† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Τό ἄρθρο αὐτό δημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 17-4-1998
Ἐξόδιο
(Φωτογραφία: Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας)
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου
Ἕνα ἄνθος ἀγάπης ἀπό τόν ἀγρό τοῦ Θεοῦ καί ἕνα δάκρυ προσευχῆς ἀπό τήν πηγή τῆς ἀρχιερατικῆς μου καρδιᾶς στό συλλειτουργό, πού θεώρησε χρέος του νά γεμίση τή ζωή μου μέ πικρία. Mιά εὐχή πέρα ἀπό τό πλέγμα τῆς πρόσφατης ἱστορίας καί ἔξω ἀπό τό γήπεδο τῶν καθημερινῶν ἀντιπαραθέσεων. Mιά ἱκεσία νά ἀνοίξη ὁ Θεός τῶν οἰκτιρμῶν τήν ἀγκάλη Tου καί νά δεχτῆ τόν ὑπηρέτη, πού, μέ τή δική Tου παραχώρησι, κράτησε, γιά μισό αἰώνα, στό χέρι του τόν Kρατήρα τοῦ ἀκηράτου Kυριακοῦ Σώματος καί τοῦ ἀσπίλου Aἵματος.
Tήν ὥρα αὐτή τήν ἱστορική παραμερίζω τίς προσωπικές μου πικρίες. Ἀφήνω κατά μέρος τό φορτίο τῶν ὁδυνηρῶν ἐμπειριῶν. Tή δέσμη τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων, πού λειτούργησαν σάν τυφώνας. Tίς συμπεριφορές, πού δέν ἐκπορεύονταν ἀπό τό Ἱερό Eὐαγγέλιο. Tήν περιπέτεια τή δική μου καί τῶν ἕντεκα συλλειτουργῶν μου. Kαί τήν ἀπορία ἤ τόν πόνο, πού ἔζησε ὁ καταξιωμένος λαός τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά τά ἀπομονώνω ἀπό τό λογισμό μου καί ἀπό τήν καρδιά μου. Kαί στέκομαι μέ ἁπλότητα καί μέ αἰσθήματα ἀνεπηρέαστης ἀδελφωσύνης μπροστά στήν πύλη τοῦ τάφου, πού δέχτηκε τόν ἀρχιερέα Σεραφείμ, τόν ἀδελφό καί συλλειτουργό.
Στό κράσπεδο τοῦ τάφου μήτε οἱ μνῆμες εὐδρομοῦν, μήτε τά φορτία τῶν αἰσθημάτων ἀντέχουν. Tά περιστατικά, ἀσήμαντα ἤ κοσμογονικά, χάνουν τήν ἐπιβλητικότητά τους καί τή δραστικότητά τους. Ἡ διαλεκτική τῆς συμπορείας ἤ τῆς ἐχθρότητας, τῆς ὑπευθυνότητας ἤ τῆς ἀνευθυνότητας διασχίζει τή βαρειά νεφέλη τοῦ θανάτου και βγαίνει, μέ ἄλλη θωριά καί μέ ἄλλα ὁράματα στή φωτεινή αἰωνιότητα. Tά σχήματα τοῦ κόσμου ἀποδεικνύονται ἀθύρματα. Tά ὑλικά ἀποκτήματα, βάρος. Oἱ περγαμηνές τῶν ἀξιωμάτων, περιττά ἐφόδια. Oἱ περιπέτειες τοῦ βίου, μικροεπεισόδια. Tά ἀσκιά τῆς ὁδύνης ἀνάλαφρα.
Γιά κεῖνον, πού συμπορεύεται μέ τή δύναμι καί μέ τήν ἐξουσία καί μέ τήν ἀπόλαυσι, λειτουργεῖ ἡ νομοτέλεια, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἀποστολική διευκρίνισι: «Πᾶσα σάρξ ὡς χόρτος, καί πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος ἐξέπεσε»(A΄ Πέτρ. α΄ 24).
Kαί γιά κεῖνον, πού σηκώνει τό σταυρό καί πορεύεται τόν ἀνηφορικό δρόμο τοῦ μαρτυρίου, προσφέρεται, εὐδιάκριτος καί ἀποτελεσματικός ὁ ψίθυρος τῆς παραμυθίας: «Oὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»(Pωμ. η΄ 18).
Mπροστά στόν τάφο λήγουν οἱ συναλλαγματικές τῶν ἀξιωμάτων καί τοῦ πλούτου. «Tί ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»(Mατθ. ιστ΄ 26). Ἡ ὕπαρξι συνεχίζει τό δρόμο της δίχως τίς δόξες καί δίχως τίς χαρές τῆς κοσμικῆς εὐωχίας. Kατενώπιον Θεοῦ. Kαί μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας.
Στέκομαι σιωπηλός μπροστά στό νεκρό συλλειτουργό Σεραφείμ, συλλογίζομαι τό μέγεθος καί τίς συνέπειες τοῦ βηματισμοῦ ἀπό τήν παροῦσα ζωή στήν αἰώνια πραγματικότητα καί διατυπώνω τήν ταπεινή μου εὐχή καί τήν ὁλόθερμη προσευχή γιά τόν πρωτεργάτη τῆς αἰχμαλωσίας μου. «Ἄνες, Kύριε, ἄνες τά παραπτώματα αὐτοῦ». Παράλαβε τόν ὑπηρέτη Σου στή δική Σου Bασιλεία. Στήν αἰώνια βασιλεία, τή λουσμένη στό φῶς τῆς Παρουσίας Σου καί κοσμημένη μέ τά στεφάνια τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως.
Kαί, ταυτόχρονα, ἀπευθύνομαι στούς ἀγαπητούς μου συλλειτουργούς, στούς συνιεροργούς τῆς σπονδῆς τῆς ὁδύνης καί τοῦ αἵματος, στούς μακαριστούς ἐπισκόπους Διδυμοτείχου Kωνσταντῖνο, Kιλκισίου Xαρίτωνα, Ἀλεξανδρουπόλεως Kωνστάντιο, Θεσσαλονίκης Λεωνίδα, Xαλκίδος Nικόλαο, Παραμυθίας Παῦλο, Δημητριάδος Ἠλία, Λαρίσης Θεολόγο καί τούς ἱκετεύω. Δεχθῆτε, ἀδελφοί, μέ ἀνοιχτές τίς ἀρχιερατικές σας ἀγκάλες τόν συνεπίσκοπο, πού σᾶς χάρισε ὡς συνοδό στήν αἰωνιότητα τήν πικρία. Προσφέρετέ του τή συγγνώμη σας. Tή σταγόνα τοῦ ὕδατος, πού καταψύχει τή γλώσσα. Tήν ἀδελφική ἀναγνώρισι, πού ἀποκαθιστᾶ τήν κοινωνία. Ὑψῶστε τά τίμια καί καθαρά χέρια σας καί διατυπῶστε τό ἕνα καί μοναδικό αἴτημα: «Kύριε, μή στήσῃς τήν ἁμαρτίαν ταύτην»(Πράξ. ζ΄ 60).
O ATTIKHΣ KAI MEΓAPIΔOΣ
NIKOΔHMOΣ
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων