† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
†ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ
(1905 - 1988)
Βιογραφικό σημείωμα
Ποιμαντικῶν κόπων καί πνευματικῆς πορείας
Μεγάλο πλῆθος σελίδων χρειάζεται γιά νά περιγράψουν, σέ τίτλους μόνον, τό πολυποίκιλο ἔργο τοῦ μακαριστοῦ Ἱερώνυμου Κοτσώνη, κατά τά χρόνια τόσο τῆς ἱερωσύνης του ὅσο καί τῆς Ἀρχιεπισκοπείας του στόν πρῶτο θρόνο τῶν Ἀθηνῶν! Ὅλα τά ἔργα αὐτά ἦταν καρπός τῆς ποιμαντικῆς ἀνησυχίας του καί τοῦ ἀκούραστου μόχθου του καί τῆς ἐπιστράτευσης πολυπληθῶν συνεργατῶν πού ἀνιδιοτελῶς προσφέρθηκαν γιά νά ὑλοποιήσουν τούς ὁραματισμούς του. Δίνουμε παρακάτω ἕνα τέτοιο ἐπιγραμματικό βιογραφικό τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός.
ΓΕΝΝΗΣΗ-ΣΠΟΥΔΕΣ
1. Ὀνοματεπώνυμον: ΚΟΤΣΩΝΗΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ τοῦ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ
2. Τόπος καί χρόνος γεννήσεως: Ἐν Ὑστερνίοις Τήνου τῇ 25/11(8/12)/1905, υἱός ναυτικῆς οἰκογενείας, ὀρφανός πατρός ἤδη πρίν γεννηθῆ.
3. Σπουδαί: Τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τήν α΄ καί β΄ τάξιν εἰς τήν γενέτειράν του. Τήν γ΄καί δ΄Δημοτικοῦ καί τό Σχολαρχεῖον ἐν Ἀθήναις. Εἰς τήν Ριζάρειον Σχολήν ἀπό τοῦ 1919 μέχρι καί τοῦ 1924.
Ἔλαβε καί τό Θεολογικόν καί τό Παιδαγωγικόν Δίπλωμα μέ ἄριστα.
Ἀπό τοῦ 1924 μέχρι τοῦ 1928 ἐφοίτησεν εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου. Ἔλαβε τό Δίπλωμα τῆς Θεολογίας τόν Μάρτιον τοῦ 1929, ἐπίσης μέ ἄριστα.
Ἀπό τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοῦ αὐτοῦ Πανεπιστημίου τόν Δεκέμβριον τοῦ 1928 ἔλαβε τό Παιδαγωγικόν Δίπλωμα ἐπίσης μέ ἄριστα.
Ἀπό τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔλαβε τό διδακτορικόν Δίπλωμα τό 1939 μέ βαθμόν ἄριστα.
Ἐφοίτησεν εἰς τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου ἀπό τό 1934 μέχρι τό 1935. Εἰς τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βερολίνου ἀπό τό 1935 μέχρι τό 1937 καί εἰς τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βόννης κατά τό θερινόν ἑξάμηνον τοῦ 1937. Τό β΄ ἑξάμηνον τοῦ 1937 ἐφοίτησεν εἰς τά Κολλέγια τοῦ LINCOLN (Μ. Βρετανία) καί τοῦ MIRFIELD (Μ. Βρετανία).
4. Ξέναι γλῶσσαι: Ὁμιλοῦσε καλῶς τήν Γερμανικήν καί Ἀγγλικήν καί μετρίως τήν Γαλλικήν.
ΘΕΣΕΙΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑΣ
5. Θέσεις ὑπευθυνότητας (χρονολογικῶς): Εἰργάσθη ὡς Βοηθός Διευθυντοῦ εἰς τό Τμῆμα Ἐργαζομένων Νέων τῆς Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος Νέων Ἀθηνῶν κατά τό 1926-1928, ὡς Διευθυντής τοῦ Παιδικοῦ Τμήματος τῆς αὐτῆς Ἀδελφότητος ἀπό τοῦ 1928-1934, ὡς εἰδικός Γραμματεύς τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Ἀθηνῶν κατά τά ἔτη 1938 καί 1939. Χειροτονηθείς τό 1939 εἰς διάκονον καί τό 1940 εἰς πρεσβύτερον, διετέλεσε Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τό 1939-1941, ὡς Διευθυντής τοῦ ἐπισήμου Δελτίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Ἐκκλησία», βοηθῶν εἰς τήν ἔκδοσιν καί τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία» κατά τό 1940 καί 1941. Τόν Νοέμβριον τοῦ 1941 ἡ κατοχική Κυβέρνησις Τσολάκογλου τόν ἀπέλυσεν ἐκ τῆς θέσεώς του, ἄνευ γνώσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, οὕτω δέ ὑπῆρξεν ὁ μόνος κληρικός ἐν Ἑλλάδι, ὁ ὁποῖος ἀπελύθη δυνάμει τοῦ κατοχικοῦ ἐκείνου νόμου. Μετά τήν κατοχήν, καίτοι εἶχε τό δικαίωμα, δέν ἠθέλησε νά ἐπανέλθῃ εἰς τήν θέσιν τοῦ Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως, καίτοι κληθείς, δέν εἶχε θελήσει νά διορισθῇ καθηγητής εἰς τήν ἐπί κατοχῆς ἱδρυθεῖσαν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὑπηρέτησε κατά τό 1940 καί 1944 ὡς ἐφημέριος τοῦ Νοσοκομείου «Εὐαγγελισμός», κατά δέ τά ἔτη 1941-1943 ὡς καθηγητής εἰς τήν ἰδιωτικήν Ἀνωτάτην Σχολήν, τήν «Σχολήν Γενικῶν Σπουδῶν» Ἀθηνῶν, ὅπου ἐδίδαξεν Ἐκκλησιαστικήν Ἱστορίαν καί Ἐκκλησιαστικήν Γραμματολογίαν, ἀπό τοῦ 1946-1967 ὡς Πρωθιερεύς τῶν Βασιλικῶν Ἀνακτόρων καί ἀπό τοῦ 1959-1967 ὡς καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς Ποιμαντικῆς εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἐκλεγείς παμψηφεί. Τέλος, διετέλεσεν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος ἀπό τοῦ 1967-1973.
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
6. Συγγραφική δρᾶσις: Μέ τά ἐκδοθέντα συγγράμματα, τάς ἐργασίας, τά δημοσιευθέντα ἄρθρα κ.λ.π. θά ἀσχοληθοῦμε ἐκτενῶς σε ἄλλη ἀνάρτηση.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ Ή ΑΛΛΗ ΔΡΑΣΗ
7. Κοινωνική ἤ ἄλλη δρᾶσις (χρονολογικῶς): Ἡ δρᾶσις του εἶχεν ἀρχίσει ἀπό τά συνήθη εἰς ζωηρούς μαθητάς φτερουγίσματα. Εἰς τήν Ριζάρειον, ὅπου κατόπιν διαγωνισμοῦ εἶχεν εἰσαχθῆ ὡς ὑπότροφος τῆς Ριζαρείου Περιουσίας, τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ μακαρίτου συμμαθητοῦ του Ἐμμανουήλ Γ. Μυτιληναίου, μετέσχεν εἰς τήν ἵδρυσιν ἑνός Συλλόγου ὑπό τήν ἐπωνυμίαν «ὁ Ἀπόστολος Παῦλος», μέ σκοπόν τήν ... «ἀνακαίνισιν τῆς Ἐκκλησίας»! Μέ μίαν μικροτέραν ὁμάδα, εἰς τήν ὁποίαν μετεῖχε καί ὁ ἱεροδιάκονος τότε καί μετέπειτα Μητροπολίτης Τύρου καί Σιδῶνος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας κ. Παῦλος Χούρη, ἐξέδωκαν καί περιοδικόν μέ τίτλον «ἡ Πανελλήνιος Ἐλπίς».
Διανύων τό τελευταῖον ἔτος τῆς Ριζαρείου (1923-1924), τῇ προτροπῇ τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, ἐνεγράφη ὡς τακτικόν μέλος τῆς «Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος Νέων» (Χ.Α.Ν.). Ἐν συνεχείᾳ ὡς φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπό τοῦ 1924 μετέσχε τῆς δράσεως τοῦ φοιτητικοῦ Τμήματος τῆς Χ.Α.Ν. Οὕτως, ὁμοῦ μετ’ ἄλλων μελῶν τοῦ Τμήματος ἐδίδασκεν ἐθελοντικῶς εἰς τό νυκτερινόν καί τό Κυριακόν Σχολεῖον (εἶδος Κατηχητικοῦ) τοῦ συνοικισμοῦ «Δουργοῦτι», μετεῖχε δέ τῆς ψυχαγωγικῆς καί μορφωτικῆς Ὁμάδος, ἡ ὁποία τό ἀπόγευμα ἑκάστης Κυριακῆς ἐπεσκέπτετο τούς νεαρούς κρατουμένους τοῦ «Ἐφηβείου Ἀβέρωφ». Ἐπίσης μετεῖχεν εἰς τήν προσπάθειαν πρός καθιέρωσιν εἰδικῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν διά μαθητάς Γυμνασίου, αἱ ὁποῖαι ἐτελοῦντο εἰς τό Παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, τῆ εὐλογίᾳ καί ἐνθαρρύνσει τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσοστόμου τοῦ Α΄. Διά νά ἐπιτευχθῇ δέ ἡ ἐνεργοτέρα συμμετοχή τῶν μαθητῶν εἰς τάς «Παιδικάς Λειτουργίας», ὅπως τάς ὠνόμασαν, διωργάνωσε πρός τόν σκοπόν τοῦτον παιδικήν ἐκκλησιαστικήν χορωδίαν, τήν ὁποίαν καί διηύθυνεν ἐθελοντικῶς καί ἡ ὁποία ἔψαλλεν κατά Κυριακήν εἰς τήν Θ. Λειτουργίαν εἴτε αὐτή ἐτελεῖτο εἰς τό ἀρχιεπισκοπικόν παρεκκλήσιον, εἴτε εἰς ἐξωκκλήσια, ὁσάκις αὕτη συνεδυάζετο μέ ἐκδρομάς.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἀπό τοῦ 1926 προσελήφθη ὡς ἔμμισθος βοηθός Διευθυντοῦ τοῦ Τμήματος Ἐργαζομένων Νέων τῆς Χ.Α.Ν. καί ἀπό τοῦ 1928 μετά τήν λῆψιν τοῦ πανεπιστημιακοῦ του διπλώματος, ὡς Διευθυντής τοῦ Παιδικοῦ καί Νεανικοῦ της Τμήματος. Χάρις εἰς τήν ἀγάπην του πρός τούς Νέους τό Τμῆμα του, ἐν συγκρίσει πρός τά πενιχρά διαθέσιμα μέσα, συνεκέντρωσε σημαντικόν ἀριθμόν μελῶν, ὑπερβάντα σημαντικῶς τά χίλια. Ὡς Διευθυντής τοῦ Τμήματος τούτου, διωργάνωσε καί διηύθυνε τάς ἐν Βαρκίζῃ καί Φανερωμένῃ Σαλαμῖνος τότε πρό τινων μόλις ἐτῶν ἐμφανισθείσας καί ἐν Ἑλλάδι θερινάς Κατασκηνώσεις παιδιῶν καί νέων.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΠΟΥΔΕΣ
Ἀπό τό φθινόπωρον τοῦ 1934 μέχρι τοῦ τέλους περίπου τοῦ 1937, ἐκτός τῆς συμμετοχῆς εἴς τινα Συνέδρια δέν ἐσημείωσεν ἰδιαιτέραν τινα δρᾶσιν, μετεκπαιδευόμενος εἰς Γερμανίαν καί Ἀγγλίαν ὡς ὑπότροφος τοῦ Μανουσείου Κληροδοτήματος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Περί τό τέλος τοῦ 1937 ἐκλήθη εἰς Βερολῖνον ὑπό τοῦ καθηγητοῦ H. LIETZMANN, ὁ ὁποῖος ἐξ ὀνόματος τῆς σχηματισθείσης Ἐπιτροπῆς πρός ἔκδοσιν τῶν Χριστιανικῶν Ἐπιγραφῶν τῆς Ἑλλάδος τοῦ ἀνέθεσε τήν εἰδικήν Γραμματείαν αὐτῆς. Ἐπανελθών εἰς Ἑλλάδα, ἀνέλαβεν ἀμέσως τήν συμπλήρωσιν τοῦ ὑπάρχοντος χριστιανικοῦ ἐπιγραφικοῦ ὑλικοῦ τῆς Πελοποννήσου, τό ὁποῖον ἐξεδόθη ἀργότερον ὑπό τῶν καθηγητῶν Ν. Βέη καί Γ. Σωτηρίου.
ΕΡΓΑ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Ἐκτός τῆς Γραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Διευθύνσεως τοῦ Περιοδικοῦ «Ἐκκλησία», τοῦ ἀνετέθη ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου καί ἡ διοργάνωσις τῆς «Προνοίας Στρατευομένων» (1940-1941). Τῆς ὑπηρεσίας ταύτης πολύ πρό τῆς ἐκρήξεως τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου εἶχεν ἐκπονήσει τό σχέδιον δράσεως, προβλέπων ὡς ἀναπόφευκτον τήν ἐμπλοκήν τῆς Χώρας μας εἰς τήν γενικήν ρῆξιν. Διά τῆς Ὀργανώσεως ταύτης ἡ Ἐκκλησία συμπαρέστη εἰς τόν ἀγωνιζόμενον Λαόν Της. Ἐκραγέντος τοῦ πολέμου, τήν 28/10/40 ὑπέβαλεν εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον τό σχέδιον, ὁ ὁποῖος τό ἐνέκρινε καί τοῦ ἀνέθεσε τήν διοργάνωσιν. Οὕτως ἱδρύθη ἡ «Πρόνοια Στρατευομένων», ἡ ὁποία κατόπιν ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ ἐξειλίχθη εἰς τόν «Ἐθνικόν Ὀργανισμόν Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης» (Ε.Ο.Χ.Α.).
Κατά τά ἔτη τῆς Κατοχῆς, ἐκτός τῆς ὑπηρεσίας του εἰς τό Νοσοκομεῖον «Εὐαγγελισμός», μετ’ ἄλλων φίλων του εἰργάσθη ἐθελοντικῶς διά τήν διοργάνωσιν ἔργου Προνοίας καί κυρίως «συσσιτίων» δι’ ἀπόρους καί παιδιά ὑπό τοῦ Συλλόγου Ἐσωτερικῆς Ἱεραποστολῆς «ὁ Ἀπόστολος Παῦλος», διά τήν συνέχισιν τῆς ἐκδόσεως τοῦ περιοδικοῦ «Ἀκτῖνες» καί ἐκ παραλλήλου διά τήν ἠθικήν τόνωσιν καί τήν κατά τῶν κατακτητῶν ἀντίστασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ
ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΒΕΛΗΝΕΚΟΥΣ
Μετά τήν ἀπελευθέρωσιν, ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος (1950-1956) τοῦ ἀνετέθησαν διάφοροι ἐξορμήσεις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἡ διά τό «δέμα τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ», ἡ διά τήν «ἀνοικοδόμησιν τῶν χιλίων ἐκ τῆς Κατοχῆς καί τοῦ Συμμοριτοπολέμου κατεστραμμένων Ναῶν» καί ἡ ἀνά τήν ὑφήλιον διαμαρτυρία κατά τῆς ὑπό τῶν κομμουνιστῶν ἁρπαγῆς τῶν 28.000 Ἑλληνοπαίδων. Ἡ ἐξόρμησις αὕτη εἶχε παγκοσμίως τεραστίαν ἐπιτυχίαν, ἀρκεῖ νά σημειωθεῖ ὅτι ἐδημοσιεύθησαν εἰς τόν παγκόσμιον Τύπον ἄρθρα ἤ σχόλια ἤ ἐγένοντο σχετικαί ἐκπομπαί ἀπό ραδιοφώνου καί τηλεοράσεως περί τάς δεκαπέντε χιλιάδες. Ὑπό τοῦ αὐτοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ ἀνετέθη ἡ Γενική Γραμματεία τῆς Πανελληνίου Ἐπιτροπῆς Ἀπελευθερώσεως τῆς Κύπρου, μέ τήν εἰδικήν ἐντολήν, ὅπως τό Κυπριακόν ἀπό ἐνδοκυπριακή ὑπόθεσις καταστῇ πανελλήνιον καί ἐν συνεχείᾳ ἐξελιχθῇ εἰς παγκόσμιον πρόβλημα, ἅπερ καί ἐπετεύχθησαν.
«ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ», «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΣ» ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Ἐπίσης μετά τήν ἀπελευθέρωσιν, ὑπό τῆς «Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων» τοῦ ἀνετέθη ἡ διοργάνωσις τῆς εὐρείας κυκλοφορίας τῆς «Διακηρύξεώς» της καί ἡ ὑπό ἐπιστημόνων παγκοσμίου κύρους (Νόμπελ κλπ.) συνυπογραφή τῆς «Δηλώσεώς» της. Μετά ταῦτα κατά τό διάστημα τοῦ συμμοριτοπολέμου, ὡς μέλος τῆς διοικήσεως τοῦ Συλλόγου «Ἑλληνικόν Φῶς», εἰργάσθη συλλογικῶς διά τήν διοργάνωσιν κυρίως διαφωτιστικῶν ἐξορμήσεων περί τοῦ νοήματος τοῦ διεξαγομένου Ἀγῶνος, κατά τάς ὁποίας τῇ βοηθείᾳ καί τῆς Ἀδελφότητος «Ζωή» ἐγένοντο περί τάς τριάκοντα χιλιάδας ὁμιλίαι καί ἐκυκλοφόρησαν δωρεάν ἑκατοντάδες χιλιάδες σχετικῶν ἐντύπων. Ἀφ’ ἑτέρου, εἰργάσθη διά τήν ἀνάπτυξιν προνοιακῆς ἐργασίας τόσον ἐν Ἀθήναις ὅσον καί εἰς τάς Ἐπαρχίας, πρός ἀνακούφισιν τῶν ὑπό τοῦ συμμοριτοπολέμου πληττομένων οἰκογενειῶν. Ὁμοίως, διωργάνωσε τάς Ὑπηρεσίας τοῦ ἐκδοτικοῦ Οἴκου «Δαμασκός» καί τήν κυκλοφορίαν τῶν ἐκδόσεών του, ἔχων δέ τήν εὐθύνην τῆς κυκλοφορίας τοῦ ὀργάνου τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, κατώρθωσε νά ἀναβιβάσῃ τήν κυκλοφορίαν του εἰς 45 χιλιάδας ἀντιτύπων, πρᾶγμα τό ὁποῖον διά τοιούτου εἴδους περιοδικά ὑπῆρξε καί εἶναι ἀκόμη ρεκόρ.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Κατά τό διάστημα τῆς καθηγεσίας του εἰς τό Πανεπιστήμιον τῆς Θεσσαλονίκης (1959-1967), παραλλήλως πρός τήν ἐκτέλεσιν τῶν εἰς αὐτό καθηκόντων του, ἐξηκολούθησε νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του εἰς τά ἑξῆς ἔργα:
Τάς κατά Κυριακήν μεταδιδομένας ἀπό ραδιοφώνου ὁμιλίας του. Ἄρθρα του καί ἄλλην συνεργασίαν εἰς τό ὄργανον τῆς «Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων» «Ἀκτῖνες». Τήν ἐπεξεργασίαν τῶν καθ’ ἑβδομάδα διδομένων θεμάτων εἰς τούς ἐν Ἀθήναις «Κύκλους» τοῦ «Ἑλληνικοῦ Φωτός», τοῦ ὁποίου ἐτόνωσε τήν δρᾶσιν τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ Κύκλων του. Ὁμοίως, συμπαρίστατο εἰς τό ἐκεῖ ἔργον ἀφ’ ἑνός μέν τῆς Βασιλικῆς Προνοίας τῶν Βορείων Ἐπαρχιῶν Ἑλλάδος, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς «Ἑταιρείας Προστασίας Ἀποφυλακιζομένων» ὡς μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου της. Ὡς καθηγητής δέ τοῦ Πανεπιστημίου, μετεῖχε τοῦ Συμβουλίου τῶν ἐκεῖ «Φοιτητικῶν Ἑστιῶν» τοῦ Βασιλικοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος, εἶχεν ἀναλάβει τήν διοργάνωσιν μιᾶς πανεπιστημιακῆς Ὑπηρεσίας πρός χάριν τῶν ἀλλοδαπῶν φοιτητῶν τοῦ Πανεπιστημίου καί εἶχε διοργανώσει ἀφ’ ἑνός μέν μίαν ἐπίσκεψιν τῶν καθηγητῶν τῆς Σχολῆς εἰς τήν Σοβιετικήν Ἕνωσιν, ἀφ’ ἑτέρου δέ μίαν διά στρατιωτικῶν ἀεροπλάνων ἐκδρομήν τῶν τελειοφοίτων τῆς Θεολογίας εἰς Οὐγκάνταν καί μίαν εἰς τούς Ἁγίους Τόπους.
Ποιμαντικοί κόποι καί πνευματική πορεία του ὡς Ἀρχιεπισκόπου
ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
ΤΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ
Τά πεπραγμένα του ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος εἶναι ἀδύνατον νά συμπεριληφθοῦν εἰς τό παρόν βιογραφικόν σημείωμα, ἔστω καί ἐν μεγίστῃ συντομίᾳ. Δι’ αὐτό οἱ θέλοντες νά τά πληροφορηθοῦν δύνανται νά ἀνατρέξουν ἀφ’ ἑνός μέν εἰς τούς ὀγκώδεις Τόμους τοῦ περιοδικοῦ «’Εκκλησία» τῶν ἐτῶν 1967-1973, ἀφ’ ἑτέρου δέ εἰς τάς ἑξῆς ἐκδόσεις, καταλαμβανούσας ἐν τῷ συνόλῳ ὑπέρ τάς 1300 σελίδας, ἤτοι: 1) «1829 ἡμέραι εἰς τό Πηδάλιον», Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1972, σελίδες 288, 2) «Εἰς τό Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας», Τόμος Β΄, τεύχη Α΄ καί Β΄, ἐν Ἀθήναις 1975, σελίδες 576 καί 92, 3) «Περί τοῦ οἰκονομικοῦ προβλήματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ἐν Ἀθήναις 1975, σελίδες 154 καί 4) «Τό Δρᾶμα ἑνός Ἀρχιεπισκόπου», ἔκδοσις Ε΄, ἐν Ἀθήναις 1976, σελίδες 192.
ΚΑΙΝΟΦΑΝΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ
Ἐνταῦθα, χάριν συντομίας, θά ἀπαριθμηθοῦν μόνον ὅσα ἐκ τῶν πεπραγμένων ἦσαν καινοφανῆ εἴτε ἐν τῇ Ἀρχιεπισκοπῇ Ἀθηνῶν, εἴτε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος γενικώτερον.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ
ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΚΛΑΔΟΙ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ
Α΄ Ἐν τῇ Ἀρχιεπισκοπῇ Ἀθηνῶν: Ἡ ὀρθολογική ὀργάνωσις τῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς εἰς Διευθύνσεις, Τμήματα καί Γραφεῖα, ὥστε νά εἶναι εὐχερής ἡ παρακολούθησις, ἡ προαγωγή καί ὁ ἔλεγχος τοῦ διεξαγομένου ἔργου. Ἡ ἵδρυσις νέων Γραφείων, ὅπως τό τοῦ Προσωπικοῦ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, τό ὁποῖον εἶχε τά στοιχεῖα ἅπαντος τοῦ προσωπικοῦ της, ἤτοι ἱερέων, διακόνων, ὑπαλλήλων κλπ. Τό τοῦ Ἐλέγχου Κληρικῶν, τό ὁποῖον περιέστελλε τόν ἐπί ζημίᾳ τοῦ ράσου τρόπον ζωῆς ὡρισμένων εἴτε ψευδοκληρικῶν, εἴτε κληρικῶν οὐχί ἀμέμπτου ἠθικοῦ βίου. Τό τῆς Ποιμαντικῆς τῆς Οἰκογενείας. Τό τῆς Ποιμαντικῆς τῶν Ἀποδήμων καί τῶν ἐν τῇ Διασπορᾷ τέκνων τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό τῆς Ποιμαντικῆς μερίμνης τῶν ἐν Φυλακαῖς. Τό τῆς Ποιμαντικῆς τῶν ἰδιαιτέρως εὐπαθῶν περιοχῶν. Τό τῆς προαγωγῆς τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Νεότητος. Τό τῆς ψυχαγωγίας τῆς εἰς 13 Κέντρα Νεότητος τῶν ἐνοριῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, με ἐκπαιδευθέντα εἰδικῶς ἐθελοντικά στελέχη εἰς σχετικόν Φροντιστήριον διά τούς Ἀρχηγούς τῶν Κέντρων καί Ἀρχηγούς Κατασκηνώσεων. Τό τῆς στοργῆς καί μερίμνης ὑπέρ αὐτῆς.
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΕΡΓΟ
Ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἤλλαξεν ἐκ θεμελίων μορφήν ἦτο τό Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμεῖον. Ἀντί δηλαδή νά τό ἀναζητοῦν οἱ ἔχοντες ἀνάγκην καί ἀντί νά δίδεται ἑκάστοτε ἕνα συνήθως μικρόν κέρμα εἰς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν, τό Γενικόν Φιλόπτωχον ὠργανώθη ὡς Χριστιανική Ἀλληλεγγύη, δηλαδή ὡς μία Ὑπηρεσία στοργῆς καί ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀνεζήτει τήν δυστυχίαν, ἐξηκρίβωνε τάς ἀνάγκας της καί προσεπάθει νά τάς θεραπεύση. Ἰδιαιτέρως ἡ Ὑπηρεσία αὕτη, κατόπιν εἰδικῆς ἐρεύνης, κατά τήν ὁποίαν διεπιστώθη ὁ ἀριθμός τῶν ἀπόρων ὑπερηλίκων ἐν τῇ περιφερείᾳ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἔστρεψε τήν προσοχήν της εἰς τούς γέροντας καί κατήρτισε τήν «Εἰδικήν Μέριμναν Ὑπερηλίκων», τήν Ε.Μ.Υ. Διά τῆς Ε.Μ.Υ., εἰς τήν ὁποίαν προσέφεραν ἐθελοντικῶς τάς ὑπηρεσίας των τρισήμισυ χιλιάδες ἐθελόντριαι κυρίαι, ἱδρύθησαν 85 «Σπίτια Γαλήνης Χριστοῦ», εἰς τά ὁποῖα εὗρον στοργήν καί ἀγάπην ὅλοι οἱ ἄποροι γέροντες τῆς περιφερείας τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί οὕτως εἶχεν ἐξαφανισθῆ ἡ ἐπαιτεία ἀπό τήν Πρωτεύουσαν. Τά «Σπίτια Γαλήνης Χριστοῦ» παρέχουν εἰς τούς γέροντας φαγητόν, ἄνετον διαμονήν κατά τήν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, κάποιαν ψυχαγωγίαν, ἐκδρομάς τινας, τό δέ θέρος ἀκόμη καί δεκαήμερον ἐξοχικήν διαμονήν. Τόν θεσμόν αὐτόν τόν παρηκολούθησεν ἡ Τῆνος ἐκ τοῦ πλησίον, καθότι εἰς τάς ἐγκαταστάσεις τῆς Ἱερατικῆς της Σχολῆς ἐφιλοξενοῦντο κατά τούς θερινούς μῆνας περί τούς ἑκατόν γέροντας ἀνά δεκαήμερον. Ἡ Ε.Μ.Υ. ἵδρυσεν ἐπίσης 2 «Στέγας» κατακοίτων ὑπερηλίκων, διά τούς μονίμως ἐν ἀκινησίᾳ γέροντας, ὡς ἐπίσης καί πέντε «Κινητάς Μονάδας Περιθάλψεως Κατακοίτων», ἑκάστη τῶν ὁποίων διέθετεν αὐτοκίνητον καί εἰδικευμένον προσωπικόν διά τήν κατ’ οἶκον ἐπίσκεψιν καί περιποίησιν τοῦ σοβαρῶς ἀσθενήσαντος γέροντος.
Ἐπίσης ἐντελῶς νέον ἦτο τό ἀποκληθέν «Κίνημα Ἀγάπης». Ἡ ἀποστολή του συνίστατο εἰς τό νά συλλέγῃ παλαιά καί ἄχρηστα διά κατόχους των ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ἐπισκευαζόμενα, ἤ μετασκευαζόμενα εἴτε διετίθεντο πάλιν εἰς ἀπόρους, εἴτε ἐπωλοῦντο καί τά εἰσπραττόμενα διετίθεντο εἰς ἔργα ἀγάπης. Ἐνδεικτικῶς σημειοῦται ὅτι εἰς τήν ἐν Νέᾳ Σμύρνῃ δοκιμαστικήν συλλογήν τῆς 10/5/1970 τά συλλεγέντα εἴδη ἐγέμισαν περί τά χίλια (1000) μεγάλα φορτηγά στρατιωτικά αὐτοκίνητα.
Ἐπί τῆς Ἀρχιεπισκοπείας του ὡσαύτως ὠργανώθη κάτι τό ὁποῖον διά πρώτην φοράν ἔγινεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας. Ἐξεδηλώσαμεν ἡμεῖς τήν ἀγάπην μας πρός τούς ἐκτός τῶν συνόρων τῆς χώρας μας ἔχοντας ἀνάγκην βοηθείας, ἐνῶ μέχρι τότε εἴχαμεν συνηθίσει να δεχώμεθα ἐκδηλώσεις διεθνοῦς καί διεκκλησιαστικῆς ἀλληλεγγύης.
Οὕτως εἰς τήν περίπτωσιν τῶν παιδιῶν τῆς Μπιάφρα, πού ἀπεδεκατίζοντο ἀπό τήν ἀσιτίαν, ἡ Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν ἔστειλε δι’ αὐτά 300.000 κονσέρβας κρέατος, αἱ ὁποῖαι συνελέγησαν εἰς τήν περιφέρειάν της. Ἡ ἑπομένη διεθνής ἐκδήλωσις ἀγάπης ἦτο πρός τούς πλημμυροπαθεῖς τῆς Ρουμανίας. Εἰς αὐτήν ἡ Ἐκκλησία μας τόσον ἀπό ἀπόψεως μεγέθους ὅσον καί ἀπό ἀπόψεως τρόπου προσφορᾶς ἦλθε παγκοσμίως πρώτη. Τεραστία ἐπίσης ἦτο ἡ προσφορά κονσερβῶν διά τούς πληγέντας ἐκ τοῦ τυφῶνος κατοίκους τοῦ Πακιστάν. Πρός αὐτούς ἐστάλησαν 1.200.000 κονσερβῶν. Ὁμοίως εἰς τούς πλημμυροπαθεῖς τῆς Μοζαμβίκης ἡ Χώρα μας καί ἡ Ἐκκλησία μας ἦλθε καί πάλιν πρώτη εἰς μέγεθος, ὄγκον καί ποιότητα προσφορᾶς, ἀποσταλέντων 218 τόννων τροφίμων, ἱματισμοῦ και φαρμάκων.
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Τό ἐπίσης νέον εἰς τήν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν ἦτο ἡ εἰδική μετεκπαίδευσις καί ἡ πνευματική τόνωσις, ἡ ὁποία παρείχετο εἰς τούς κληρικούς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί εἰς σημαντικόν μέρος τοῦ λοιποῦ ἐμμίσθου ἤ ἐθελοντικοῦ προσωπικοῦ αὐτῆς διά τοῦ ἱδρυθέντος ἐν Ἁγίᾳ Παρασκευῇ «Πνευματικοῦ Κέντρου ἡ Βηθλεέμ», ὡς καί ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Πεντέλης.
Ἐντελῶς νέον ἐπίσης ἦτο τό ἱδρυθέν Γραφεῖον Εὑρέσεως Ἐργασίας, τό ὁποῖον ἐτακτοποίησεν ὑπέρ τά δύο τρίτα τῶν προσελθόντων εἰς αὐτό πολυαρίθμων ἀνέργων.
Τό ἐπίσης νέον ἦτο ἡ ὑπέρ τῶν ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μέριμνα, τόσον ἀπό ἀπόψεως ἐπανδρώσεως διά ἱκανῶν καί τελείως ἀφιερωμένων προσώπων, ὅσον καί ἀπό ἀπόψεως βελτιώσεως τῶν ἐγκαταστάσεών των. Ἱδρύθησαν δέ τέσσαρες νέαι Μοναί, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μέν μία εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τήν προαγωγήν τοῦ ἔργου τῆς Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, ἡ ἄλλη εἰς τήν καλλιέργειαν τῆς Ἁγιογραφίας καί ἡ Τρίτη εἰς τήν ἐκπαίδευσιν εἰδικευμένου προσωπικοῦ διά τήν ἐπάνδρωσιν τῶν παιδικῶν Ἱδρυμάτων τῆς Ἐκκλησίας.
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Β΄ Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος γενικώτερον:
ΝΕΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ
Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του, καί συγκεκριμένως το 1969, μετά εἰκοσιέξ ἐτῶν ἰσχύν τοῦ Κατοχικοῦ Καταστατικοῦ Νόμου τῆς Ἐκκλησίας, ἐψηφίσθη ἐπί τέλους ὁ νέος Καταστατικός της Χάρτης. Οὗτος, διά πρώτην φοράν μετά τό 1821, παρεχώρησεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν δικαιώματα, τά ὁποῖα παρ’ ὅλους τούς ἀγῶνας, τούς ὁποίους αὕτη εἶχε μέχρι τότε διεξαγάγει, οὐδέποτε εἶχεν ἐπιτύχει. Τά πλεονεκτήματα ταῦτα εἶναι πολλά, τό σπουδαιότερον τῶν ὁποίων εἶναι τό δικαίωμα τό ὁποῖον ἐδόθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά ρυθμίζῃ τά ζητήματά της μόνη της, χωρίς οὐδεμίαν μεσολάβησιν τῆς Πολιτείας. Καί τό ἀκόμη σπουδαιότερον ἦτο ὅτι αἱ ἀποφάσεις αὐταί τῆς Ἐκκλησίας διά τά ζητήματά της ἦσαν ἰσόκυροι με τούς Νόμους τῆς Πολιτείας καί ὅλα τά Δικαστήρια τῆς Χώρας ἦσαν ὑποχρεωμένα να τούς ἐφαρμόζουν. Οὕτω, συμφώνως πρός τόν Καταστατικόν Χάρτην τοῦ 1969, ἡ Ἐκκλησία διά τήν ρύθμισιν ὅλων σχεδόν τῶν ζητημάτων της δέν ἦτο πλέον ὑποχρεωμένη νά ζητῇ ἀπό τήν Πολιτείαν νά ἐκδίδωνται Νόμοι ἤ Διατάγματα ἤ Ὑπουργικαί Ἀποφάσεις. Αἱ Ἀποφάσεις τῆς ἰδίας, δημοσιευόμεναι εἰς τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, εἶχαν πλέον τήν ἰσχύν Νόμου.
Ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία, συμφώνως πρός τόν Καταστατικόν Χάρτην τοῦ 1969, ἀπέκτησε τό δικαίωμα νά διορίζῃ τά Συμβούλιά Της καί τάς Ἐπιτροπάς Της καί ἅπαν τό παντός εἴδους προσωπικόν Της, ἐνῶ προηγουμένως ὅλα αὐτά ἐγίνοντο ὑπό τῆς Πολιτείας, ὄχι δέ σπανίως καί ἐν πλήρει ἀγνοίᾳ τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ἐπί τῆς ἀρχιεπισκοπείας του ἐπίσης, μετά πολλάς προσπαθείας, ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως κατωρθώθη νά ἀναληφθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐπί 150 ἔτη τήν κατεκράτει ζηλοτύπως τό Κράτος. Ὁμοίως, ἡ ἐποπτεία πρός ἐκτέλεσιν τῶν τεχνικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἔργων ἀνελήφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ προηγουμένως ἡ ἁρμοδιότης αὕτη ἦτο κατατετμημένη εἰς διαφόρους Κρατικάς Ὑπηρεσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά καθυστερῇ ἡ πρόοδος τῶν ἔργων ἐπί σειράν ἐτῶν.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Ἐξαιρετικῶς σπουδαῖον ἦτο, ἐπίσης, ὅτι διά τήν διοίκησιν, διαχείρισιν, ἐκμετάλλευσιν καί διάθεσιν τῆς περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Καταστατικός Χάρτης τοῦ 1969 καθώριζεν ὅτι “οὐδεμία συγκατάθεσις ἤ ἄδεια οἱασδήποτε πολιτικῆς ἀρχῆς ἀπαιτεῖται”, ἐνῶ προηγουμένως ἐπί ἑκατόν πενῆντα χρόνια καί διά τό παραμικρόν ἀπῃτεῖτο ἡ ἔγκρισις τῆς Πολιτείας.
Τό ἀπολύτως νέον καί ἐντελῶς πρωτότυπον ἦτο ἡ ἐργώδης καί κολοσσιαία εἰς ὄγκον καί ἀπιστεύτως σπουδαία διά τήν ἀνεξαρτητοποίησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος ἐργασία, ἡ ὁποία εἶχεν ἐπί τῆς Ἀρχιεπισκοπείας του ἀρχίσει διά τήν καταγραφήν, τήν κτηματογράφησιν καί τήν ἀξιοποίησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Πρός τοῦτο, ὄχι μόνον ἀναδιωργανώθη ἐκ βάθρων ὁ Ο.Δ.Δ.Ε.Π., ἀλλ’, ἵνα ἀπαλλαγῇ οὗτος τῶν γνωστῶν γραφειοκρατικῶν δεσμεύσεων, αἱ ὁποῖαι ὑφίστανται δι’ ἅπαντα τά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ἵδρυσεν οὗτος ἰδικήν του Ἑταιρείαν, ἡ ὁποία μέ τήν εὐκινησίαν τήν ὁποίαν παρέχουν εἰς τάς Ἑταιρείας οἱ Νόμοι, ἦτο εἰς θέσιν νά ἐπιτύχῃ ταχύτερον τοῦ σκοποῦ, ἤτοι τήν ἀξιοποίησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἡ ὁποία ὑπολογίζεται ὅτι πρέπει νά περιλαμβάνῃ περί τάς 30.000 ἤ ἴσως καί 50.000 ἀκινήτων.
Ἡ Ἑταιρεία αὕτη, ὀνομασθεῖσα “Ἑταιρεία Προγραμματισμοῦ καί Ἀναπτύξεως”, εἶχεν ἐπανδρωθῆ μέ τό πλέον ἐξειδικευμένον προσωπικόν, τό ὁποῖον εἶχεν ἀρχίσει νά ἐπιτελῇ ἕνα μεγαλόπνοον ἔργον. Μέ τήν βοήθειαν δέ καί ξένων εἰδικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχον μετακληθῆ ἐκ τοῦ Ἐξωτερικοῦ, ἐντός τριετίας ἡ Ἐκκλησία θά εἶχεν τήν δυνατότητα νά καταρτίσῃ πλῆρες καί πολύπλευρον πρόγραμμα ἀξιοποιήσεως τῆς τεραστίας περιουσίας της. Ἀτυχῶς, διά τήν Ἐκκλησίαν, μετά τήν ἀπό τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου παραίτησίν του, ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία οὐσιαστικῶς διέλυσε τήν Ἑταιρείαν καί ἐσταμάτησε τό ἔργον της, οὕτω δέ ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἀπόψεως οἰκονομικῆς ἔγινε καί πάλιν “ὁ πάμπλουτος ἐπαίτης”.
ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ
Πρός καλυτέραν δέ καί πλέον συστηματικήν μελέτην ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, τά ὁποῖα ἑκάστοτε προσάγονται ἐνώπιον τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἤ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, καί πρός πλέον δημοκρατικήν διαμόρφωσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως, διά νά μή καταλήγουν δηλαδή ὅλα τά ζητήματα εἰς τόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπον, ἐπί τῆς Ἀρχιεπισκοπείας του, διά τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ 1969, καθιερώθη ὁ θεσμός τῶν δέκα Μονίμων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν μετά τῶν Γραφείων των. Εἰς τάς Μονίμους ταύτας Συνοδικάς Ἐπιτροπάς κατενεμήθη ὁλόκληρον τό ἔργον τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας.
ΠΟΙΚΙΛΟΙ ΑΛΛΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
Διά νά ἐκλείψῃ δέ ἡ δυνατότης διαπράξεως αὐθαιρεσιῶν ἔναντι τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων καί νά ἐξασφαλισθοῦν τά δικαιώματά των καί ἡ δικαία συμπεριφορά ἀπέναντί των ἐκ μέρους τῶν προϊσταμένων των, ἐτακτοποιήθη ἡ ὑπηρεσιακή των θέσις, καταρτισθέντος τῇ συνεργασίᾳ εἰδικῶν δημοσίων ὑπαλλήλων καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ψηφισθέντος τοῦ σχετικοῦ εἰδικοῦ Κώδικος τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων.
Ὡσαύτως, ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἱδρύθη τό “Κέντρον Ἱεραποστολικῶν Σπουδῶν” διά τήν ἑτοιμασίαν στελεχῶν, προοριζομένων διά τήν Ἐξωτερικήν Ἱεραποστολήν. Ἱδρύθησαν ἐπίσης τό Νοσηλευτικόν Ἵδρυμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἀνωτέρα Σχολή Διακονισσῶν Ἀδελφῶν Νοσοκόμων “Ἡ Ὀλυμπιάς”, τό Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, τό Ἐκκλησιαστικόν Μουσεῖον, τό Διορθόδοξον Κέντρον εἰς τήν Μονήν Πεντέλης καί ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἰς τήν ὁποίαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἐδώρησεν ἅπασαν σχεδόν τήν ἀτομικήν βιβλιοθήκην του, ἤτοι πλέον τῶν τριῶν χιλιάδων τόμους.
ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἐκπροσώπηση τῆς Ἐκκλησίας: Ἤδη ὡς ἀρχιμανδρίτης, εἶχεν ἐκπροσωπήσει τήν Ἐκκλησίαν μας εἰς διεθνῆ Συνέδρια ἐν Γερμανίᾳ, Ἀγγλίᾳ, Ὀλλανδίᾳ, Δανίᾳ καί Ρωσσίᾳ. Εἶχεν ὡσαύτως ἐπί κεφαλῆς φοιτητῶν μεταβῆ ἐπανειλημμένως εἰς Κωνσταντινούπολιν, πρός ἐπίσκεψιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί εἶχεν ἐπισκεφθῆ ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ δι’ ἄλλας ἀποστολάς τήν Ἀμερικήν, Αἴγυπτον, Οὐγκάνταν, Νιγηρίαν, Ἰορδανίαν, Λίβανον καί Ἰνδίας.
Τέλος, κατά τό 1954 μετέσχεν ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν ἐν Ἔβανστον τῶν Η.Π.Α. Β' Γενικήν Συνέλευσιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκλεγείς καί μέλος τῆς κεντρικῆς του Ἐπιτροπῆς. Μετέσχεν ἐπίσης τῆς ἐν Νέῳ Δελχί τῶν Ἰνδιῶν Γ' Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. καί τῶν ἐν Ἐνούγκου τῆς Νιγηρίας καί ἐν Ἡρακλείω Κρήτης Συνελεύσεων τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς του.
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ΑΛΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ἐπεσκέφθη ἐπισήμως τάς ἑξῆς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας: πρῶτον, εὐθύς μετά τήν ἐκλογήν του, τόν σεπτόν Οἰκουμενικόν θρόνον, διά νά ὑπογραμμίσῃ τήν ἀνάγκην τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν βαθέως τότε διατεταραγμένων σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας μετ’ αὐτοῦ. Ἐπεσκέφθη ἐπίσης τό Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας, τό Πατριαρχεῖον τῆς Σερβίας, τό Πατριαρχεῖον τῆς Ρουμανίας, τό Πατριαρχεῖον τῆς Βουλγαρίας καί τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου. Ἐκ δέ τῶν ἑτεροδόξων τήν Ἐκκλησίαν τῆς Αἰθιοπίας.
Ἀφ’ ἑτέρου, ἐπί τῆς Ἀρχιεπισκοπείας του ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐδέχθη τήν ἐπίσκεψιν τῶν Προκαθημένων ὡς καί ἄλλων ἐκπροσώπων πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἐκ τῶν Ἑτεροδόξων τήν τοῦ Πατριάρχου Αἰθιοπίας καί τῶν Καρδιναλίων Κάρπινο καί Βίλλεμπραντς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ, ΣΩΜΑΤΕΙΑ
Συμμετοχή εἰς Ὀργανώσεις, Σωματεῖα, Ἑνώσεις καί Ὀργανισμούς. 1) Μέλος τῆς “Ἑνώσεως Ἀποφοίτων Ριζαρείου Σχολῆς”, 2) Μέλος τοῦ Συλλόγου “ὁ Ἀπόστολος Παῦλος”, 3) Μέλος τοῦ Συλλόγου Ἐσωτερικῆς Ἱεραποστολῆς “ὁ Ἀπόστολος Παῦλος”, 4) Μέλος τῆς “Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας”, 5) Μέλος τοῦ “Ἑλληνικοῦ Φωτός”, 6) Μέλος τῆς “INTERNATIONAL CHRISTIAN LEADERSHIP”, 7) Μέλος τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἀπό τοῦ 1954, 8) Γενικός Γραμματεύς τῆς Πανελληνίου Ἐπιτροπῆς Ἀπελευθερώσεως τῆς Κύπρου
† ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (ΚΟΤΣΩΝΗΣ)
Ἡμερολόγιο Ἄρθρων