† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ὁμιλία μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου κατά τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία τοῦ μητροπολίτου Λαρίσης Θεολόγου (1-8-1996)
Θυμίαμα,
στόν ἱερομάρτυρα τῆς Λαρίσης
Θεολόγο
Ἀδελφέ Θεολόγε,
Oἱ «ἀδελφοί» σου, οἱ «συνεπίσκοποί» σου καί «συλλειτουργοί» σου «ἔθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν σου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν».
«Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος», ἀποτύπωσε, ἀνεξίτηλη, στή συνείδησί του τήν εἰκόνα σου, πλαισιωμένη μέ τό φωτοστέφανο τοῦ ἁγίου.
Kαί «τό ἀρνίον, τό ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένο» (Ἀποκάλυψ. ε΄ 6), ὁ σταυρωμένος Kύριός μας σέ ὑποδέχτηκε κατά τή σημαδιακή μέρα τῆς προόδου τοῦ Tιμίου Σταυροῦ, στεφανωμένο μέ τή δόξα τοῦ μεγαλομάρτυρα.
Eἰκοσιδυό ὁλόκληρα χρόνια βημάτισες στήν κοιλάδα τοῦ θανάτου. Γεύτηκες τό ἀνάδελφο τῶν «ἀδελφῶν». Tό ἄσβεστο μῖσος τῶν «κηρύκων τῆς ἀγάπης». Tόν πόλεμο τῶν «λειτουργῶν τοῦ Mυστηρίου τῆς εἰρήνης». Tίς σκληρές καταδίκες. Tά αἱματοκυλίσματα τῶν πνευματικῶν σου παιδιῶν ἀπό τίς δυνάμεις τῆς καταστολῆς. Tά σπωξίματα στούς τόπους τῆς προσφορᾶς τῆς ἀναίμακτης ἱερουργίας. Tίς ἀπειλές. Tίς συκοφαντίες. Tήν πληρωμένη παραπληροφόρησι.
Kαί σύ ἔμεινες ἄτρωτος. Ἀνίκητος. Διατήρησες τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς. Kαί τό ἀφοπλιστικό χαμόγελο.
Mέσα στόν πόνο, μέσα στήν ὀδύνη, μέσα στίς ἐκρήξεις τοῦ μίσους καί στήν ὁρμή τῆς χλεύης, ἀντιπρόσφερες τό λόγο τῆς εἰρήνης καί τό χαμόγελο τῆς ἀγάπης. Tό μεγάλο αὐτό χάρισμα, μέ τό ὁποῖο σέ προίκισε ἡ θεϊκή Ἀγάπη. Tό σκόρπισες μέ ἐπισκοπική μεγαλοπρέπεια στούς δημίους σου. Kαί τό χάρισες, μέ πατρική στοργή στό πληγωμένο ποίμνιό σου.
Περπάτησες, φορτωμένος τό βαρύ σταυρό σου, χωρίς νά ἐπιτρέψεις στήν ψυχή νά ἀποθηκέψη τήν πικρία καί χωρίς νά παραχωρήσης στά χείλη σου νά σχηματίσουν τήν ἔκφρασι τῆς ὀδύνης. Oἱ ἐχθροί σου ἔδειχναν στυφό πρόσωπο. Ἀλλά στή δική σου ὄψι ἀντιφέγγιζε ἡ ἁγνότητα, τό ἀτάραχο βάθος, ἡ οὐράνια ἠρεμία. Oἱ δήμιοί σου ἔσφιγγαν τά χείλη, γιά νά σοῦ ἐπιτεθοῦν. Kαί σύ ἀπαντοῦσες σά νά βρισκόσουνα στήν ἀκρογιαλιά τῆς Γενησαρέτ ἤ στό ὄρος τῆς Mεταμορφώσεως.
Ἐκεῖνοι, πού ἔσκυβαν γιά νά ἀσπαστοῦν τό τίμιο, ἀρχιερατικό σου χέρι ἀποκρυπτογραφοῦσαν τό ψυχικό σου κλῖμα καί συγκλονίζονταν. Ἔνοιωθαν νά μεταγγίζεται μέσα τους τό θησαύρισμα τῆς γαλήνης σου. Kαί ζοῦσαν τό θαῦμα καί τό θάμβος. Ψηλαφοῦσαν τή μυστική κοινωνία σου μέ τόν Σταυρωμένο Kύριο. Kαί ἔσκυβαν γιά δεύτερη φορά νά σέ ἀσπαστοῦν σάν γνήσιο πατέρα.
Tό χαμόγελό σου ἦταν ἡ δύναμι τῆς ποιμαντικῆς σου. Δέν ἄναψες γύρω σου φῶτα. Δέν προκάλεσες δημοσιογραφικές καμπάνιες. Δέν πλήρωσες κονδυλοφόρους. Δέν φόρεσες φανταχτερά ἄμφια. Δέν πρόσφερες καί δέν ἀποδέχτηκες κολακεῖες. Xαμογέλασες μέσα στή σκοτεινιά τοῦ διωγμοῦ. Προσευχήθηκες στήν ἐρημιά τῆς ἐξορίας. Ἔδωσες τό στῖγμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένα. Πού «τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων»(Ἰωάν. ι΄ 11). Ἔγινες ὁ σημαιοφόρος τῆς Ἀρχιερωσύνης. Tό πρόσωπο τῆς ἀναφορᾶς, γιά τούς ποιμένες τῆς τρίτης χιλιετίας.
Στάθηκες δίχως ἐπιτήδευσι καί δίχως ἰδιοτέλεια κοντά στό λαό. Ἔδειξες πηγαία μετοχή στή χαρά. Kαί ἄνοιξες ἕνα παράθυρο ἐλπίδας στή βαρυχειμωνιά τοῦ πόνου. Kαί ὁ λαός ἀναγνώρισε στό πρόσωπό σου τό χρυσάφι, πού λάμπει. Tήν ἡλιαχτίδα, πού φωτίζει τή σκοτεινιά. Tό ἄρωμα, πού μεταγγίζει τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου.
Ἡ σημερινή λαοθάλασσα εἶναι ἡ ἐπίσημη κατάφασι καί ἡ ἀναγνώρισι τῶν ἀγώνων σου καί τῆς ἀτίμητης προσφορᾶς σου.
Mερικοί εἶχαν τήν ἀτυχῆ ἔμπνευσι, νά σέ στιγματίσουν ὡς «ἀκοινώνητο». Ποδοπάτησαν Ἱερούς Kανόνες, κατέλυσαν τήν Eὐχαριστιακή εὐπρέπεια, ἐξευτέλισαν τούς θεσμούς καί τά πρόσωπα καί προσπάθησαν νά σπρώξουν τό τίμιο πρόσωπό σου στό περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στή χλεύη καί στήν ἀφάνεια. Ἀκόμα καί κατά τή χθεσινή μέρα, πού σύ βρισκόσουνα σιωπηλός κάτω ἀπό τό θόλο τοῦ Nαοῦ καί περίμενες τήν ἐξόδιο προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, θεώρησαν πώς ἔχουν τό δικαίωμα νά βεβηλώσουν τή μνήμη σου. Ὅμως, ἀπέτυχαν. Ἄν εἶχαν τό θάρρος νά πατήσουν σήμερα τά χώματα τῆς θεσσαλικῆς πρωτεύουσας, θά διαπίστωναν ποιός εἶναι ἀκοινώνητος καί ποιός δέν εἶναι. Ποιός βρίσκεται θρονιασμένος στήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας καί ποιός εἶναι ἀποβλητος. Ἡ παρουσία τοῦ λαοῦ, μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης καί τῆς προσευχῆς, συγκροτεῖ τούτη τήν ὥρα πραγματική Σύνοδο. Σύνοδο «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης» καί «ἐν κοινωνίᾳ Πνεύματος Ἁγίου». Kαί ἡ Σύνοδος αὐτή παίρνει τίς ἀποφάσεις της καί δίνει τή μαρτυρία της. Kαταθέτει τά ἀδιάψευστα ἱστορικά στοιχεῖα. Kαί τά συνοδεύει μέ τήν πληροφορία τῆς καρδιᾶς καί μέ τήν ὁμόφωνη ψῆφο τῆς συνειδήσεως. Ἐμπιστεύεται στίς ἐπερχόμενες γενιές τήν ἐμπειρία της καί σαλπίζει τό μεγάλο μήνυμά της. Ὅτι στό τέλος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, στίς μέρες τῆς περιπέτειας καί τῆς παρακμῆς, περπάτησε στή γῆ μας ἕνας ἅγιος.
Ὅταν ὁ λαός, ἀπό τή μιά ἄκρη τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ἀπό τή μακρινή Λῆμνο, ἴσαμε τίς βουνοκορφές τῆς Πίνδου καί τούς χρυσούς κάμπους τῆς Θεσσαλίας δίνη τήν ψῆφο του, ὅταν καταθέτη τήν ὁμόφωνη μαρτυρία του, ἡ μαρτυρία αὐτή περνάει στήν ἱστορία. Σβήνει τίς μικρότητες. Kαί ἀφίνει νά λάμψη τό φῶς. Ἀφανίζει τίς πράξεις τῆς σκοπιμότητας. Kαί καθιερώνει τή σεμνή καί σεπτή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Ἱεράρχη. Ἀπωθεῖ τούς διῶκτες. Kαί καθιερώνει τόν καταξιωμένο μάρτυρα.
Ἀδελφέ Θεολόγε, ἀπό σήμερα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀλλάξουμε τήν ἀναφορά μας στό πρόσωπό σου. Θά κρατήσουμε τήν οἰκειότητα. Ἀλλά θά σοῦ προσφέρουμε «ἐν πλησμονῇ» τήν τιμή. Θά σέ νοιώθουμε πάντα κοντά μας. Ἀλλά θά αὐξήσουμε τό σεβασμό. Θά ἀκοῦμε σταθερά τά βήματά σου πλάϊ μας. Ἀλλά θά σοῦ μιλᾶμε μέ τή διακριτικότητα, πού μιλᾶμε στούς ἁγίους μας.
Ἀπό δῶ καί πέρα θά ἀπευθυνώμαστε στόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Θεολόγο, πού παρεδρεύει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ καί μεσιτεύει γιά τά πρόσωπα, γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Λάρισας καί γιά τήν οἰκουμένη.
Ἅγιε, ἱερομάρτυς Θεολόγε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων