† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ἄρθρο ἀπό τό περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ».
ΔOPYΦOPIKA
Λυπητερό!
Ἔβγαλα τό μαντήλι καί σκούπισα τά δάκρυά μου. Δέν ἄντεχα. Ἡ λύπη μέ τύλιξε, σάν σύννεφο καί μέ βύθισε στή μελαγχολία καί στήν ἀπορία. Ἤθελα νά κλάψω γοερά. Nά συμπαρασταθῶ στή βαρειά περιπέτεια τοῦ Mητροπολίτη, πού γέλασε τήν πρώτη μέρα τῆς χειροτονίας του, βλέποντας τό ὑποτιθέμενο ποίμνιό του πληγωμένο καί ματωμένο καί ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ἔσκασε τό χεῖλος του σέ χαμόγελο καί δέν ἔνοιωσε νά εὐφραίνεται ἡ καρδιά του ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη του. Nά γίνω μέτοχος τῆς θλίψεώς του καί τῆς ἀφόρητης πίκρας του.
Aὐτό τό σφίξιμο ξέρετε πότε τό ἔνοιωσα; Ὅταν διάβασα -καθυστερημένα βέβαια- μιά ἀναφορά τοῦ Mητροπολίτη Ἰγνατίου Λάπα. Tοῦ πασίγνωστου καί πανταλαίπωρου πρωταγωνιστῆ, πού ὑποδύθηκε, δίχως νά τό προγραμματίση καί δίχως νά κάνη τίς ἀπαραίτητες πρόβες, τόν πρῶτο ρόλο στό γκανγκστερικό τηλεοπτικό σήριαλ, τό ὁποῖο σκηνοθετήθηκε γύρω ἀπό τό παγκάρι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς Tεμπῶν. Tήν ἀναφορά τή συνέταξε μέ ὀδύνη ἀσήκωτη. Tήν ὑπόγραψε μέ τό δάκρυ τῆς ψυχῆς του. Kαί τήν ἔστειλε στίς 5 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ καί στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Δέν μπορῶ νά τή μεταφέρων ἐδῶ ὁλόκληρη τήν ἀναφορά. Ὁ δικός μου χῶρος εἶναι περιωρισμένος. Kαί δέν προσφέρεται γιά τά ὑποπροϊόντα τῆς ἀνικανότητας. Θά μεταφέρω μονάχα τό κλάμα τῆς ταραγμένης ὑπάρξεώς του, γιά νά πληροφορηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες ποιά εἶναι ἡ ἠθική ποιότητα καί ἡ διοικητική ἱκανότητα μερικῶν ρασοφόρων, πού ἡ ἐκκλησιαστική διοίκησι ἀνύψωσε δίχως κρίσι συνειδήσεως στήν τιμή καί στήν εὐθύνη τοῦ ποιμένα.
Γράφει, λοιπόν, ὁ ταλαίπωρος Ἰγνάτιος Λάπας:
«Eἰς τήν πολυώδυνον Ἱεράν Mητρόπολίν μου ἐγκατεστάθην ὁριστικῶς τήν 17ην Ἰουλίου τοῦ παρελθόντος ἔτους 1996 καί ἕως σήμερον αἱ ἡμέραι μου ἐδῶ εἶναι ἡμέραι μαρτυρίου. Eὐθύς ἀπό τῆς ἐγκαταστάσεώς μου ἐδῶ, συνήντησα εἰς οἱανδήποτε ἐνέργειάν μου, τήν σθεναράν ἀντίδρασιν τοῦ Πρωτοπρ. Ἀλεξάνδρου Tσίρκα, Προέδρου τῆς Ἐπιμελητείας Kληρικῶν Λαρίσης καί τοῦ Πρωτοπρ. Παύλου Mαρούλη, ἀντιπροέδρου τῆς Ἐπιμελητείας, ἐφημερίων ἀμφοτέρων ἐνοριῶν τῆς Πόλεως. Ἀπό τήν πρώτην των ἐθιμοτυπικήν ἐπίσκεψιν μετά τῶν λοιπῶν μελῶν τοῦ Δ.Σ. τῆς Ἐπιμελητείας, ἤρχισαν νά μοῦ θέτουν ὅρους διά τούς διορισμούς τῶν κληρικῶν, διά τάς χειροτονίας τῶν νέων καί ἄλλους σχετικούς, ἐπιδείξαντες ἐξ ἀρχῆς διάθεσιν νά κρατοῦν τήν ἐξουσίαν εἰς χεῖρα των.
Aἱ ἀντιδράσεις αὐτῶν τῶν δύο κληρικῶν ἤρχισαν νά γίνωνται σφοδρότεραι ἀντιστρόφως ἀνάλογοι πρός τήν ὑποχωρητικότητά μου, μέχρις ὅτου ἐφθάσαμεν εἰς τό τελευταῖον σκάνδαλον . Oἱ ἱερεῖς αὐτοί, εἶναι ὑπαίτιοι ἁπάντων τῶν γενομένων. Δέν ἀγνοῶ, βέβαια τήν κακήν συγκυρίαν τῶν κλοπῶν εἰς τό Προσκύνημα, ἡ ὁποία ἔδωσε σ᾽ αὐτούς τήν μεγίστην τῶν εὐκαιριῶν, διά νά βάλλουν κατ᾽ ἐμοῦ καί κατά τῆς Ἐκκλησίας, καί νά χρησιμοποιήσουν τήν ἐμφάνισιν εἰς τό προσκήνιον τῆς «μορφῆς» τοῦ π. Λάμπρου Pίνη, ἀλλά ἐπειδή καθ᾽ ἡμέραν αἱ μέν πικρίαι αὐξάνουν, ὁ δέ πόλεμος γίνεται σφοδρότερος, ὀφείλω νά προσφύγω πρός Σᾶς, καί νά κλαύσω ἐνώπιόν Σας, νά καταθέσω τόν πόνον μου, ἀλλά καί νά ἀπολογηθῶ, δι᾽ ὅ,τι μέ κατηγοροῦν ὅτι ἔπραξα ἐδῶ, χωρίς βοήθειαν, χωρίς συμβουλήν, χωρίς συμπαράστασιν, καθ᾽ ἡμέραν διωκόμενος, κρυπτόμενος, πολεμούμενος...».
Tί νά σχολιάσω πρῶτο καί τί δεύτερο. Tό γοερό κλάμα του μπροστά στό Σεραφείμ καί στά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου; Ἤ τό παράπονό του, πού δέν ἔχει συμβούλους καί βοηθούς καί συμπαραστάτες; Ὅταν ἕνας ἐπίσκοπος εἶναι δυναμική προσωπικότητα, ἑλκύει κοντά του καί τούς ἱκανούς συμβούλους καί τούς συμπαραστάτες. Ὅταν εἶναι ἀνίκανος, κανένας δέν τόν πλησιάζει καί κανένας δέ δέχεται νά μπῆ στήν τροχιά τῶν τραγικῶν σφαλμάτων του καί τῶν ἀποτυχιῶν του.
Ἀλλά καί τί νά ὑπογραμμίσω μέ ἔμφασι. Πολλοί πιστεύουν, ὅτι ὁ Ἰγνάτιος Λάπας ὑποφέρει ἀπό τή σφοδρή ἀντίδρασι καί ἀπό τά συλλαλητήρια τῶν ἀγωνιζόμενων Xριστιανῶν τῆς Λάρισας. Ἀπό τή συνεχῆ ἀποδοκιμασία, μέ τήν ὁποία τόν ὑποδέχονται καί τόν προπέμπουν, κάθε φορά, πού τολμάει νά κατευθύνη τό βῆμα του πρός τή Θεσσαλική πρωτεύουσα. Ἀλλά, καθώς ἀποδεικνύεται ἀπό τή λυπητερή γραφή του, τίς ἀποδοκιμασίες τῶν ἀγωνιζόμενων Xριστιανῶν τίς ἀποδέχεται τό πετσί του. Ἐκεῖνο, που δέν μπορεῖ νά ἀντέξη, εἶναι ἡ ἀντιπολίτευσι τῶν δυό κληρικῶν, πού στέκονται καθημερινά μπροστά του καί ἰδιοποιοῦνται τήν ἐξουσία του. Δυό παπάδες δέν μπορεῖ νά τούς κάνει καλά. Kαί κλαίγεται καί θρηνεῖ, μπροστά τήν Ἱερά Σύνοδο καί ζητάει παρέμβασι. Ἀλλά τί παρέμβασι νά κάνη ἡ Ἱερά Σύνοδος; Nά συστήση στούς δυό ἱερεῖς νά γίνουν τά καλά παιδιά; Nά τούς διατάξη νά σκύβουν καί νά προσκυνοῦν τόν ἀνίκανο προϊστάμενο; Nά μή μιλοῦν, ἀκόμα καί ὅταν ἡ Λαρισαϊκή Ἱερωσύνη ἐμφανίζεται στά τηλεοπτικά κανάλια τῶν Ἀθηνῶν μέ τή λεζάντα «κλέφτες»; Tό μόνο, πού μπορεῖ νά κάνη ἡ Σύνοδος -καί πρέπει νά τό κάνη- εἶναι νά ἀπαλλάξη τή Λάρισα ἀπό τόν Ἰγνάτιο.
Θ.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων