, νά τούς κατηγορήσουν καί νά σπιλώσουν τή φήμη τους καί το ἔργο τους.
῞Ο,τι ἔλεγαν, ἦταν ἄρωμα ἐξαγιασμένης καί ἐμπλουτισμένης καρδιᾶς. Καί ὅ,τι πρόσφεραν, ὡς βιωμένη καί θησαυρισμένη ἐμπειρία, ἦταν τό “ναί, ναί” καί τό “οὔ, οὔ” τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. ε΄ 37).
Θά προστρέξω -καί πάλι- στό σχετικό ἑρμηνευτικό ἀπόσπασμα τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Στό στάλαγμα τῆς σοφίας του καί τῆς προσεκτικῆς πρόσβασής του στά κείμενα τῶν Γραφῶν, πού παραμένει ἀλάθητος δείκτης γιά ὅλους μας.
“...Δύο τίθησιν ὑπερβολάς ἀμώμου βίου, μηδεμίαν ἐν μηδενί , λέγων. Καί οὐκ εἶπε κατηγορίαν, ἀλλ᾿ ὅ πολλῷ ἔλαττον ἦν, “προσκοπήν”· τουτέστι, μέμψιν, κατάγνωσιν μηδενί παρέχοντες καθ᾿ ἡμῶν. ἵνα μή μωμηθῇ ἡ διακονία ἡμῶν. Τουτέστιν, ἵνα μή τις αὐτῆς ἐπιλάβηται (νά μή μᾶς πιάσει, ὁ ὁποιοσδήποτε, ἀσυνεπεῖς καί σπιλώσει τή διακονία μας). Καί οὐκ εἶπε πάλιν, ἵνα μή κατηγορηθῇ, ἀλλ᾿ ἵνα μηδέ τήν τυχοῦσαν αἰτίαν ἔχῃ, μή τις αὐτῇ εἰς ὁτιοῦν ἐπισκῆψαι δυνηθῇ (Καί δέν εἶπε, γιά νά μή κατηγορηθεῖ, ἀλλά γιά νά μή μπορέσει κανένας νά βρεῖ ὁποιαδήποτε ἀφορμή γιά κατηγορία). ᾿Αλλ᾿ ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι. Τοῦτο πολλῷ μεῖζον”.
Καί ἑρμηνεύοντας μιά ἄλλη ἑνότητα, τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς, ἀποσαφηνίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος τό νόημα τῆς λέξης “μῶμος”.
Στό κομμάτι αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς του, ἐνημερώνει ὁ Παῦλος τούς Κορίνθιους, ὅτι ὁμάδα τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν του θά ἀναλάβει τή μεταφορά τῆς ἀδελφικῆς συνεισφορᾶς τους στήν ἐμπερίστατη ᾿Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων. Καί ὅτι, στήν ὁμάδα αὐτή, συγκαταλέγεται καί ὁ Τίτος, ὁ ὁποῖος “τήν μέν παράκλησιν ἐδέξατο, σπουδαιότερος δέ ὑπάρχων αὐθαίρετος ἐξῆλθε πρός ὑμᾶς” (Β΄ Κορινθ. η΄ 17). Στή συνέχεια, βεβαιώνει τούς Κορίνθιους, ὅτι “στή διακονία μας αὐτή, πήραμε κάθε προφύλαξη, γιά νά μή δώσουμε ἀφορμή κατηγορίας ἤ σπίλωσης τῶν προσώπων καί τοῦ ἔργου μας. “Στελλόμενοι τοῦτο, μή τις ἡμᾶς μωμήσηται ἐν τῇ ἁδρότητι ταύτῃ τῇ διακονουμένη ὑφ᾿ ἡμῶν” (στ. 20).
Αὐτή τήν ἐπιφύλαξη τήν ἀναλύει καί τήν ἐκτιμάει ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ τούτη τήν ἐπισήμανση:
“Διά τοῦτο τοιούτους ἐπεζητήσαμεν καί οὐχί ἑνί μόνῳ τό πᾶν ἐπετρέψαμεν, ἵνα καί ταύτην φύγῃ τήν ὑποψίαν, ἀλλά καί Τίτον ἐπέμψαμεν, καί μετά τούτου ἕτερον. Εἶτα ἑρμηνεύων (ὁ Παῦλος) αὐτό τοῦτο τό πρός δόξαν τοῦ Κυρίου καί προθυμίαν ὑμῶν ἐπήγαγε στελλόμενοι τοῦτο, μή τις ἡμᾶς μωμήσηται ἐν τῇ ἁδρότητι ταύτῃ τῇ διακονουμένῃ ὑφ᾿ ἡμῶν . Τί ποτέ ἐστι τό λεγόμενον; ῎Αξιον τῆς ἀρετῆς Παύλου καί τήν πολλήν αὐτοῦ κηδεμονίαν ἐμφαῖνον καί τήν συγκατάβασιν. ῞Ινα γάρ μή τις ἡμᾶς ὑποπτεύσῃ, φησί, μηδέ τόν τυχόντα μῶμον καθ᾿ ἡμῶν σχῇ, ὡς νοσφιζομένων ἐκ τῶν ἐγχειριζομένων ἡμῖν χρημάτων, διά τοῦτο τοιούτους ἐπέμψαμεν, καί οὐχ ἕνα μόνον, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς. Εἶδες πῶς ἀπαλλάττει πάσης ὑποψίας αὐτούς; οὐκ ἀπό τοῦ Εὐαγγελίου, οὐδέ ἀπό τοῦ χειροτονηθῆναι μόνον, ἀλλά καί ἀπό τοῦ δοκίμους, καί δι᾿ αὐτό τοῦτο χειροτονηθῆναι, ἵνα μή ὑποπτεύωνται. Καί οὐκ εἶπε μή ὑμεῖς μωμήσησθε , ἀλλά μή τις ἄλλος”.
Νοιώθει κανείς ρίγος καί μένει ἐκστατικός, ὅταν ἀναστρέφει τήν προσοχή του πρός τό βαθύ παρελθόν καί ἐγγίζει τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς νεοσύστατης ᾿Εκκλησίας καί τῶν θεσμῶν, πού ὁριοθέτησαν οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι, μέ τή διδαχή τους καί μέ τήν πράξη τους, “ἵνα μή μωμηθῇ ἡ διακονία” καί γιά νά παραμείνει ἡ ᾿Εκκλησία, “ἁγία καί ἄμωμος” (᾿Εφεσ. ε΄ 27).
* * *
Κάνοντας ἀναδρομή καί στοχαστική περιήγηση στό ῾Αγιοπνευματικό κλίμα, στήν ᾿Αποστολική καθαρότητα, στή θεσμική ἀκρίβεια, στή λάμψη τῆς ἀρετῆς καί στή χαρά τῆς κοινωνίας καί τῆς ἕνωσης στό ἕνα Σῶμα τοῦ ᾿Αναστημένου Κυρίου, νοιώθουμε τό χέρι μας νά μουδιάζει καί νά μήν τολμάει νά ξαναγυρίσει μπροστά τά φύλλα τῶν ἱστορικῶν ἀναγραφῶν, γιά νά βρεθεῖ μπροστά στή σκοτεινή ἐπικαιρότητα.
Οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι διατηροῦσαν ἀνύστακτη τή φροντίδα, νά μή δώσουν σέ κανένα ἀφορμή σκανδαλισμοῦ καί νά μή ἐπιτρέψουν σέ κανένα φιλοκατήγορο νά διατυπώσει “μῶμο” ἐνάντια στά ἡγετικά πρόσωπα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὑπόνοιες σπιλωτικές τῆς διακονίας τους.
Στήν τραγική τούτη ἐποχή, διακρίνετε νά λειτουργεῖ καί νά κατατίθεται σεμνά, ὡς ἄνοιγμα καρδιᾶς, ὡς ὁμολογία ἤθους καί ὡς ἀνταπόκριση στίς βαρειές ἐπισκοπικές εὐθῦνες μιά τέτοια εὐαισθησία; ῎Εχετε ἀκούσει, ἄμεσα, ἀπό ἐπισκοπικά χείλη, ὅτι ἐναγώνια μέριμνα τοῦ συνόλου, ἤ, ἔστω, τῆς πλειονότητας τῶν φορέων τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης, εἶναι νά “μή μωμηθῇ ἡ διακονία”; Νά μή διαχυθεῖ στά μέσα τῆς ἐνημέρωσης καί στίς ἀκοές τοῦ λαοῦ, ὅτι μεθόδευση ἀνέντιμη καί πράξη βρωμερή κατασπίλωσαν τόν ἅγιο Οἶκο τοῦ Θεοῦ καί σκανδάλισαν καί φυγάδευσαν τό ἀνυποψίαστο πλήρωμα; ῎Εχετε διαβάσει σέ καμιά στήλη τῆς ἐπικαιρότητας, ὅτι ἡ ῾Ιεραρχία, πού συνῆλθε μόλις πρίν ἀπό λίγες μέρες, ἔσκυψε, μέ σφιγμένη καρδιά, νά ἐξακριβώσει καί νά διαπιστώσει τίς πλη-γές, τούς μώμους καί τούς χλευασμούς, πού δέχτηκε στό ἱερό Σῶμα Της ἡ “ἄσπιλη Νύμφη ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ”, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησίας μας, ἐξ αἰτίας τῶν εἰδεχθῶν ἀνομημάτων μερίδας τῶν ποιμένων Της;
Δεκαετίες, τώρα, τό Συνοδικό κέντρο καί οἱ ἐπισκοπικές ἑστίες, ἀντί γιά ἄρωμα ἀποστολικῆς καθαρότητας, ἐκπέμπουν ἀναθυμιάσεις ἀδιαντροπιάς. Καί ὁ σκανδαλισμός προσφέρεται, ὡς καθημερινή γεύση, στό προβληματισμένο πλήρωμα. Οἱ τηλεβόες τῆς ἐνημέρωσης βοοῦν. ῎Η διαμαρτύρονται ἤ ἐμπαίζουν. ῎Η καλοῦν τήν ἐκτροχιασμένη πτέρυγα τῆς ῾Ιεραρχίας νά μετρήσει τίς πληγές της καί τίς εὐθῦνες της καί νά ἀποφασίσει τή σωστική στροφή ἤ μαδοῦν τήν ἐπισκοπικκή ἀξιοπρέπεια καί ἀποδεικνύουν “ἄξιους” γιά τά κελλιά τοῦ Κορυδαλλοῦ τούς κακοδιαχειριστές τῆς ἀτίμητης ᾿Αποστολικῆς καί Πατερικῆς κληρονομιᾶς.
Μέσα σ᾿ αὐτό τό πνιγηρό κλίμα, οἱ συνειδήσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος βιώνουν ἐξουθενωτική ἀναστάτωση. ῾Η πίκρα φαρμακώνει, ὁλοένα καί περισσότερο, τίς καρδιές. ῾Η ἀπελπισία παραλύει τίς δυνάμεις ἀντίστασης. ῾Η ἀγάπη καί ὁ σεβασμός στούς “ποιμένες”(!!!) μεταλλάσεται σέ ἀντιπάθεια καί -ὄχι σπάνια- σέ ὁριστική ἀπόρριψη.
* * *
Πῶς ἀντιδροῦν οἱ πρόξενοι τοῦ σκανδαλισμοῦ καί ἔνοχοι γιά τήν ἀποδόμηση τῆς ἁγιαστικῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας;
Μέ τό χειρότερο τρόπο. Δέ βρίσκουν τήν τόλμη νά σταθοῦν, ταπεινωμένοι, μπροστά στό ποίμνιο καί νά καταθέσουν τή συντριβή τους καί τή μετάνοια τους. Μένουν αὐτό, πού εἶναι. “῾Ηδονήν ἡγούμενοι τήν ἐν ἡμέρᾳ τρυφήν, σπίλοι καί μῶμοι, ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀπάταις αὐτῶν” (Β΄ Πέτρ. β΄ 13). Καί ἐμπιστεύονται στό χρόνο, στήν ἁπλή ἐναλλαγή τῶν ἡμερονυκτίων, νά θεραπεύσει τίς πληγές. Νά σβήσει τίς μελανές ἐγγραφές καί τούς πικρούς σχολιασμούς ἀπό τίς πινακίδες τῆς λαϊκῆς ἐνημέρωσης, πού ὑποδαυλίζουν τίς ἐξεγέρσεις καί τίς κατακραυγές. Καί νά ἐπικαλύψει μέ τό σάβανο τῆς λησμοσύνης τίς χωματερές τῶν παραπτωμάτων τους.
᾿Αλλ᾿ αὐτό δέ γίνεται. ῾Ο χρόνος δέν προλαβαίνει νά χειριστεῖ τό σφουγγάρι τῆς λησμοσύνης καί νά κάνει τίς καρδιές τοῦ πομνίου νά ἀνοίξουν στήν ὑποδοχή καί στήν ἀναγνώριση τῶν ποιμένων. ῎Αλλα γεγονότα, πρόσθετες συμπεριφορές ἀναξιοπρέπειας φορτίζουν μέ καινούργιες πικρίες καί ἀνεβάζουν στήν ἐπιφάνεια τά σωρευμένα κατακάθια. ᾿Αντί νά λειτουργήσει ἡ ἁλυσίδα τῆς ἀποστολικότητας, πού σταθερά καί ἐντυπωσιακά, φέρνει μπροστά μας, ἕνα-ἕνα τούς κρίκους τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἴσαμε πού φτάνει στίς φυσιογνωμίες τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων μας, τῶν μαθητῶν καί συνοδοιπόρων τοῦ Κυρίου μας, διακινεῖται, προκλητικότατα, ἡ ἁλυσίδα τῶν ἐπίορκων καί τῶν Σιμωνιακῶν καί τῶν Νικολαϊτῶν, πού ἀναβιώνει τίς σοβαρές ἐκτροπές καί τίς ἀηδιαστικές ντροπές.
῾Η ἑπόμενη φάση διευρύνει τήν ἀποξένωση. ῾Ο λαός ἀγανακτεῖ καί ξεσηκώνεται. ῎Οχι οἱ ὁμάδες τῶν συνανθρώπων μας, πού ἔχουν ἀφεθεῖ, ἀπερίσκεπτα, στόν παφλασμό τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας, ἀλλά ἡ συνειδητοποιημένη Εὐχαριστιακή Σύναξη τῶν πιστῶν, πού καθηλώνει τό βλέμμα στό ῾Ιερό Θυσιαστήριο, προσδοκώντας τήν ἄμεμπτη διδαχή, τή χαρισματική εὐλογία καί τή λάμψη τοῦ παραδείγματος ἀπό τούς ποιμένες του καί -ἀπρόσμενα- δέχεται τόν κατακλυσμό τῶν βοθρολυμάτων τῆς ἐπισκοπικῆς ἀποστασίας. Αὐτός ὁ λαός ξεσηκώνεται, φωνάζει, διαμαρτύρεται, καταγγέλλει ἀνοιχτά καί ἐπώνυμα, ἀπαιτεῖ τήν κάθαρση τῆς Συνοδικῆς αὐλῆς καί -πολύ περισσότερο- τόν ἐξαγνισμό τοῦ Θυσιαστηρίου, στό ὁποῖο προσφέρεται ἡ ᾿Αναίμακτη ῾Ιερουργία.
῾Ο ξεσηκωμός τοῦ λαοῦ θορυβεῖ καί φοβίζει τούς ἔνοχους ᾿Επισκόπους. Καί αὐτοί, ἀντί νά ξυπνήσουν, ἀντί νά συσκεφθοῦν “ἐν φόβῳ Θεοῦ” καί νά ἀλλάξουν ὁράματα καί βίο, σκληρύνουν ἀκόμα περισσότερο τίς καρδιές, ἐπενδύονται τή λεοντή τοῦ κοσμικοῦ ἐξουσιαστή, χτυποῦν τίς μπαστοῦνες τους καί ἀπειλοῦν τά “πνευματικά τους παιδιά”, τά ἀμέτοχα στίς ἐκτροπές τῆς διαφθορᾶς τους καί ἀναίτια γιά τήν καθολική ἀναστάτωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Τούς χρεώνουν εὐθῦνες. Τούς ἀποκαλοῦν “ἐξωεκκλησιαστικούς”, “εὐσεβιστές”(!!!), “ἀπείθαρχους”, “ὑβριστές” τοῦ πνευματικοῦ τους “πατέρα”(;;;) καί τούς κοσμοῦν μέ σειρά ἄλλων ἀπαξιωτικῶν ἐπιθέτων. Καί σά νά μήν ἐπαρκοῦν ὅλα αὐτά, φτάνουν στό σκοτασμό, νά σέρνουν στά ἐκκλησιαστικά καί στά πολιτικά δικαστήρια τούς τολμηρούς παράγοντες τοῦ ποιμνίου τους, πού βρίσκουν τό θάρρος νά καταγγέλλουν δημόσια τά δεσποτικά ἀνομήματα καί νά ζητοῦν, μέ πόνο καί μέ ἱερή προσδοκία, τήν ἀλλαγή τῆς φρουρᾶς στό θρόνο τῆς πνευματικῆς πατρότητας.
῾Η ἐξέλιξη αὐτή ἔχει καί τίς φαιδρές ἤ ἐντελῶς γελοῖες ἀπολήξεις της. Οἱ “ποιμένες” καί “πατέρες” -μέ εἰσαγωγικά- πού τολμοῦν νά καταθέσουν δικόγραφα στίς ἕδρες τῆς δικαιοσύνης, καταγγέλλοντας τά παιδιά τους... γιά ποιό ἔγκλημα;... γιά τό ὅτι ἐπισημαίνουν δημόσια τή δική τους ἀνεπάρκεια, τήν ἀσυνέπειά τους, τή “φιλαργυρία” τους ἤ τή “φιληδονία” τους, βρίσκουν τό θάρρος νά ζητοῦν, ὡς ἀποζημίωση, ὄχι τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό -πού τό συνειδητοποιοῦν, ὅτι δέν τούς ἀνήκει- ἀλλά τεράστια χρηματικά ποσά. Μέ τήν ἀπαίτησή τους αὐτή, ἐλπίζουν -ἀνέλπιδα- ὅτι θά φιμώσουν τούς “ἀντάρτες” ἀντιπάλους τους. Καί -γιατί ὄχι- ὅτι θά ἐμπλουτίσουν καί τίς of shore ἀποταμιεύσεις τοῦ “κάτι τί” τους.
Πρόσθετη ἔκπτωση ἀπό τήν ἐπισκοπική ἀξιοπρέπεια καί ἀπό τή θυσιαστική, ποιμαντική ἀποστολή τους.
***
῎Αν ὑπῆρχε τρόπος νά συλλέξω τίς ἀτέλειωτες σταλαγματιές τῆς πικρίας τοῦ ποιμνίου μου καί τῆς πικρίας τῶν ποιμνίων τῶν ἄλλων ποιμένων, νεώτερων ἀδελφῶν μου καί συλλειτουργῶν μου καί νά τούς τίς παρουσιάσω, ὄχι γιά νά τούς καταγγείλω ὡς ὑπόλογους, ἀλλά γιά νά τούς ὑπομνήσω, ἀδελφικά, ὅτι “ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι” (Ρωμ, ιγ΄ 11), θά τό ἔκανα δίχως νά ὑπολογίσω τήν κατακραυγή, πού θά προερχόταν ἀπό μιά ἐνδεχόμενη μειοψηφία. Τό ἐμπόδιο, πού μέ ἀναστέλλει, εἶναι ἡ βαρειά, πολύχρονη καί πικρότατη προσωπική μου ἐμπειρία, ὅτι “οἱ μωμοῦντες”, οἱ φορεῖς τού ἐκκλησιαστικοῦ ὠμοφορίου, πού σπιλώνουν τό “χάρισμα” τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τήν ἀποστολή τους, δέν εἶναι λίγοι. Δέν εἶναι μιά δράκα, πού τήν ὑπερκαλύπτει ἡ ἐξαγνισμένη καί φωτισμένη πλειοψηφία. ᾿Αλλά δέσμη ὁλόκληρη, “τάγμα ἁμαρτωλό”, πού δέ διστάζει ἀκόμα καί ἀφορισμούς νά ἐξαγγέλλει δημόσια, ἐνάντια στό ποίμνιο, μέ σκοπιμότητα τή φραγή τῶν χειλέων του καί τό πνίξιμο τῆς ἀγωνίας τῆς καρδιᾶς του.
Τό γεγονός, πού ἀποδυναμώνει τήν πικρία τῆς ἐπικαιρότητας καί ἀνοίγει διόδους ἐλπίδας, εἶναι ὅτι ὁ οὐρανός εἶναι πάντα ἀνοιχτός. ῾Ο Κύριός μας, ἡ Κεφαλή καί ᾿Αρχιποιμένας τῆς ᾿Εκκλησίας μας, εἶναι πάντα σκυμμένος πάνω ἀπό τά κεφάλια τοῦ λαοῦ του. ᾿Ακούει τίς προσευχές. ᾿Εκτιμάει τίς σταλαγματιές τῆς πίκρας καί τῆς ὀδύνης. Καί ἤ ἁπλώνει τή σκέπη τῆς προστασίας Του καί τῆς εὐλογίας Του ἤ “ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐκβάλλει ἐκ τοῦ ἱεροῦ...” (᾿Ιωάν. β΄ 15).
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων