Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Στοχασμοί τοῦ Σαββάτου», δ΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1998), σελ. 67-71
Στοχασμοί τοῦ Σαββάτου
ΘΑ ΣΚΥΨΩ ΣΤΟ ΚΑΙΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
Εἶμαι ταλαιπωρημένος, πολύ ταλαιπωρημένος ἀπόψε. Δέν εἶναι τό σῶμα μου πού φορτώθηκε μέ κόπο καί σέρνεται μέ δυσκολία. Ἡ ψυχή μου χτυπήθηκε, πληγώθηκε καί στάζει αἷμα. Τοῦτες τίς τελευταῖες μέρες τίς πέρασα μέ πολύ κόπο. Τό κάθε εἰκοσιτετράωρο κι' ἕνα μαρτύριο! Ἡ κάθε ὥρα καί μιά μαχαιριά στήν καρδιά!
Πόσο δύσκολα εἶναι τά βήματά μας σέ τούτη τή γῆ! Πέτρες στή μέση τοῦ δρόμου. Ἀγκάθια στά ρεῖθρα. Σκοτάδια καί βοριάδες καί θύελλες στίς ἐπικίνδυνες στροφές. Κάνεις νά προχωρήσης καί σκοντάφτεις. Ἀποσύρεσαι στήν ἄκρη γιά νά ξεκουραστῆς καί γεμίζεις πληγές. Οἱ ἄνθρωποι μέ τήν νοοτροπία τους καί μέ τά συμφέροντα τους… ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος, μέ τούς πονηρούς του σκοπούς… Ὅλοι ἐπιτίθενται. Ὅλοι ζητοῦν νά μοῦ μαράνουν τόν ἐνθουσιασμό, νά μέ τυλίξουν στήν ἀπελπισία, νά μέ ἀχρηστέψουν.
Ἀπόψε νοιώθω τήν ταλαιπωρία τῆς ἐπιθέσεώς τους. Τῆς ἐπιθέσεως πού μοῦ ἔκαναν χθές, προχθές, τόσες μέρες τώρα.
Ὅμως μέσα στή λύπη μου μιά ἀκτίνα ἐλπίδας μέ λούζει. Μιά ἀκτίνα, πού ἔρχεται ἀπ' τό αὐριανό φῶς, ἀπό τό φῶς τῆς Λειτουργίας. Κάτι μέσα μου μοῦ λέει, πώς θά μπορέσω αὔριο νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τή λύπη μου καί τόν πόνο μου, πλησιάζοντας τήν πόρτα τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου μου. Ἐκεῖ πού στέκονται οἱ ἄγγελοι καί ἀναγγέλουν στίς κουρασμένες ψυχές τό χαρούμενο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως.