† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «Ἐλεύθερη Πληροφόρηση», τεῦχος 209, 16 Ἰουλίου 2007
Φύλλα μητρώου
Μητροπολίτου Ἀττικῆς και Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ξαναγυρίζω στήν καυτή ἐπιφυλλίδα, πού δημοσίευσε παθιασμένος ἄθεος, κατά τήν περίοδο τῶν Χριστουγέννων, σέ Ἀθηναϊκή ἐφημερίδα. Τό γλωσσάριο τοῦ συντάκτη της μέ αἰφνιδίασε μέ τήν ἀσυμμάζευτη χυδαιότητά του. Ἀλλά καί ἡ διαλεκτική του μέ σοκάρισε μέ τήν καταληκτική διατύπωσή της. Ὁ ἐπιφυλλιδογράφος, ἐνῶ “πνέει μένεα” κατά τῶν ἀνθρώπων, πού στέκονται, μέ ἱερό θάμβος καί μέ συναρπαγή ἀγάπης, μπροστά στό ἄρρητο μεγαλεῖο καί στήν ἀπροσμέτρητη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, δέ διστάζει νά στήσει θρόνο ὑπεροχικῆς ἀξίας γιά τό ἄτομό του καί νά διακηρύξει, μέ ἀλαζονικό κρεσέντο: “Θεός εἶμαι ἐγώ”.
Ὁμολογῶ, πώς δέ βρῆκα τό μίτο, γιά νά παρακολουθήσω τήν ἀνέλιξη τῶν συλλογισμῶν του. Πῶς, ἀπό τήν πεισματική ἄρνηση, ἔφτασε στήν ἐγωκεντρική κατάφαση. Πῶς, ξεκινώντας ἀπό τή σκληρή ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καί, διατρέχοντας τά μονοπάτια τῶν χυδαίων ὕβρεων ἐνάντια στίς ἔντιμες, ἀλλά καί ἁγιασμένες εὐαισθησίες τῶν ἀνθρώπων τῆς πίστης, κατάφερε νά τερματίσει στή θεοποίηση τοῦ δικοῦ του προσώπου. Ποιά νόρμα τῆς σύγχρονης ἐξελιγμένης ἐπιστήμης ἤ ποιά καινοτόμα συλλογιστική τοῦ “νῦν αἰώνα”, τοῦ ἐξασφάλισαν τήν πρόσβαση στά “ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν” καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά στηθεῖ στόν ψηλό καί ἀπρόσιτο θρόνο τῆς ἄπειρης Σοφίας, τῆς ἀσύλληπτης Δύναμης καί τῆς ἀτελεύτητης Ἀγάπης. Ἄν ἡ ἀθεΐα εἶναι τό ἀπόλυτο δεδομένο, πού δρομολογεῖ τή σκέψη του καί ρυθμίζει τή ζωή του, ἡ θεοποίηση τοῦ προσώπου του ἀποτελεῖ προδοσία τῶν ἀθεϊστικῶν πεποιθήσεων, πού ἐπέλεξε νά βιώσει καί νά προπαγανδίσει. Ἀποδόμηση τοῦ πλέγματος τῶν ὁραμάτων του καί τῆς διαλεκτικῆς του. Ἄν, ἀντίστροφα, τό κυρίαρχο κίνητρο, κατά τή σύνταξη τοῦ δημοσιεύματός του, εἶναι ὁ ἄμετρος “αὐτοθαυμασμός” καί ἡ ἐκκεντρική “αὐτολατρεία” καί ἄν ἡ ἀθεϊστική ἐπιχειρηματολογία ἐπιστρατεύεται, μόνο καί μόνο, γιά νά ἀπογυμνώσει τό θρόνο τῆς θεϊκῆς δόξας ἀπό τό μοναδικό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, πού εἶναι τό Πρόσωπο τῆς καθολικῆς λατρείας, τό ἐγχείρημά του προδίδει στερητικό σύνδρομο αὐτογνωσίας. Φανερώνει ὅτι δέν γνωρίζει “τί ἐστιν ἄνθρωπος, καί ὅση τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας ἡ εὐγένεια καί ὅσης ἐστί δεκτικόν ἀρετῆς τουτί τό ζῶον” (ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος). Καί, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς γνωστικῆς καί βιωματικῆς στέρησης, βγάζει τό ὀστράκινο ἀνθρώπινο σκεῦος του ἀπό τά φυσιολογικά μέτρα τῆς σχετικότητας καί τῆς προσκαιρότητας καί τό τοποθετεῖ, ὡς εἴδωλο ἀπόλυτης ἀξίας, στή “ληστεμένη” καθέδρα τοῦ Δημιουργοῦ.
Χρωστάω μιά ἀπάντηση στόν ἄγνωστο, ἄθεο, πού θεώρησε δικαίωμά του νά δημοσιοποιήσει τούς συλλογισμούς του, ἐνορχηστρωμένους μέ τήν ἐπιθετικότητα καί τή χυδαιότητα. Καί θά τολμήσω νά φωτίσω τή διαχωριστική γραμμή, πού ἀποστασιοποιεῖ τά δικά του ὁράματα, ἀπό τά δικά μου. Τίς δικές του ἐγγραφές στό ἡμερολόγιο τῶν πνευματικῶν ἀναζητήσεων, ἀπό τίς δικές μου.
Ἄγνωστε φίλε, ὅσο καί ἄν σέ ἐρεθίζει ἡ ἄλλη ἄποψη, ἐγώ σοῦ δηλώνω ἀπερίφραστα, ὅτι πιστεύω στό Θεό. Διακρίνω τήν παρουσία Του, στήν παγκόσμια ἁρμονία. Καθώς βυθίζω τό βλέμμα μου στήν ἀπεραντωσύνη καί στήν ὀμορφιά, τίποτα δέ βρίσκω, πώς εἶναι “τυχαῖο”. Ἡ ἐπιστήμη δέ διαθέτει τά ἀποδεικτικά στοιχεῖα καί τήν τόλμη, γιά νά μοῦ εἰσηγηθεῖ καί νά μοῦ ἐπιβάλει τήν τυχαία συναρμογή τῆς τάξης καί τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ “σύμπαντος κόσμου”. Καί ἡ λογική δέ μοῦ παραχωρεῖ τό δικαίωμα νά ἐκτραπῶ σέ ὑποθετικά σχήματα, πού δέν ἔχουν τήν κάλυψή της. “Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα” (Ψαλμ. ιη’ 2). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός τῆς ἀπέραντης ἁρμονίας, τῆς ἀσύλληπτης ὀμορφιᾶς, καί ὁ πλάστης τῆς τέλειας, λογικῆς ὕπαρξης, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Αὐτός ἔχει προικίσει τήν ὕπαρξή μας μέ τό μοναδικό, ὑπεροχικό δῶρο, μέ τήν ἱκανότητα τοῦ “λογίζεσθαι” καί μέ τήν ὑπεθυνότητα τῆς ἐλεύθερης ἀξιοποίησης καί διαχείρισης τῶν ἀγαθῶν ὁλόκληρης τῆς Δημιουργίας. Ἀπό αὐτά τά θεῖα δωρήματα ἀπορρέουν οἱ ἐπιστῆμες μας. Αὐτά ἀξιοποίησε ὁ ἀρχαιότατος πρόγονός μας καί τεχνούργησε τό πρῶτο του ἐργαλεῖο. Αὐτά ἀξιοποίησαν καί ἀξιοποιοῦν οἱ διάδοχες γενιές ὀργανώνοντας τή ζωή τους καί δημιουργώντας πολιτισμό. Αὐτά μᾶς ἀναδεικνύουν σοφούς ἤ καλλιτέχνες. Αὐτά, ὅταν τά χειριζόμαστε μέ διακριτική τιμιότητα, μᾶς χειραγωγοῦν στά κράσπεδα τῆς “ὑπέρ αἴσθηση” πραγματικότητας. Καί μᾶς βοηθοῦν νά καταθέσουμε τό θαυμασμό μας, τήν ἀφοσίωσή μας καί τή λατρεία μας στό θρόνο τοῦ Πλάστη μας καί Πατέρα μας, τοῦ αἰώνιου Θεοῦ. Μέσα σ᾿αὐτή τή σχέση καί σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία καταξιώνεται ἡ ὕπαρξή μας καί ἀνυψώνεται στήν εὐγένεια τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Σύ, ἀδελφέ μου, ἄθεε, ἀρνεῖσαι αὐτή τήν εὐγενική σχέση. Καί μένεις, κολυμπώντας στό πέλαγος τοῦ ἀγνωστικισμοῦ ἤ παλεύοντας μέ τίς σκιές τῶν ὀνείρων σου. Στρέφοντας τό βλέμμα σου πίσω, στήν αὐγή τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, δέ διακρίνεις τήν ἄπειρη σοφία καί τήν ἀσύλληπτη δύναμη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα. Καί ἐμπιστεύεσαι στήν ὑποθετική θεωρία (ὄχι ἐπιστημονική, γιατί δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει ἐπιστημονική ἀπόδειξη), ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μακρινός ἀπόγονος τοῦ πιθήκου. Δέν ἔχω τήν πρόθεση νά βιάσω τή “λογική” σου ἤ νά καθυποτάξω τήν προσωπικότητά σου στά δικά μου ὁράματα. Σέ βλέπω, ὅμως, στερημένο αὐτοπεποίθησης καί εὐρύτατου ὀπτικοῦ πεδίου. Δέν πιστεύω, ὅτι σέ ἱκανοποιεῖ τό φύλλο μητρώου σου, πού τό ἐμφανίζεις, γιά νά πείσεις, ὅτι εἶσαι “κατιών” συγγενής τοῦ πιθήκου. Καί, θά μοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ τό ἐξομολογηθῶ: στό σύνδρομο αὐτό τῆς μειονεξίας χρεώνω τό μένος σου καί τό χυδαῖο γλωσσάριό σου.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων